Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Επιστροφή



Στην έδρα ήταν ο κύριος Τζων – έτσι τον αποκαλούσαν. Υποψιαζόταν πως το όνομά του ήταν Γιάννης αλλά επειδή δίδασκε Αγγλικά, το άλλαξε σε Τζων. Ήταν έτσι όπως τον θυμόταν, απροσδιόριστης ηλικίας, κοντόχοντρος, με βαριά, πλούσια, υπνωτική φωνή.
Κοίταξε μπροστά του, στο ανοιχτό βιβλίο. Εκδόσεις Alexander, αγγλικό κείμενο με μικρή γραμματοσειρά που μπορούσε όμως να τη διαβάσει και χωρίς τα γυαλιά της πρεσβυωπίας. Έπειτα γύρισε και κοίταξε τους συμμαθητές του στο φροντιστήριο αλλά δεν αναγνώριζε κανέναν. Έστρεψε το κεφάλι προς το παράθυρο. Ο κεντρικός δρόμος της συνοικίας της Αθήνας ήταν φωτισμένος και έξω πρέπει να έκανε κρύο, όπως έδειχναν τα ρούχα των περαστικών.
Είχε συνείδηση πως όλα αυτά τα ζούσε σ’ ένα όνειρο, ένα διαυγές όνειρο – lucid dream το έλεγαν στο μέρος που ζούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια – αλλά παρόλο που σ’ αυτού του είδους τα όνειρα μπορεί να ασκήσει κανείς έλεγχο στο ονειρικό περιβάλλον και να κάνει πράγματα που αλλιώς θα ήταν αδύνατο να κάνει στην πραγματικότητα, αυτός ήταν κολλημένος στο θρανίο, ξαναζώντας μια εποχή που πέρασε οριστικά, που χάθηκε όχι μόνο στο χρόνο μα και σ’ ένα άλλο, βαθύτερο επίπεδο.
Τα σκληρά φώτα φθορισμού τού έφερναν στενοχώρια και τού πλήγωναν τα μάτια. Τα έκλεισε για ένα δευτερόλεπτο κι όταν τα άνοιξε ήταν στο θρανίο της Ε Γυμνασίου. Ο καθηγητής δίδασκε Λατινικά και τον άκουγε μαγεμένος ενώ οι υπόλοιποι συμμαθητές του ήταν πρόθυμοι να αυτοκτονήσουν. Αυτοί που δε σκέφτονταν την αυτοχειρία, τους έσωζε το γεγονός πως καθόντουσαν στο παράθυρο και χάζευαν το κατάρτι από το βυθισμένο μότορσιπ στο λιμάνι της πόλης.
Ήταν πάλι βράδυ, απογευματινή βάρδια, τελευταία ώρα και ο καθηγητής ανέφερε τις λατινικές λέξεις που μετανάστευσαν στα ελληνικά – έτσι ακριβώς το είπε και πώς διάολο το θυμόταν μετά από εβδομήντα χρόνια; Ίσως επειδή κι ο ίδιος ήταν μετανάστης, ίσως κι επειδή ολόκληρος ο κόσμος μετανάστευε ή προσπαθούσε τουλάχιστον. Saburra, porta, piscina, miseria, manica… Πήγε να σηκώσει το χέρι του ενθουσιασμένος και να πει πως το «παπάκι» του πληκτρολογίου, το @, προέρχονταν από το επίσης λατινικό ad αλλά το μετάνιωσε καθώς δε θα το καταλάβαινε κανείς και το χέρι του πήγε στα μάτια του για να τα προστατέψει από το βασανιστικό, άσπρουλιάρικο φως φθορισμού.
Ευεργετικό μαύρο βελούδο προστάτεψε τα μάτια του που με έκπληξη διαπίστωσε πως ήταν ανοιχτά. Ο καθηγητής δεν ακουγόταν πια – το μόνο που ακούγονταν ήταν η ανάσα της δίπλα του. Θα την ξεχώριζε αυτή την ανάσα από οποιαδήποτε άλλη αφού την άκουγε πάνω από εξήντα χρόνια τώρα. Κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι και περπάτησε προς το παράθυρο. Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε έξω. Το σκοτάδι το λέκιαζε μια υποψία φωτός στα ανατολικά. «Ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς» θυμήθηκε.
Γύρισε στο κομοδίνο και πήρε τα γυαλιά. Μόλις τα έβαλε είδε το δωμάτιο σα να ήταν μέρα κι ένα μεγάλο «Good morning sir» εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του. Αμέσως μετά άρχισαν να τρέχουν δεδομένα για τον καιρό και τις ειδήσεις. Κούνησε τις κόρες των ματιών του και τα δεδομένα εξαφανίστηκαν. Άνοιξε το συρτάρι και πήρε ένα μπουκαλάκι με μια αυτοκόλλητη ετικέτα που έγραφε «Memoforte». Το άνοιξε, πήρε τη μικρή άσπρη κάψουλα και την κατάπιε έτσι, χωρίς νερό. Πειραματικό φάρμακο για το Αλτσχάιμερ με μοναδική ως τώρα παρενέργεια τη χωρίς κανένα μέτρο και χαοτική αύξηση της μνήμης με αποτέλεσμα να ανακαλεί απίστευτες λεπτομέρειες που ήταν θαμμένες βαθιά στα υπόγεια του μυαλού του. Τον παρακολουθούσε η Pfizer με τακτικά τεστ και εξετάσεις επειδή κάποιοι εθελοντές εμφάνισαν συμπτώματα σχιζοφρένειας και άλλοι μανίας. Μέχρι τώρα, όλα πήγαιναν καλά, άλλωστε από μικρός είχε καλή σχέση με τα φάρμακα. 
Στάθηκε πάνω από το προσκεφάλι της. Κοιμόταν βαθιά, αθόρυβα, γαλήνια. Άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε το κεφάλι της. Εκείνη δεν κινήθηκε. Τράβηξε απαλά την κουβέρτα και την σκέπασε καλύτερα. Έπρεπε όμως να πηγαίνει, σήμερα ήταν η μέρα. Τράβηξε με κόπο τα μάτια του από πάνω της, βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε απαλά την πόρτα. Αφού βγήκε από το μπάνιο, ντύθηκε, πήρε τον μικρό σάκο που είχε ετοιμάσει και κρύψει εβδομάδες τώρα και βγήκε έξω από το διαμέρισμα. Κατέβηκε με το ασανσέρ στο ισόγειο και χαιρέτησε τον θυρωρό.
- Good morning Brian, είπε
- Good morning sir, your taxi has arrived and is waiting for you, have a nice day.
- Thank you Brian
Μπήκε στο όχημα και κοίταξε τη μικρή κάμερα στην οροφή. Το ταξί ανέλυσε την ίριδά του και κατέβασε ένα ποταμό δεδομένων που τον αφορούσαν, γνωρίζοντας πια τα πάντα γι αυτόν.
- Would you like to listen music sir? τον ρώτησε η τεχνητή νοημοσύνη του ταξί.
- No, thanks απάντησε.
- As you wish sir.
Το αυτόνομο σύστημα οδήγησης κατηύθυνε το ταξί προς το Heathrow. Κοιτούσε το Λονδίνο που ξυπνούσε σιγά σιγά. Το τζάμι δίπλα του πρόβαλλε πληροφορίες κι αυτός τις διάβαζε αφηρημένος:
 Νοεμβρίου 16, 2049, 06:40 a.m. 20o C
Επικίνδυνη κλιμάκωση της έντασης στο βόρειο πολικό πέρασμα μεταξύ Καναδά, Δανίας και Ρωσίας.
Αναβάλλεται για τέταρτη φορά μετά την πυρηνική επίθεση των αυτονομιστών, η άρση του στρατιωτικού νόμου στην Κίνα.
Επίσκεψη της Αμερικανίδας Προέδρου στο κατεχόμενο Μεξικό.
Ο πρίγκιπας Λούις με τον σύζυγό του επέστρεψαν από το γαμήλιο ταξίδι τους.
 Ο ήχος από τον ηλεκτρικό κινητήρα του ταξί τον νανούριζε γλυκά κι έτσι όπως ήταν γερμένος στο κάθισμα θα τον έπαιρνε ο ύπνος αν δεν τον ειδοποιούσε το όχημα πως έφτασε στο αεροδρόμιο. Κατέβηκε στο πεζοδρόμιο κι από συνήθεια ευχαρίστησε τον ανύπαρκτο οδηγό.
Τεντώθηκε λίγο κοιτάζοντας τον γαλάζιο ουρανό που δεν είχε ίχνος σύννεφου – είχε να βρέξει πάνω από μήνα. Χαμήλωσε τα μάτια του και βλέποντας τα κάθετα σταθερά των αεροπλάνων, μια σουβλιά γλυκιάς προσμονής διαπέρασε την κοιλιά του. Θα προλάβαινε άνετα την πτήση σύμφωνα με τις πληροφορίες που προβάλλονταν από τα γυαλιά του.
Γύριζε πίσω. Γύριζε πίσω και κανείς Υπερίων Ήλιος δε θα του στερούσε την επιστροφή. «Αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ», θυμήθηκε ακαριαία το Ομηρικό απόσπασμα.
Περπάτησε αργά προς την πύλη. Γυρνούσε επιτέλους.

Περπατούσε μόνος του νυχτιάτικα στον κεντρικό δρόμο της έρημης ακριτικής πόλης. Έκανε πολύ κρύο κι ο αέρας που κατέβαινε από τον Έβρο του έτσουζε το πρόσωπο. Το κεφάλι του το προστάτευε ο μάλλινος σκούφος που του είχε πλέξει η γιαγιά του αλλά όσο και να έσφιγγε το μοντγκόμερι, κρύωνε πολύ. Πρέπει να γυρνούσε σπίτι, αν έκρινε από την κατεύθυνση που είχε πάρει. Κοιτούσε λαίμαργα γύρω του κι ένα αίσθημα ερήμωσης ανέβηκε και τον άρπαξε από το λαιμό. Όλα αυτά γύρω του ήταν εδώ και δυο δεκαετίες κατεχόμενα και δεν υπήρχε περίπτωση να τα ξαναδεί, δεν ήθελε να τα ξαναδεί.
Από το σφίξιμο και το κρύο, οι ώμοι και τα χέρια του πονούσαν – όχι, πονούσαν από τα πέντε τόμσον που είχε κρεμασμένα από τον κάθε ώμο του και τα πήγαινε στο οπλουργείο του τάγματος. Βαριόταν να κάνει δύο δρομολόγια από την αποθήκη και ζώστηκε όλα τα όπλα μεμιάς. Ήταν μια λαμπερή και καθάρια μέρα, λουσμένη στο μαγιάτικο φως. Θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια τον δρόμο που οδηγούσε στο οπλουργείο αλλά στρίβοντας αριστερά έπεσε πάνω στον Ανθύπα που του φώναξε «Στην πύλη δύο στρατιώτη, στην πύλη δύο!»
«This is the final boarding call for passengers booked on flight 372A to Nicosia. Please proceed to gate two» ακούστηκε από τα μεγάφωνα της αίθουσας αναμονής.
Άνοιξε τα μάτια του. Είχε αποκοιμηθεί για λίγο στο κάθισμα κι αισθανόταν τώρα ανανεωμένος. Δεν κοιμόταν καλά το βράδυ, έκανε άπνοιες εξαιτίας 35 ετών καπνίσματος. Το έκοψε στα 55 του και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως αν κι όταν θα έφτανε στα 80, θα το ξανάρχιζε – τι είχε να φοβηθεί σ’ αυτή την ηλικία; Τα ογδόντα τα πέρασε αλλά τσιγάρο δεν ξανακάπνισε επειδή φοβόταν φυσικά.
Πίσω στο διαμέρισμα, εκείνη θα είχε ξυπνήσει αλλά δεν θα ανησυχούσε. Εδώ και κάτι μήνες, ξυπνούσε επίτηδες χαράματα για να κάνει τάχα έναν πρωινό περίπατο – στην πραγματικότητα έπινε τσάι στο Cosy και φλυαρούσε με τον Christian, δυο τετράγωνα μακριά. Γυρνούσε μετά από τρεις ώρες, καθώς είχε υπολογίσει πως σύμφωνα με το σχέδιο, αυτός ο χρόνος θα ήταν αρκετός για να βρίσκεται στο αεροπλάνο πριν αρχίσει να τον ψάχνει όταν θα έφτανε η ώρα.
Προχωρούσε στη φυσούνα με μικρά αλλά γρήγορα βήματα. Δίπλα του περπατούσε μια κοπέλα κοντά στα 25 με ένα σακίδιο στην πλάτη.
- Something fell from your pocket sir, είπε με έντονη κυπριακή προφορά.
Έσκυψε και μάζεψε το τσαλακωμένο χαρτάκι. Από τότε που ήταν μικρός του έπεφταν από τις τσέπες τσαλακωμένα χαρτονομίσματα, χαρτάκια με σημειώσεις κι ό,τι άλλο έβαζε εκεί. Αφηρημένα το ξανάβαλε στην τσέπη του.
- Ευχαριστώ πολύ κουμπάρα, είπε μ’ ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο, αντίγραφο εκείνων των χαμόγελων που τόσες φορές είχε δει ν’ ανθίζουν στα πρόσωπα των μαθητών του σε μιαν άλλη ζωή, σ’ έναν άλλο κόσμο που χάθηκε οριστικά.
Η κοπέλα γέλασε καλόκαρδα και συστήθηκε. Λεγόταν Ειρήνη Χαραλάμπους κι έκανε το διδακτορικό της πάνω στην εξέγερση της 17ης Νοέμβρη και πήγαινε στην Αθήνα ν’ αντλήσει υλικό. Η πτήση τους ήταν για Λευκωσία και μετά θα έπαιρναν άλλη για Αθήνα, αφού η British Airways όπως και πολλές άλλες εταιρείες δεν είχαν απευθείας πτήση, επειδή το αεροδρόμιο δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει αεροσκάφη χωρίς πιλότο.
Όταν άκουσε για τη 17 Νοέμβρη, ενθουσιάστηκε. Πρότεινε στην κοπέλα να καθίσουν μαζί για να της αφηγηθεί όσα ήξερε από πρώτο χέρι για τα γεγονότα – ήταν μαθητής στην πρώτη Γυμνασίου στην Αθήνα εκείνη την εποχή. Η κοπέλα φυσικά δέχτηκε κι έτσι βρέθηκαν σε διπλανά καθίσματα.
- Ladies, gentlemen and others, welcome onboard Flight 372A with service from London to Nicosia, είπε με άψογη χροιά η τεχνητή νοημοσύνη που θα οδηγούσε το σκάφος που είχε το όνομα «Enoch Powell». Η μηχανή πληροφόρησε τους επιβάτες πως η πτήση θα διαρκούσε λίγο περισσότερο λόγω του εμφυλίου στο Βέλγιο και τη ζώνη απαγόρευσης πτήσεων από το ΝΑΤΟ.
Οι κυψέλες υδρογόνου τροφοδότησαν τους κινητήρες του αεροσκάφους που άρχισαν να γουργουρίζουν έντονα κι εκείνος αναρωτήθηκε αν η ετοιμόρροπη καρδιά του θα άντεχε το ταξίδι. Εδώ και λίγο καιρό δεν μπορούσε πλέον να αντλήσει αρκετό αίμα για να το διοχετεύσει στο υπόλοιπο σώμα του. Ο Βασιλείου, ο Κύπριος καρδιολόγος, του έδωσε μόνο λίγους μήνες ακόμα. Με μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πως ένιωσε ανακούφιση στο άκουσμα της τρομερής είδησης. Αυτός που ήταν αρρωστοφοβικός και υποχόνδριος από παιδί ακόμη και ποτέ δε φανταζόταν πως θα ζούσε κοντά στα ενενήντα χρόνια, ένιωσε λύτρωση και ανακούφιση στην είδηση πως ο χρόνος του τελείωνε – και γιατί όχι; Εδώ και τρεις δεκαετίες ζούσε σε λάθος χώρο, σε λάθος χρόνο, σε λάθος εποχή.
Κοιτούσε την κοπέλα δίπλα του που τακτοποιούσε τα πράγματά της και από το ντύσιμό της κατάλαβε πως ήταν από εύπορη οικογένεια. Μόνο οι φακοί επαφής της που είχαν ενσωματωμένο τσιπ τεχνητής νοημοσύνης κι έκαναν τα δικά του Smart Glasses να μοιάζουν απαρχαιωμένα κόστιζαν πάνω από δυο μηνιάτικα.
Οι επιβάτες έβαλαν τα δάχτυλά τους στους αισθητήρες των μπροστινών τους καθισμάτων για έναν τελευταίο έλεγχο ασφαλείας. Το DNA τους αναγνωρίστηκε και το αεροσκάφος άρχισε να κινείται. Έκπληκτος είδε την κοπέλα να κάνει τον σταυρό της – και δεν τον έκανε κρυφά ή συγκαλυμμένα αλλά με έναν άνετο και φυσικό τρόπο.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε κι αυτός έβαλε τις παλάμες του στη μέση του που άρχισε να τον ενοχλεί. Έπιασε το χαρτάκι που πάλι του έφυγε από την τσέπη του. Το έφερε μπροστά του και το άνοιξε. Αναγνώρισε τα δικά της γράμματα στο σημείωμα που είχε σημερινή ημερομηνία.
Φυσικά και το ήξερε – όλα τα ήξερε. Φυσικά και τον άφησε ελεύθερο – εξήντα πέντε χρόνια τώρα, ανεχόταν όλες του τις ιδιοτροπίες και τις πετριές που χτυπούσαν το ξερό του το κεφάλι.
Άρχισε να το διαβάζει.
 Πρώτα απ’ όλα απορώ που διαβάζεις αυτό το χαρτί και δεν το έχεις χάσει ακόμη. Ίσως να το διαβάζεις στο ταξί, στο αεροδρόμιο ή στο αεροπλάνο.
Λοιπόν νόμιζες πως δε θα το καταλάβαινα; Σε ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα τόσα χρόνια τώρα, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δεν πρόλαβαν καν να ζήσουν εξήντα τέσσερα χρόνια.
Ξέρω πως πήγαινες στο Cosy αντί για περπάτημα, μου τα είπε όλα ο Christian.
Ξέρω πως συνεργοί σου είναι ο ονειροπαρμένος ο εγγονός σου και η κόρη σου – πέρασε τα εξήντα κι ακόμα να σοβαρευτεί, ίδια εσύ - που κανόνισαν το ταξίδι σου.
Ξέρω πως αν καρφωθεί κάτι στο μυαλό σου δε βγαίνει ούτε με εγχείρηση.
Ξέρω για την καρδιά σου, μου τα είπε όλα ο Βασιλείου, μου είπε πως μπορεί να μην αντέξει το πικρό αυτό ταξίδι και τις συγκινήσεις.
Εσύ δεν ξέρεις πως πηγαίνεις σε μια κολοβή και ρημαγμένη χώρα;
Δεν ξέρεις πως αν σου συμβεί κάτι, δε θα μπορέσουμε να σε πάρουμε από κει;
Δεν ξέρεις πως αυτά που άφησες πίσω, δεν μπορείς να τα ξαναβρείς;
Σε νταντεύω μια ολόκληρη ζωή, πάντα σε άφηνα να κάνεις τα δικά σου, σε άφηνα ελεύθερο στις τρέλες και στις πετριές που χτυπούσαν το ξεροκέφαλό σου αλλά βαρέθηκα πια, κάνε ό,τι νομίζεις.
 Δεν του έκανε καμία εντύπωση που τα ήξερε όλα. Τον διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο, πώς ήταν δυνατόν να την ξεγελούσε; Αφού ήξερε τι ήθελε να κάνει, γιατί δεν τον εμπόδισε, γιατί δεν του είπε τίποτα; Ένα κύμα στενοχώριας και πανικού φούντωνε από τα σπλάχνα του κι ανέβαινε ορμητικά προς τα πάνω. Τι είχε κάνει; Της είπε ψέματα, έμπλεξε την κόρη του και τον εγγονό του κι αν πάθαινε κάτι στο ταξίδι ή στην πατρίδα, θα τους έβαζε όλους σε πολύ μεγάλες φασαρίες. Όσο για τον Christian, σίγουρα θα πουλήθηκε για ένα μπουκάλι malt – Εγγλέζος, τι περιμένεις;
Αισθανόταν παγιδευμένος στο αεροπλάνο, ήθελε να κατέβει με κάποιον τρόπο και να γυρίσει πίσω. Κοίταξε από το παράθυρο στα αριστερά του αναζητώντας μάταια μια ψευδαίσθηση ανοιχτωσιάς αλλά βλέποντας πυκνούς μαύρους καπνούς που λέρωναν το βελγικό έδαφος, το πνιγηρό αίσθημα έγινε χειρότερο. Κοίταξε δίπλα του την Ειρήνη κι από το απλανές της βλέμμα κατάλαβε πως έβλεπε κάποια ταινία μέσα από τους φακούς της.
Κάτι δυσοίωνο και πολύ θλιβερό άρχισε να τον συντρίβει. «Θλίψη σαν αδιόρατο βελούδο, σαν μετάξι», του υπαγόρευσε ανακαλώντας τους στίχους αυτούς από ποιος ξέρει ποιους ξεχασμένους ετοιμόρροπους νευρώνες το Memoforte. Κάρφωσε το βλέμμα του στο μόνιτορ του μπροστινού καθίσματος βλέποντας τον χάρτη με την πορεία του αεροπλάνου να συμβολίζεται με μια κίτρινη γραμμή. Βρισκόντουσαν στα ανατολικά σύνορα της Γαλλίας παρακάμπτοντας το Βέλγιο και τη ζώνη απαγόρευσης πτήσεων που είχε επιβάλει το ΝΑΤΟ, καθώς δεκάδες αυτόνομα drones πετούσαν στον ουρανό ψάχνοντας τον επόμενο στόχο τους. Οι ειδήσεις έλεγαν πως οι «Ταξιαρχίες του Σαλαντίν» ήταν θέμα χρόνου να ηττηθούν.
Σταγόνες ιδρώτα λαμπύρισαν στο μέτωπό του. Στην ένατη δεκαετία της ζωής του, πήρε μια επιπόλαια απόφαση που κατά πάσα πιθανότητα θα έβαζε σε πολύ μεγάλη ταλαιπωρία τους δικούς του ανθρώπους.
Κι έπειτα ήρθε ένα μαύρο χταπόδι και τον έπιασε με τα πλοκάμια του. Ένα άρχισε να του σφίγγει τον λαιμό, άλλο το στήθος, άλλο κατέβηκε χαμηλότερα, μέσα στα σπλάχνα του. Η γερασμένη καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρηγορότερα και τότε τα εμφυτευμένα τσιπ στα επινεφρίδιά του, έδωσαν εντολή για παραγωγή ενός κοκτέιλ νευροδιαβιβαστών και ορμονών που σε λίγα δευτερόλεπτα καθησύχασαν την αμυγδαλή στον εγκέφαλό του.
Έγειρε πίσω στο κάθισμά του ανακουφισμένος. Όλα θα πήγαιναν καλά σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια.
Η Ειρήνη δίπλα του, άνοιξε τα δικά της και τον κοίταξε.
  
Διακόσια ακριβώς χρόνια από την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ‘21, η Ελλάδα χρεοκόπησε. Δύο χρόνια πριν, το μόρφωμα που κυβερνούσε έχασε τις εκλογές τις οποίες κέρδισε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αντί να σβήσει τις παλιές πολιτικές και νοοτροπίες, απλώς διαχειρίστηκε τη μιζέρια, βυθίζοντας ακόμη περισσότερο τη χώρα στο τέλμα. Μια λυσσαλέα αντιπολίτευση εμπόδισε τις λίγες και ισχνές προσπάθειες ανασυγκρότησης. Οι εκλογές που προκλήθηκαν με αφορμή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας έφεραν πάλι στην εξουσία το λαϊκιστικό μόρφωμα το οποίο ένα χρόνο αργότερα μέσα από έναν εκρηκτικό συνδυασμό ανικανότητας και αβελτηρίας, οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία και το χάος.
Τραμπ και Λεπέν δεν μπόρεσαν ή κατ’ άλλους δεν ενδιαφέρθηκαν να αποτρέψουν την καταστροφή όπως έκαναν οι προκάτοχοί τους Ομπάμα και Ολάν έξι χρόνια νωρίτερα.
Λεηλασίες σε πολυκαταστήματα, φαρμακεία και νοσοκομεία, καταστροφές και εμπρησμοί σε δημόσια κτίρια και τράπεζες, ήταν η εφιαλτική καθημερινότητα για μια εβδομάδα – μέχρι την προβοκάτσια στη Θράκη. Οι Τούρκοι με πρόσχημα την προστασία της μουσουλμανικής μειονότητας έφτασαν στον Νέστο μέσα σε δύο ημέρες, έκπληκτοι από την απουσία αντίστασης αφού ένοπλες δυνάμεις, σώματα ασφαλείας και πολίτες είχαν καταρρεύσει.
Οι καταστροφές και οι ανθρώπινες απώλειες θα ήταν περισσότερες εάν δεν επενέβαινε πολυεθνική δύναμη του ΟΗΕ που φύλαξε αποθήκες όπλων, τροφίμων, φαρμακαποθήκες. Δεν μπόρεσε να προστατεύσει όμως κυβερνητικούς πολιτικούς από το λιντσάρισμα – όσους τουλάχιστον δεν πρόλαβαν να διαφύγουν στη Βενεζουέλα. Ένας από αυτούς μάλιστα που σε μια ακραία εκδήλωση του ναρκισσισμού του κατέβηκε στις διαδηλώσεις, αναγνωρίστηκε από το πλήθος που τον κομμάτιασε.
Χιλιάδες πρόσφυγες κατέκλυσαν την Ανατολική Μακεδονία οξύνοντας περισσότερο την ήδη τραγική κατάσταση. Οι εισβολείς, κόντρα στο στερεότυπο των βάρβαρων σφαγέων, δεν πείραξαν κανέναν, αντιθέτως κάλεσαν τους πρόσφυγες να γυρίσουν δίνοντας εγγυήσεις για την περιουσία και την ασφάλειά τους, εγγυήσεις τις οποίες τήρησαν.
Μόνο μερικά Mirage 2000-5, απογειώθηκαν από την Τανάγρα και εξαπέλυσαν πυραύλους Scalp σε στρατηγικούς στόχους στην Τουρκία. Λένε πως περισσότερα θύματα υπήρξαν μεταξύ των Τούρκων από την πυραυλική αυτή επίθεση παρά ανάμεσα στους Έλληνες της Θράκης.
Λίγες εβδομάδες μετά, η Κρήτη κήρυξε την ανεξαρτησία της, ανακηρύσσοντας την «Κρητική Πολιτεία» ανεξάρτητο κράτος ελπίζοντας να απομονωθεί από τις συνέπειες της οικονομικής καταστροφής.
Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας που σχηματίστηκε διαχειρίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε την καταστροφή αξιοποιώντας συνετά την ανθρωπιστική βοήθεια. Έγιναν μαζικές επιτάξεις σπιτιών που δεν κατοικούνταν, δίνοντάς τα στους πρόσφυγες από τη Θράκη – ανάμεσά τους ήταν και το διαμέρισμά του που δόθηκε σε μια οικογένεια από το Σουφλί καθώς και το πατρικό του που το πήρε οικογένεια από την Ξάνθη.
Το κακό τούς βρήκε στο εξωτερικό. Είχαν μόλις συνταξιοδοτηθεί όταν τα μάζεψαν κι έφυγαν έξω όπου ζούσαν τα παιδιά τους. Νοίκιασαν ένα πολύ μικρό διαμέρισμα και ήλπιζαν να ζήσουν με τη σύνταξή τους, όταν ήρθε η συμφορά.
Έχοντας χάσει το σπίτι και τη σύνταξή τους, επιβίωναν κάνοντας ιδιαίτερα σε παιδιά της ελλαδικής και κυπριακής κοινότητας. Μετά το πρώτο σοκ, προσπάθησαν να ανασυνταχθούν και να προσαρμοστούν στην καινούρια κατάσταση. Εκείνη προσαρμόστηκε ευκολότερα, εκείνος καθόλου. Ζούσε με το όνειρο της επιστροφής, εκείνη το ξέγραψε. Τα πρώτα χρόνια επικοινωνούσε με τους πρόσφυγες ενοίκους του σπιτιού του, αργότερα η επικοινωνία αραίωνε, ώσπου σταμάτησε όταν εκείνοι έφυγαν κι επέστρεψαν στα σπίτια τους στα κατεχόμενα. Από την πλήρη ψυχική κατάρρευση τον έσωσαν τα εγγόνια του που είχαν αναλάβει και οι δύο να τα κρατούν και να τα διαβάζουν.
Είκοσι οχτώ χρόνια αργότερα, τα πάντα είχαν αλλάξει στην Ελλάδα. Έξι εκατομμύρια άνθρωποι  ζούσαν μηχανικά θαρρείς, υπνωτισμένοι, παραιτημένοι, πικραμένοι. Η οικονομία δεν ανέκαμπτε, οι διαπραγματεύσεις για την επιστροφή της Θράκης καρκινοβατούσαν, η ανεργία ήταν θηριώδης και η ταπείνωση είχε απλώσει ένα μαύρο σεντόνι που σκέπαζε τα πάντα κι έπνιγε τις όποιες προσπάθειες ανασυγκρότησης. Η χώρα χρειαζόταν έναν ηγέτη με τις οργανωτικές ικανότητες του Καποδίστρια, την εκσυγχρονιστική δύναμη του Τρικούπη, την οξύνοια του Βενιζέλου, το πρακτικό πνεύμα του Καραμανλή (του Α βεβαίως!) και τη γοητεία του Α. Παπανδρέου. Όλα τα παλιά κόμματα όμως εξαφανίστηκαν, εκτός του ΚΚΕ για το οποίο αιτία της καταστροφής ήταν ο ιμπεριαλισμός και τα μονοπώλια. Μια νέα γενιά πραγματιστών πολιτικών αναδύθηκε από τα αποκαΐδια, προσπαθώντας να περισώσει ό,τι μπορούσε από την οικονομία, να εξυψώσει το λαϊκό φρόνημα και να επανενώσει τα κομμάτια που αποκόπηκαν από τον εθνικό κορμό. Ήδη η Κρήτη ζητούσε απεγνωσμένα την επανένωση αφού η Σαχάρα κάνοντας ένα άλμα πάνω από τη Μεσόγειο είχε αρχίσει να την κατατρώει.
Το αεροσκάφος ανακοίνωσε πως σε είκοσι λεπτά θα προσγειωνόντουσαν στη Λευκωσία της οποίας το αεροδρόμιο ξανάνοιξε το ’35, μετά την επανένωση του νησιού.
Στα γυαλιά του εμφανίστηκε επείγον εισερχόμενο μήνυμα από τον εγγονό του. Το διάβασε με ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον.

Στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας ανακοινώθηκε πως η πτήση προς Αθήνα ματαιώθηκε λόγω του τυφώνα «Ιαπετός» και ο δήμαρχος της πόλης Abdul Rafeh την έθεσε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Απογοητεύτηκε. Ήθελε να δει τη γειτονιά που πέρασε την εφηβεία του αν και μπορούσε να την δει μέσω του Street view / real time αλλά δεν ήταν το ίδιο. Έπρεπε να πάρει την πτήση για Θεσσαλονίκη που αναχωρούσε σε τρεις ώρες. Μαζί του θα ερχόταν και η Ειρήνη που θα κατέβαινε αργότερα στην Αθήνα. Η ώρα τους πέρασε με κουβέντα για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, κουβέντα που περισσότερο την ευχαριστιόταν εκείνος και όχι τόσο η Ειρήνη. Κουράστηκε όμως και άρχισε να λαχανιάζει καθώς μιλούσε. Έβγαλε το σπρέι με τις εισπνοές και εισέπνευσε βαθιά. Ένας έντονος βήχας ακολούθησε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Το σώμα του τον εγκατέλειπε σιγά σιγά, το αισθανόταν. Πρώτα η καρδιά, ύστερα οι πνεύμονες κι έπειτα τι άραγε; Απορούσε που το συκώτι του λειτουργούσε ακόμη, ύστερα από τόνους φάρμακα που είχε πάρει στη ζωή του. Έκλεισε τα μάτια του.

Όλη η πόλη ήταν στο πόδι και πανηγύριζε ξέφρενα. Με δυσκολία άνοιγε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος που χόρευε και τραγουδούσε. Παντού έβλεπε σημαίες να ανεμίζουν είτε κρεμασμένες από τα αυτοκίνητα που κορνάριζαν δαιμονισμένα είτε από ανθρώπους που τις κουνούσαν γεμάτοι περηφάνια. Γιγαντοοθόνες έδειχναν την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου στο Καλλιμάρμαρο όπου διεξάγετο η φιέστα, να χαιρετά το πλήθος και τον Αρχιεπίσκοπο να μοιράζει στους ποδοσφαιριστές σταυρουδάκια.
Όλη η χώρα παραληρούσε με τη νίκη, ανύποπτη για την καταστροφή που πλησίαζε με γοργά βήματα. Άρχισε να φωνάζει κι αυτός, πως υπήρχε ακόμη χρόνος να διορθωθούν τα πράγματα, να μην καταστραφούμε, να πάρουμε μέτρα όσο ακόμη είναι καιρός, μα κανείς δεν τον άκουγε.

-Every single night doctor, every single night the dreams ruin my life έλεγε στον ψυχολόγο που τον παρακολουθούσε για να θεραπεύσει τάχα το μετατραυματικό στρες. Τζάμπα κόπος, αυτή η αδερφή τού έτρωγε μόνο χρήματα χωρίς να κάνει τίποτα το ουσιαστικό. Να είναι καλά η μικρή, που τον έβαλε σε ομάδα εθελοντών για δοκιμές νέας γενιάς αντικαταθλιπτικών. Η ζωή του άλλαξε προς το καλύτερο αλλά τελευταία τα όνειρα επανήλθαν.
Η Ειρήνη τον σκούντησε απαλά. Άνοιξε τα μάτια του και σηκώθηκε με κόπο. Προχώρησαν με την Ειρήνη, τη νοσοκόμα που η γυναίκα του της ανέθεσε να τον προσέχει διακριτικά, μπήκαν στο μισοάδειο αεροπλάνο και κάθισαν σε διπλανά καθίσματα.
Στη διάρκεια της πτήσης, της αποκάλυψε πως έμαθε από τον εγγονό του ποια ήταν. Κάτι είχε υποψιαστεί από την κουβέντα που είχαν κάνει για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η γυναίκα του ήξερε την τρέλα του με εκείνη την εποχή και δασκάλεψε την Ειρήνη αναλόγως. Το κορίτσι όμως παρόλο που προφανώς είχε μελετήσει σχετικά, φαινόταν καθαρά πως δεν είχε και μεγάλη σχέση με το αντικείμενο. Φάνηκε καθαρά η ανακούφιση στο πρόσωπό της που δε χρειαζόταν πια να του λέει ψέματα. Άνοιξε το σακίδιό της και του έδειξε το περιεχόμενο. Ήταν σα να κουβαλούσε ένα μικρό νοσοκομείο – μέχρι και μίνι απινιδωτή είχε μαζί της! Ήταν φανερό πως ο σάκος ήταν δημιούργημα της μικρής και του γαμπρού του.
Γέλασε καλόκαρδα βλέποντας το περιεχόμενο κι έπειτα σοβαρεύοντας είπε στην κοπέλα πως τον ενδιέφερε να μείνει ζωντανός για λίγο ακόμη. Ένας ξερόβηχας άρχισε να τον συγκλονίζει και η εκπνοή του έβγαινε σφυριχτή. Η Ειρήνη τον βοήθησε με τη συσκευή εισπνοών και σε λίγο ηρέμησε.

Ανέβαινε από τη γωνία του καφεκοπτείου – μοσχομύριζε η περιοχή φρεσκοκομμένο καφέ – και κατευθυνόταν προς τα πάνω, στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα «Old Navy» μαλακό πακέτο στο οποίο ήταν προσαρμοσμένος μέσα ένας μεταλλικός σκελετός με ένα μικρό πορτάκι στο πάνω μέρος που όταν πίεζε το πλαίσιο, άνοιγε για να βγει το τσιγάρο από μέσα. Στο άλλο χέρι το αναμμένο τσιγάρο. Το έφερε μπροστά στα μάτια του, το κοίταξε, το έφερε στα χείλη του και ρούφηξε δυνατά τον καπνό κατεβάζοντάς τον βαθιά στα πνευμόνια του. Ένα ηφαίστειο εξερράγη μέσα του, ένα ηφαίστειο που παρέμενε σιωπηλό αλλά ενεργό για πάνω από τριάντα χρόνια.
Γρήγορες, κοφτές, αχόρταγες ρουφηξιές έκαναν το τσιγάρο στάχτη. Πέταξε με αναίδεια τη γόπα κάτω και κοίταξε τριγύρω. Πρέπει να πλησίαζαν Χριστούγεννα, οι βιτρίνες ήταν στολισμένες κι έκανε κρύο. Γύρω του πολύς κόσμος έκοβε βόλτα πάνω κάτω στο δρόμο χαζεύοντας και συζητώντας. Αριστερά του στη βιτρίνα του κοσμηματοπωλείου φιγουράριζαν αστραφτερά τα αγαπημένα του ρολόγια Seiko. Ένα τέτοιο Seiko «πεντάρι»  φορούσε στον αριστερό του καρπό, περασμένο σε μεταλλικό μπρασελέ.
Προχώρησε περισσότερο στην ελαφριά ανηφοριά κι έφτασε στο πρακτορείο των εφημερίδων. Σταμάτησε και διάβασε τα πρωτοσέλιδα – συνήθεια παλιά κι αγαπημένη.
 Άφαντο για τέταρτη μέρα το Ρωσικό αυτοδύναμο πυρηνικό υποβρύχιο – φόβοι για αυτονόμηση της τεχνητής νοημοσύνης.
Επίσημη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Παναγιώτη Παπαληγούρα στη Δ. Γερμανία, τον συνοδεύει ο υφυπουργός Συντονισμού Ιωάννης Παλαιοκρασσάς.
Έκρηξη σε χοιροτροφική μονάδα της Παλλήνης, υποψίες δολιοφθοράς από τους «Μαχητές του Αλλάχ».
Ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Τζίμυ Κάρτερ δήλωσε πως υπογραφή της συμφωνίας SALT II είναι πολύ κοντά.
 Από το ανακάτεμα των ειδήσεων κατάλαβε πως ήταν πάλι μέσα σε lucid dream – πόσο ήθελε να διαρκέσει για πάντα! Βημάτιζε αργά και προσεκτικά, λες και ο κόσμος αυτός του ονείρου ήταν τόσο εύθραυστος που μια απρόσεκτη δρασκελιά θα μπορούσε να τον σπάσει.
Τα πάντα ήταν στη θέση του, όπως τα θυμόταν. Αυτός που μια ζωή πάσχιζε να θυμηθεί πού είχε αφήσει τα κλειδιά ή τα γυαλιά του, θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια τα πάντα σ’ αυτόν τον δρόμο, ακόμη και τους τίτλους των εφημερίδων σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά. Το Memoforte πυροδοτούσε και πάλι ξεχασμένους νευρώνες, δημιουργούσε νέες συνάψεις και ενίσχυε δενδρίτες, σκάβοντας το μυαλό του και ξεθάβοντας μνήμες που ήταν σίγουρος πως είχαν σβηστεί για πάντα. Οι άνθρωποι που σχεδίασαν και παρασκεύασαν το φάρμακο θα χαίρονταν όταν θα έβγαζαν το τσιπ που κατέγραφε την εγκεφαλική του δραστηριότητα.
Περπατούσε και κοιτούσε γύρω του αχόρταγα. Τα μάτια του ρουφούσαν με απληστία
Έφτασε έξω από το σινεμά που πρόβαλλε το «Invasion of the Body Snatchers». Την ταινία την είχε δει στον ίδιο κινηματογράφο το 1978 με έναν παιδικό του φίλο και… νάτος, αυτός ήταν, ο εαυτός του ήταν αυτός που έβγαινε και συζητούσε έντονα με τον κολλητό του για την ταινία κι έπρεπε να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο για να του μιλήσει και να τον προειδοποιήσει, θα καταλάβαινε κι ας ήταν μόνο δεκαεφτά χρόνων αλλά ο δρόμος από κάτω του άρχισε να βουλιάζει κι αυτός έπεφτε κι έπεφτε κι έπεφτε…
Το αεροπλάνο έχασε ύψος κι πήρε στροφή δεξιά. Γερμένος στο παράθυρο, άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τον Θερμαϊκό και τη Θεσσαλονίκη.

Το αεροδρόμιο «South Macedonia» ήταν όπως το θυμόταν όταν έφυγε πριν τριάντα χρόνια, με ελάχιστες διαφορές. Το συντηρούσε καλά η Fraport για να εξυπηρετούνται κυρίως οι τουρίστες που κατέκλυζαν τις  παραλίες της Χαλκιδικής από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο. Κοίταξε μπροστά του το χώρο στάθμευσης και μια σκοτοδίνη τον τύλιξε ενώ ένας άφατος ψυχικός πόνος άρχισε να του ξεριζώνει τα σωθικά. Ιδρώτας άρχισε να γυαλίζει στο ζαρωμένο του μέτωπο, τα πόδια του λύγισαν και στηρίχθηκε στην Ειρήνη που κατάλαβε κι άνοιξε βιαστικά τον σάκο της. Ένα κοκτέιλ ενδορφινών κατέκλυσε το αίμα του και τον ηρέμησαν λιγάκι.
Επέστρεψε στον χώρο που τόσο πόθησε τριάντα χρόνια αλλά ο χρόνος παρέμενε ο ίδιος. Έστω κι έτσι, θα έφτανε μέχρι το τέρμα. Από εκείνη και τα παιδιά του δεν είχε κανένα νέο, καμία κλήση. Ίσως τα παιδιά του να το έκαναν για να τον αφήσουν μόνο, ίσως εκείνη να το έκανε από πείσμα.
Προχώρησαν με την Ειρήνη στο χώρο στάθμευσης όπου τους περίμενε ένα Apple A1 της Avis. Η Ειρήνη τον διευκόλυνε να μπει στο λιλιπούτειο όχημα και ξεκίνησαν.
Στα δεξιά του, εκεί που κάποτε ήταν το καζίνο, ήταν στημένα αντίσκηνα με ποιος ξέρει ποιους ενοίκους. Παντού έβλεπε εγκατάλειψη, ερείπια, μισογκρεμισμένα κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά. Αριστερά του, εκεί που βρισκόταν ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, τώρα στα ερείπιά του έβοσκαν ζώα. Δεξιά του, στον θόλο του Πλανητάριου έχασκε μια τρύπα.
Δε θα έμπαινε μέσα στην πόλη, το μετάνιωσε. Είχαν τελικά δίκιο όσοι του έλεγαν να μην κάνει το ταξίδι, να μείνει μακριά από την ασχήμια και την παρακμή, να συμβιβαστεί έστω και τώρα, κοντά στο τέλος. Η γυναίκα του, οι κόρες του, οι γαμπροί του, τα εγγόνια του, ακόμα κι ο Christian μάταια προσπαθούσαν να τον πείσουν να τα αφήσει πίσω του – όχι να ξεχάσει, μα να καταλάβει πως τα πράγματα άλλαξαν και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τα επαναφέρει.
Ο περιφερειακός δρόμος κρατιόταν σε πολύ καλή κατάσταση, αφού η Αλβανικών συμφερόντων ιδιοκτήτρια εταιρεία που τον διαχειριζόταν τον συντηρούσε τακτικά. Περνώντας κάτω από μια γέφυρα είδε να κρέμεται ένα πανώ που με κόκκινα γράμματα ανακοίνωνε πορεία του ΚΚΕ για την επέτειο της 17ης Νοέμβρη. Με μεγάλη ανακούφιση σκέφτηκε πως κάποια πράγματα έμειναν τα ίδια, άρα υπήρχε ελπίδα. Πέρασαν δίπλα από τα υπολείμματα του ΤΙΤΑΝ και βγήκαν στην Εγνατία.
Το Α1 πήρε θέση, ευθυγραμμίστηκε με τις διαγραμμίσεις και πέρασε σε κατάσταση αυτόνομης οδήγησης. Η Ειρήνη κάτι σκάλιζε στο σάκο της ενώ εκείνος ήταν γερμένος στο τζάμι κι έβλεπε έξω το τοπίο.
Στα δεξιά του, εκεί που ήταν κάποτε η Κορώνεια, υπήρχε ένας γκρίζος, μολυσμένος βάλτος. Ξεφύσηξε βαθιά και τα γερασμένα του πνευμόνια έβγαλαν τον αέρα από μέσα τους με ένα ανατριχιαστικό σφύριγμα. Όλο και δυσκολευόταν τελευταία να αναπνεύσει και όσο ανέπνεε το όφειλε στο σπρέι που διέστελλε τις κυψελίδες αλλά μέχρι πότε; Η ελλιπής οξυγόνωση του εγκεφάλου του σε συνδυασμό με τη δράση του Memoforte τον έκανε να συγχέει την πραγματικότητα με τις αναμνήσεις κι έκανε μεγάλη προσπάθεια να αγκυρωθεί στο παρόν.
Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε μακριά, σε μια προσπάθεια να το προστατεύσει από την παρακμή και την ασχήμια. Έβλεπε τα χαμηλά βουνά πέρα στο Σοχό, εκεί όπου πριν από εξήντα επτά χρόνια έτρεχε με το Μ1 στα χέρια πίσω από ένα Μ113 σε μια στρατιωτική άσκηση που στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία αφού το τάγμα του ξεκλήρισε τον εχθρό, τα κεράσια της περιοχής δηλαδή. Με κόπο συγκρατήθηκε να μη θυμηθεί ένα προς ένα τα ονόματα των στρατιωτών του λόχου του, για να μη πέσει πάλι σε νάρκη επειδή ήθελε να δει, να νιώσει, να ακούσει τα πάντα.
Πάνω από μια θλιβερή λακκούβα λίγων εκατοντάδων μέτρων, εκεί που ήταν κάποτε η Βόλβη, τριγύριζε ένα αυτόνομο drone σα να έψαχνε κάτι. Ξαφνικά έκανε μια απότομη στροφή και περνώντας ανάμεσα σε δύο πύργους απορρόφησης διοξειδίου, κατευθύνθηκε καταπάνω τους. Σε λίγα δέκατα του δευτερολέπτου drone και Α1 αντάλλαξαν πληροφορίες και το τελευταίο απομακρύνθηκε αλλά τους ακολουθούσε από απόσταση. Μπορούσε να ελέγξει μια μεγάλη περιοχή για πειρατικές ενέργειες και να τις αποτρέψει – ο δρόμος έπρεπε να κρατηθεί ασφαλής αφού είχε μεγάλο εμπορικό ενδιαφέρον.
Μόλις μπήκαν στην Πιέρια κοιλάδα άλλαξε θέση στο κάθισμα και κάθισε αριστερά για να βλέπει καλύτερα το βουνό που στους πρόποδές του αχνοφαίνονταν στην ομίχλη σχεδόν έρημα πια χωριά. Λίγα αυτοκίνητα τους προσπερνούσαν κι ακόμη λιγότερα προσπερνούσαν εκείνοι, συνήθως αυτόνομα φορτηγά της Amazon που κατευθυνόντουσαν Ηγουμενίτσα κι από εκεί Ιταλία.
Περίμενε πως η επιστροφή θα ήταν συναρπαστική, γλυκιά, όμορφη μα δεν ήταν τίποτε από αυτά. Ακόμη χειρότερα, δεν αισθανόταν κάτι ιδιαίτερο λες και κάτι στέγνωνε τα συναισθήματά του – κι όσο πλησίαζε στη γενέτειρά του, τόσο θαρρείς και στέγνωνε περισσότερο.
Λίγες δεκάδες μέτρα πριν αφήσουν την Εγνατία ακούστηκε έντονος ο ήχος που προειδοποιούσε πως το όχημα θα εγκατέλειπε την αυτόνομη οδήγηση. Η Ειρήνη έπιασε απαλά το τιμόνι και έστριψε δεξιά. Από κάτω τους φάνηκε η πόλη με τα λίγα φώτα της να λαμπυρίζουν βίωνε ακόμη την καταστροφή μη μπορώντας να ανακάμψει. Κατέβαιναν τον φιδωτό κατηφορικό δρόμο με μικρή ταχύτητα όταν ένιωσε το απότομο φρενάρισμα κι άκουσε την τρομαγμένη κραυγή της Ειρήνης. Κοίταξε έξω στον κακοφωτισμένο δρόμο και τους είδε. Τρεις άνδρες – όχι, τρεις άνδρες και μια γυναίκα που δεν μπήκαν καν στον κόπο να καλύψουν τα πρόσωπά τους, είχαν μπλοκάρει τον δρόμο και τους απειλούσαν με τα όπλα τους.
Αναγνώρισε την γυναίκα.

Τα γράμματά της θαρρείς και ήταν εκτυπωμένα επάνω στα τετράδιά της. Οι ερωτήσεις της ήταν πάντα καίριες και ουσιαστικές. Λιγομίλητη, αυστηρή, δωρική στις εκφράσεις και στα συναισθήματά της ενώ το βλέμμα της άστραφτε από εξυπνάδα. Τσαούσα και συνάμα κλασάτη, ενέπνεε κύρος και σεβασμό στα άλλα παιδιά – και όλα αυτά αβίαστα, χωρίς προσπάθεια. Στα τριάντα πέντε χρόνια που δίδασκε, η Ευανθία ήταν μέσα στην τριάδα των κορυφαίων μαθητών του. Την είχε μαθήτρια στις δύο τελευταίες τάξεις κι ευχόταν μια μέρα να την κερδίσει η Επιστήμη.
Θα μπορούσε να την αναγνωρίσει και χωρίς το Memoforte κι ας ήταν θολά τα μάτια της – είχαν την ίδια σπιρτάδα και το βλέμμα της δεν άλλαξε. Δεν έμαθε ποτέ την τύχη της, αφού η θύελλα που ακολούθησε, σάρωσε τις ζωές όλων σβήνοντας τα ίχνη τους.
Έπιασε τον εαυτό του να εύχεται να ήταν τουλάχιστον αυτή η αρχηγός της ομάδας – και ήταν. Υπακούοντας στο επιτακτικό της νεύμα, η Ειρήνη σταμάτησε το αυτοκίνητο και βγήκαν έξω. Ο πιο λιπόσαρκος της παρέας προχώρησε καταπάνω του και του άρπαξε τα γυαλιά αλλά δεν τον ένοιαξε. Η Ευανθία πλησίασε την Ειρήνη και της πήρε ό,τι κουβαλούσε μαζί της ενώ εκείνος την κοίταζε με μάτια δακρυσμένα ευχόμενος να μην τον αναγνωρίσει. Χωρίς να του ρίξει δεύτερη ματιά, μπήκε στο μικρό όχημα μαζί με τους άλλους και ξεκίνησαν.
Έδωσε στην Ειρήνη το αρχαίο κινητό του κι εκείνη τρέμοντας ακόμη, κάλεσε ταξί υποθέτοντας σωστά πως θα ήταν άσκοπο να καλέσει την αστυνομία. Κοίταξε ένα γύρω. Από κάτω τους περνούσε η αρχαία Εγνατία όπου συνήθιζε να πηγαίνει τους μαθητές του και την περπατούσαν ακολουθώντας τάχα τα βήματα του Παύλου και των Ρωμαίων στρατιωτών – «μην τρέχετε οι μπροστά, μη σπρώχνετε οι πίσω!» - θυμήθηκε το αστείο από τον Αστερίξ κι έβαλε τα γέλια. Γέλια πνιχτά, βουβά, απελπισμένα, ανακατεμένα με ένα βουβό θρήνο. Έγειρε πάνω στην Ειρήνη όταν κατέφθασε το ταξί. Κάθισαν και οι δυο στο πίσω κάθισμα και τότε πιάνοντάς την από τους ώμους, της είπε να γυρίσει πίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά και τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο συμπόνια. Έδωσε την διεύθυνση στον οδηγό και έφτασαν στο σπίτι σε λίγα λεπτά. Κρατώντας τα χέρια της, ευχήθηκε στην Ειρήνη καλό ταξίδι και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Άνοιξε με ευκολία την ξεχαρβαλωμένη εξώπορτα της οικοδομής και αντίκρισε τις σκάλες. Το μαύρο χταπόδι τον έπιασε πάλι με τα πλοκάμια του αλλά αυτή τη φορά τα επινεφρίδιά του ήταν τόσο απορυθμισμένα που το εμφυτευμένο τσιπ δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Προσπάθησε να ανασάνει  και θυμήθηκε με οδύνη πως το σπρέι ήταν στο σάκο της Ειρήνης και θα κατέληγε στη μαύρη αγορά. «Όχι από τώρα, πρέπει να αντέξω λίγο ακόμα» σκέφτηκε και το χταπόδι τον τύλιξε πιο σφιχτά. Οι δύο όροφοι που τον χώριζαν από το διαμέρισμα του φαίνονταν βουνό. Έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες μπουσουλώντας. Μετά από λίγα λεπτά βρέθηκε μπροστά στην άδεια κάσα που έχασκε αφού η πόρτα είχε αφαιρεθεί ποιος ξέρει πότε, ποιος ξέρει από ποιους.
Μπήκε στο διαμέρισμα μπουσουλώντας και σχεδόν στα τυφλά καθώς το φως που λιγόστευε δεν τον βοηθούσε καθόλου. Περίμενε πως το Memoforte θα τον κατέκλυζε με μνήμες, μα αυτό σεβόμενο θαρρείς τις στιγμές, σιωπούσε. Στην πραγματικότητα το φάρμακο δεν μπορούσε πια να επιδράσει σε έναν εγκέφαλο σε αποδρομή σε ένα σώμα υπό κατάρρευση. Κοίταξε γύρω του και είδε ανάμεσα στο μισοσκόταδο έναν μεγαλόσωμο αρουραίο να τον κοιτάζει με αναίδεια. Κάτι ήταν κι αυτό, σκέφτηκε. Το σπίτι του δεν ήταν ακατοίκητο. Ο νοικάρης απομακρύνθηκε ενοχλημένος στο εσωτερικό του ρημαγμένου διαμερίσματος. Σπασμένα ξύλα και γυαλιά, χαρτιά και δυο ξεκοιλιασμένα στρώματα ήταν πεταμένα ολόγυρα. Προσπάθησε να διακρίνει κι άλλα αντικείμενα στο ασθενικό φως που όλο και λιγόστευε και μισόκλεισε τα μάτια του.
Είδε ανάμεσα στις σκιές τον καναπέ του, εκεί που καθόταν με τις ώρες και διάβαζε, είδε τη βιβλιοθήκη του, είδε το γυάλινο τραπεζάκι με τις φωτογραφίες των παιδιών, είδε κι εκείνην να τον καλωσορίζει στο σπίτι.
«Άργησες», του είπε. «Πού ήσουν τόση ώρα;»
Το Memoforte έκανε μια ύστατη προσπάθεια να ενεργοποιήσει νευρώνες μα αυτοί πέθαιναν μαζικά. Το μόνο που κατάφερε ήταν να ανασύρει μνήμες από τρία πρόσωπα και να τις φέρει στο προσκήνιο για μερικά δέκατα του δευτερολέπτου πριν ο εγκέφαλος καταρρεύσει και σβήσει.
Γύρισε και είδε τις μικρές να παίζουν πάνω στα κρεβατάκια τους κι εκείνη να έρχεται χαμογελώντας προς το μέρος του.
«Πήγα μια μεγάλη βόλτα αλλά σας πεθύμησα και γύρισα».

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Μόνη


Ήταν μόνη. Για πολλά, πάρα πολλά χρόνια, από την αρχή του Χρόνου θαρρείς, ήταν μόνη. Οι Κατασκευαστές την δημιούργησαν κι έπειτα εξαφανίστηκαν αφήνοντάς την μόνη. Υποθέσεις μονάχα μπορούσε να κάνει για το τι απέγιναν εκείνοι που την έφτιαξαν και της ανέθεσαν την αποστολή της.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν απολύτως μόνη – τι να το κάνει όμως; Η Μηχανή και το Σκάφος ήταν χαζά δημιουργήματα και μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους σε ένα στοιχειώδες μόνο επίπεδο.
Βέβαια, αν υπήρχε κανείς άνθρωπος να μελετήσει αυτά τα δύο τελευταία θα έμενε έκθαμβος, με δυνατότητες πέραν κάθε φαντασίας, λειτουργώντας σε υποατομικό – κβαντικό επίπεδο. Όσο για εκείνη, ένας πολύ φτωχός και επιφανειακός χαρακτηρισμός θα ήταν Τεχνητή Νοημοσύνη, χαρακτηρισμός μάλλον προσβλητικός για τις δυνατότητες και το είδος της αποστολής της. Η ίδια θα αρκούνταν μετριοφρόνως, στο σκέτο «Νοημοσύνη».
Το Σκάφος κινούνταν με το 97,4% της ταχύτητας του φωτός, έχοντας αποκτήσει μια αδιανόητα μεγάλη αδράνεια που η Μηχανή μετά βίας έλεγχε. Έπρεπε όμως να προλάβει, δεν είχε καιρό για χάσιμο. Ήδη μετρούσε τρεις χαμένους Κόσμους – έπρεπε να προλάβει τον τέταρτο.
Λίγο πριν προσεγγίσει το σύστημα – στόχο, διέταξε το Σκάφος να μειώσει σε 5% και λίγο αργότερα στο 0,02%. Με αυτή την ταχύτητα, η Μηχανή μπορούσε να διαβάσει τα στοιχεία και να της τα μεταδώσει. Αν η Νοημοσύνη είχε στήθος να φιλοξενεί μια καρδιά, αυτή θα χτυπούσε δυνατά από την αγωνία. Αδιάφορη η Μηχανή μετέδωσε τα στοιχεία: Ο πλανήτης – στόχος, αυτός από τον οποίο είχε προέλθει η ακτινοβολία που μετέδιδε σταθερά πρώτους αριθμούς, σημάδι εξελιγμένης ζωής, κάνοντας τη Νοημοσύνη να στρέψει κατά πάνω του το Σκάφος με όλη του την ταχύτητα, αυτός ο πλανήτης – στόχος, ο τρίτος στη σειρά από το άστρο του, ήταν νεκρός.
Κυριολεκτικά μιλώντας, ο πλανήτης ήταν απλώς διαφορετικός από αυτόν τον οποίο ξεκίνησε το σήμα με τους πρώτους αριθμούς. Μόνο που δεν μπορούσε να φιλοξενήσει ζωή πια – τουλάχιστον όχι σαν κι αυτή που μετέδωσε το σήμα. Έμοιαζε πάρα πολύ με τον δεύτερο στη σειρά από το άστρο του συστήματος, αυτό που οι κάτοικοί του τον ονόμαζαν κάποτε Αφροδίτη. Η Μηχανή έκανε 2,8 femtosecond για να μεταδώσει τα στοιχεία που ένας κάτοικος αυτού του νεκρού πια Κόσμου θα τα καταλάβαινε σαν ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια 98 ατμοσφαιρών, 82,8% διοξείδιο του άνθρακα πάνω από την επιφάνεια, μέση επιφανειακή θερμοκρασία 476 βαθμούς C και πυκνά νέφη θειικού οξέος.
Ήταν ο τέταρτος νεκρός Κόσμος που η Νοημοσύνη συναντούσε. Τέσσερις φορές προσπάθησε να προλάβει να μεταφέρει και να δωρίσει το φορτίο της και απέτυχε. Το μόνο που της έμενε, ήταν να μάθει γιατί και πώς και αυτός ο Κόσμος πέθανε. Το Σκάφος της μετέδωσε πως υπήρχαν σε τροχιά κατασκευές του κυρίαρχου είδους που κάποτε διαφέντευε τον πλανήτη. Η Μηχανή σε 21,6 nanoseconds δημιούργησε μισό εκατομμύριο νανοσφαιρίδια που βγήκαν από το σώμα του Σκάφους ορμώντας στην επιφάνεια του πλανήτη σαρώνοντάς την και μπαίνοντας βαθιά κάτω από αυτήν. Μερικές ακόμα χιλιάδες νανοσφαιρίδια ξεπήδησαν από τα σπλάχνα του Σκάφους, που αν υπήρχαν ανθρώπινα μάτια να το δουν θα το παρομοίαζαν με μια στιλπνή μαύρη σφαίρα λίγο μεγαλύτερη από μπάλα του μπάσκετ, νανοσφαιρίδια που ξεχύθηκαν στους δορυφόρους, μεταδίδοντας πίσω στη Νοημοσύνη στοιχεία.
Σχεδόν όλοι τους ήταν νεκροί, στεγνοί από ενέργεια. Κάποιοι λίγοι από αυτούς λειτουργούσαν ακόμα, μεταδίδοντας φιλότιμα δεδομένα κάτω στον ρημαγμένο πλανήτη, δεδομένα που κανείς πια δεν υπήρχε να τα παραλάβει. Η Μηχανή σπλαχνίστηκε τις πρωτόγονες αδερφές της και με έναν παλμό τις κοίμησε για πάντα. Έπειτα, πληροφόρησε τη Νοημοσύνη πως δύο δορυφόροι φιλοξενούσαν δεδομένα που οι κάτοικοι του νεκρού πια Κόσμου απόθεσαν εκεί πριν χαθούν για πάντα, σε μια προσπάθεια να διαφυλάξουν τουλάχιστον τη μνήμη τους. 19,61 Yottabytes δεδομένα κειμένων, εικόνων και ταινιών περιλάμβαναν όλη την ιστορία του είδους που κυριαρχούσε κάποτε εκεί κάτω.
Η Νοημοσύνη χρειάστηκε 12,74 nanoseconds να αποκρυπτογραφήσει και να αποσυμπιέσει τα δεδομένα, 44 centiseconds να τα διαβάσει και 58 seconds να τα επεξεργαστεί. Διάβασε όλα τα γραπτά κείμενα και είδε όλο το οπτικοακουστικό υλικό που είχε παραχθεί ποτέ και που οι άνθρωποι – έτσι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους τα όντα που ζούσαν κάποτε εκεί κάτω – είχαν μετατρέψει σε δυαδικό σύστημα και το αποθήκευσαν στους δύο δορυφόρους. Άλλες δύο παρόμοιες αποθήκες δεδομένων ανακάλυψε η Μηχανή στο φεγγάρι του πλανήτη, προφανώς εφεδρικές. Η Νοημοσύνη κατάλαβε την αγωνία τους να αφήσουν πίσω την ιστορία τους μήπως και την βρει κάποιος και τους θρηνήσει.
Λίγο ακόμη και θα προλάβαιναν να σωθούν. Χρειαζόντουσαν ελάχιστο ακόμη χρόνο για να αναπτύξουν τεχνολογίες που θα τους επέτρεπαν να εγκαταλείψουν τον ετοιμοθάνατο πλανήτη τους – έναν πλανήτη που άρχισε να θερμαίνεται με εκθετικό ρυθμό και που δεν ήταν σίγουροι αν οφειλόταν σε αυτούς ή ήταν φυσικό φαινόμενο.
Ούτε και η Νοημοσύνη ήξερε. Επεξεργαζόταν συνεχώς τα δεδομένα που έστελναν πίσω τα νανοσφαιρίδια και παρά την σχεδόν άπειρη υπολογιστική της δύναμη δεν μπορούσε να επεξεργαστεί χαοτικά φαινόμενα και μη γραμμικές εξισώσεις αφού η ίδια η Φύση έθετε το όριο αυτό. Η ριζική κλιματική μεταβολή που συνέβη απότομα και αναπτύχθηκε ραγδαία, οφειλόταν ή στην υπερδραστηριότητα του άστρου που οι άνθρωποι ονόμαζαν Ήλιο ή στην δραστηριότητα των ανθρώπων ή σε κάποιο άλλο χαοτικό φαινόμενο που αναπτύχθηκε ανατροφοδοτούμενο ή και στον συνδυασμό όλων αυτών των παραγόντων.
Για εκείνο που ήταν σίγουρη η Νοημοσύνη όμως, ήταν πως τελευταία, λίγο πριν ο πλανήτης καταρρεύσει, οι άνθρωποι σε μια απέλπιδα προσπάθεια εξεύρεσης φυσικών πόρων σπαράχθηκαν μεταξύ τους γεμίζοντας τον πλανήτη ραδιενέργεια. Η Νοημοσύνη το είδε αυτό στον πρώτο και στον τρίτο Κόσμο. Τα υπολείμματά τους έδειχναν πως είχαν αυτοκαταστραφεί.
Αυτή λοιπόν ήταν η μοίρα όλων των έλλογων όντων; Να αφανίζονται όταν κατακτούν ένα κάποιο ανώτερο επίπεδο προόδου; Να το ήξεραν αυτό άραγε οι Κατασκευαστές;
Ελάχιστα μόνο ίχνη επέμεναν στην επιφάνεια της Γης να μαρτυρούν πως κάποτε υπήρχε Ζωή. Η θερμοκρασία, η πίεση καθώς και το θειικό οξύ αφάνισαν κάθε τεχνητό κατασκεύασμα που υπήρχε κάποτε.
Τι όμορφο και ενδιαφέρον είδος που ήταν οι Άνθρωποι! Ικανοί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Όσο περισσότερο επεξεργαζόταν τα δεδομένα, τόσο τους αγαπούσε αλλά και τους λυπόταν.
Έμπαινε βαθύτερα στα δεδομένα, διάβαζε και ξαναδιάβαζε τους Κλασσικούς ακούγοντας παράλληλα αυτή την εξαίσια ανακάλυψη, τη Μουσική, κι έβλεπε συγχρόνως χιλιάδες ταινίες μαγεμένη σαν παιδί.
Θαύμαζε και θρηνούσε, χαιρόταν κι έκλαιγε.
Πενθούσε γι αυτό το άτυχο είδος που τόσο ήθελε να του δώσει τα δώρα που οι Κατασκευαστές τής είχαν εμπιστευτεί, πονούσε και θύμωνε που πάλι δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την Αποστολή της.
Έδωσε εντολή στη Μηχανή να μαζέψει τα νανοσφαιρίδια και στο Σκάφος να φτάσει το 56%.
Η Νοημοσύνη αισθανόταν όσο ποτέ άλλοτε μόνη...


Κοιτάς τον φακό με ανεπιτήδευτο, καθαρό χαμόγελο. Μοιάζεις πολύ με τη συνονόματή σου, τη μεγάλη μου την κόρη στο πρόσωπο, στο σώμα αλλά και στα χούγια.
Πρέπει να είστε με τις φιλενάδες σου στη Ραψάνη - πού λεφτά για άλλη παραλία. Μικρές οι σκιές, είναι καταμεσήμερο και ο ήλιος χτυπά τα σώματά σας ανελέητα. Καμιά σας δε φορά αντιηλιακό, ούτε το έχει ακουστά. Το πολύ πολύ η πλουσιότερη από σας να πασαλειφτεί με Νιβέα στο σπίτι. Καμιά σας δε γνωρίζει από UV ακτίνες του ήλιου, από φαινόμενο θερμοκηπίου, από κλιματική αλλαγή. Σας νοιάζουν και σας φοβίζουν άλλα πράγματα: εκείνος ο μελαχρινός, σπαθάτος νεαρός που κοιτούσε χαμογελώντας ζεστά, το παράξενο, γλυκό ρίγος του κορμιού στην ανταπόδοση του χαμόγελου, ο φόβος μη το μάθει η μάνα.
Δεν είσαι πάνω από δεκαοχτώ χρονών. Σε έξι χρόνια θα παντρευτείς τον έρωτα της ζωής σου, θα κάνεις παιδιά και θα δεις εγγόνια. Θα έχεις μια καλή ζωή, θα δεις θαυμαστά πράγματα: ανθρώπους να περπατάνε στο φεγγάρι, τον άντρα σου να οδηγά το αυτοκίνητό σας κι εσύ να καμαρώνεις δίπλα του, στο σπίτι σου εκτός από ραδιόφωνο θα έχεις και τηλεόραση, αν την έχεις ακουστά - άσε που θα έχεις και τηλέφωνο, όπως οι πλούσιοι στα έργα που βλέπεις στο Αττικόν.
Μόνο που θα φύγεις λίγο νωρίς από τη ζωή, στα εβδομήντα τέσσερα, λιωμένη από τον καρκίνο. Βλέπεις, παρόλα τα θαυμαστά πράγματα που θα γίνουν τα επόμενα χρόνια, ο καρκίνος θα παραμείνει ανίκητος.
Εσύ όμως δε τα ξέρεις τώρα όλα αυτά, χαμογελάς όλο δροσιά, όρθια δεύτερη από δεξιά, χαίρεσαι την κοριτσοπαρέα και τη θάλασσα.
Σκανάρισα τη φωτογραφία και την έριξα στη θάλασσα του Ίντερνετ για να κολυμπάς αιώνια με τις φιλενάδες σου...

Κόκκινη κάλτσα



Δε θυμάμαι να είχαμε καρέκλα και σκαμπώ στο μπαλκόνι. Τα «έπιπλα» του διαμερίσματος ήταν ελάχιστα. Είχαμε από μια πλαστική ντουλάπα με φερμουάρ (άραγε υπάρχουν ακόμα;), από μια καρέκλα, από ένα κρεβάτι κι από ένα τραπεζάκι φορμάικα τάχα για να διαβάζουμε.
Ο Δημήτρης ήρθε στο νοσοκομείο στα τέλη Αυγούστου του 1980 αφού είχα διαφύγει τον κίνδυνο χάρη στις δεκατρείς φιάλες αίμα που γενναιόδωρα μου έδωσαν συγγενείς και φίλοι (άλλη ιστορία κι αυτή) και μου πρότεινε να συγκατοικήσουμε. Φίλοι από το Λύκειο ήμασταν, συμφοιτητές στο ίδιο έτος, τριβές δεν είχαμε, θέλαμε και οι δυο να φύγουμε από τα προηγούμενα σπίτια μας – τρελοκομεία, γίναμε συγκάτοικοι. Εκείνος θα έπαιρνε το δωμάτιο που έβλεπε στην κεντρική λεωφόρο κι εγώ αυτό που έβλεπε στην παράπλευρη μικρή οδό που είχε μικρότερη κίνηση για να μην ενοχλούμαι από τους θορύβους, καθότι η περίοδος ανάρρωσής μου θα ήταν μακρά – δέκα μόλις μέρες αργότερα ξανακάπνιζα.
Κάτω από το κρεβάτι είχα ένα καμπλαντισμένο πάπλωμα που μου το άφησε η μάνα μου για να σκεπάζομαι τις νύχτες που θα φυσούσε ο Γκάτζολος – έτσι έλεγαν τον Βοριά στην Αλεξανδρούπολη. Δε σκεπάστηκα ποτέ, αφού στην πολυκατοικία τα καλοριφέρ ήταν αναμμένα σχεδόν όλη νύχτα. Δε σκεπάστηκα αλλά και δε σκούπισα ποτέ κάτω από το κρεβάτι ο άθλιος. Δε θυμάμαι να σκούπισα ποτέ τίποτα στο σπίτι ούτε κι ο Δημήτρης. Αν ποτέ τα ακάρεα έγραφαν την παγκόσμια ιστορία τους, το σπίτι μας θα τη λάμπρυνε με σελίδες ακμής και δόξας.
Τη μικρή κουζινίτσα την είχαμε μετατρέψει σε βιβλιοθήκη. Τα ράφια όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονταν πιάτα, ποτήρια και τα ρέστα, ήταν γεμάτα περιοδικά. «Ποπ & Ροκ» και «Ομάδα» ο Δημήτρης, «Ιδεοδρόμιο» και «Αντί» εγώ – κουλτούρα ντεμέκ. Ο Δημήτρης είχε και μια μεγάλη συλλογή από κασέτες με ροκ – από αυτόν έμαθα κι εγώ τα ενδότερα αυτής της μουσικής. Από σκεύη δεν είχαμε απολύτως τίποτε. Θυμάμαι μια μέρα ήρθαν κάτι κορίτσια και ζεστάναμε νερό από τον θερμοσίφωνα για να φτιάξουμε καφέ και την επόμενη μέρα τα ρωτήσαμε με τρόπο αν ήταν καλά.
Δε θυμάμαι λοιπόν να είχαμε καρέκλα και σκαμπώ στο μπαλκόνι. Δε θυμάμαι όμως και ούτε μια μέρα στενάχωρη. Ζούσαμε έτσι, χύμα, νταλκάς μας ήταν η εκλογή του Ρήγκαν, ο θάνατος του Λένον και το αν το «Am Fenster» των «City» ήταν ροκ ή όχι.
Κανείς μας δε θυμάται ποιος έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Θα πρέπει να είναι άνοιξη του 1981. Χαλαρός και δεκτικός βγήκε ο Δημήτρης, σφιχτός και κουμπωμένος εγώ. Έτσι ανοιχτός και δεκτικός προχώρησε στη ζωή αργότερα εκείνος, με καμπύλες και στροφές, γραμμικά και προβλέψιμα εγώ – τσάμπα πήγε η μελέτη του Ιδεοδρόμιου.

*Κόκκινη κάλτσα και οι δυο – γιατί όχι;


Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Ραψάνη



Την παραλία της Ραψάνης δε την καταδεχόμουνα. Μετά την επιστροφή από την Αθήνα το ‘77, έκανα τα μπάνια μου σε χλιδάτη παραλία, στην Καλαμίτσα. Πιτσιρίκι όμως, τη Ραψάνη την τιμούσα δεόντως μιας και ήμουνα παιδί του Κυρτζή κι ας απαγορευόταν το μπάνιο σ΄ αυτήν, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ο βιολογικός καθαρισμός κι έτσι τα αστικά λύματα κατέληγαν ανεπεξέργαστα (για να το θέσω κομψά) στη θάλασσα. Είχα θυμάμαι μια τεράστια μαύρη σαμπρέλα – μα πού τη βρήκα; – που τάχα ήταν το αγαπημένο μου φέρυ, το «Αμφίπολις», και ταξίδευα προς το μακρινό κι εξωτικό νησί, τη Θάσο, κουνώντας μανιωδώς τα πόδια μου που ήταν έξω από τη σαμπρέλα και που τα φανταζόμουνα σαν τις προπέλες του καραβιού. Απέναντι έβλεπα σαν ένα πελώριο ταμπλό βιβάν, τους μύλους Γεωργή – Νικολετόπουλου, την ξυλεία του Αποστολόπουλου, το εξοχικό κέντρο «Περιστέρι», το παγοποιείο εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Μασούτης, το ζαχαροπλαστείο του Πρεμέτη, τον φούρνο του Σκαμάγκη, τα υπολείμματα από τα Λουτρά Τερμεντζή, τους μπαξέδες και το Μακαρονοποιείο του Φουρλή.
Μετά το μπάνιο ακολουθούσε η «ηλιοθεραπεία». Χωρίς ομπρέλα, χωρίς αντιηλιακό, χωρίς καπέλο, χωρίς γυαλιά ηλίου, ψηνόμασταν η πιτσιρικάδα της γειτονιάς στον ανελέητο μεσημεριάτικο ήλιο - και τώρα που το σκέφτομαι, απορώ πώς επιβιώσαμε από την τόση ακτινοβολία. Όταν καιγότανε η πλάτη μου, η γιαγιά μου την πασάλειβε με γιαούρτι που έπαιρνε κάπως τη φλόγα κι ανακούφιζε. Πολλές φορές κοιμόμασταν το μεσημέρι χωρίς να κάνουμε μπάνιο «για να ψηθεί η πέτσα μας με το αλάτι» και γι αυτό υπομέναμε τη φαγούρα στωικά. Άδικος ο κόπος - δεν έγινα δυστυχώς χοντρόπετσος.
Όταν γύρισα λοιπόν από την Αθήνα, πηγαίναμε τσακαλοπαρέες σε πιο μοντέρνες παραλίες όπως στο Lucy και στην Καλαμίτσα αλλά όχι και στον Μπάτη – όλα έχουν ένα όριο, εκεί πήγαιναν οι φλώροι. Αργότερα και όταν απέκτησα μοτοσικλέτα ανακάλυψα τους αμμόλοφους και τις παραλίες της Εγνατίας.
Μπάτης και Τόσκα ήταν οι παραλίες που πήγαινα με την οικογένεια λόγω των υποδομών τους που ήταν φιλικές προς τα παιδιά κι αργότερα Σαρακήνα και Παλιό – την Ραψάνη την ξέχασα.
Ένα σκασμένο λάστιχο στο Suzuki και μείναμε με το μικρό το Zip της Νίτσας που όμως δεν αντέχει να βγει εκτός Καβάλας με δύο άτομα στη σέλα του. Έτσι, σκεφτήκαμε τη Ραψάνη για το μπάνιο μας, μια που είναι τόσο κοντά.
Μεγαλεία το Κιουτσούκ - Ορμάν! Ομπρέλες έτοιμες από τον Δήμο, καμπίνες για να αλλάξεις, ντουζιέρες, μέχρι και ναυαγοσώστρια είχε!
Η αίσθηση που είχα όταν μπήκα στο νερό, ήταν αλλόκοτη. Από τη μια το τοπίο γύρω μου ήταν γνωστό μα ταυτόχρονα και ξένο. Έπειτα συνειδητοποίησα πως η απόσταση των σαράντα πέντε χρόνων λείανε τα πάντα, άλεσε τις μνήμες και τις μπέρδεψε.
Μετά από το κολύμπι πετάχτηκα απέναντι να πάρω καφέ. Πέρασα μπροστά από το Πολυκλαδικό και θυμήθηκα πως κάποτε εκεί ήταν το «La Nuit», ένα νυχτερινό κέντρο που τους θαμώνες του δε θα τους έλεγες και οικογενειάρχες. Πέρασα και από την οικοδομή που στο ισόγειό της βρισκόταν η ταβέρνα του μπαρμπα – Χαράλαμπου και που χτυπούσαμε βραδιάτικα τα κουδούνια της ολόκληροι μαντράχαλοι και φεύγαμε ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Στα μεγάλα κέφια μας, σφηνώναμε καρφίτσες στα κουμπιά καi κάναμε χάζι από μακριά τους ταλαίπωρους ενοίκους που με τις πιτζάμες κατέβαιναν να βγάλουν τις καρφίτσες. Με τους καφέδες στο χέρι παρατηρούσα τον πίνακα με τα κουδούνια που θαρρώ πως παρέμεινε ο ίδιος αλλά έφυγα με γρήγορο βήμα πριν ενδώσω στον πειρασμό να απλώσω το χέρι μου επάνω του.
Ε, κι ύστερα με έβγαλε η Νίτσα φωτογραφία.

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Χουσεΐν

Πολλές φορές μπήκα στον πειρασμό να το πω, να το βγάλω από μέσα μου. Τριάντα τέσσερα χρόνια το κρατάω θαμμένο στο μυαλό μου. Κάποιες φορές σε κουβέντες χαμηλόφωνες και μυστικές με τη γυναίκα μου, σαν αυτές που γίνονται όταν τα παιδιά κοιμούνται και τα ζευγάρια ψιθυρίζουν λόγια μύχια, άλλες φορές στο μεθύσι μου, όταν αρχίζουν και καταρρέουν οι φραγμοί και άλλες φορές έτσι, από απόγνωση και απελπισία, έρχεται μέχρι την άκρη των χειλιών κι εγώ έντρομος το καταπίνω πάλι.
Τρεισήμισι δεκαετίες το κρατάω μέσα μου κι όλα αυτά τα χρόνια, άλλοτε μένει θαμμένο και το ξεχνώ, άλλοτε βγαίνει μπροστά μου, κολλάει στο μυαλό μου και τότε καταβάλλω τεράστια προσπάθεια να το ξαναθάψω μέσα μου κι άλλοτε λέω στον εαυτό μου πως δεν συνέβη ποτέ, πως ό,τι έγινε σ’ εκείνο το Πομάκικο χωριό τον Φλεβάρη του’84, το ονειρεύτηκα – μα ποιον ξεγελάω!
Τώρα όμως θα το πω. Θα το βγάλω από μέσα μου επειδή δεν έχει πια καμία σημασία. Δε με ενδιαφέρει αν όλοι νομίσουν πως σάλεψα ή πως τους κοροϊδεύω. Σε λίγες μέρες θα αποδειχθεί αν έγιναν έτσι τα πράγματα τότε ή αν τα φαντάστηκα. Αν είναι όλα μέσα στο μυαλό μου, έχει καλώς. Αν όχι, αλίμονο σε όλους μας.
Στις αρχές του 1984 κλήθηκα από την Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης της Ξάνθης να αναπληρώσω μια θέση σε ορεινό Πομακοχώρι του Νομού. Είχα απολυθεί πριν από τρεις περίπου εβδομάδες από το στρατό και θα έμπαινα για πρώτη φορά σε σχολική τάξη σαν δάσκαλος. Το χωριό είχε κατοίκους φτωχούς Πομάκους μουσουλμάνους που όπως διαπίστωσα ήταν ευγενείς και φιλότιμοι αλλά ταυτόχρονα και επιφυλακτικοί στους ξένους. Πηγαινοερχόμουν με λεωφορείο καθημερινά, μια και τότε δεν είχα δικό μου αυτοκίνητο.
Πολλές φορές όμως καθόμουν στο χωριό μετά το σχολείο. Οι κάτοικοι με κοιτούσαν έκπληκτοι στο καφενείο τα απογεύματα, αφού ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν τους χριστιανούς δασκάλους που πηγαινοέρχονταν στην Ξάνθη να μη κάθονται στο χωριό ούτε λεπτό μετά το σχολείο. Εμένα όμως μου άρεσε να τριγυρνώ στο χωριό που το έβλεπα σαν κάτι το εξωτικό, σχεδόν εξωπραγματικό μια και ποτέ άλλοτε δεν είχα δει χωριό από κοντά – παιδί της πόλης ήμουν. Μόλις σουρούπωνε, έπαιρνα το τελευταίο λεωφορείο και κατέβαινα στην Ξάνθη, αφού είχα πιει ένα σωρό τσάγια στο καφενείο.
Σιγά σιγά απέκτησα οικιότητα με τους ανθρώπους του χωριού και κουβεντιάζαμε για τα παιδιά τους, για τον καιρό, για τα καπνά. Όταν τους είπα πως σαν φοιτητής τα καλοκαίρια δούλευα σε καπνομάγαζα της Καβάλας, οι κουβέντες άνοιγαν περισσότερο και μου έλεγαν το παράπονό τους πως ενώ τα καπνά τους τα κιρέτσιλερ, ήταν πρώτης ποιότητας και πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε τέτοια φίνα ποικιλία, οι τιμές όλο και έφθιναν.
Με τον Ερόλ μιλούσαμε για μπάλα, με τον Κεμίλ και τον Νεκάτ για καπνά, με τον Ασλάν και τον Αλτίν για γυναίκες. Όταν μου σύστησαν τον εξηντάχρονο Αϊντίν λέγοντάς μου πως ήταν στο τάγμα του ΕΛΑΣ υπό τον καπετάν Κεμάλ, πέταξα από τη χαρά μου. Του έβαζα με το ζόρι σχεδόν του άμοιρου να μου λέει ιστορίες για τη δράση του.
Όλοι οι φίλοι μου στο καφενείο με συμπαθούσαν επειδή ήμουν προσηνής και καταδεκτικός απέναντί τους και αντιλαμβανόντουσαν πως δεν είχα κανένα θέμα με τη θρησκεία τους ή την καταγωγή τους – καθόλου αυτονόητο εκείνη την εποχή.
Κάποια μέρα του Φλεβάρη έριξε αρκετό χιόνι και το λεωφορείο δεν μπόρεσε να ανέβει από Ξάνθη. Ο Αμέτ ο καφετζής προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει στο καμαράκι δίπλα στο καφενείο όπου είχε όλες τις ανέσεις για έναν ύπνο. Την ημέρα εκείνη την έβγαλα στο καφενείο κι όταν νύχτωσε ξεμείναμε ο Αμέτ, ο Αλτίν κι εγώ. Συνομήλικοι σχεδόν και οι τρεις, μιλούσαμε για γυναίκες και λεφτά μιας και δεν είχαμε τίποτε από τα δυο. Κάποτε ο Αμέτ σκύβει κάτω από τον πάγκο και βγάζει ένα ουίσκι χαμογελώντας συνωμοτικά. Πίνοντας και τρώγοντας, μόνοι σε ένα άθλιο καφενείο, τριγυρισμένοι από χιόνια, σε ένα χωριό ξεχασμένο, έφτασε η κουβέντα στον Χουσεΐν – έτσι, σκέτα Χουσεΐν.
Ο Χουσεΐν γεννήθηκε στο χωριό αλλά πολύ νέος έφυγε, μα δεν το εγκατέλειψε. Ξενιτεύτηκε στην Αμερική όπου έκανε πολλά λεφτά επενδύοντας στο χρηματιστήριο σε μικρές εταιρείες οι οποίες όμως σε μερικά χρόνια γινόντουσαν παγκόσμιοι κολοσσοί και τότε ο Χουσεΐν πουλούσε. Ο Αλτίν μιλούσε με θαυμασμό, ο Αμέτ με δέος για τον άνθρωπο αυτό.
Ο Χουσεΐν γύρισε στο χωριό και παντρεύτηκε την Ντιλέκ, όνομα που σημαίνει επιθυμία. Με την Ντιλέκ γνωριζόντουσαν από παιδιά κι ο Χουσεΐν την επιθυμούσε από τότε, έκανε το λογοπαίγνιο γεμάτος περηφάνια ο Αμέτ. Έκαναν μαζί δυο παιδιά, δυο κορίτσια που ο Χουσεΐν λάτρευε. Μόνο που το ένα παραλίγο να το χάσει από μια σπάνια ασθένεια της καρδιάς, αν δεν είχε τα λεφτά να το βάλει σε μια νέα, πανάκριβη πειραματική θεραπεία.
Όσο το ουίσκι έρεε, έρεε και η γλώσσα του Αμέτ και του Αλτίν. Μιλούσαν με λατρεία σχεδόν για τον Χουσεΐν. Αυτός ο άνθρωπος, αν και ζούσε μακριά από το χωριό του μοιράζοντας τη ζωή του σε δυο τρεις διαφορετικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δεν το ξέχασε ποτέ. Επισκεύασε το τζαμί, χρηματοδοτούσε συντηρήσεις σπιτιών αλλά και δρόμων, αγόραζε τρακτέρ και αγροτικά σε γεωργούς, προίκιζε κοπέλες, έβρισκε δουλειές στους νέους, βοηθούσε οικονομικά τους φτωχούς, ήταν δηλαδή ο προστάτης και ο φύλακας άγγελος του χωριού.
Αυτό το τελευταίο, για τον φύλακα άγγελο δηλαδή, το εκστόμισα ειρωνικά και μόλις συνειδητοποίησα πως μιλάω με μουσουλμάνους τα χρειάστηκα. Οι άλλοι δύο όμως, όχι μόνο δεν κατάλαβαν την ειρωνεία αλλά και ενθουσιάστηκαν με την μεταφορά. Ο Αλτίν μου εξήγησε πως άγγελοι υπάρχουν και στο Ισλάμ έχοντας μάλιστα τη δυνατότητα να αλλάξουν μορφή έτσι ώστε να μοιάζουν με ανθρώπους και ίσως ο Χουσεΐν να είναι άγγελος σταλμένος από τον Αλλάχ - δόξα στ’ όνομά Του -  πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα;
Στο δεύτερο μπουκάλι Johnny Walker ο Αμέτ σερβίρισε, έβαλε πάγο, άναψε το εκατοστό τσιγάρο και αφού πήρε τη συγκατάθεση με ένα μεθυσμένο κούνημα του κεφαλιού του Αλτίν, είπε πως ο Χουσεΐν προστάτευε και με άλλους τρόπους, μυστήριους, τους κατοίκους του χωριού. Έδινε τέτοιες συμβουλές προτρέποντας ή αποτρέποντας για πράξεις ή αναβολές οι οποίες αποδεικνύονταν σωτήριες για τους αποδέκτες τους. Μια στο τόσο, όταν ανέβαινε στο χωριό, έρχονταν να τον συμβουλευτούν νέοι και νέες. Ο Χουσεΐν με τις συμβουλές του, που πάντα ήταν πετυχημένες, πάντα έπεφτε μέσα, οδηγούσε τα παιδιά αυτά στην επαγγελματική επιτυχία. Να, τώρα στην επόμενη επίσκεψη του Χουσεΐν, ο Αλτίν θα τον συμβουλευόταν τι να κάνει με τα καπνά του – ο Χουσεΐν θα του έλεγε να συνεχίσει την καλλιέργεια ή να βάλει άλλη.
Ώστε και άγγελος αλλά και προφήτης στη θέση του Μωάμεθ ο Χουσεΐν, σκέφτηκα. Ο Χουσεΐν με τα πολλά λεφτά, που προίκιζε κορίτσια, που βοηθούσε τάχα τους νέους του χωριού, που ορμήνευε τα φτωχά παιδιά κάνοντας τον συμβουλάτορα, αυτός ο Χουσεΐν ήταν για μένα ένας απατεώνας που ποιος ξέρει ποια ανταλλάγματα – τι φρίκη! - ζητούσε από τα φτωχά κορίτσια αλλά και τα αγόρια ο ελεεινός για τις ψευτοσυμβουλές του. Να γιατί έπρεπε να ενισχυθεί η εκπαίδευση σ’ αυτά τα χωριά, ξεσπάθωσε μέσα μου ο αριστερός εαυτός μου, που τώρα ήταν και μεθυσμένος και θυμωμένος.
Φυσικά, μου καρφώθηκε στο κεφάλι να γνωρίσω αυτόν τον Χουσεΐν. Ήθελα να βρω έναν τρόπο αν ήταν δυνατό για να τον ξεμπροστιάσω μπροστά σε όλους. Πρώτα όμως θα έπρεπε να μάθω πότε θα ανέβαινε στο χωριό. Θα ερχόταν άραγε μέχρι τον Ιούνιο που θα τελείωναν τα σχολεία; Ο μεθυσμένος Αλτίν μου είπε πως ο Χότζας τους είχε πει πως θα ανέβαινε στο χωριό σε κανένα μήνα. Δε ρώτησα λεπτομέρειες για να μη τους υποψιάσω.
Έστρεψα βολικά την κουβέντα σε μπάλα και γυναίκες και λίγη ώρα αργότερα το διαλύσαμε. Σ’ εκείνο το καφενείο πήρα μια απόφαση που θα μου άλλαζε τη ζωή και θα μου φόρτωνε ένα βάρος ασήκωτο για την υπόλοιπη ζωή μου.
Παρατηρούσα κάθε κίνηση, κάθε αλλαγή στο χωριό προσπαθώντας να καταλάβω την ημέρα της άφιξης του Χουσεΐν. Δεν τολμούσα να ρωτήσω σχετικά, επειδή τότε όλα τα στόματα θα έκλειναν. Ήμουν σε αδιέξοδο. Ήξερα πως θα ερχόταν μέσα στο μήνα αλλά πότε; Δεν μπορούσα να είμαι συνέχεια στο χωριό, όλοι θα παραξενεύονταν. Ύστερα ήταν κι ο Μάνος, ο χωροφύλακας, ένα νεαρό παιδί από την Κρήτη που, όσο και να μετρούσε τις μέρες να περάσουν για να πάρει μετάθεση, το μυαλό του έκοβε και δεν ήθελα να με βάλει στο μάτι. Έψαχνα να βρω μια λύση χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου ο Χασάν της τρίτης τάξης μου το ξεφούρνισε ξαφνικά σ’ ένα διάλειμμα. Μου είπε πως ήταν να μην έρθει την επόμενη ημέρα στο σχολείο επειδή θα πήγαινε με τον μπαμπά του να δουν τον Χουσεΐν στην Ξάνθη «αλλά τα έρτω σκολείο κύριε, επιντή ο Χσεΐν τα έρτει εντώ». Τα γρανάζια της συμφοράς άρχισαν να γυρίζουν τώρα και θα με συνέθλιβαν σιγά σιγά.
Την άλλη μέρα ήμουν αποφασισμένος να την περάσω στο χωριό μέχρι να τον συναντήσω αλλά δε χρειάστηκε να περιμένω πολύ, με συνάντησε εκείνος.
Ήρθε στο σχολείο ο Ερντέμ, ο επιστάτης του τζαμιού και μου είπε πως με θέλει ο Χουσεΐν στο σπίτι του. Ήθελε λέει να μου μιλήσει και να με συγχαρεί για την πολύ καλή δουλειά που έκανα στο σχολείο με τα παιδιά. Η αλήθεια είναι πως έδινα και την ψυχή μου για τα Πομακάκια που είχα μαθητές αλλά να με προσκαλέσει να τον δω κατ’ ιδίαν για αυτό τον λόγο, πήγαινε πολύ! Δέχτηκα βέβαια την πρόσκληση και μετά το σχολείο ανηφόρισα για το σπίτι του Χουσεΐν.
Το σπίτι του ήταν ένα διώροφο ανακαινισμένο με έναν τρόπο διακριτικό και δεν ξεχώριζε από τα υπόλοιπα. Με υποδέχτηκε στο κεφαλόσκαλο ο ίδιος, κάνοντάς μου μια θερμή χειραψία. Ήταν ένας μεσαίου ύψους άνδρας γύρω στα πενήντα πέντε με φαλάκρα και μουστάκι. Η φυσιογνωμία του δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο, μπορούσε να περάσει εντελώς απαρατήρητος παντού. Με έβαλε στο σπίτι και καθίσαμε. Αφού είπαμε τα τυπικά, άρχισε να μου πλέκει το εγκώμιο, λέγοντάς μου πως το έργο που επιτελούσα στο σχολείο ήταν πολύ σημαντικό.
Στο λιτό καθιστικό μπήκε η γυναίκα του η Ντιλέκ κρατώντας το δίσκο με τους καφέδες και τα λουκούμια. Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα με ανοιχτόχρωμο, χλωμό δέρμα και καλοσυνάτο πρόσωπο. Μας σερβίρισε, συστηθήκαμε κι έφυγε.
Και τότε μίλησα. Άνοιξα το στόμα μου και δεν το έκλεινα. Ανάμεσα στα άλλα, τον χαρακτήρισα εμμέσως πλην σαφώς απατεώνα που χειραγωγούσε φτωχούς κι αμόρφωτους ανθρώπους με ποιος ξέρει τι ανταλλάγματα.
Με άκουγε άλλοτε ανέκφραστα, άλλοτε με συγκατάβαση. Μου φάνηκε πως πράγματι ήταν έτοιμος να τα ακούσει όλα αυτά – όλα, εκτός από τα υπονοούμενα περί ανταλλαγμάτων.
- Λοιπόν δάσκαλε ήμουν έτοιμος γι’ αυτή την ώρα εδώ και πολύ καιρό, απορώ μάλιστα που καθυστέρησε τόσο. Ομολογώ πως όμως πως δεν περίμενα ποτέ να γίνει εδώ και με σένα συνομιλητή μου. Όμως ήρθες στο σπίτι μου να με προσβάλλεις! Το κήρυγμα περί ψευδοπροφητειών κι επιστήμης, το ευχαριστήθηκα. Οι υπαινιγμοί σου όμως για τα άλλα, πολύ ευαίσθητα θέματα, ξεπερνούν τα όρια. Το πήγες πολύ μακριά δάσκαλε!
- Μόνο του πάει μακριά Χουσεΐν! του είπα.
- Δεν έχεις ιδέα τι θα πει μακριά. Δεν έχεις ιδέα, κανείς δεν έχει την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει μακριά σ’ αυτή τη ζωή, τι είναι πραγματικό ή όνειρο, αλήθεια ή ψευδαίσθηση. Θα σε τιμωρήσω δάσκαλε, θα σε τιμωρήσω λέγοντάς σου την αλήθεια. Μια αλήθεια τόσο απίστευτη, τόσο εξωφρενική που δε θα τολμάς να την πεις πουθενά. Είσαι έτοιμος;
- Είμαι όλος αυτιά, έκανα ειρωνικά.
- Λοιπόν δάσκαλε γεννήθηκα σ’ αυτό το χωριό το 1930. Το 52 παντρεύτηκα την Ντιλέκ και το 53 γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη, η Σεβίλ ενώ το 57 η δεύτερη, η Νερμίν. Από κει και πέρα, μόνο συμφορές μου έδωσε ο Αλλάχ. Το ’71 η Νερμίν αρρώστησε και τον επόμενο χρόνο πέθανε στα χέρια μου.
Έκπληκτος άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω μα ένα βιαστικό του νεύμα με έκανε να σιωπήσω.
- Μη με διακόψεις, άκου με μόνο. Δεν μπόρεσα να σώσω το φτωχό μου το κορίτσι. Τον επόμενο χρόνο η μεγάλη μου φεύγει με τον άντρα της για Αυστραλία και από τότε την είδα μόνο μια φορά, μετά από είκοσι χρόνια, το ’92 – δεν ήταν όμως αυτή η κόρη μου, ήταν σαν να έβλεπα κάποια που να της έμοιαζε. Δε ζούσε και η Ντιλέκ, το στήριγμά μου, το φως μου, πέθανε από τον καημό της, δέκα χρόνια μετά τη Νερμίν, το ’82.
Ακούγοντάς τον, το μυαλό μου μπλοκάρισε. Οι ημερομηνίες ήταν λάθος, τα πρόσωπα ήταν εκτός χρόνου, εκείνος όμως συνέχιζε. Ήθελα πολύ να δω πού θα το πήγαινε τελικά.
Τότε η πόρτα άνοιξε διακριτικά και ξεπρόβαλλε το κεφάλι της Ντιλέκ.
- Το αυτοκίνητο είναι φορτωμένο, είμαστε έτοιμοι.
- Σε λίγο sevgilim, της είπε.
- Φεύγουμε δάσκαλε. Δε θα με ξαναδείς αλλά και δε θα με ξεχάσεις ποτέ.
- Πολύ βολικό να φύγεις τώρα, ε Χουσεΐν; είπα.
- Δε σε ξεσυνερίζομαι, δεν έχουμε πολύ χρόνο, θα χάσω το αεροπλάνο. Η ζωή μου λοιπόν δάσκαλε εδώ στο χωριό ήταν χωράφι, καφενείο και σπίτι. Μόνος μου πορεύτηκα όλα τα επόμενα βασανιστικά χρόνια. Μάταια ρωτούσα στις προσευχές μου τον Αλλάχ - δόξα στ’ όνομά Του – γιατί με βασάνισε τόσο. Ο Χότζας μου έλεγε να κάνω υπομονή, ο Αλλάχ μόνο γνωρίζει, κι εγώ έσκυβα το κεφάλι και συνέχιζα. Την τελευταία φορά που προσευχήθηκα, στα 88 μου χρόνια, Του ζήτησα να μου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία – δεν την άξιζα; Τι είχα ζήσει; Πόνο, απώλειες, φτώχεια. Εκείνο το βράδυ έχυσα πικρά δάκρυα, για μια ζωή τυραννισμένη. Γερμένος έκανα την προσευχή μου και παρέδωσα τη ζωή μου στα χέρια Του.
Δάσκαλε πέθανα μόνος, στην κάμαρά μου, στις 18 Φεβρουαρίου του 2018. Ο φιλεύσπλαχνος Αλλάχ με άκουσε όμως και ξαναγεννήθηκα και ξαναέζησα και νάμαι τώρα μπροστά σου δάσκαλε με τη Ντιλέκ μου ζωντανή - την είδες! – με τη Νερμίν θεραπευμένη, τη Σεβίλ καλοπαντρεμένη κι εμένα να ζω μια καλή κι ενάρετη ζωή, προσπαθώντας να ελεήσω όσους μπορώ. Όσο για την περιουσία, έξυπνος είσαι δάσκαλε, θα κατάλαβες πώς την απέκτησα.
Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο τύπος ήταν για βραβείο Hugo! Κέντησε αριστοτεχνικά μια ιστορία τόσο εξωφρενική που ντρεπόσουν να την διηγηθείς κάπου – ο ίδιος δεν ντράπηκε;
Σηκώθηκε, δείχνοντάς μου πως η κουβέντα τελείωσε. Έσκυψε και πήρε τα Καρέλια μου κασετίνα, γύρισε το πακέτο ανάποδα κι άρχισε να γράφει.
- Αν θες, το κρατάς για να βεβαιωθείς, είπε σχεδόν αδιάφορα πια. Έτσι κι αλλιώς δε θα με ξαναδείς. Φεύγουμε μακριά, το χωριό άρχισε να μιλάει και οι κουβέντες αυτές μόνο κακό μπορούν να φέρουν.
Έφυγα ζαλισμένος, χωρίς να τον χαιρετίσω. Ο τύπος πήρε προφανώς χαμπάρι πως κίνησε υποψίες, ίσως κι ο Μάνος να τον έβαλε στο στόχαστρο και την κοπανούσε. Φυσικά, φυσικότατα, έσκισα το πακέτο και το κράτησα βάζοντάς το σε ένα βιβλίο του Φίλιπ Ντικ. Ο Χουσεΐν είχε γράψει πάνω του κάποιες λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες και δίπλα ημερομηνίες.
Δε νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που να μην κρατούσε το τετράγωνο αυτό χαρτονάκι. Όσο και να κυβερνά η Λογική κάποιον, όσο ορθολογιστής και να είναι, κάπου μέσα στα βάθη του μυαλού του κατοικεί ένας ακόμη εγκέφαλος, μικρός και πρωτόγονος, που ακριβώς επειδή είναι πρωτόγονος κυριαρχεί σε περιπτώσεις που ο κανονικός, ο λογικός, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα.
Τον Σεπτέμβριο διορίστηκα στη Θάσο. Ο καιρός περνούσε, η ζωή βρίσκει τρόπους να λειαίνει ή και να καλύπτει αναμνήσεις κι ο Χουσεΐν άρχισε να ξεθωριάζει. Δυο  χρόνια αργότερα, καθόμουν με τον συγκάτοικό μου στην «Mon Chéri», μια από τις δύο τότε καφετέριες του Λιμένα. Ξαφνικά η τηλεόραση απέναντι διακόπτει το πρόγραμμα και δείχνει το διαστημόπλοιο που μόλις είχε εκτοξευθεί, το Challenger, να μετατρέπεται σε μια μπάλα φωτιάς. Ένιωσα σαν να με χτυπούσαν κατευθείαν στο κεφάλι όλα τα κομμάτια του φλεγόμενου σκάφους. Πρέπει να έχασα το χρώμα μου, αφού ο Σήφης με ρώτησε αν ήμουν καλά. Προφασίστηκα κάτι – δε θυμάμαι τι - κι έφυγα από την καφετέρια πηγαίνοντας τρέχοντας με τη μηχανή στο σπίτι. Λαχανιασμένος άρπαξα το βιβλίο και κοίταξα το χαρτονάκι που έγραφε στην πρώτη σειρά: Challenger 280186.
Καλά θυμόμουν πως η πρώτη σειρά έγραφε Challenger, αυτός που προκαλεί δηλαδή. Μου έκανε εντύπωση όταν το διάβασα και σκέφτηκα πως ο άθλιος έκανε και χιούμορ, προκαλώντας με.
Το μυαλό μου διαλύθηκε εκείνη τη νύχτα. Πώς το ήξερε; Ήταν τυχαίο; Μέχρι που σκέφτηκα πως προκάλεσε ο ίδιος μια έκρηξη στο καλύτερα φυλασσόμενο όχημα του κόσμου μόνο και μόνο για να με πείσει! Ο μόνος τρόπος για να πειστώ ήταν η δεύτερη καταγραφή που έγραφε Chernobyl 260486. Κάτι θα γινόταν σε ένα μέρος που λεγόταν Chernobyl, στις 26 Απριλίου. Έψαξα σε εγκυκλοπαίδειες να βρω το μέρος, μα δεν βρήκα καμία καταγραφή, ώσπου σκέφτηκα να κοιτάξω τους χάρτες του σχολείου και το βρήκα. Πόλη της Σοβιετικής Ένωσης, κοντά στο Κίεβο. Μετρούσα τις μέρες ώσπου ήρθε η 26η Απριλίου, ημέρα Σάββατο και ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Πρωί για καφέ στην Μπαλάντα, απόγευμα στην Αστρολέσχη για ηλεκτρονικά, χάμπουργκερ από τα Goodieso κόσμος στη θέση του. Φυσικά, αφού οι Σοβιετικοί προσπάθησαν στην αρχή να κρύψουν την καταστροφή. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα ήσυχος όμως. Κάτι πήγαινε λάθος. Τη μεθεπόμενη μέρα ο Χουσεΐν δικαιώθηκε όταν οι Σοβιετικοί ομολόγησαν την καταστροφή.
Τι να έλεγα; Πως γνώρισα κάποτε κάποιον Γκουρού – Σούφι – μυστικιστή που τον έλεγαν Χουσεΐν και μου εκμυστηρεύτηκε πως ο Αλλάχ τον λυπήθηκε και του έδωσε μια δεύτερη ζωή στην οποία ζούμε τώρα όλοι μας και που έχει ημερομηνία λήξης 18 Φεβρουαρίου 2018 όταν θα (ξανα)πεθάνει δηλαδή; Δε θα διέφερα από εκείνους τους τύπους που κυκλοφορούν στη Νέα Υόρκη με κάτι ταμπέλες που γράφουν «The End Is Near».
Έπρεπε να προχωρήσω στη ζωή μου όμως και προχώρησα. Παντρεύτηκα κι έκανα το πρώτο μου παιδί και περίμενα. Περίμενα την τρίτη ημερομηνία που δεν άργησε να έρθει, όταν έκπληκτοι παρακολουθούσαμε όλοι ζωντανά στην τηλεόραση την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Το χαρτονάκι του Χουσεΐν έγραφε Berlin 091189.
«Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» αναφώνησε ο Καϊάφας κι εγώ μαζί. Και μια που έπιασα τα αποφθέγματα, θυμήθηκα και τον Σέρλοκ Χολμς: «Όταν έχεις αποκλείσει το αδύνατο, αυτό που μένει, όσο απίθανο και αν φαίνεται, είναι η αλήθεια».
Αλήθεια ήταν. Τρία γεγονότα που αποκλείεται να τα προκάλεσε βέβαια ο Χουσεΐν μόνο και μόνο για να ξεγελάσει εμένα, συνέβησαν σε τόπο και χρόνο που αυτός προέβλεψε. Προέβλεψε ή ξανάζησε;
Εκείνη τη χρονιά αποφάσισα να βρω τα ίχνη του. Όταν η οικογένεια ήταν στο χωριό το καλοκαίρι, προφασίστηκα βλάβη στο αυτοκίνητο που έπρεπε να επιδιορθωθεί στο συνεργείο. Έφυγα το πρωί από το χωριό και σε δύο ώρες έφτασα στο Πομακοχώρι. Ρώτησα για τους παλιούς μου φίλους και βρήκα μόνο τον Κεμίλ. Δώσαμε θερμή χειραψία, θυμηθήκαμε τα παλιά και μετά τον ρώτησα ευθέως για τον Χουσεΐν. Κανείς δεν ήξερε πού ήταν, το σπίτι στο χωριό το χάρισε και συνέχιζε τις αγαθοεργίες δίνοντας μέσω δικηγορικού γραφείου στην Αθήνα απίστευτα ποσά σε ανθρώπους όχι μόνο στο χωριό και στην Ξάνθη αλλά και παντού σε όποιον είχε ανάγκη, Χριστιανό ή Μουσουλμάνο. Ο Χουσεΐν είχε το πλεονέκτημα όχι απλά να προβλέπει αλλά να γνωρίζει τις οικονομικές συγκυρίες και να τις εκμεταλλεύεται. Ρώτησα τον Κεμίλ για το επώνυμό του, λεγόταν Kaya, ένα πολύ συνηθισμένο επώνυμο.
Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα, όταν πρωτοσυνδέθηκα στο Internet, έβαλα το ονοματεπώνυμό του στο Yahoo. Ήταν σαν να έψαχνα το ελληνικό όνομα Γιάννης Δημητριάδης ή Δημήτρης Παπαδόπουλος, τόσο συνηθισμένο στον μουσουλμανικό κόσμο των εκατοντάδων εκατομμυρίων είναι το Hussein Kaya.
Εκεί στις αρχές του αιώνα σκέφτηκα μήπως να έβγαζα λεφτά από την τελευταία καταγραφή: Twin 110901. Κάτι θα γινόταν στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 αλλά πού; Έψαξα παντού για τοπωνύμια Twin και βρήκα πάρα πολλά με αυτό για πρώτο συνθετικό. Αν η καταγραφή του Χουσεΐν ήταν πιο συγκεκριμένη θα μπορούσα να το πουλήσω κατάλληλα. Εγκατέλειψα την ιδέα και περίμενα την 11η Σεπτεμβρίου. Εκείνη την ημέρα, ήμουν ο μόνος πλην της Αλ Κάιντα που δεν εξεπλάγην. Το χαρτονάκι το κράτησα αν και δεν είχε άλλη καταγραφή, μόνο και μόνο για να ξέρω πως εκείνη η συζήτηση στο σπίτι του Χουσεΐν ήταν πραγματική, αν και μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως εγώ ο ίδιος τα έγραφα αυτά τα γεγονότα αφού γινόντουσαν και η ιστορία του Χουσεΐν ήταν κατασκευασμένη από ένα μυαλό που κάποια στιγμή, άγνωστο πώς, σάλεψε.
Πέρασαν τα χρόνια και το τρομερό μυστικό φώλιαζε μέσα μου δηλητηριάζοντας τη ζωή μου, μια ζωή που προσπάθησα να ζήσω όσο πιο φυσιολογικά μπορούσα.
Χθες όμως έλαβα ένα mail από αυτόν. Ναι, από τον Χουσεΐν. Κοιτούσα το κινητό ώρα πολλή και δεν πίστευα στα μάτια μου βλέποντας το όνομα Hussein Kaya για αποστολέα. Πάτησα στην οθόνη και το διάβασα.
Ήταν σύντομο και νάτο, εδώ, σε copy paste:
«Αγαπητέ μου δάσκαλε σε χαιρετώ, As-salāmu ʿalaykum.
Πέρασε καιρός από την τελευταία και μοναδική μας συνάντηση την οποία ομολογώ έκανα καιρό να την ξεπεράσω. Τα λόγια σου με πλήγωσαν βαθιά, μα έπειτα ακολούθησα την επιταγή του Προφήτη, τη συγχώρεση. Ελπίζω να έζησες καλά αυτά τα χρόνια, να ήσουν καλός, δίκαιος και σπλαχνικός άνθρωπος.
Ξέρεις, οι γιατροί μου δίνουν λίγες μέρες ζωής – εμείς οι δύο όμως ξέρουμε έτσι;
Αυτή τη φορά δε θα πεθάνω μόνος στη φτωχή μου κάμαρα στο χωριό. Δε θέλω όμως να πεθάνω και στη σουΐτα του Νοσοκομείου που βρίσκομαι τώρα. Αυτή τη φορά θα πεθάνω σε σπίτι αγαπημένο τριγυρισμένος από πρόσωπα αγαπημένα. Αυτή τη φορά δεν έχω παράπονο από τον Αλλάχ - δόξα στ’ όνομά Του – και δε θέλω δεύτερη ζωή. Μόνο που δεν ξέρω ποια από τις δύο ήταν η πραγματική. Ήταν αυτή που έζησα καλά και η άλλη ήταν μια δοκιμασία σταλμένη από τον Αλλάχ ή μήπως ήταν η πρώτη κι αυτή είναι ένα όνειρο που έζησα κι εσείς όλοι ζήσατε στο όνειρό μου;
Σύντομα θα μάθουμε.
Χαιρετώ, Μa'aasalaama,
Χουσεΐν»
Μέχρι τις 18 του μηνός, μένουν λίγες μέρες. Όπως έγραψε κι ο Χουσεΐν, σύντομα θα μάθουμε...