Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Χουσεΐν

Πολλές φορές μπήκα στον πειρασμό να το πω, να το βγάλω από μέσα μου. Τριάντα τέσσερα χρόνια το κρατάω θαμμένο στο μυαλό μου. Κάποιες φορές σε κουβέντες χαμηλόφωνες και μυστικές με τη γυναίκα μου, σαν αυτές που γίνονται όταν τα παιδιά κοιμούνται και τα ζευγάρια ψιθυρίζουν λόγια μύχια, άλλες φορές στο μεθύσι μου, όταν αρχίζουν και καταρρέουν οι φραγμοί και άλλες φορές έτσι, από απόγνωση και απελπισία, έρχεται μέχρι την άκρη των χειλιών κι εγώ έντρομος το καταπίνω πάλι.
Τρεισήμισι δεκαετίες το κρατάω μέσα μου κι όλα αυτά τα χρόνια, άλλοτε μένει θαμμένο και το ξεχνώ, άλλοτε βγαίνει μπροστά μου, κολλάει στο μυαλό μου και τότε καταβάλλω τεράστια προσπάθεια να το ξαναθάψω μέσα μου κι άλλοτε λέω στον εαυτό μου πως δεν συνέβη ποτέ, πως ό,τι έγινε σ’ εκείνο το Πομάκικο χωριό τον Φλεβάρη του’84, το ονειρεύτηκα – μα ποιον ξεγελάω!
Τώρα όμως θα το πω. Θα το βγάλω από μέσα μου επειδή δεν έχει πια καμία σημασία. Δε με ενδιαφέρει αν όλοι νομίσουν πως σάλεψα ή πως τους κοροϊδεύω. Σε λίγες μέρες θα αποδειχθεί αν έγιναν έτσι τα πράγματα τότε ή αν τα φαντάστηκα. Αν είναι όλα μέσα στο μυαλό μου, έχει καλώς. Αν όχι, αλίμονο σε όλους μας.
Στις αρχές του 1984 κλήθηκα από την Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης της Ξάνθης να αναπληρώσω μια θέση σε ορεινό Πομακοχώρι του Νομού. Είχα απολυθεί πριν από τρεις περίπου εβδομάδες από το στρατό και θα έμπαινα για πρώτη φορά σε σχολική τάξη σαν δάσκαλος. Το χωριό είχε κατοίκους φτωχούς Πομάκους μουσουλμάνους που όπως διαπίστωσα ήταν ευγενείς και φιλότιμοι αλλά ταυτόχρονα και επιφυλακτικοί στους ξένους. Πηγαινοερχόμουν με λεωφορείο καθημερινά, μια και τότε δεν είχα δικό μου αυτοκίνητο.
Πολλές φορές όμως καθόμουν στο χωριό μετά το σχολείο. Οι κάτοικοι με κοιτούσαν έκπληκτοι στο καφενείο τα απογεύματα, αφού ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν τους χριστιανούς δασκάλους που πηγαινοέρχονταν στην Ξάνθη να μη κάθονται στο χωριό ούτε λεπτό μετά το σχολείο. Εμένα όμως μου άρεσε να τριγυρνώ στο χωριό που το έβλεπα σαν κάτι το εξωτικό, σχεδόν εξωπραγματικό μια και ποτέ άλλοτε δεν είχα δει χωριό από κοντά – παιδί της πόλης ήμουν. Μόλις σουρούπωνε, έπαιρνα το τελευταίο λεωφορείο και κατέβαινα στην Ξάνθη, αφού είχα πιει ένα σωρό τσάγια στο καφενείο.
Σιγά σιγά απέκτησα οικιότητα με τους ανθρώπους του χωριού και κουβεντιάζαμε για τα παιδιά τους, για τον καιρό, για τα καπνά. Όταν τους είπα πως σαν φοιτητής τα καλοκαίρια δούλευα σε καπνομάγαζα της Καβάλας, οι κουβέντες άνοιγαν περισσότερο και μου έλεγαν το παράπονό τους πως ενώ τα καπνά τους τα κιρέτσιλερ, ήταν πρώτης ποιότητας και πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε τέτοια φίνα ποικιλία, οι τιμές όλο και έφθιναν.
Με τον Ερόλ μιλούσαμε για μπάλα, με τον Κεμίλ και τον Νεκάτ για καπνά, με τον Ασλάν και τον Αλτίν για γυναίκες. Όταν μου σύστησαν τον εξηντάχρονο Αϊντίν λέγοντάς μου πως ήταν στο τάγμα του ΕΛΑΣ υπό τον καπετάν Κεμάλ, πέταξα από τη χαρά μου. Του έβαζα με το ζόρι σχεδόν του άμοιρου να μου λέει ιστορίες για τη δράση του.
Όλοι οι φίλοι μου στο καφενείο με συμπαθούσαν επειδή ήμουν προσηνής και καταδεκτικός απέναντί τους και αντιλαμβανόντουσαν πως δεν είχα κανένα θέμα με τη θρησκεία τους ή την καταγωγή τους – καθόλου αυτονόητο εκείνη την εποχή.
Κάποια μέρα του Φλεβάρη έριξε αρκετό χιόνι και το λεωφορείο δεν μπόρεσε να ανέβει από Ξάνθη. Ο Αμέτ ο καφετζής προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει στο καμαράκι δίπλα στο καφενείο όπου είχε όλες τις ανέσεις για έναν ύπνο. Την ημέρα εκείνη την έβγαλα στο καφενείο κι όταν νύχτωσε ξεμείναμε ο Αμέτ, ο Αλτίν κι εγώ. Συνομήλικοι σχεδόν και οι τρεις, μιλούσαμε για γυναίκες και λεφτά μιας και δεν είχαμε τίποτε από τα δυο. Κάποτε ο Αμέτ σκύβει κάτω από τον πάγκο και βγάζει ένα ουίσκι χαμογελώντας συνωμοτικά. Πίνοντας και τρώγοντας, μόνοι σε ένα άθλιο καφενείο, τριγυρισμένοι από χιόνια, σε ένα χωριό ξεχασμένο, έφτασε η κουβέντα στον Χουσεΐν – έτσι, σκέτα Χουσεΐν.
Ο Χουσεΐν γεννήθηκε στο χωριό αλλά πολύ νέος έφυγε, μα δεν το εγκατέλειψε. Ξενιτεύτηκε στην Αμερική όπου έκανε πολλά λεφτά επενδύοντας στο χρηματιστήριο σε μικρές εταιρείες οι οποίες όμως σε μερικά χρόνια γινόντουσαν παγκόσμιοι κολοσσοί και τότε ο Χουσεΐν πουλούσε. Ο Αλτίν μιλούσε με θαυμασμό, ο Αμέτ με δέος για τον άνθρωπο αυτό.
Ο Χουσεΐν γύρισε στο χωριό και παντρεύτηκε την Ντιλέκ, όνομα που σημαίνει επιθυμία. Με την Ντιλέκ γνωριζόντουσαν από παιδιά κι ο Χουσεΐν την επιθυμούσε από τότε, έκανε το λογοπαίγνιο γεμάτος περηφάνια ο Αμέτ. Έκαναν μαζί δυο παιδιά, δυο κορίτσια που ο Χουσεΐν λάτρευε. Μόνο που το ένα παραλίγο να το χάσει από μια σπάνια ασθένεια της καρδιάς, αν δεν είχε τα λεφτά να το βάλει σε μια νέα, πανάκριβη πειραματική θεραπεία.
Όσο το ουίσκι έρεε, έρεε και η γλώσσα του Αμέτ και του Αλτίν. Μιλούσαν με λατρεία σχεδόν για τον Χουσεΐν. Αυτός ο άνθρωπος, αν και ζούσε μακριά από το χωριό του μοιράζοντας τη ζωή του σε δυο τρεις διαφορετικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δεν το ξέχασε ποτέ. Επισκεύασε το τζαμί, χρηματοδοτούσε συντηρήσεις σπιτιών αλλά και δρόμων, αγόραζε τρακτέρ και αγροτικά σε γεωργούς, προίκιζε κοπέλες, έβρισκε δουλειές στους νέους, βοηθούσε οικονομικά τους φτωχούς, ήταν δηλαδή ο προστάτης και ο φύλακας άγγελος του χωριού.
Αυτό το τελευταίο, για τον φύλακα άγγελο δηλαδή, το εκστόμισα ειρωνικά και μόλις συνειδητοποίησα πως μιλάω με μουσουλμάνους τα χρειάστηκα. Οι άλλοι δύο όμως, όχι μόνο δεν κατάλαβαν την ειρωνεία αλλά και ενθουσιάστηκαν με την μεταφορά. Ο Αλτίν μου εξήγησε πως άγγελοι υπάρχουν και στο Ισλάμ έχοντας μάλιστα τη δυνατότητα να αλλάξουν μορφή έτσι ώστε να μοιάζουν με ανθρώπους και ίσως ο Χουσεΐν να είναι άγγελος σταλμένος από τον Αλλάχ - δόξα στ’ όνομά Του -  πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα;
Στο δεύτερο μπουκάλι Johnny Walker ο Αμέτ σερβίρισε, έβαλε πάγο, άναψε το εκατοστό τσιγάρο και αφού πήρε τη συγκατάθεση με ένα μεθυσμένο κούνημα του κεφαλιού του Αλτίν, είπε πως ο Χουσεΐν προστάτευε και με άλλους τρόπους, μυστήριους, τους κατοίκους του χωριού. Έδινε τέτοιες συμβουλές προτρέποντας ή αποτρέποντας για πράξεις ή αναβολές οι οποίες αποδεικνύονταν σωτήριες για τους αποδέκτες τους. Μια στο τόσο, όταν ανέβαινε στο χωριό, έρχονταν να τον συμβουλευτούν νέοι και νέες. Ο Χουσεΐν με τις συμβουλές του, που πάντα ήταν πετυχημένες, πάντα έπεφτε μέσα, οδηγούσε τα παιδιά αυτά στην επαγγελματική επιτυχία. Να, τώρα στην επόμενη επίσκεψη του Χουσεΐν, ο Αλτίν θα τον συμβουλευόταν τι να κάνει με τα καπνά του – ο Χουσεΐν θα του έλεγε να συνεχίσει την καλλιέργεια ή να βάλει άλλη.
Ώστε και άγγελος αλλά και προφήτης στη θέση του Μωάμεθ ο Χουσεΐν, σκέφτηκα. Ο Χουσεΐν με τα πολλά λεφτά, που προίκιζε κορίτσια, που βοηθούσε τάχα τους νέους του χωριού, που ορμήνευε τα φτωχά παιδιά κάνοντας τον συμβουλάτορα, αυτός ο Χουσεΐν ήταν για μένα ένας απατεώνας που ποιος ξέρει ποια ανταλλάγματα – τι φρίκη! - ζητούσε από τα φτωχά κορίτσια αλλά και τα αγόρια ο ελεεινός για τις ψευτοσυμβουλές του. Να γιατί έπρεπε να ενισχυθεί η εκπαίδευση σ’ αυτά τα χωριά, ξεσπάθωσε μέσα μου ο αριστερός εαυτός μου, που τώρα ήταν και μεθυσμένος και θυμωμένος.
Φυσικά, μου καρφώθηκε στο κεφάλι να γνωρίσω αυτόν τον Χουσεΐν. Ήθελα να βρω έναν τρόπο αν ήταν δυνατό για να τον ξεμπροστιάσω μπροστά σε όλους. Πρώτα όμως θα έπρεπε να μάθω πότε θα ανέβαινε στο χωριό. Θα ερχόταν άραγε μέχρι τον Ιούνιο που θα τελείωναν τα σχολεία; Ο μεθυσμένος Αλτίν μου είπε πως ο Χότζας τους είχε πει πως θα ανέβαινε στο χωριό σε κανένα μήνα. Δε ρώτησα λεπτομέρειες για να μη τους υποψιάσω.
Έστρεψα βολικά την κουβέντα σε μπάλα και γυναίκες και λίγη ώρα αργότερα το διαλύσαμε. Σ’ εκείνο το καφενείο πήρα μια απόφαση που θα μου άλλαζε τη ζωή και θα μου φόρτωνε ένα βάρος ασήκωτο για την υπόλοιπη ζωή μου.
Παρατηρούσα κάθε κίνηση, κάθε αλλαγή στο χωριό προσπαθώντας να καταλάβω την ημέρα της άφιξης του Χουσεΐν. Δεν τολμούσα να ρωτήσω σχετικά, επειδή τότε όλα τα στόματα θα έκλειναν. Ήμουν σε αδιέξοδο. Ήξερα πως θα ερχόταν μέσα στο μήνα αλλά πότε; Δεν μπορούσα να είμαι συνέχεια στο χωριό, όλοι θα παραξενεύονταν. Ύστερα ήταν κι ο Μάνος, ο χωροφύλακας, ένα νεαρό παιδί από την Κρήτη που, όσο και να μετρούσε τις μέρες να περάσουν για να πάρει μετάθεση, το μυαλό του έκοβε και δεν ήθελα να με βάλει στο μάτι. Έψαχνα να βρω μια λύση χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου ο Χασάν της τρίτης τάξης μου το ξεφούρνισε ξαφνικά σ’ ένα διάλειμμα. Μου είπε πως ήταν να μην έρθει την επόμενη ημέρα στο σχολείο επειδή θα πήγαινε με τον μπαμπά του να δουν τον Χουσεΐν στην Ξάνθη «αλλά τα έρτω σκολείο κύριε, επιντή ο Χσεΐν τα έρτει εντώ». Τα γρανάζια της συμφοράς άρχισαν να γυρίζουν τώρα και θα με συνέθλιβαν σιγά σιγά.
Την άλλη μέρα ήμουν αποφασισμένος να την περάσω στο χωριό μέχρι να τον συναντήσω αλλά δε χρειάστηκε να περιμένω πολύ, με συνάντησε εκείνος.
Ήρθε στο σχολείο ο Ερντέμ, ο επιστάτης του τζαμιού και μου είπε πως με θέλει ο Χουσεΐν στο σπίτι του. Ήθελε λέει να μου μιλήσει και να με συγχαρεί για την πολύ καλή δουλειά που έκανα στο σχολείο με τα παιδιά. Η αλήθεια είναι πως έδινα και την ψυχή μου για τα Πομακάκια που είχα μαθητές αλλά να με προσκαλέσει να τον δω κατ’ ιδίαν για αυτό τον λόγο, πήγαινε πολύ! Δέχτηκα βέβαια την πρόσκληση και μετά το σχολείο ανηφόρισα για το σπίτι του Χουσεΐν.
Το σπίτι του ήταν ένα διώροφο ανακαινισμένο με έναν τρόπο διακριτικό και δεν ξεχώριζε από τα υπόλοιπα. Με υποδέχτηκε στο κεφαλόσκαλο ο ίδιος, κάνοντάς μου μια θερμή χειραψία. Ήταν ένας μεσαίου ύψους άνδρας γύρω στα πενήντα πέντε με φαλάκρα και μουστάκι. Η φυσιογνωμία του δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο, μπορούσε να περάσει εντελώς απαρατήρητος παντού. Με έβαλε στο σπίτι και καθίσαμε. Αφού είπαμε τα τυπικά, άρχισε να μου πλέκει το εγκώμιο, λέγοντάς μου πως το έργο που επιτελούσα στο σχολείο ήταν πολύ σημαντικό.
Στο λιτό καθιστικό μπήκε η γυναίκα του η Ντιλέκ κρατώντας το δίσκο με τους καφέδες και τα λουκούμια. Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα με ανοιχτόχρωμο, χλωμό δέρμα και καλοσυνάτο πρόσωπο. Μας σερβίρισε, συστηθήκαμε κι έφυγε.
Και τότε μίλησα. Άνοιξα το στόμα μου και δεν το έκλεινα. Ανάμεσα στα άλλα, τον χαρακτήρισα εμμέσως πλην σαφώς απατεώνα που χειραγωγούσε φτωχούς κι αμόρφωτους ανθρώπους με ποιος ξέρει τι ανταλλάγματα.
Με άκουγε άλλοτε ανέκφραστα, άλλοτε με συγκατάβαση. Μου φάνηκε πως πράγματι ήταν έτοιμος να τα ακούσει όλα αυτά – όλα, εκτός από τα υπονοούμενα περί ανταλλαγμάτων.
- Λοιπόν δάσκαλε ήμουν έτοιμος γι’ αυτή την ώρα εδώ και πολύ καιρό, απορώ μάλιστα που καθυστέρησε τόσο. Ομολογώ πως όμως πως δεν περίμενα ποτέ να γίνει εδώ και με σένα συνομιλητή μου. Όμως ήρθες στο σπίτι μου να με προσβάλλεις! Το κήρυγμα περί ψευδοπροφητειών κι επιστήμης, το ευχαριστήθηκα. Οι υπαινιγμοί σου όμως για τα άλλα, πολύ ευαίσθητα θέματα, ξεπερνούν τα όρια. Το πήγες πολύ μακριά δάσκαλε!
- Μόνο του πάει μακριά Χουσεΐν! του είπα.
- Δεν έχεις ιδέα τι θα πει μακριά. Δεν έχεις ιδέα, κανείς δεν έχει την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει μακριά σ’ αυτή τη ζωή, τι είναι πραγματικό ή όνειρο, αλήθεια ή ψευδαίσθηση. Θα σε τιμωρήσω δάσκαλε, θα σε τιμωρήσω λέγοντάς σου την αλήθεια. Μια αλήθεια τόσο απίστευτη, τόσο εξωφρενική που δε θα τολμάς να την πεις πουθενά. Είσαι έτοιμος;
- Είμαι όλος αυτιά, έκανα ειρωνικά.
- Λοιπόν δάσκαλε γεννήθηκα σ’ αυτό το χωριό το 1930. Το 52 παντρεύτηκα την Ντιλέκ και το 53 γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη, η Σεβίλ ενώ το 57 η δεύτερη, η Νερμίν. Από κει και πέρα, μόνο συμφορές μου έδωσε ο Αλλάχ. Το ’71 η Νερμίν αρρώστησε και τον επόμενο χρόνο πέθανε στα χέρια μου.
Έκπληκτος άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω μα ένα βιαστικό του νεύμα με έκανε να σιωπήσω.
- Μη με διακόψεις, άκου με μόνο. Δεν μπόρεσα να σώσω το φτωχό μου το κορίτσι. Τον επόμενο χρόνο η μεγάλη μου φεύγει με τον άντρα της για Αυστραλία και από τότε την είδα μόνο μια φορά, μετά από είκοσι χρόνια, το ’92 – δεν ήταν όμως αυτή η κόρη μου, ήταν σαν να έβλεπα κάποια που να της έμοιαζε. Δε ζούσε και η Ντιλέκ, το στήριγμά μου, το φως μου, πέθανε από τον καημό της, δέκα χρόνια μετά τη Νερμίν, το ’82.
Ακούγοντάς τον, το μυαλό μου μπλοκάρισε. Οι ημερομηνίες ήταν λάθος, τα πρόσωπα ήταν εκτός χρόνου, εκείνος όμως συνέχιζε. Ήθελα πολύ να δω πού θα το πήγαινε τελικά.
Τότε η πόρτα άνοιξε διακριτικά και ξεπρόβαλλε το κεφάλι της Ντιλέκ.
- Το αυτοκίνητο είναι φορτωμένο, είμαστε έτοιμοι.
- Σε λίγο sevgilim, της είπε.
- Φεύγουμε δάσκαλε. Δε θα με ξαναδείς αλλά και δε θα με ξεχάσεις ποτέ.
- Πολύ βολικό να φύγεις τώρα, ε Χουσεΐν; είπα.
- Δε σε ξεσυνερίζομαι, δεν έχουμε πολύ χρόνο, θα χάσω το αεροπλάνο. Η ζωή μου λοιπόν δάσκαλε εδώ στο χωριό ήταν χωράφι, καφενείο και σπίτι. Μόνος μου πορεύτηκα όλα τα επόμενα βασανιστικά χρόνια. Μάταια ρωτούσα στις προσευχές μου τον Αλλάχ - δόξα στ’ όνομά Του – γιατί με βασάνισε τόσο. Ο Χότζας μου έλεγε να κάνω υπομονή, ο Αλλάχ μόνο γνωρίζει, κι εγώ έσκυβα το κεφάλι και συνέχιζα. Την τελευταία φορά που προσευχήθηκα, στα 88 μου χρόνια, Του ζήτησα να μου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία – δεν την άξιζα; Τι είχα ζήσει; Πόνο, απώλειες, φτώχεια. Εκείνο το βράδυ έχυσα πικρά δάκρυα, για μια ζωή τυραννισμένη. Γερμένος έκανα την προσευχή μου και παρέδωσα τη ζωή μου στα χέρια Του.
Δάσκαλε πέθανα μόνος, στην κάμαρά μου, στις 18 Φεβρουαρίου του 2018. Ο φιλεύσπλαχνος Αλλάχ με άκουσε όμως και ξαναγεννήθηκα και ξαναέζησα και νάμαι τώρα μπροστά σου δάσκαλε με τη Ντιλέκ μου ζωντανή - την είδες! – με τη Νερμίν θεραπευμένη, τη Σεβίλ καλοπαντρεμένη κι εμένα να ζω μια καλή κι ενάρετη ζωή, προσπαθώντας να ελεήσω όσους μπορώ. Όσο για την περιουσία, έξυπνος είσαι δάσκαλε, θα κατάλαβες πώς την απέκτησα.
Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο τύπος ήταν για βραβείο Hugo! Κέντησε αριστοτεχνικά μια ιστορία τόσο εξωφρενική που ντρεπόσουν να την διηγηθείς κάπου – ο ίδιος δεν ντράπηκε;
Σηκώθηκε, δείχνοντάς μου πως η κουβέντα τελείωσε. Έσκυψε και πήρε τα Καρέλια μου κασετίνα, γύρισε το πακέτο ανάποδα κι άρχισε να γράφει.
- Αν θες, το κρατάς για να βεβαιωθείς, είπε σχεδόν αδιάφορα πια. Έτσι κι αλλιώς δε θα με ξαναδείς. Φεύγουμε μακριά, το χωριό άρχισε να μιλάει και οι κουβέντες αυτές μόνο κακό μπορούν να φέρουν.
Έφυγα ζαλισμένος, χωρίς να τον χαιρετίσω. Ο τύπος πήρε προφανώς χαμπάρι πως κίνησε υποψίες, ίσως κι ο Μάνος να τον έβαλε στο στόχαστρο και την κοπανούσε. Φυσικά, φυσικότατα, έσκισα το πακέτο και το κράτησα βάζοντάς το σε ένα βιβλίο του Φίλιπ Ντικ. Ο Χουσεΐν είχε γράψει πάνω του κάποιες λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες και δίπλα ημερομηνίες.
Δε νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που να μην κρατούσε το τετράγωνο αυτό χαρτονάκι. Όσο και να κυβερνά η Λογική κάποιον, όσο ορθολογιστής και να είναι, κάπου μέσα στα βάθη του μυαλού του κατοικεί ένας ακόμη εγκέφαλος, μικρός και πρωτόγονος, που ακριβώς επειδή είναι πρωτόγονος κυριαρχεί σε περιπτώσεις που ο κανονικός, ο λογικός, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα.
Τον Σεπτέμβριο διορίστηκα στη Θάσο. Ο καιρός περνούσε, η ζωή βρίσκει τρόπους να λειαίνει ή και να καλύπτει αναμνήσεις κι ο Χουσεΐν άρχισε να ξεθωριάζει. Δυο  χρόνια αργότερα, καθόμουν με τον συγκάτοικό μου στην «Mon Chéri», μια από τις δύο τότε καφετέριες του Λιμένα. Ξαφνικά η τηλεόραση απέναντι διακόπτει το πρόγραμμα και δείχνει το διαστημόπλοιο που μόλις είχε εκτοξευθεί, το Challenger, να μετατρέπεται σε μια μπάλα φωτιάς. Ένιωσα σαν να με χτυπούσαν κατευθείαν στο κεφάλι όλα τα κομμάτια του φλεγόμενου σκάφους. Πρέπει να έχασα το χρώμα μου, αφού ο Σήφης με ρώτησε αν ήμουν καλά. Προφασίστηκα κάτι – δε θυμάμαι τι - κι έφυγα από την καφετέρια πηγαίνοντας τρέχοντας με τη μηχανή στο σπίτι. Λαχανιασμένος άρπαξα το βιβλίο και κοίταξα το χαρτονάκι που έγραφε στην πρώτη σειρά: Challenger 280186.
Καλά θυμόμουν πως η πρώτη σειρά έγραφε Challenger, αυτός που προκαλεί δηλαδή. Μου έκανε εντύπωση όταν το διάβασα και σκέφτηκα πως ο άθλιος έκανε και χιούμορ, προκαλώντας με.
Το μυαλό μου διαλύθηκε εκείνη τη νύχτα. Πώς το ήξερε; Ήταν τυχαίο; Μέχρι που σκέφτηκα πως προκάλεσε ο ίδιος μια έκρηξη στο καλύτερα φυλασσόμενο όχημα του κόσμου μόνο και μόνο για να με πείσει! Ο μόνος τρόπος για να πειστώ ήταν η δεύτερη καταγραφή που έγραφε Chernobyl 260486. Κάτι θα γινόταν σε ένα μέρος που λεγόταν Chernobyl, στις 26 Απριλίου. Έψαξα σε εγκυκλοπαίδειες να βρω το μέρος, μα δεν βρήκα καμία καταγραφή, ώσπου σκέφτηκα να κοιτάξω τους χάρτες του σχολείου και το βρήκα. Πόλη της Σοβιετικής Ένωσης, κοντά στο Κίεβο. Μετρούσα τις μέρες ώσπου ήρθε η 26η Απριλίου, ημέρα Σάββατο και ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Πρωί για καφέ στην Μπαλάντα, απόγευμα στην Αστρολέσχη για ηλεκτρονικά, χάμπουργκερ από τα Goodieso κόσμος στη θέση του. Φυσικά, αφού οι Σοβιετικοί προσπάθησαν στην αρχή να κρύψουν την καταστροφή. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα ήσυχος όμως. Κάτι πήγαινε λάθος. Τη μεθεπόμενη μέρα ο Χουσεΐν δικαιώθηκε όταν οι Σοβιετικοί ομολόγησαν την καταστροφή.
Τι να έλεγα; Πως γνώρισα κάποτε κάποιον Γκουρού – Σούφι – μυστικιστή που τον έλεγαν Χουσεΐν και μου εκμυστηρεύτηκε πως ο Αλλάχ τον λυπήθηκε και του έδωσε μια δεύτερη ζωή στην οποία ζούμε τώρα όλοι μας και που έχει ημερομηνία λήξης 18 Φεβρουαρίου 2018 όταν θα (ξανα)πεθάνει δηλαδή; Δε θα διέφερα από εκείνους τους τύπους που κυκλοφορούν στη Νέα Υόρκη με κάτι ταμπέλες που γράφουν «The End Is Near».
Έπρεπε να προχωρήσω στη ζωή μου όμως και προχώρησα. Παντρεύτηκα κι έκανα το πρώτο μου παιδί και περίμενα. Περίμενα την τρίτη ημερομηνία που δεν άργησε να έρθει, όταν έκπληκτοι παρακολουθούσαμε όλοι ζωντανά στην τηλεόραση την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Το χαρτονάκι του Χουσεΐν έγραφε Berlin 091189.
«Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» αναφώνησε ο Καϊάφας κι εγώ μαζί. Και μια που έπιασα τα αποφθέγματα, θυμήθηκα και τον Σέρλοκ Χολμς: «Όταν έχεις αποκλείσει το αδύνατο, αυτό που μένει, όσο απίθανο και αν φαίνεται, είναι η αλήθεια».
Αλήθεια ήταν. Τρία γεγονότα που αποκλείεται να τα προκάλεσε βέβαια ο Χουσεΐν μόνο και μόνο για να ξεγελάσει εμένα, συνέβησαν σε τόπο και χρόνο που αυτός προέβλεψε. Προέβλεψε ή ξανάζησε;
Εκείνη τη χρονιά αποφάσισα να βρω τα ίχνη του. Όταν η οικογένεια ήταν στο χωριό το καλοκαίρι, προφασίστηκα βλάβη στο αυτοκίνητο που έπρεπε να επιδιορθωθεί στο συνεργείο. Έφυγα το πρωί από το χωριό και σε δύο ώρες έφτασα στο Πομακοχώρι. Ρώτησα για τους παλιούς μου φίλους και βρήκα μόνο τον Κεμίλ. Δώσαμε θερμή χειραψία, θυμηθήκαμε τα παλιά και μετά τον ρώτησα ευθέως για τον Χουσεΐν. Κανείς δεν ήξερε πού ήταν, το σπίτι στο χωριό το χάρισε και συνέχιζε τις αγαθοεργίες δίνοντας μέσω δικηγορικού γραφείου στην Αθήνα απίστευτα ποσά σε ανθρώπους όχι μόνο στο χωριό και στην Ξάνθη αλλά και παντού σε όποιον είχε ανάγκη, Χριστιανό ή Μουσουλμάνο. Ο Χουσεΐν είχε το πλεονέκτημα όχι απλά να προβλέπει αλλά να γνωρίζει τις οικονομικές συγκυρίες και να τις εκμεταλλεύεται. Ρώτησα τον Κεμίλ για το επώνυμό του, λεγόταν Kaya, ένα πολύ συνηθισμένο επώνυμο.
Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα, όταν πρωτοσυνδέθηκα στο Internet, έβαλα το ονοματεπώνυμό του στο Yahoo. Ήταν σαν να έψαχνα το ελληνικό όνομα Γιάννης Δημητριάδης ή Δημήτρης Παπαδόπουλος, τόσο συνηθισμένο στον μουσουλμανικό κόσμο των εκατοντάδων εκατομμυρίων είναι το Hussein Kaya.
Εκεί στις αρχές του αιώνα σκέφτηκα μήπως να έβγαζα λεφτά από την τελευταία καταγραφή: Twin 110901. Κάτι θα γινόταν στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 αλλά πού; Έψαξα παντού για τοπωνύμια Twin και βρήκα πάρα πολλά με αυτό για πρώτο συνθετικό. Αν η καταγραφή του Χουσεΐν ήταν πιο συγκεκριμένη θα μπορούσα να το πουλήσω κατάλληλα. Εγκατέλειψα την ιδέα και περίμενα την 11η Σεπτεμβρίου. Εκείνη την ημέρα, ήμουν ο μόνος πλην της Αλ Κάιντα που δεν εξεπλάγην. Το χαρτονάκι το κράτησα αν και δεν είχε άλλη καταγραφή, μόνο και μόνο για να ξέρω πως εκείνη η συζήτηση στο σπίτι του Χουσεΐν ήταν πραγματική, αν και μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως εγώ ο ίδιος τα έγραφα αυτά τα γεγονότα αφού γινόντουσαν και η ιστορία του Χουσεΐν ήταν κατασκευασμένη από ένα μυαλό που κάποια στιγμή, άγνωστο πώς, σάλεψε.
Πέρασαν τα χρόνια και το τρομερό μυστικό φώλιαζε μέσα μου δηλητηριάζοντας τη ζωή μου, μια ζωή που προσπάθησα να ζήσω όσο πιο φυσιολογικά μπορούσα.
Χθες όμως έλαβα ένα mail από αυτόν. Ναι, από τον Χουσεΐν. Κοιτούσα το κινητό ώρα πολλή και δεν πίστευα στα μάτια μου βλέποντας το όνομα Hussein Kaya για αποστολέα. Πάτησα στην οθόνη και το διάβασα.
Ήταν σύντομο και νάτο, εδώ, σε copy paste:
«Αγαπητέ μου δάσκαλε σε χαιρετώ, As-salāmu ʿalaykum.
Πέρασε καιρός από την τελευταία και μοναδική μας συνάντηση την οποία ομολογώ έκανα καιρό να την ξεπεράσω. Τα λόγια σου με πλήγωσαν βαθιά, μα έπειτα ακολούθησα την επιταγή του Προφήτη, τη συγχώρεση. Ελπίζω να έζησες καλά αυτά τα χρόνια, να ήσουν καλός, δίκαιος και σπλαχνικός άνθρωπος.
Ξέρεις, οι γιατροί μου δίνουν λίγες μέρες ζωής – εμείς οι δύο όμως ξέρουμε έτσι;
Αυτή τη φορά δε θα πεθάνω μόνος στη φτωχή μου κάμαρα στο χωριό. Δε θέλω όμως να πεθάνω και στη σουΐτα του Νοσοκομείου που βρίσκομαι τώρα. Αυτή τη φορά θα πεθάνω σε σπίτι αγαπημένο τριγυρισμένος από πρόσωπα αγαπημένα. Αυτή τη φορά δεν έχω παράπονο από τον Αλλάχ - δόξα στ’ όνομά Του – και δε θέλω δεύτερη ζωή. Μόνο που δεν ξέρω ποια από τις δύο ήταν η πραγματική. Ήταν αυτή που έζησα καλά και η άλλη ήταν μια δοκιμασία σταλμένη από τον Αλλάχ ή μήπως ήταν η πρώτη κι αυτή είναι ένα όνειρο που έζησα κι εσείς όλοι ζήσατε στο όνειρό μου;
Σύντομα θα μάθουμε.
Χαιρετώ, Μa'aasalaama,
Χουσεΐν»
Μέχρι τις 18 του μηνός, μένουν λίγες μέρες. Όπως έγραψε κι ο Χουσεΐν, σύντομα θα μάθουμε...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου