Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Μια βόμβα στα θεμέλια του Ομήρου

Το ηρωικό ιδεώδες, έτσι όπως εκφράζεται στον Όμηρο, αναφέρεται στον άνθρωπο που επιλέγει την σύντομη και ένδοξη ζωή, ενώ περιφρονεί την μακρά, ήσυχη και άδοξη ζωή. Αυτό το ιδεώδες, ενσαρκώνεται τέλεια στον Αχιλλέα, ήρωα-πρότυπο της εποχής. Πράγματι, η τιμή, το θάρρος, η ανδρεία, η γενναιότητα, η περιφρόνηση προς τον θάνατο, η υπόληψη, ο σεβασμός από εχθρούς και φίλους είναι οι υψηλές αρετές για τον άνδρα – πρότυπο, τον Αχιλλέα.
Όλα αυτά όμως, τα τινάζει στον αέρα ένα μικρό απόσπασμα από την Οδύσσεια. Πέντε μόλις στίχοι αρκούν για να αποδομήσουν ολόκληρο το Ομηρικό – ηρωικό ιδεώδες, πέντε στίχοι που μπροστά τους στέκουν αμήχανοι οι Ομηριστές.
Ο Οδυσσέας στη λ ραψωδία, την επονομαζόμενη «Νέκυια», κατεβαίνει στον Άδη για να ζητήσει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία προκειμένου να μάθει από πού πρέπει να περάσει για να γυρίσει στην Ιθάκη. Στον Άδη όμως οι νεκροί για να αναγνωρίσουν κάποιον και να του μιλήσουν, πρέπει να πιουν αίμα. Ο Οδυσσέας λοιπόν σφάζει αρνιά των οποίων το αίμα σχηματίζει μια μικρή λίμνη, οι νεκροί σκύβουν και το πίνουν κι έτσι μπορεί να συνομιλήσει μαζί τους. Η σκηνή αυτή είναι ανατριχιαστική, θυμίζοντας σημερινά θρίλερ – ή μήπως σωστότερα τα σημερινά θρίλερ θυμίζουν τη συγκεκριμένη σκηνή της Νέκυιας;
Ο Οδυσσέας λοιπόν συνομιλεί με τη μητέρα του, την Αλκμήνη, την Ιοκάστη, τη Φαίδρα, την Αριάδνη, τον Αγαμέμνονα, τον Μίνωα, τον Ηρακλή.
Η βόμβα όμως που γκρεμίζει από τα θεμέλια όλο το ηρωικό οικοδόμημα, βρίσκεται στη συνομιλία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα. Λέει λοιπόν ο πολυμήχανος στον Αχιλλέα:
«Μα σαν κι εσέ μακαριστός, ώ Αχιλλέα, δε βγήκε
στα περασμένα άλλος κανείς, μήτε θα βγη κατόπι·
γιατί σα θεό και ζωντανό οι Αργίτες σε τιμούσαν,
και τώρα μέγας και τρανός στους πεθαμένους είσαι·
για δαύτο πως απέθανες μη θλίβεσαι, Αχιλλέα». (Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
Και να τι του απαντά ο νεκρός Αχιλλέας:
«Περίλαμπρε Οδυσσέα,
το θάνατο μη μου ζητάς με λόγια να γλυκάνης.
Κάλλιο στη γης να βρίσκομουν, κι ας δούλευα σε ανθρώπου
μικρού, με δίχως βιός πολύ, παρά στον Άδη να είμαι,
και βασιλέας να λέγουμαι των πεθαμένων όλων».
Δούλος φτωχού ανθρώπου και ζωντανός, παρά βασιλιάς των πεθαμένων! Ποιος το λέει αυτό; Ο ένδοξος Αχιλλέας!
Και πώς αρχίζει; Λέγοντας «μη δη μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾿ Οδυσσεύ» δηλαδή «Δε μας παρατάς ρε Οδυσσέα που πας να χρυσώσεις το χάπι». Ο Αχιλλέας προτιμά να είναι «επάρουρος» επάνω στη γη δηλαδή, «ανδρὶ παρ᾿ ακλήρῳ» υποτακτικός πάμπτωχου ανθρώπου παρά «πάσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ανάσσειν», δηλαδή να βασιλεύει σε άψυχους.
Πώς τρύπωσαν αυτοί οι πέντε στίχοι στο Ομηρικό οικοδόμημα υπονομεύοντάς το;
Είναι μεταγενέστερη προσθήκη; Ποιος το έβαλε εκεί μέσα αν είναι έτσι;
Νομίζω πως η απάντηση βρίσκεται στην αγάπη των Ελλήνων για τη Ζωή, το Φως καθώς και την πεποίθησή τους για το αμετάκλητο του θανάτου. Δεν πίστευαν – δεν καταδέχονταν να πιστέψουν – σε μια μεταθανάτια ζωή. Αγαπούσαν τη ζωή αυτή και πάσχιζαν να την απαλύνουν με την Τέχνη, τον Έρωτα, τη Φιλοσοφία, τον Ορθό Λόγο.
Να γιατί ακόμα και ο «μακάρτατος» (καλότυχος) υπερήρωας Αχιλλέας επιθυμεί τη Ζωή και το Φως.
Κι εγώ τα επιθυμώ, ο ασήμαντος μπροστά στον Αχιλλέα – και δε ντρέπομαι καθόλου.
Εσείς;

Καλό Καλοκαίρι!