Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Σαμάνθα

Τις προάλλες πήγα στο μαγαζί του Παντούδη απέναντι από το εργατικό κέντρο για να πάρω κάτι για το μηχανάκι. Ο άνθρωπος με παρακάλεσε να περιμένω λίγο για να τελειώσει το τηλεφώνημά του.
Κοίταξα γύρω μου κι άρχισα να χαζεύω τα σκούτερ που ήταν αραδιασμένα στη σειρά, όταν συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν στον ίδιο χώρο που ήταν κάποτε η πρώτη ντίσκο της Καβάλας, η «Σαμάνθα».
Είχα να πατήσω το πόδι μου εκεί μέσα από το 1979. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το πόσο μικρός ήταν ο χώρος τον οποίο εγώ τον θυμόμουν τεράστιο. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως εκεί μέσα χωρούσαν η πίστα, τα καθίσματα, το μπαρ, οι καναπέδες.
Στάθηκα μπροστά στην κόκκινη κολώνα κι έκανα πως παρατηρούσα τα κράνη που ήταν από πίσω της. Μπροστά σ’ αυτή την κολώνα η οποία ήταν καλυμμένη με καθρέφτες έδινε το μοναδικό του σόου ο γνωστός σε όλη την Καβάλα, Πρόδρομος.
Ο Πρόδρομος χόρευε ντίσκο μπροστά στον καθρέφτη, μια ντίσκο όμως δικής του εμπνεύσεως και κατασκευής αφού σ’ αυτήν συγχώνευε στοιχεία χορού της κοιλιάς μαζί με μπόλιγουντ κι όλα αυτά δοσμένα με έναν μοναδικό τρόπο. Όταν χόρευε ο Πρόδρομος, όλοι ήμασταν γύρω του και χτυπούσαμε παλαμάκια.
Βλέπω στα δεξιά μου το μπαρ της ντίσκο και τους μεγάλους συνεχόμενους καναπέδες πιο πέρα. Στο ημίφως που λεκιάζεται από τα φωτορυθμικά διακρίνω νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να χορεύουν στην πίστα και να φωτοβολούν δροσιά, νιάτα, χαρά. Να, άναψε κι ο προβολέας στρόμπο. Τώρα οι χορευτές φαίνονται σαν να είναι σε αργή κίνηση και είναι ενθουσιασμένοι με το εφέ.
Ακούω την εκκωφαντική μουσική αλλά δεν με πειράζει καθόλου. Το Stayin' Alive είναι ύμνος και οι ύμνοι πρέπει να ακούγονται δυνατά. Ο μεγάλος χαμός όμως γίνεται όταν αρχίζει και ακούγεται το Rivers of Babylon. Όλοι σηκωνόμαστε στην πίστα και χορεύουμε με κέφι, αγνοώντας πως το τραγούδι που είναι εμπνευσμένο από τους Ψαλμούς 18 και 136 εκφράζει τους θρήνους των εξόριστων Εβραίων στη Βαβυλώνα. Μου αρέσει να χορεύω με τα τραγούδια των Boney M, των ABBA, των Bee Gees μα περισσότερο μου αρέσει ένα όχι και τόσο γνωστό κομμάτι, το Sandstorm των La Bionda. Τα αυτιά μου βουΐζουν από τον βομβαρδισμό του ρυθμού των τεσσάρων τετάρτων. Η δυνατή, ρυθμική μα και μελωδική συνάμα μουσική πνίγει τη φωνή διαμαρτυρίας που μου λέει μέσα στο κεφάλι μου πως αυτό το είδος διασκέδασης είναι εφεύρεση του καταραμένου καπιταλισμού για να αποχαυνώνει τους νέους και να τους απομακρύνει από το δρόμο του αγώνα. Πότε πήγε κιόλας εντεκάμισι; Το καταλαβαίνω επειδή ακούγεται τώρα το Play Bouzouki, που σηματοδοτεί την έναρξη του ελληνικού προγράμματος. Είναι αργά, ώρα να φύγουμε, στη ντίσκο θα μείνουν οι μεγάλοι, εικοσιπέντε με τριάντα χρονών.
Μυρίζω τη μυρωδιά του χώρου. Ένα ανακάτεμα κολώνιας, καπνού, αλκοόλ, αρωματικού χώρου και ιδρώτα – μια μυρωδιά που δεν την ξεχνάς ποτέ και είναι άρρηκτα δεμένη με τα ντίσκο τραγούδια και τους αστραφτερούς λεκέδες φωτός από τη ντισκόμπαλα.
Πίνω το σκληρό ποτό μου: «Κούβα», ένα φρουτώδες αλκοολούχο ποτό που με κάνει χάλια αλλά πρέπει να δείξω κι εγώ το αντριλίκι μου – και το αντριλίκι δεν ταιριάζει με σκέτη κόκα κόλα. Η γεύση αυτού του ποτού είναι κι αυτή συνυφασμένη γερά με το περιβάλλον της ντίσκο.
Την αγγίζω. Το φόρεμά της είναι λεπτό και το δέρμα από κάτω είναι ζεστό. Τα μαλλιά της μοσχοβολούν αλλά δεν τολμώ να πλησιάσω κι άλλο και να ρουφήξω τη μυρωδιά τους. Την κρατώ απαλά από τη μέση κι εκείνη έχει περασμένα τα χέρια της γύρω από το κεφάλι μου και είμαι εγώ στα δεκαεφτά και χορεύουμε το Id Live You To Want Me και δεν υπάρχει τίποτε άλλο και θέλω να τη σφίξω κι άλλο και είναι εκείνη στα δεκάξι και σκιρτώ όταν ο Lobo τραγουδά I felt the blood go to my feet και ο κόσμος όλος είναι δικός μου και χαίρομαι που υπάρχω και η Σαμάνθα όλη έχει εξαφανιστεί και νομίζω πως κι εκείνη σκιρτά και παρακαλώ να μη τελειώσει ποτέ το τραγούδι και

Ο Παντούδης μου ζητά συγγνώμη για την καθυστέρηση, εγώ του εξηγώ τι θέλω, το παίρνω, πληρώνω και φεύγω από το μαγαζί χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. 

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

H υπέρτατη σοφία

Χθες συνοδεύσαμε ένα αγαπητό μας πρόσωπο στην τελευταία του κατοικία. Στην εξόδιο ακολουθία μέσα στην εκκλησία, ακούστηκαν οι συγκλονιστικοί στίχοι του Ιωάννη Δαμασκηνού που κατά την ταπεινή μου γνώμη αποτελούν όχι μόνο αριστουργηματικό κομμάτι της Εκκλησιαστικής μας γραμματείας αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

…Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον, οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα ἐπελθῶν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…

…Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ των προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι τῶν ἱκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά…

…καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστὰ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον: Ἄρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος ἢ πένης, ἢ δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;…


Σε αυτούς τους στίχους τους οποίους προσπάθησα να τους σχολιάσω μα δεν τα κατάφερα – τόσο δυνατοί, κρυστάλλινοι και συγκλονιστικοί που είναι δεν τολμάς να τους αγγίξεις - τονίζεται η ματαιότητα των εγκοσμίων και η ασημαντότητα του ανθρώπου μπροστά στην κοινή μας μοίρα, τον θάνατο. Όποιος έχει συμφιλιωθεί μ’ αυτόν, «το φοβερότατον μυστήριον» έχει κατακτήσει την υπέρτατη σοφία.