Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Μια όμορφη ημέρα



Τη θυμάμαι αυτή την ημέρα. Το καλοκαίρι του 1967 ήρθε ο θείος Τάκης με τη θεία Μάλαμα από τη Γερμανία. Η μάνα μου, μου είπε πως θα πηγαίναμε όλο σχεδόν το σόι για μπάνιο στο Παλιό και το μεσημέρι θα τρώγαμε στο εξοχικό κέντρο, στις «Γλάστρες». Λιμπισιάρης εγώ από τότε, δεν έβλεπα την ώρα που θα καθόμουνα να φάω στο «κέντρο» που, προφανώς, θα ήταν και γεμάτο γλάστρες.
Ο θείος ο Τάκης γέμισε το θηριώδες Opel Record με το μισό σόι ενώ εμένα και τις δυο ξαδέρφες μου, μας έβαλε στον μεγέθους μικρής σπηλιάς χώρο αποσκευών. Θυμάμαι τα γέλια της θείας Μάλαμας όταν μας στρίμωχνε εκεί μέσα. Η θεία η Μάλαμα που τα έβρισκε όλα αστεία, που έλεγε συνεχώς σόκιν ανέκδοτα, που ήταν η ψυχή της παρέας, που δεν έπαιρνε τη ζωή στα σοβαρά αφού έχασε τη μικρή της τη Μαρικούλα από καρδιά σε ηλικία επτά ετών.
Θυμάμαι το ναυτικό μου το καπέλο που το φορούσα συνεχώς αφού έπρεπε να γνωρίζουν όλοι πως ήμουν καραβοκύρης του πλοίου που υπήρχε μόνο στο μυαλό μου αλλά μια μέρα θα γινόμουν αληθινός καπετάνιος. Προς το παρόν, μου αρκούσαν οι βουτιές και τα παιχνίδια με τις μαύρες σαμπρέλες φορτηγών. Θυμάμαι ακόμη, πως έπαιρνα φόρα και πηδούσα από το τοιχάκι που χώριζε τις «Γλάστρες» από την αμμουδιά.
Ο θείος ο Τάκης με έκανε γούστο και με πείραζε συνεχώς γυρνώντας το ναυτικό μου καπέλο ανάποδα. Ο θείος ο Τάκης, που λίγα χρόνια αργότερα δεν άκουσε το ξυπνητήρι που μάταια χτυπούσε για τη δουλειά ούτε και τις φωνές της θείας Μάλαμας που ξύπνησε βρίσκοντας δίπλα της τον άνδρα της νεκρό από καρδιά.
Τότε βέβαια δεν τα ήξερα όλα αυτά αλλά ήμουν χαρούμενος που τον ερχόμενο χειμώνα δεν θα αρρώσταινα από το λαιμό μου, αφού εκείνη την ημέρα ήπια κατά λάθος άφθονο θαλασσινό νερό – γκαζόζα το λέγαμε – και το οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα της μάνας μου θα προστάτευε τον ευαίσθητο λαιμό μου χάρη στο ιώδιο που περιείχε. Το θαλασσινό νερό του Παλιού όμως φαίνεται πως περιείχε ιώδιο κακής ποιότητας αφού λίγα χρόνια αργότερα έβγαλα επειγόντως τις αμυγδαλές μου οι οποίες μολυσμένες, απειλούσαν τα νεφρά και την καρδιά μου.
Μετά το μπάνιο δεν πλενόμουνα για «να ψηθεί το πετσί μου στο αλάτι» σύμφωνα με τη γιαγιά μου. Υπέφερα τη φαγούρα και το τσίτωμα που ένιωθα στο δέρμα επειδή μια μέρα το πετσί μου θα γινόταν ανθεκτικό. Δεν έγινε.

Ύστερα ήρθε ένας φωτογράφος και έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Πίσω από την αφεντιά μου, ο πατέρας μου. Εγώ, με το ναυτικό μου καπέλο, κοιτάζω αλλού – κάπου ταξιδεύω, ως συνήθως…