Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Παραγουάη


Από όλες τις χώρες διάλεξε την Παραγουάη χωρίς να γνωρίζει το γιατί. Ήταν το παράξενο όνομα; Η απόσταση; Το ότι δεν την είχε ξανακούσει; Δε γνώριζε το γιατί. Μάλλον τη διάλεξε επειδή ήταν μικρή, ταπεινή, φτωχή χώρα. Από τότε την είχε την πετριά να τον ενδιαφέρουν τα πράγματα, οι καταστάσεις, τα πρόσωπα που βρίσκονται στη σκιά, στο παρασκήνιο. 
Η σημαία της Παραγουάης ήταν κι αυτή μεταλλική όπως και των άλλων κρατών. Σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως επικίνδυνες και δε θα κυκλοφορούσαν αλλά τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, δεν υπήρχαν τέτοιες ευαισθησίες – ή υστερίες.
Μάζευε λοιπόν τις μικρές μεταλλικές ταμπελίτσες και αναρωτιόταν πώς να είναι από κοντά αυτές οι χώρες, πού να βρίσκονται στο χάρτη, τι θα μπορούσε να μάθει περισσότερα. Γιατί είχε (και αυτή) την πετριά. Τους χάρτες και τα ταξίδια (επί χάρτου).
Στο σχολείο τους χάζευε τους χάρτες και στην ώρα του μαθήματος. Κυλούσε το βλέμμα του επάνω τους και σεργιάνιζε νοερά σ’ όλο τον κόσμο – και στην Παραγουάη. Ο χάρτης που ερέθιζε περισσότερο τη φαντασία του όμως, ήταν αυτός που απεικόνιζε τους γεωγραφικούς όρους. Δεν επρόκειτο για πραγματικό χάρτη αλλά για μια ζωγραφιά ενός τοπίου που εμπεριείχε ποταμούς, λίμνες, δάση, κόλπους, πορθμούς κλπ. Έβλεπε το τοπίο και το ζωντάνευε με τη φαντασία του τοποθετώντας μέσα του αγρότες, ταξιδιώτες, πολεμιστές, εμπόρους…
Το καλύτερό του ήταν όταν τους έβαζε ο δάσκαλος να ζωγραφίσουν στο σπίτι κάποιον χάρτη. Έξυνε την ξυλομπογιά, άπλωνε τα χρωματιστά ρινίσματα σε ένα κομμάτι βαμβάκι και το έτριβε απαλά επάνω στο χαρτί πετυχαίνοντας έτσι ένα γλυκό και ομοιόμορφο βάψιμο των επιφανειών. Φυσικά, ιδιαίτερη φροντίδα έδωσε στην απόδοση των χρωμάτων και των συμβόλων της Παραγουάης όταν ζωγράφισε το χάρτη της Ν. Αμερικής. 
Στην Τετάρτη Δημοτικού ο δάσκαλος ανέθεσε μια ομαδική εργασία και μαζευτήκανε πεντέξι στο σπίτι ενός συμμαθητή τους. Αυτός λοιπόν είχε δικό του δωμάτιο, πράγμα σπανιότατο για την εποχή, αλλά αυτό που του έκανε εντύπωση και που ζήλεψε πάρα πολύ ήταν ο χάρτης που ήταν κρεμασμένος σε έναν τοίχο. Ένας χάρτης που ήταν ολόιδιος με αυτόν που είχανε στην τάξη. Προσπάθησε να πείσει τους γονείς του να του αγοράσουν έναν ίδιο αλλά καθώς δεν είχε δικό του δωμάτιο, η μητέρα του δεν ήθελε να τον κρεμάσει στο καθιστικό.
Άρχισαν να του παίρνουν όμως την εγκυκλοπαίδεια Δομή σε τεύχη, από το περίπτερο. Επιτέλους, θα ταξίδευε σ’ όλο τον κόσμο με τους λεπτομερείς χάρτες της εγκυκλοπαίδειας, ξέχωρα που θα μάθαινε κι ένα σωρό πληροφορίες για τις χώρες που τον ενδιέφεραν: Ανδόρρα, Λίχτενστάιν, Μπουτάν, Άγιος Μαρίνος, Παραγουάη. Τα χρόνια που ακολούθησαν διάβασε όλη την εγκυκλοπαίδεια, τεύχος – τεύχος, τόμο – τόμο. Πρέπει να είναι ένας από τους ελάχιστους που διάβασαν ολόκληρη τη Δομή – ίσως αυτός και ο πιτσιρικάς της διαφήμισης «Μα ποιος είσαι, η Δομή είσαι;»
Τότε κυκλοφορούσε και μια γκοφρέτα της «ΜΕΛΟ» που περιείχε αυτοκόλλητα χαρτάκια με εθνικές ενδυμασίες και σημαίες των κρατών. Αν συμπλήρωνες το άλμπουμ, κέρδιζες ένα ποδήλατο ή μια μπάλα. Φυσικά, αγόραζε μετά μανίας τις γκοφρέτες για να συμπληρώσει το άλμπουμ που, όμως, έμεινε για πάντα λειψό αφού κάποια χαρτάκια η εταιρία φρόντισε να τα βγάλει σε πολύ μικρή ποσότητα.
Ποτέ δεν έχασε το ενδιαφέρον του για τους χάρτες. Μέσα στο αυτοκίνητο είχε ένα χάρτη της Ελλάδας αλλά κι έναν της Ευρώπης ενώ πάντα ήταν ενημερωμένη και φορτισμένη η συσκευή GPS – για κάθε ενδεχόμενο.
Όταν έμαθε πως υπάρχει ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή που σου δείχνει όλη την υδρόγειο με διαδραστικούς χάρτες, δορυφορικές φωτογραφίες, βίντεο και πληροφορίες, έσπευσε να αγοράσει έναν. Με πολύ κόπο κι αφού τον βοήθησε ένα γειτονάκι του φοιτητής, έμαθε να χειρίζεται τον υπολογιστή. Όλες τις ελεύθερες ώρες του (και είχε πάρα πολλές καθώς δεν έτυχε να κάνει οικογένεια) τις περνούσε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή ταξιδεύοντας είτε βλέποντας εικόνες και διαβάζοντας άρθρα είτε στο Google Earth. Όταν μάλιστα ανακάλυψε και το Street View, ο καναπές του έγινε μαγικό ιπτάμενο χαλί που πάνω του θα περιδιάβαινε όλη την υφήλιο – εκτός από την Παραγουάη. Το αυτοκίνητο της Google δεν πέρασε από αυτήν τη χώρα ενώ είχε φωτογραφίσει όλη τη Ν. Αμερική πλην του δάσους του Αμαζονίου.
Δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει την άχαρη και πληκτική του δουλειά στο Δήμο της μικρής επαρχιακής πόλης όπου ζούσε για να πάει στο σπίτι του και να βυθιστεί στο Street View. Ένιωθε σα να κρατούσε όλη τη Γη στα χέρια του γλιστρώντας ανάμεσα στους δρόμους του κόσμου, κρυφοκοιτώντας τις αγορές, τις πλατείες, τα σπίτια, χωρίς να τον βλέπει κανείς.
Με τον καιρό η συνήθεια έγινε εμμονή και η εμμονή μονομανία. Οι έτσι κι αλλιώς λιγοστές έξοδοι έγιναν σπανιότερες και με τον καιρό έβγαινε έξω μόνο για να ψωνίσει τα απαραίτητα.
Κάθε μέρα εξερευνούσε και μια γειτονιά του κόσμου. Κάθε μέρα και μια γειτονιά, κάθε εβδομάδα και μια πόλη, κάθε μήνα και μια χώρα. Και η Παραγουάη εκεί, μια άσπρη τρύπα στο Google Maps με το καταραμένο αυτοκίνητο της Google να μην καταδέχεται να τη φωτογραφίσει.
Αυτό τον έτρωγε. Η Παραγουάη. Πώς να πάει που ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου και χρειαζόταν ένα σωρό λεφτά, λεφτά που δεν του περίσσευαν. Δε θα πήγαινε, τι να γίνει; Η Παραγουάη θα έμενε εκεί, μακριά, απρόσιτη και ανεξερεύνητη γι’ αυτόν, ένα όνειρο ζωής απραγματοποίητο για πάντα.
Χάζευε τη θέα από τον όγδοο όροφο του ξενοδοχείου στην Ασουνσιόν και δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως βρισκόταν στην Παραγουάη. Έξι ημέρες πριν, άδειασε τον πενιχρό του λογαριασμό στην τράπεζα και μετά από τρεις ημέρες ταξίδι, έφτασε στην πρωτεύουσα αυτής της παράξενης, περίκλειστης χώρας. 
Ήταν κουρασμένος και ζαλισμένος από το Jet lag, μα η έξαψη που ένιωθε δεν τον άφηνε να χαλαρώσει. Πήρε το πορτοφόλι και το εξελιγμένο κινητό του με το ενσωματωμένο GPS και βγήκε έξω στην υγρή και θερμή νύχτα. Ήθελε να περπατήσει, να γίνει ένα με την πόλη. 
Προχώρησε βόρεια, πέρασε τη Plaza de la Liberta και κατευθύνθηκε προς τον ποταμό Παραγουάη – το ίδιο και τα δύο πρεζόνια που τον ακολουθούσαν. Όταν έφτασε στην όχθη του ποταμού, τον πλεύρισαν και του ζήτησαν το κινητό και όσα χρήματα είχε πάνω του. Πανικόβλητος, έκανε να τρέξει αλλά το στιλέτο του έκοψε τη φόρα.
Πήραν το κινητό του, έψαξαν το πορτοφόλι του και πήραν από μέσα τα λίγα μετρητά και την κάρτα Visa. Μέσα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του βρήκαν μια έγχρωμη ζωγραφιά με κάτι ανθρώπους που κρατούσαν σημαίες διαφόρων χωρών. Μια απ’ αυτές ήταν και της Παραγουάης. Ο μεγαλύτερος από τους δυο πήρε τη ζωγραφιά και την έχωσε στην τσέπη του. Θα την έδινε στον μικρό του αδελφό, στη φαβέλα. 
Πέταξαν το πτώμα στο ποτάμι και τους αγκάλιασε η νύχτα.