Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Η προσφορά


Από μικρός ήταν ευλογημένος από τη Μεγάλη Θεά. Έφτιαχνε όμορφα πράγματα από πέτρα και πηλό που τα μοιραζόταν με τους ανθρώπους του οικισμού. Κάθε φορά που μια Μητέρα θα έφερνε έναν ακόμα άνθρωπο στη ζωή, έφτιαχνε από πηλό το ομοίωμά της και της το χάριζε για να βοηθηθεί στη γέννα. 
Η Σεβάσμια Μητέρα του οικισμού τον καθοδηγούσε, τον ενθάρρυνε και τον παίνευε σε κάθε ευκαιρία. Τα έργα του τα θαύμαζαν όλοι καθώς αυτά τιμούσαν τη Μεγάλη Θεά που τους προστάτευε. 
Ο οικισμός ήταν αραιοκατοικημένος στην κορυφή του λόφου και αποτελούνταν από μικρά σπιτάκια κατασκευασμένα από πέτρες και πλιθιά κι έχοντας δάπεδα από πατημένο πηλό. Καλλιεργούσαν τη γη εξασφαλίζοντας τα απαραίτητα κι έβοσκαν τα ζώα τους στους γύρω χαμηλούς λόφους. Η Μεγάλη Θεά φρόντιζε να κρατάει σταθερούς τους κύκλους της γονιμότητάς της και να τους χαρίζει τα αγαθά της: σιτάρι, μπιζέλια, φακές, σύκα, βελανίδια. Ο ίδιος καλλιεργούσε το μικρό μέρος γης που του αναλογούσε ενώ τα δυο του πρόβατα, έδιναν πολλά και ζητούσαν λίγα. Όταν τελείωνε τις δουλειές του, έφτιαχνε τα μικρά του πήλινα τεχνουργήματα για τα οποία όλος ο οικισμός τον θαύμαζε και τον σεβόταν. Ήταν ευχαριστημένος, δε ζητούσε τίποτε περισσότερο από τη ζωή του.
Σήμερα όμως δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Το κεφάλι του πονούσε, ο λαιμός του ήταν πρησμένος και το πυρωμένο σώμα του συγκλονιζόταν από ρίγη. Η Μητέρα που τον φρόντιζε, έβρεχε με ένα μουσκεμένο κομμάτι δέρμα το κορμί του και του έδινε να πιει βρασμένα φύλλα ιτιάς. 
Όταν η Μητέρα έφυγε, σηκώθηκε με κόπο και αργά βγήκε έξω στον φρέσκο αέρα. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο και εισέπνευσε βαθιά. Ένας οξύς βήχας του κομμάτιασε τα σωθικά, το κεφάλι του σκίστηκε από τον πόνο, τα μάτια του θόλωσαν και ο κόσμος γύρω του εξερράγη σε ένα εκτυφλωτικό κόκκινο φως. Όταν συνήλθε λίγο αργότερα, διαπίστωσε έκπληκτος και τρομοκρατημένος πως το τοπίο γύρω του αν και ήταν το ίδιο, έμοιαζε διαφορετικό. Ο αέρας μύριζε αλλιώς, τα δέντρα ήταν χαμηλότερα, ο λόφος πολύ ψηλότερος ενώ ολόκληρος ο οικισμός είχε εξαφανιστεί και στη θέση του υπήρχαν μόνο πέτρες αραδιασμένες σε χαμηλούς σωρούς.
Αυτό ήταν, σκέφτηκε. Το σώμα του δεν άντεξε την πυρκαγιά που το κατέτρωγε και κατέφυγε νικημένο στην αγκαλιά της Μεγάλης Θεάς. Μούσκεμα στον ιδρώτα, σκούπισε με τις παλάμες του τα μάτια του και διέκρινε μέσα στη θολούρα δυο φιγούρες να περπατούν στο πέτρινο μονοπάτι. Ήταν ένας άνδρας με μια Μητέρα και μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Ο άνδρας φορούσε ένα πανωφόρι με περίεργα σχήματα που δεν τα είχε ξαναδεί ενώ τα πόδια αλλά και οι πατούσες του ήταν καλυμμένα. Το ίδιο καλυμμένη ήταν και η Μητέρα ενώ στην πλάτη της είχε έναν σάκο. Ήταν ακριβώς μπροστά του και οι δύο αλλά δεν τον έβλεπαν – σαν να μην ήταν εκεί. Τους έβλεπε σαν υπνωτισμένος μέσα από το πέπλο του πυρετού που τον έκαιγε. Τριγύριζαν γύρω του μιλώντας σε μια άγνωστη γλώσσα και πού και πού έδειχναν ολόγυρα.
Ο άνδρας κάτι είπε και απομακρύνθηκε ενώ η Μητέρα κοντοστάθηκε στα χαλάσματα λίγα μόλις βήματα μακριά του. Στο χέρι της κρατούσε μια μακρόστενη λεπτή πέτρα που στη γυαλιστερή της επιφάνεια απεικόνιζε το μέρος στο οποίο ήταν στραμμένη κάθε φορά. Η Μητέρα απομακρύνθηκε ενώ ο άνδρας πλησίασε. Χαμογελούσε και σήκωνε τα χέρια του ενώ η Μητέρα τον κοίταζε μέσα από την πέτρα. Μόλις την ακουμπούσε με το δάχτυλό της, η πέτρα έβγαζε έναν μικρό ήχο και αιχμαλώτιζε τον άνδρα μέσα της.
Πολύ εξουθενωμένος ακόμα και για να φοβηθεί, παρακολουθούσε σχεδόν αδιάφορα το απόκοσμο θέαμα. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και μόλις που διέκρινε ένα τεράστιο πουλί να πετά πολύ ψηλά με τα φτερά του όμως ακίνητα, αφήνοντας άσπρες γραμμές πίσω του.
Προσευχήθηκε στη Μεγάλη Θεά να τον πάρει γρήγορα κοντά της κι έτσι να λυτρωθεί από τα αλλόκοτα που ήταν αναγκασμένος να βλέπει. Εκείνη τον λυπήθηκε και τον σκέπασε τρυφερά με ένα μαύρο πέπλο.
Όταν συνήλθε, η Μητέρα που τον φρόντιζε του σφούγγιζε το μέτωπο με το βρεγμένο δέρμα. Ένιωθε πολύ εξαντλημένος μα το σώμα του ήταν τώρα δροσερό. Δίπλα του ήταν η Σεβάσμια Μητέρα, με το ένα της χέρι ακουμπισμένη στο ραβδί της και το άλλο της να ακουμπά τρυφερά στο στήθος του. Εκείνος το πήρε τρυφερά και με τα δυο του χέρια και το φίλησε. 
Ξέπνοα της αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όσα είχε δει κι εκείνη του είπε παρηγορητικά πως μερικές φορές όταν το σώμα πυρώνει, φεύγει και ταξιδεύει σε άλλους κόσμους, άλλοτε καλύτερους, άλλοτε χειρότερους. Τώρα που η φωτιά του έσβησε, είναι πάλι μαζί τους, στον κόσμο που ζούσε και αγαπούσε.
Ανακουφισμένος από τα λόγια της Σεβάσμιας, ήπιε μια γουλιά βρασμένο ζωμό από την πήλινη κούπα. Αισθανόταν πολύ καλύτερα και τα λόγια της Σεβάσμιας τον καθησύχασαν. Ήδη, το όνειρο άρχισε να ξεθωριάζει και μετά βίας θυμόταν τις μορφές που είχε δει. Όταν θα γινόταν καλά, θα έφτιαχνε από πηλό τη φιγούρα του άνδρα με τα παράξενα σχέδια στο στήθος του – κι ας μη τα θυμόταν – και θα τη χάριζε σ' Εκείνη. Ήσυχος πια, έγειρε το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.

Η Σεβάσμια Μητέρα καθόταν στην πέτρα και αγνάντευε σκεφτική τον κόλπο που χιλιάδες χρόνια αργότερα θα ονομαζόταν Παγασητικός. Τα όσα θαυμαστά και φοβερά άκουσε πριν από λίγο την είχαν ταράξει. Ψυχανεμιζόταν πως όλα αυτά σήμαιναν το τέλος της υπεροχής των Μητέρων και την αρχή της κυριαρχίας των ανδρών που θα έφερνε πολλές συμφορές. Μέχρι τότε όμως, θα περνούσαν πολλές συγκομιδές και γονιμότητες. Τώρα ας απολαύσουν οι άνθρωποί της τη γαλήνη και την ευτυχία της κοινής τους ζωής. 
Στηριγμένη στο ραβδί της, περπάτησε αργά προς τον οικισμό...






Η Σεβάσμια Μητ
έρα
καθόταν στην πέτρα και αγνάντευε σκεφτική τον κόλπο που
χιλιάδες χρόνια αργότερα θα ονομαζόταν Παγασητικός. Τα όσα θαυμαστά και
φοβερά άκουσε πριν από λίγο την είχαν ταράξει. Ψυχανεμιζόταν πως όλα αυτά
σήμαιναν το τέλος της
υπεροχή
ς των Μητέρων και την
κυριαρχία των ανδρών που
έφερνε πολλές συμφορές. Μέχρι τότε όμως, θα περνούσαν πολλές συγκομιδές και
γονιμότητες. Ας απολαύσουν τώρα οι άνθρωποί της τη γαλήνη και την ευτυχία
της

κοινής τους ζωής. Στηριγμένη στο ραβδί της περπάτησε αργά προς τον οικισμό.
Η Σεβάσμια Μητ
έρα
καθόταν στην πέτρα και αγνάντευε σκεφτική τον κόλπο που
χιλιάδες χρόνια αργότερα θα ονομαζόταν Παγασητικός. Τα όσα θαυμαστά και
φοβερά άκουσε πριν από λίγο την είχαν ταράξει. Ψυχανεμιζόταν πως όλα αυτά
σήμαιναν το τέλος της
υπεροχή
ς των Μητέρων και την
κυριαρχία των ανδρών που
έφερνε πολλές συμφορές. Μέχρι τότε όμως, θα περνούσαν πολλές συγκομιδές και
γονιμότητες. Ας απολαύσουν τώρα οι άνθρωποί της τη γαλήνη και την ευτυχία
της
κοινής τους ζωής. Στηριγμένη στο ραβδί της περπάτησε αργά προς τον οικισμό.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Γενέθλια



Γεννήθηκα στις 07:10 το πρωί – αυτή την ώρα ξυπνάω τις καθημερινές. Με δεδομένο πως το προσδόκιμο ζωής είναι τα 81,5 χρόνια, πες 80, θα πεθάνω στις 00:10, την ώρα που συνήθως πέφτω στο κρεβάτι. Συμπυκνώνοντας λοιπόν τη ζωή μου σε μία ημέρα, πήγα στο σχολείο στις 8:30, ενώ κοντά στο μεσημέρι στις 11:00 περίπου, τέλειωσα και το Λύκειο. Μισή ώρα δηλαδή 22 ατελείωτους μήνες αργότερα, απολύθηκα από τον Στρατό ενώ στις 13:30 είχα κιόλας δύο παιδιά.
Από αυτή την ώρα και μέχρι το απόγευμα ήταν η δημιουργικότερη περίοδος σε όλους τους τομείς. Τι ειρωνεία όμως, αφού αυτές τις μεσημεριανές ώρες παίρνω τη σιέστα μου, την οποία την παραβιάζω μόνο για πάρα πολύ σοβαρούς λόγους!
Είμαι 56 χρόνων και η ώρα πήγε 19:10. Είναι η ώρα του Skype με τα κορίτσια, της ετοιμασίας των μαθημάτων για την επόμενη μέρα, σε λίγο θα αρχίσουν και οι ειδήσεις.
Τον χειμώνα τέτοια ώρα έχει βραδιάσει – λίγα πράγματα μπορεί να κάνει κανείς. Το καλοκαίρι πάλι, αυτή η ώρα είναι όμορφη, με το λιοπύρι να καταλαγιάζει και το σπίτι να μη σε χωράει.
Έμειναν λοιπόν πέντε ώρες, αν όλα πάνε καλά. Ένα καφές στο μπαλκόνι, μια βόλτα στην παραλία με τη Νίτσα, μια μπυρίτσα ίσως με κανα μεζεδάκι παρέα με φίλους, μου αρκούν μέχρι να πάω για ύπνο...
Στη φωτο, εγώ γύρω στις 7:30 το πρωί. Περίπου ένα λεπτό αργότερα, η ΕΡΕ θα χάσει τις εκλογές από την Ένωση Κέντρου και ο Κέννεντυ θα δολοφονηθεί στο Ντάλας.