Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Η καλύβα στο βουνό

Τέτοιες μέρες με έπαιρνε η μάνα μου και πηγαίναμε στο κέντρο της Αθήνας στα μεγάλα πολυκαταστήματα όπως στο Δραγώνα, στον Κάπα Μαρούση, στο Ατενέ, στον Κατράντζο, στο Μινιόν. Χάζευα με το στόμα ανοιχτό τις κατάφωτες βιτρίνες και τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Εκείνο που μου έκανε όμως ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ένας πίνακας στο ισόγειο του Μινιόν με πολλές ταμπελίτσες οι οποίες είχαν δίπλα τους από ένα κουμπί. Στην κάθε ταμπελίτσα ήταν γραμμένη και μια κατηγορία προϊόντος όπως "Παιδική Ένδυσις", "Ανδρική Υπόδυσις" κλπ. Όταν πατούσες το κουμπί, άναβε ένα μικρό πινακάκι με τον αριθμό του ορόφου που βρισκόταν το αντίστοιχο προϊόν. Σήμερα μια τέτοια κατασκευή θα έμοιαζε πρωτόγονη, στα μάτια μου όμως φαινόταν σαν το κόκπιτ του διαστημοπλοίου της σειράς "Χαμένοι στο Διάστημα". Πατούσα τα κουμπιά τάχα από ενδιαφέρον για να κατατοπιστώ σχετικά με τη χωροταξία του καταστήματος και σταματούσα το δικό μου ταξίδι στο Διάστημα μετά από την κατσάδα της μάνας μου που φοβόταν πως θα χαλάσω τα κουμπιά.
Το ισόγειο όμως είχε και κάτι άλλο, τόσο εκπληκτικό που το θυμάμαι με ενάργεια μέχρι τώρα κι ας πέρασαν πάνω από 45 χρόνια: Ένα διόραμα με τρία τρένα. 
Το διόραμα εκτός από τα κλασικά με τα τρένα, τα τούνελ, τις γέφυρες και τους σταθμούς είχε κι ένα ολόκληρο χωριό με τα σπιτάκια του, την εκκλησία του, το σχολείο, τα μαγαζάκια του και στα μάτια μου ήταν ένας ολόκληρος κόσμος κι ας ήταν το πολύ 5-6 τετραγωνικά μέτρα. Μια ατμομηχανή, ένα ντίζελ κι ένα ηλεκτροκίνητο τρένο διέτρεχαν το διόραμα ενώ ανεβοκατέβαιναν οι μπάρες στις ισόπεδες διαβάσεις. 
Εκείνο που μου μαγνήτιζε το βλέμμα όμως, ήταν μια καλύβα επάνω στο βουνό με μια αυλίτσα περιφραγμένη με πασσάλους κι ένα δέντρο δίπλα της. Εκεί έμενα εγώ. Να, εκεί είμαι, κάτω από το δέντρο και ατενίζω την κοιλάδα με τα τρένα. Βλέπω και τους ταξιδιώτες στο σταθμό – άλλοι χαρούμενοι, άλλοι λυπημένοι, όλοι με μια βαλίτσα στο χέρι. Ποιος ξέρει πού πάνε άραγε, γιατί φεύγουν από αυτό το παραδεισένιο μέρος. Εγώ δεν πρόκειται να πάω πουθενά, θα μείνω εδώ στη μικρή μου καλύβα να χαζεύω την κοιλάδα από κάτω μου.
Η μάνα μου όμως αδιάφορη για το μαγευτικό θέαμα που ξετυλιγόταν μπροστά της, με τραβούσε απ' το μανίκι κι εγώ επανερχόμουν οδυνηρά στο σκληρό, πραγματικό κόσμο.
Ο παράδεισος των υπόλοιπων παιδιών βρισκόταν στον τέταρτο όροφο του Μινιόν. Ολόκληρος ο όροφος είχε παιχνίδια κάθε λογής. Επιτραπέζια, συναρμολογούμενα, ηλεκτροκίνητα με μπαταρίες, τηλεκατευθυνόμενα. Αυτά τα τελευταία, είχαν και το μεγαλύτερο σουξέ στην πιτσιρικάδα της εποχής αν και η τηλεκατεύθυνση ήταν ενσύρματη. Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοια παιχνίδια, εκείνη την εποχή όμως ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Περιέργως, εμένα δε μου άρεσαν τα τηλεκατευθυνόμενα και προτιμούσα τα στατικά παιχνίδια. Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα (του '70; του'71;) μου πήραν για δώρο ένα συναρμολογούμενο Spitfire. Θυμάμαι ακόμη, πως δε συναρμολόγησα τον έλικα επίτηδες για να μη φαίνεται ακίνητο. Με αυτό το αεροπλάνο γύρισα όλο τον κόσμο και κατατρόπωσα τη φοβερή και τρομερή Luftwaffe.
Λίγα μόλις χρόνια αργότερα, στις χριστουγεννιάτικες αλητοβόλτες που κάναμε στο κέντρο της Αθήνας με τον Αποστόλη, το διόραμα ήταν ακόμη εκεί. Εγώ όμως δεν του έριξα δεύτερη ματιά – άλλα με ενδιέφεραν στα 15 μου χρόνια.
Νομίζω όμως πως ένα κομμάτι του εαυτού μου έχει ξεμείνει στην καλύβα και χαζεύει κάτω στην κοιλάδα του διοράματος τους ταξιδιώτες που, παραμονές Χριστουγέννων, περιμένουν το τρένο με τη βαλίτσα στο χέρι.
Καλό τους ταξίδι, καλά Χριστούγεννα σε όλους…

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Tαξίδι ενηλικίωσης

Ο πατέρας στη δεκαετία του ’60 δούλευε στο Μύλο. Οι μύλοι «Γεωργή Νικολετόπουλου» πτώχευσαν στα τέλη της δεκαετίας κι έτσι στα μέσα του 1970 όλη η οικογένεια φύγαμε για την Αθήνα. Πρώτος έφυγε ο πατέρας και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ακολούθησε η υπόλοιπη οικογένεια. Θυμάμαι ακόμη το ταξίδι με το πανάρχαιο πράσινο λεωφορείο, ένα ταξίδι – Οδύσσεια που θα πρέπει να κράτησε περίπου 15 ώρες, περνώντας από την παλιά Εθνική οδό μέσω Λειβαδιάς. Μέναμε στα Μελίσσια, αφού εκεί έμενε και ο ξάδερφος του πατέρα που τον πήρε στην Αθήνα. Θυμάμαι την περιοχή καταπράσινη, σχεδόν ερημική. Πολλά χρόνια αργότερα, τα Μελίσσια έγιναν μια από τις ακριβότερες περιοχές με κατοίκους τους ισχυρούς του χρήματος και της εξουσίας. Στα Μελίσσια μείναμε μόνο εκείνο το καλοκαίρι, αφού ήταν πολύ μακριά και ο οικοδόμος πατέρας μου είχε πρόβλημα στη μετακίνηση. Έτσι, κατά τον Σεπτέμβρη, μετακομίσαμε στην Άνω Ηλιούπολη, στους πρόποδες του Υμηττού.
Την πρώτη ημέρα στο σχολείο, στην Τετάρτη Δημοτικού, πήρα τα πρώτα σοκ. Άγνωστο περιβάλλον, πάρα πολλά παιδιά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά άλλαξα δυο-τρεις φορές τμήμα με αποτέλεσμα να πηγαίνω σκασμένος στο κλάμα στο σπίτι επειδή άλλα τετράδια ζητούσε ο ένας δάσκαλος και άλλα ο άλλος. Καταστάλαξα επιτέλους στο ένα τμήμα κι εκεί άρχισε το δεύτερο σοκ. Οι συμμαθητές μου κορόιδευαν την προφορά μου. Στενοχωριόμουν πάρα πολύ σε σημείο που να προσπαθώ να την αποβάλω συνειδητά και να μιμηθώ τη δική τους. Γενικά, το θέμα το αντιμετώπισα μόνος μου. Βλέπετε, εκείνη την εποχή δεν πήγαιναν οι γονείς με το παραμικρό στο σχολείο παραπονούμενοι για «ψυχολογικά προβλήματα» των παιδιών. Πού να φανταζόμουν όμως πως οι «Αθηναίοι» συμμαθητές μου ήταν μπουρτζόβλαχοι ενώ εγώ ένας γνήσιος αστός από μια πόλη με τόσο πλούσια αστική και εργατική παράδοση που ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν είχαν φανταστεί οι καράβλαχοι που το έπαιζαν Αθηναίοι στους νεοφερμένους. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός πως ενώ ο πατέρας δεν είχε ιδέα από σούβλες και κοκορέτσια, στην Αθήνα έμαθε όλα τα μυστικά του σουβλίσματος αρνιού! Τα καλοκαίρια όμως που τα περνούσα στην Καβάλα, προσπαθούσα να αναπαράγω την Αθηναϊκή προφορά για να εντυπωσιάσω τους φίλους προσποιούμενος έτσι τον πρωτευουσιάνο.
Το σπίτι μας ήταν μικρό και στενάχωρο με πολύ περίεργη διαρρύθμιση. Υπήρχε ένα ξεχωριστό δωμάτιο σε μια γωνιά της εσωτερικής αυλής που ήταν μυστήριο για μένα. Ήταν πάντα κλειδωμένο και προφανώς ανήκε στον ιδιοκτήτη του σπιτιού.
Η γειτονιά που μέναμε θύμιζε σκηνικό από ταινία του Δαλιανίδη. Μονοκατοικίες – το πολύ διώροφα – καναδυό μπακάλικα και πού και πού περνούσε κάποιο αυτοκίνητο.
Εντύπωση μου έκανε πως τα απογεύματα οι γυναίκες έπαιρναν σκαμνάκια και έβγαιναν στο κατώφλι του σπιτιού κάθε φορά και διαφορετικής γειτόνισσας και μιλούσαν – συνήθεια που προφανώς την έφεραν από την επαρχία.
Παίζαμε μπάλα μέσα στη μέση του δρόμου κι όταν τύχαινε να περάσει κάποιο αυτοκίνητο, σταματούσαμε, «σημαδεύαμε» τις θέσεις μας και συνεχίζαμε αλλά πάντα με καυγάδες επειδή μετακινούμασταν μερικά μέτρα προς στην αντίπαλη εστία. Ομολογώ όμως πως έπαιζα μπάλα από υποχρέωση, αφού μου άρεσε να διαβάζω τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», πολεμικά κόμικς (Δράση, Κράνος, Τανκς) κι όποιο άλλο έντυπο έπεφτε στα χέρια μου. Ειλικρινά ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με έβαζαν κι εμένα τον άχρηστο στην μπάλα στην ομάδα. Ίσως για να συμπληρώσω τον ζυγό αριθμό παικτών, ίσως από οίκτο. Για ξεκάρφωμα και μόνο, διάλεξα την ΑΕΚ, έτσι, στην τύχη, και έγινα οπαδός της. Μάλιστα η μάνα μου αγόρασε και φανέλα της με τον αριθμό του Παπαϊωάννου και τη φορούσα για να κάνω κι εγώ τον φίλαθλο. Το 1971 με την πορεία του Παναθηναϊκού στην Ευρώπη, όλο το σχολείο, η γειτονιά, η Αθήνα, η Ελλάδα, παραληρούσε – πλην εμού. Σκασίλα μου, εμένα με ενδιέφερε «Η Μηχανή του Χρόνου» του Wells από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα αλλά πού να το ομολογήσω! Όταν δε νίκησε τον Ερυθρό Αστέρα και προκρίθηκε στον τελικό με τον Άγιαξ, κατέβηκε η μισή Αθήνα στην Ομόνοια να πανηγυρίσει. Την ίδια εποχή, ο Παναγούλης έγραφε ποιήματα στη φυλακή χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του... Έπιασα τον πατέρα μου να μονολογεί πως έτσι και κατέβαιναν όλοι αυτοί για άλλο λόγο, θα πέφτανε αμέσως. Ρώτησα φυσικά ποιο, γιατί, ποιον άλλο λόγο και ο πατέρας ξαφνιασμένος που τον άκουσα, σκοτείνιασε αμέσως, τα μάσησε και με ρώτησε αν χάρηκα κι εγώ για τον Παναθηναϊκό. Μα και βέβαια χάρηκα αν και ήμουν ΑΕΚ, μα πάνω απ’ όλα η Ελλάδα κλπ.
Το χούι αυτό μου έμεινε μια ζωή. Βαριέμαι αφόρητα το ποδόσφαιρο ενώ μόλις η τηλεόραση περάσει στα αθλητικά, αλλάζω αμέσως κανάλι. Όσο για τις ποδοσφαιρικές γνώσεις μου, έμειναν στον Δομάζο, στον Κούδα, στον Υβ και στους δικούς μας Καραμπετάκη, Μπουγατσά, Παντελάκο. Κάπως έτσι αισθάνομαι σαν αποσυνάγωγος στις αντροπαρέες και μόλις η συζήτηση στραφεί στο ποδόσφαιρο εντέχνως την στρέφω σε ιστορίες από τον Στρατό ή στα πολιτικά.
Στο σχολείο ήμουν μέτριος μαθητής. Φοβόμουν πολύ να ανοίξω το στόμα μου – γι αυτό έκτοτε δεν το κλείνω κάποιες φορές με οδυνηρές συνέπειες – αφού επικρατούσε φόβος και τρόμος για τη βέργα του δασκάλου. Ο δάσκαλος τους καλούς μαθητές τους αποκαλούσε με τα μικρά τους ονόματα και τους υπόλοιπους με τα επίθετα. Έχω την εντύπωση όμως πως εκείνος φοβόταν περισσότερο – μέσα στη μαύρη Χούντα ο φόβος και η επιφυλακτικότητα ήταν δεύτερη φύση. Να φανταστεί κανείς πως στην ώρα της Μουσικής, μας μάθαινε εμβατήρια παίζοντας μαντολίνο. Μα εμβατήριο με μαντολίνο! Το όργανο αυτό έχει τέτοια γλυκύτητα, τέτοια τρυφερότητα που καταλήγει έγκλημα να παίζει κανείς εμβατήριο με αυτό. Ακόμη και στη χειροτεχνία είχε μερτικό η Χούντα. Ζωγραφίζαμε το έμβλημά της, τον Φοίνικα.
Μια μέρα μας ανακοίνωσε πως θα ερχόταν «ο κύριος Επιθεωρητής». Μας άλλαξε θέσεις τοποθετώντας μας στην αίθουσα σε στρατηγικά σημεία και απαγόρευσε σε κάποιους να σηκώνουν το χέρι. Τη μέρα που ήρθε ο Επιθεωρητής, έκρυψε (!) δύο παιδιά από την τάξη, παιδιά που σήμερα θα φοιτούσαν σε τμήμα ένταξης, δίνοντάς τους μια τσάπα και στέλνοντάς τα στο αλσύλλιο στην πλαγιά δίπλα στο σχολείο τάχα μου να βγάλουν τα χόρτα προς μεγάλη τους χαρά βέβαια. Ήρθε ο Επιθεωρητής, ρώτησε κάποια παιδιά, έδωσε συγχαρητήρια κι έβγαλε έναν δεκάρικο λόγο για την «ανωτερότητα των Ελλήνων». Έτσι ακριβώς.
«Εμείς οι Έλληνες είμαστε οι εξυπνότεροι, οι καλύτεροι, οι ευσεβέστεροι, οι ηθικότεροι και – ω, ναι! – οι ομορφότεροι». Με το τελευταίο, ξεσπάσαμε σε χειροκροτήματα. Ειλικρινά, τα πιστεύαμε. Είχα φάει τόση κατήχηση στο σχολείο που, αν με γνώριζε ο Παπαδόπουλος, θα έκλαιγε από συγκίνηση. Κάπως έτσι φτιάχτηκε η Hitler-Jugend, οι Κομσομόλοι, η ΕΟΝ κλπ. Ακόμη και σήμερα αναρωτιέμαι αν αυτός ο απίθανος τύπος τα πίστευε όλα αυτά, αν ήξερε πως λείπουν (κρυμμένοι από τον δάσκαλο) μαθητές από την τάξη, αν είχε επίγνωση πως ήταν συμμέτοχος σε μια απάτη. Αυτή ήταν η Παιδεία εκείνη την εποχή: απάτη. Απάτη μαζί με φόβο, ξύλο, εθνικοπατριωτικές κορώνες, αρχαιοπληξία και προπαγάνδα, πολλή προπαγάνδα σε παιδιά που άλλη πηγή μόρφωσης δεν είχαν παρά μόνο το σχολείο. Το σχολείο και το… κατηχητικό. Όταν ο δάσκαλος μας είπε να γραφτούμε στο κατηχητικό, ο πατέρας μου με προέτρεψε. Χρόνια μετά, μου ομολόγησε πως θα είχε προβλήματα με την Ασφάλεια αν δεν πήγαινα – ήταν χαρακτηρισμένος αριστερός παλαιότερα.
Το καλό με το κατηχητικό ήταν πως στο υπόγειο της εκκλησίας, λειτουργούσε Κέντρο Νεότητας. Ξημεροβραδιαζόμουν εκεί μέσα παίζοντας σκάκι που το έμαθα εκεί αλλά και δανειζόμενος βιβλία. Έτσι, ξεκοκάλισα ολόκληρο τον Ιούλιο Βερν τα έργα του οποίου, μου πυρπόλησαν το μυαλό και τη φαντασία κι ευγνωμονώ τους ανθρώπους εκείνους που μου έδωσαν αυτή την ευκαιρία.
Οι γονείς μου δούλευαν. Ο πατέρας στην οικοδομή που τότε ήταν η ατμομηχανή της οικονομίας κι έβγαζε καλό μεροκάματο και η μακαρίτισσα η μητέρα στο εργοστάσιο της Pepsi στη Λ. Βουλιαγμένης. Έτσι, μετακομίσαμε μισό τετράγωνο παραπέρα σε καλύτερο σπίτι και πάνω στη μετακόμιση, ανακάλυψα τι κρυβόταν στο κλειδωμένο δωμάτιο.


Το νέο μας σπίτι ήταν μια μακρόστενη μονοκατοικία με κήπο ο οποίος μετατράπηκε σε μπαξέ– μέχρι κι ένα μικρό κοτέτσι είχαμε. Ναι, στις αρχές της δεκαετίας του’70 υπήρχε αυτή η πολυτέλεια ακόμη και στην Αθήνα. Μαζί με το καινούριο σπίτι αγοράσαμε και τηλεόραση, το φετίχ της εποχής. Μια τεράστια για τα παιδικά μου μάτια συσκευή, γερμανικής κατασκευής, ασπρόμαυρη φυσικά, με δύο κανάλια: ΕΙΡΤ και ΥΕΝΕΔ.
Μέχρι τότε, σιγομουρμούριζε όλη την ώρα το ραδιόφωνο. Θυμάμαι τη μάνα μου που άκουγε ανελλιπώς «Το σπίτι των ανέμων» και το «Μείνε κοντά μου αγαπημένη». Ήταν σαπουνόπερες χορηγούμενες από το Roll, ένα απορρυπαντικό της εποχής. Άκουγα κι εγώ συνεπαρμένος τη βαθιά φωνή του Βύρωνα Πάλλη που υποδυόταν τον δικηγόρο Λαμπίρη και η φαντασία μου οργίαζε. Στην τηλεόραση δεν έχανα ποτέ το The Lone Ranger, τη Bonanza, το Star Treck και το cult τώρα πια Lost in Space (Χαμένοι στο Διάστημα). Αν ο Ιούλιος Βερν άναψε το σπίρτο, τα δύο τελευταία σήριαλ φούντωσαν τη φωτιά για την Επιστήμη, την Τεχνολογία, τα διαστημικά ταξίδια – κι από τότε δε λέει να σβήσει. Ανακάλυψα καινούριες διαστάσεις στη φαντασία, στην τεχνολογία, στην επιστήμη, στην περιπέτεια. Παρακολουθούσα και την εκπομπή «Από τον κόσμο της επιστήμης» που την επιμελούνταν και την παρουσίαζε ένας πολύ σημαντικός αλλά παραγνωρισμένος πνευματικός άνθρωπος, ο  Κωστής Μεραναίος. Δεν έχανα όμως και το «Αλάτι & πιπέρι» του Φρέντυ Γερμανού αλλά και το πρώτο τηλεπαιχνίδι που παρουσίαζε ο Ν. Μαστοράκης, το «Bingo». Το φόρτε μου όμως ήταν οι ειδήσεις και οι ενημερωτικές εκπομπές. Αγαπημένη μου ήταν το «Άνεμος Δημιουργίας», μια αισχρή προπαγάνδα της Χούντας που την παρουσίαζε ένα άθλιο υποκείμενο, ο Γ. Γεωργαλάς, ο θεωρητικός της Χούντας, ομόσταυλος και ομοϊδεάτης του Κ. Πλεύρη σήμερα - αλλά και λογογράφος του Π. Καμμένου. Παρακολουθούσα εκστασιασμένος μια Ελλάδα γεμάτη «Ειρήνη, Ασφάλεια, Προκοπή», μια Ελλάδα – εργοτάξιο με τον Παττακό να εγκαινιάζει διαρκώς καινούρια έργα. Αισθανόμουν περήφανος που ζούσα σε έναν τόπο – Παράδεισο. Ήταν τέτοια η δύναμη της τηλεοπτικής προπαγάνδας που στην πέμπτη επέτειο της «Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως» ο δάσκαλος μας έβαλε να γράψουμε έκθεση με θέμα «21η Απριλίου». Η έκθεση έπρεπε να γραφτεί στο σπίτι. Όταν το είπα στους γονείς μου, εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μου είπαν πως πριν την παραδώσω θα έπρεπε να την διαβάσουν και οι δύο οπωσδήποτε. Το θυμάμαι πολύ έντονα αυτό επειδή κανείς από τους δύο δεν ασχολήθηκε ποτέ μαζί μου στα μαθήματα. Πώς τους ήρθε τώρα; Πολύ αργότερα κατάλαβα πως φοβόντουσαν μην τυχόν κι έγραφα κάτι που δεν έπρεπε – είπαμε, δεν κρατούσα το στόμα μου κλειστό – όπως τότε που περιέφερα σε όλη τη γειτονιά ένα τρικάκι που βρήκα στο δρόμο κι έγραφε «ΚΚΕ, ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ» κι ένας γείτονας έντρομος ειδοποίησε τους δικούς μου να με μαζέψουν, πριν μαζέψει εκείνους η Ασφάλεια. Κάθισα λοιπόν και έγραψα ξεπατικώνοντας – και πιστεύοντας στ’ αλήθεια – όλα όσα άκουγα στην τηλεόραση. Όταν τελείωσα, τη διάβασαν και οι δυο τους, μου είπαν ένα ξερό «εντάξει» και η έκθεση πήρε όχι μόνο 10 αλλά και τον χαρακτηρισμό «Αρίστη!» - ναι, με θαυμαστικό. Αχ βρε μάνα, γιατί δε φύλαξες το τετράδιο…
Μεγάλο μου μεράκι ήταν να γραφτώ στους «Αλκίμους». Οι «Άλκιμοι» ήταν ένα ημιπαραστρατιωτικό σώμα, με στολές αλλά και με όπλα που έκαναν ασκήσεις «Επ’ ώμου», «Παρουσιάστε» κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. Οι «Άλκιμοι» όμως δεχόντουσαν νέους από 17 ετών και πάνω κι αυτός ήταν άλλος ένας λόγος να βιαστώ να μεγαλώσω. Το μεγαλύτερο σουξέ όμως της τότε τηλεόρασης ήταν ένα άθλιο κατασκεύασμα του Φώσκολου, ο «Άγνωστος Πόλεμος». Μια μπαλαφάρα ολκής, που καθήλωνε όμως τον κόσμο ερημώνοντας τους δρόμους την ώρα της προβολής του σήριαλ που έδειχνε τις περιπέτειες του ήρωα συνταγματάρχη Βαρτάνη. Κάθε ομοιότητα με άλλον συνταγματάρχη, ήταν τελείως συμπτωματική. Περιέργως, το σήριαλ αυτό δε με συγκινούσε.
Όλα πήγαιναν καλά. Υπήρχαν δουλειές, η ανεργία άγνωστη λέξη, το βιοτικό επίπεδο αύξανε ραγδαία, ο πολύς κόσμος άρχισε να ανακαλύπτει τα μπουζούκια, όλα καλά – κι αν κάποιοι σάπιζαν στην ΕΣΑ ή στα ξερονήσια, είπαμε, ας καθόντουσαν φρόνιμα. Κι όμως, εκείνη την εποχή έμπαιναν τα θεμέλια της σαπίλας, της διαφθοράς, της ευκολίας, της ρεμούλας, του εκμαυλισμού, της χυδαιότητας, της φτήνειας, της ξιπασιάς, που το αποκορύφωμά τους το ζούμε σήμερα. Η Χούντα έκανε τεράστια ζημιά στην ελληνική κοινωνία, ζημιά που δεν έχει αποτιμηθεί μέχρι τώρα. Την ίδια εποχή που η Χούντα κυνηγούσε τους «μακρυμάλληδες» νέους, η ΙΒΜ καταργούσε το dress code των υπαλλήλων της με αποτέλεσμα να γεμίσει τεχνοφρικιά χίππιδες που θα έβαζαν τα θεμέλια της εκρηκτικής ανάπτυξης των υπολογιστών. Εδώ, η rock μουσική ήταν περίπου απαγορευμένη όταν ο κόσμος ολόκληρος έβραζε από νέα ρεύματα, ιδέες, κινήματα, τέχνες, πολιτισμό. Να γιατί το δωμάτιο που κάθε εκατοστό του ήταν ζωγραφισμένο από προσωπογραφίες των Beatles, από σήματα της Ειρήνης, από συνθήματα όπως «Make Love, not War», «Όχι στον πόλεμο στο Βιετνάμ», με κρεμασμένα χαϊμαλιά κλπ παρέμενε κλειδωμένο.
Την ίδια εποχή, ένα αδύνατο μικροκαμωμένο κορίτσι, ξεκινούσε κι εκείνο το δικό της ταξίδι ενηλικίωσης, από ένα μικρό χωριό των Σερρών προς την καρδιά της Ευρώπης, το Μόναχο.
Και μετά, πήραμε αυτοκίνητο.


Πήραμε ένα μεταχειρισμένο Renault 4CV. Αρχαίο ακόμη και για εκείνη την εποχή, συλλεκτικό κομμάτι σήμερα. Μ’ αυτό τα καλοκαίρια ανεβαίναμε πέντε άτομα στην Καβάλα, με αυτό πηγαίναμε βόλτες στο Καλαμάκι, στο Σούνιο, στην Κηφισιά. Θυμάμαι στο δρόμο για το Σούνιο, υπήρχε ένα πολύ μικρό τούνελ στο οποίο όποιος έμπαινε κόρναρε συνεχώς. Πολύ αργότερα έμαθα πως ήταν μια - ντεμέκ - πράξη αντίστασης επειδή σ’ εκείνη την περιοχή αποπειράθηκε ο Παναγούλης να σκοτώσει τον τύραννο. Ήταν πραγματικά άθλος για τον πατέρα μου να καλύψει τα 700 χλμ της διαδρομής Αθήνα – Καβάλα με το παλιό αυτοκίνητο φορτωμένο πέντε άτομα και με σχάρα στην οροφή. Ταξιδεύαμε πάντα νύχτα για να αποφύγουμε την κάψα την καλοκαιρινή. Εγώ στριμωγμένος εκεί μέσα, χουζούρευα ακούγοντας το ραδιόφωνο να γουργουρίζει. Απαραίτητη στάση ήταν στον Α. Κωνσταντίνο, στου «Λεβέντη» αλλά και στην Ασπροβάλτα, στην «Κυανή Ακτή». Φτάναμε στην Καβάλα κατάκοποι και χρειαζόμασταν πολλές ώρες ύπνου για να συνέλθουμε.
Εκεί, στην Καβάλα, έβγαζα το άχτι μου και το έπαιζα Αθηναίος πολλές φορές εφευρίσκοντας φανταστικές  ιστορίες από την πρωτεύουσα. Εκεί που δεν με έπαιρνε όμως ήταν όταν χωνόμουν στην παρέα της μεγαλύτερης ξαδέρφης μου που τότε ήταν στην μεγάλη ηλικία των 17 ετών. Η παρέα της ήταν κάτι πολύ προχωρημένοι για τα παιδικά μου μάτια τύποι με μακριά μαλλιά και βερμούδες, άσε που έπαιζαν και κιθάρες. Πόσο ήθελα να μεγάλωνα ακαριαία και να γίνω σαν και αυτούς! Τώρα βέβαια Άλκιμος και χίπης μαζί δε γίνεται αλλά ήμουν μόνο δώδεκα χρονών και δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα – ούτε και τώρα ξέρω. Αυτοί οι τύποι έπαιζαν ποπ τραγούδια τη εποχής – Τουρνά, Πασχάλη κλπ. Ο Πασχάλης μου άρεσε κι όταν μια μέρα που ο πατέρας με πήρε μαζί του στην οικοδομή για παρέα και βοήθεια και το ξεφούρνισα στους άλλους οικοδόμους, εκείνοι με κράξανε χαρακτηρίζοντας τον Πασχάλη «πούστη». Πού να ήξεραν εκείνοι οι μονοκόμματοι άνδρες που άκουγαν μόνο βαριά λαϊκά τραγούδια πως ο Πασχάλης θα αποδεικνυόταν στο μέλλον δυστυχώς όχι «πούστης» αλλά άνανδρος.
Κι αν οι βόλτες με το παλαιολιθικής εποχής αυτοκίνητο ήταν επικίνδυνες, οι βόλτες με τα ποδήλατα ήταν αποστολές αυτοκτονίας. Κατεβαίναμε όλη την κατηφόρα από την Άνω Ηλιούπολη έως τον Άλιμο με άθλια ποδήλατα με φαγωμένα φρένα. Πρόλαβα ακόμη και τα αυτοσχέδια πατίνια με τα ρουλεμάν. Ένα παιδί είχε κατασκευάσει ένα τέτοιο που έμοιαζε με σχεδία και είχε τιμόνι ποδηλάτου, σέλα, καθρέφτες, σημαιάκια. Κατέβαινε μια ατέλειωτη κατηφόρα, τη Β. Γεωργίου και για φρένο έβαζε το παπούτσι του! Το κατασκεύασμα αυτό, μας το νοίκιαζε με αντάλλαγμα «σπάνια» χαρτάκια ποδοσφαιριστών. Τέτοια χαρτάκια μαζεύαμε με μανία, ελπίζοντας να συμπληρώσουμε το άλμπουμ και να πάρουμε μια μπάλα. Κανείς δεν το συμπλήρωσε ποτέ. Βλέπω τους σημερινούς μου μαθητές να στρώνουν κανονικό κουμάρι με τέτοια χαρτάκια (τάπες τα λένε τώρα), κρυφοχαμογελάω και βεβαιώνομαι πως ο κόσμος είναι στη θέση του.
Το καλοκαίρι του 1973 έδωσα εξετάσεις για να μπω στο Γυμνάσιο. Πέρασα.


Εκείνη την εποχή, έπρεπε να δώσεις εξετάσεις για να φοιτήσεις στο Γυμνάσιο. Ήταν ένας φραγμός, ένα πρώτο ξεσκαρτάρισμα που (καλώς) καταργήθηκε αργότερα. Στο Γυμνάσιο ήλπιζα πως θα γλίτωνα από τη βέργα του δασκάλου που αρκετές φορές είχε προσγειωθεί στις παλάμες μου. Δε γλίτωσα όμως από το φόβο και την καταπίεση. Το «Γυμνάσιον Αρρένων Ηλιουπόλεως» ήταν ένα ολοκαίνουριο μακρόστενο κτίριο το οποίο είχε εγκαινιαστεί μόλις τον προηγούμενο χρόνο και μύριζε φρέσκια μπογιά και ξύλο. Την πρώτη ημέρα, εντυπωσιάστηκα από τους μαντράχαλους της Έκτης (μιλάμε για εξατάξιο γυμνάσιο τότε), οι οποίοι πέρα από το σχεδόν διπλάσιο ύψος τους, ξυρίζονταν κιόλας! Τα τμήματα της πρώτης τάξης ήταν επτά. Από 30 μαθητές το καθένα, μόνο η πρώτη είχε πάνω από 200 μαθητές. Συνολικά πρέπει να ήμασταν πολύ περισσότερα από 1.000 άτομα. Ήταν η εποχή που η Αθήνα ρουφούσε εσωτερικούς μετανάστες και τα χωριά άρχισαν να αδειάζουν. Οι προσδοκίες μου για ένα διαφορετικού τύπου μάθημα διαψεύστηκαν. Μετωπική, κλασσική διδασκαλία και φόβος, πολύς φόβος. Στο σχολείο είχαμε δύο βάρδιες, τρεις μέρες πρωί, τρεις απόγευμα. Η χειρότερη μέρα ήταν η κάθε δεύτερη Τετάρτη που ήμασταν απόγευμα και την επομένη θα πηγαίναμε πρωί. Διάβαζα μέχρι αργά το βράδυ, αφού οι καθηγητές απαιτούσαν χωρίς να συμβιβάζονται πουθενά. Αρχικά, στην απογευματινή βάρδια λειτουργούσε το Θηλέων το οποίο συνέχιζε από την προηγούμενη χρονιά αφού το κτίριο που θα στεγαζόταν δεν είχε παραδοθεί ακόμη. Ο Παττακός δούλευε υπερωρίες με το μυστρί εγκαινιάζοντας μέχρι και κοτέτσια και σε λίγο θα εγκαινίαζε και το νέο κτίριο του Θηλέων. Στο τμήμα όπου βρέθηκα, υπήρχαν ένας δύο συμμαθητές μου από το Δημοτικό αλλά κάθισα τυχαία στο θρανίο με ένα άγνωστο παιδί, τον Αποστόλη.
Ο Αποστόλης. Απίστευτος χαβαλετζής, πηγαίο χιούμορ, μονίμως αισιόδοξος, καταπληκτικός μίμος, αληθινός φίλος αργότερα.
Τη δεύτερη μέρα, βρήκα γραμμένο πάνω στο θρανίο μου σημείωμα με ευχές για καλή σχολική χρονιά. Σημείωμα γραμμένο με ξεκάθαρα κοριτσίστικο γραφικό χαρακτήρα, και διακοσμημένο με τη λέξη Love γραμμένη με τον τρόπο που όλοι έχουμε δει στα seventies. Από κάτω, το όνομα: Μαρκέλλα. Υπάρχει Θεός και καταδέχτηκε να κοιτάξει τον μικρό Μιχάλη! Ακόμα δεν πάτησα το πόδι μου στο Γυμνάσιο και κατά έναν ανεξήγητο, μεταφυσικό τρόπο, βρήκα και κορίτσι! Ο κόσμος γύρω μου εξερράγη και μετατράπηκε σε πολύχρωμο, ψυχεδελικό καλειδοσκόπιο. Άρεσα σε ένα κορίτσι! Το καλογραιίστικο όνομα με χαλούσε μόνο. Χάθηκε να την έλεγαν Μαίρη, Βίκυ, Τζένη, ονόματα της μόδας της σύγχρονης εποχής; Ο δε Αποστόλης, πήγε να σκάσει από το κακό του, αφού το σημείωμα ήταν ξεκάθαρα από τη δική μου πλευρά του θρανίου.
Στο επόμενο διάλειμμα ήμουν επιμελητής και χάζευα τα κοριτσίστικα γράμματα στο θρανίο ονειροπολώντας, όταν μπήκε φουριόζος στην αίθουσα ο μαντράχαλος και κατευθύνθηκε στο θρανίο μου. «Ποιος κάθεται εδώ ρε;» με ρώτησε. «Εγώ», ψέλλισα και τα χρώματα του καλειδοσκόπιου άρχισαν να ξεθωριάζουν. Έσκυψε το ντερέκι πάνω απ’ το θρανίο, διάβασε το σημείωμα και χαμογέλασε. Ύστερα γύρισε σε μένα και μου είπε πως όλη την προηγούμενη χρονιά αλληλογραφούσε με την Μαρκέλλα αφού καθόντουσαν στο ίδιο θρανίο σε διαφορετικές βάρδιες. Άλλαξε όμως αίθουσα και η Μαρκέλλα υποθέτοντας πως ήταν στο ίδιο θρανίο, του έστειλε το πρώτο μήνυμα. Μου έδωσε σαφείς οδηγίες – τι οδηγίες, εντολές – να μεταφέρω τα μηνύματα από  και προς τη Μαρκέλλα. «Ξηγηθήκαμε;» μου είπε. Μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Το παρήγορο είναι πως ό,τι πρόβλημα είχα στο σχολείο, αν κανείς με πείραζε, να του το έλεγα «κι ο Κώστας θα καθαρίσει».
Ομολογώ πως ανακουφίστηκα που το σημείωμα δεν ήταν για μένα γιατί τι θα έκανα τότε; Τα κορίτσια ήταν για μας terra ingognita, παράξενα, εξωτικά πλάσματα που τα βλέπαμε σπανίως και μόνο τυχαία. Ακόμη και στα Αγγλικά, υπήρχαν τμήματα ξεχωριστά αγοριών και κοριτσιών – οι γονείς τους έπρεπε να αισθάνονται πως τα κορίτσια τους είναι ασφαλή.
Μια δυο εβδομάδες έκανα τον αγγελιοφόρο – τα μηνύματα δε τα θυμάμαι ήταν και πολύ λίγα άλλωστε – το Θηλέων στεγάστηκε στο νέο κτίριο και η όλη ιστορία σταμάτησε. Σαράντα χρόνια μετά, αναρωτιέμαι αν αυτοί οι δύο βρέθηκαν και με φυσική παρουσία ή αρκέστηκαν στα μηνύματα. Άραγε συνέχισαν το φλερτ ή το σταμάτησαν; Προχώρησαν περισσότερο ή αυτό ήταν; Θυμάται σήμερα ο μαντράχαλος (εξηντάρης πια) το μικρό πρωτάκι που έκανε τον ερωτικό ταχυδρόμο;
Σχολείο άνυδρο, ανέμπνευστο, πλημμυρισμένο τεστοστερόνη και καταπιεσμένες επιθυμίες, με καθηγητές που στρίμωχναν στο κεφάλι μας ανούσια πράγματα έξι μέρες την εβδομάδα συνεχώς – εκτός από εκείνη την εβδομάδα του Νοεμβρίου του ’73 που έκλεισε για πέντε ημέρες. Κι όταν άνοιξε, όλα ήταν αλλιώς.


Το σχολείο παρέμενε κλειστό εκείνες τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Παρακολουθούσα όλα τα γεγονότα από την τηλεόραση ενώ έπιασα τους γονείς μου να ακούν τον σταθμό των φοιτητών στο ραδιόφωνο. Θυμάμαι και την περίφημη εκπομπή του Μαστοράκη και μου έκαναν εντύπωση τα πλάνα που προβάλλονταν διαρκώς δείχνοντας το σύνθημα «Κάτω το Κράτος». Ήμουν μπερδεμένος, δεν ήξερα τι ακριβώς συνέβαινε για να πάρω κάποια σαφή θέση. Ούτε και οι φίλοι μου ήξεραν τι ακριβώς γίνεται.
Ο πατέρας μου είχε τη φαεινή ιδέα να κατέβει στο Πολυτεχνείο την Πέμπτη, με τους οικοδόμους. Εκεί, ένας συνάδελφός του σχεδόν τον έδιωξε όταν έμαθε πως έχει οικογένεια με δύο παιδιά, έφυγε με τα πόδια κι έφτασε στο σπίτι ώρες αργότερα αφού η συγκοινωνία είχε κοπεί. Μέχρι που συγχωρέθηκε, το έφερε βαρέως. Όταν άνοιξε το σχολείο την Τρίτη αν θυμάμαι καλά, όλοι ήμασταν μουδιασμένοι. Ήρθαν δύο ασφαλίτες στο γραφείο των καθηγητών και πήραν τα απουσιολόγια για να ελέγξουν ποια παιδιά έλειπαν από το σχολείο, πότε και γιατί. Μάθαμε αργότερα πως τα λαγωνικά ανακάλυψαν πεντέξι παιδιά που έλειπαν εκείνο το διάστημα, ήταν όμως στο σπίτι άρρωστα.
Κάτι είχε αλλάξει όμως στη συμπεριφορά των μεγάλων χωρίς να καταλαβαίνουμε ακριβώς. Δε θυμάμαι αλλαγή στη συμπεριφορά των καθηγητών.
Εκείνο που θυμάμαι πεντακάθαρα, ήταν πως το πρωί μετά την προσευχή, ο Γυμνασιάρχης έβγαλε λόγο από το μπαλκόνι χαρακτηρίζοντας τους φοιτητές «αλήτες». Ο ίδιος άνθρωπος, στο ίδιο μπαλκόνι, στο ίδιο σχεδόν ακροατήριο ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, τους χαρακτήρισε «ήρωες» εισπράττοντας ένα απίστευτο σε ένταση και διάρκεια γιουχάισμα. Ακόμα μένω με την απορία γιατί δεν έβαλε κάποιον άλλο να βγάλει λόγο στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου.
Θυμάμαι ακόμη πως μια μέρα εισέβαλε στην τάξη ένας καθηγητής με ένα μεγάλο μεταλλικό χάρακα κι άρχισε να μετράει το μήκος των μαλλιών μας και της… καμπάνας των παντελονιών μας. Κι αυτό έγινε σε όλο το Γυμνάσιο, στέλνοντας μερικούς μαθητές στο σπίτι τους με αποβολή. Με τέτοιες γελοιότητες ασχολούνταν εκείνα τα χρόνια, πηγαίνοντας την κοινωνία πολλές δεκαετίες πίσω. Γι’ αυτό με εκνευρίζει η ευκολία τόσο αυτών που λένε πως «Δεν έχουμε Δημοκρατία» ή «Ποια η διαφορά με τη Χούντα;» όσο κι εκείνων που λένε «Μια Χούντα χρειάζεται». Οι πρώτοι είναι ανιστόρητοι, οι δεύτεροι θέλουν προφανώς Χούντα για τους άλλους, όχι για τους ίδιους ή για τα βλαστάρια τους.
Μετά από γκρίνιες αρκετών μηνών, έπεισα τη μάνα μου να μου πάρει μάλτα - μάλτες λέγαμε τότε τα blue jeans. Μου πήρε και ο πατέρας και το πρώτο μου ρολόι, ηλεκτρονικό με μια μαύρη επιφάνεια που έπρεπε να πατήσεις ένα κουμπί για ανάψουν τα ψηφία κι αισθανόμουν σαν τον Captain Kirk.
Η Μεταπολίτευση με βρήκε όμως σαν τον Σταύρο Παράβα στο «Κοροϊδάκι της Πριγκιπέσσας»: Παντελόνι χωρίς τσέπες τόσο κολλητό που είχες συνεχώς φαγούρα σε δύσκολα σημεία αλλά με μια τεράστια καμπάνα, πουκάμισο με μεγάλα πέτα και (πόσο ντρέπομαι τώρα!) κόκκινα μυτερά παπούτσια με τακούνι. Αυτά ήταν της μόδας όμως τότε και τα φορούσαμε με καμάρι. Όπως με καμάρι φόρεσα και το φωτοστέφανο του «Αριστερού». Μόνο που μου πήρε πάνω από τριάντα χρόνια να το αποβάλω.


Η εισβολή στην Κύπρο και η πτώση της Χούντας με βρήκε στην Αθήνα. Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν είχαμε πάει στην Καβάλα εκείνο το καλοκαίρι. Ξαφνικά, άνοιξαν όλα τα στόματα και εμφανίστηκαν από το πουθενά εκατομμύρια αντιστασιακοί. Ήμουν παρών όταν κάποιος γνωστός του πατέρα μου του είπε πως σκουπιζόταν στην τουαλέτα αποκλειστικά με εφημερίδες που έφεραν φωτογραφία του δικτάτορα. Εκείνος, χαμογέλασε συγκαταβατικά. Κατέβηκα και στην πορεία για την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου όπου είχε πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμο. Πού βρισκόντουσαν όλοι αυτοί ένα χρόνο πριν; Ο πατέρας μου είπε πως δε θα κατέβαινε επειδή ακριβώς ντρεπόταν. Ήμουν παρών (είπαμε, χωνόμουνα παντού) και στην κηδεία του Α. Παναγούλη το 1975 με πάρα πολύ κόσμο.
Εκείνη την εποχή, μπορούσες να φύγεις το απόγευμα από το σπίτι, να κατέβεις στην Ομόνοια, στη «μικρή Βουλή» όπως αποκαλούσαν τα πηγαδάκια όπου ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβαινε και να γυρίσεις σπίτι με το τελευταίο λεωφορείο. Κι αυτό ακριβώς έκανα. Κατεβαίναμε με τον Αποστόλη στην Ομόνοια, μπαίναμε στο «Μινιόν» όπου ο τέταρτος όροφος ήταν όλο παιχνίδια. Χαζεύαμε τα αεροπλάνα μοντελισμού και τα πρώτα τηλεκατευθυνόμενα αυτοκίνητα που λειτουργούσαν με καλώδιο φυσικά και όχι ασύρματα. Ήθελα πολύ ένα τέτοιο αλλά η μακαρίτισσα η μάνα μου δεν μου έκανε το χατίρι. Μου έκανε όμως το χατίρι μετά από πολλή γκρίνια βέβαια, να κόψει την παλιά μου μάλτα κι έτσι να αποκτήσω την πρώτη μου βερμούδα και με κρόσσια μάλιστα! Επιτέλους έμοιαζα με εκείνον τον τύπο από την παρέα της ξαδέρφης μου, έστω και χωρίς κιθάρα. Μου είχε γίνει εμμονή εκείνη η βερμούδα (οι εμμονές είναι ένα άλλο χούι που το έχω μέχρι τώρα).
Στο σχολείο έπνεε ένας σχετικός αέρας ελευθερίας. Τα σημάδια όμως έδειχναν πως θα περνούσαμε στην ασυδοσία κάποια μέρα. Οι μεγάλοι έφτυναν την προτομή του Μ. Αλεξάνδρου που υπήρχε στη είσοδο επειδή ήταν… ιμπεριαλιστής. Το εκκρεμές κάποτε θα περνούσε στην άλλη άκρη.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο το σχολικό διάβασμα μειωνόταν ενώ διάβαζα οτιδήποτε άλλο – κυρίως πολιτικά κείμενα και βιβλία. Εκεί έξω υπήρχε ένας πολύ ενδιαφέρων κόσμος που έπρεπε να τον ανακαλύψω. Έτσι, αρχίσαμε να αλητεύουμε όλο και περισσότερο με τον Αποστόλη, οργώνοντας το κέντρο της πόλης. Ήμουνα επιρρεπής σε πολλά – δυστυχώς και στο κάπνισμα. Κάπου σε εκείνη την εποχή, άναψα το πρώτο μου τσιγάρο. Από τότε πρέπει να κάπνισα όλες τις μάρκες που έχουν κυκλοφορήσει: Από «Παλλάς», «Κεράνης» και «Άρωμα» μέχρι «Sante» και «Gauloise». Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που δε βρέθηκε μπροστά μου και κάποιο άλλου είδους τσιγάρο γιατί θα το δοκίμαζα κι αυτό – ευτυχώς εκείνη την εποχή το είδος αυτό σπάνιζε.
Δεν παίρναμε καμιά χαρά, κανένα ενδιαφέρον από το σχολείο παρά καταπίεση και φόβο κι έτσι αναζητούσαμε διεξόδους. Μία από αυτές ήταν και οι τηλεφωνικές φάρσες. Είχαμε στοχοποιήσει έναν κουρέα από τον Άλιμο τον οποίο δεν γνωρίζαμε αλλά ανταποκρινόταν βρίζοντας στο τηλέφωνο. Οι βρισιές του όμως είχαν τόση φαντασία, τέτοιο πλούτο, τέτοια έμπνευση που κατέληγαν σε τέχνη! Από την προφορά και το επώνυμό του καταλάβαινες πως ήταν επτανήσιος – από εκεί και οι ευφάνταστες βρισιές. Ο τύπος ήταν ταλέντο. Σήμερα θα ήταν πολύτιμη πηγή για έναν Λαογράφο.
Στη Δευτέρα είχαμε έναν «Μαθηματικό» πραγματικό σαδιστή. Θυμάμαι βεβαίως το όνομά του αλλά δεν το αναφέρω για μη του δώσω υπόσταση – να τον αφήσω στη λήθη. Αυτός ο ελεεινός τύπος εξέταζε σαν ιεροεξεταστής επί σαράντα λεπτά και «παρέδιδε» για μόλις πέντε. Χωρίς υπερβολή, ο άνθρωπος αυτός ήταν ανώμαλος, την έβρισκε τρομοκρατώντας εφήβους, με όπλο τα Μαθηματικά. Ώσπου μια μέρα ένας συμμαθητής μας, ένα ψηλό, σέρτικο παιδί εξερράγη και αγανακτισμένος του εξέφρασε όλα τα συσσωρευμένα παράπονα απειλώντας τον μάλιστα εμμέσως με αναφορά στον Γυμνασιάρχη – λες κι εκείνος δεν ήξερε. Σα να έδωσε το σύνθημα, όλη η τάξη ξεσηκώθηκε και τον γιουχάισε άγρια. Από τότε, το άθλιο αυτό υποκείμενο μαζεύτηκε λιγάκι αλλά η ζημιά είχε γίνει. Σχεδόν όλοι πηγαίναμε φροντιστήριο μπας και βγάλουμε άκρη και μισήσαμε την κορωνίδα του ανθρώπινου πνεύματος και του πολιτισμού, τα Μαθηματικά.
Δεν ήταν έτσι όμως και με τον καθηγητή της Μουσικής, τον Πολυχρονόπουλο. Ο άνθρωπος αυτός μας έβαζε να ακούμε κλασική μουσική με έναν τρόπο αβίαστο. Ακούσαμε την «Συμφωνία του Νέου Κόσμου» του Ντβόρζακ και μαγευτήκαμε ενώ για να προσεγγίσουμε τον Μπετόβεν μας είπε πως αν ζούσε σήμερα θα ήταν ροκάς. Αυτό ήταν. Τεντώσαμε τα αυτιά μας και αφηγήθηκε το πώς ο μεγάλος αυτός συνθέτης εμπνεύστηκε το «μοτίβο της μοίρας» της περίφημης 5ης Συμφωνίας: Έχανε λέει σταδιακά την ακοή του και μια μέρα που ήταν απελπισμένος, η υπηρέτρια χτύπησε την πόρτα της κάμαράς του με τέσσερα χτυπήματα κι εκείνος πίστεψε πως ήταν η μοίρα που του χτυπούσε την πόρτα. Μας εξήγησε επίσης πως το βιολί στην «Άνοιξη» του Βιβάλντι αναπαριστά ένα πουλάκι. Πρώτη φορά τα ακούγαμε όλα αυτά, μας άρεσαν, μα ντρεπόμασταν να το ομολογήσουμε. Αυτά με τον Μπετόβεν τα λέω στους μαθητές μου που τα ακούν έκπληκτοι και όταν ανοίγει ο καιρός τον Απρίλιο, τους βάζω και ακούν την «Άνοιξη» του Βιβάλντι εξηγώντας τους πως η μουσική αυτή αφηγείται μια μικρή ανοιξιάτικη ιστορία. Ελπίζω κάποιος από αυτούς να τα θυμάται στο μέλλον για να συνεχιστεί αυτή η γραμμή που ξεκίνησε κάπου το 1975 από τον Πολυχρονόπουλο – καλή του ώρα.
Έξω η Μεταπολίτευση έβραζε, εμφανίστηκαν οι πρώτες μαθητικές οργανώσεις με πρώτη και καλύτερη την Α.Α.Μ.Π.Ε. (Αντιφασιστική Αντιϊμπεριαλιστική Μαθητική Παράταξη Ελλάδας), παρακλάδι του Ε.Κ.Κ.Ε. – πιάσε τ’ αυγό και κούρευτο. Το ίδιο το σχολείο όμως, εξακολουθούσε να είναι αυστηρό.
Μια μέρα, στην Τρίτη, πηγαίνοντας στο Γυμνάσιο, περάσαμε μπροστά από το μικρό γηπεδάκι του μπάσκετ όπου κάτι Εκταίοι έπαιζαν πρωί πρωί. Του ήρθε η έμπνευση του Αποστόλη να μην πάμε την πρώτη ώρα και να παίξουμε κι εμείς. Φυσικά, συμφώνησα. Αφού ζητήσαμε την άδεια των μεγάλων οι οποίοι μας έβλεπαν με λίγο μεγαλύτερο σεβασμό από ότι θα έβλεπαν μια κατσαρίδα, αρχίσαμε να παίζουμε μαζί τους. Για κακή μας τύχη, πέρασε η φιλόλογός μας και μας είδε. Τα μαζέψαμε και φύγαμε τρέχοντας ενώ οι μεγάλοι μας κοίταζαν με οίκτο. Και βέβαια, μας κάλεσε στο γραφείο του ο Γυμνασιάρχης και μας ανακοίνωσε πως παίρναμε αποβολή για αύριο και «να περάσει ο πατέρας σας δια την δέουσαν ενημέρωσιν». Μ’ αυτό το τελευταίο πάγωσα. Πού να τολμήσουμε να πούμε στους οικοδόμους πατεράδες μας να χάσουν μεροκάματο για να έρθουν στο Γυμνάσιο και να μάθουν πως αντί για το σχολείο, εμείς παίζαμε μπάσκετ. Δεν τολμούσαμε ούτε να το σκεφτούμε! Την κατάσταση έσωσε ο Αποστόλης απολογούμενος με μια ερμηνεία που θα ζήλευε και ο Αιμίλιος Βεάκης – θέατρο έπαιζε ο μπαγάσας. Τότε δεν ήξερα βέβαια πως κάποτε ο Αποστόλης θα έπαιζε με την Καλουτά, τον Ρίζο, τον Χαϊκάλη, την Κοντού, την Καζιάνη – ούτε κι αυτός το ήξερε τότε. Αλλά αυτό είναι μια άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.
Μετά από τα θεατρινίστικα παρακάλια του Αποστόλη – εγώ στεκόμουν βουβός κι ακίνητος – ο Σαλαγιάννης φώναξε την φιλόλογο που μας κάρφωσε και η οποία τον διαβεβαίωσε πως ήμασταν ήσυχα παιδιά και δεν είχαμε δώσει άλλες αφορμές. Ο Γυμνασιάρχης επέμεινε στην ημερήσια αποβολή αλλά «δια πρώτην και τελευταίαν φοράν» δε θα καλούσε τους πατεράδες μας. Φύγαμε σαν βρεγμένες γάτες από το γραφείο και την άλλη μέρα, προσποιούμενοι βεβαίως πως πηγαίναμε σχολείο, χωθήκαμε σε ένα υπόγειο καταγώγιο όπου επί έξι ώρες παίζαμε μπιλιάρδο και καπνίζαμε.
Κι εκεί του ήρθε μια άλλη σπουδαία ιδέα του Αποστόλη: «Μαλάκα μου δεν πάει άλλο», μου είπε σβήνοντας θεατρικά το τσιγάρο του. «Πρέπει να γίνουμε άντρες». Κατάλαβα τι εννοούσε και συμφώνησα με ενθουσιασμό. Μέγα λάθος...


Περνούσα τον τελευταίο μου χρόνο στην Αθήνα αλλά δεν το ήξερα τότε. Ο πατέρας είχε αφήσει την οικοδομή και δούλευε στην κεντρική λαχαναγορά στου Ρέντη. Ξενυχτούσε αφού οι παραλαβές από την επαρχία γινόντουσαν το βράδυ. Ήταν συνεχώς κατάχλωμος, δεν το άντεχε το ξενύχτι – ούτε κι εγώ το αντέχω.
Εγώ, στον δικό μου κόσμο. Τετάρτη Γυμνασίου, ήμουνα συνεχώς στη γύρα. Ευτυχώς ήρθε ένας νέος φιλόλογος, σοβαρός, αυστηρός αλλά με πολλή αγάπη στη δουλειά του και πάρα πολύ οργανωτικός. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα, αναπλήρωσα τα κενά στα φιλολογικά, έγινα εξπέρ στο συντακτικό ενώ με συνάρπαζαν και τα Λατινικά. Μου άρεσε – και μου αρέσει ακόμη – αυτή η νεκρή πια γλώσσα που φέρνει κάτι από Μεσαίωνα. Ο Μηλιώτης, καλή του ώρα, με τον τρόπο του με έκανε να ανασύρω δυνάμεις και ικανότητες στο διάβασμα που δεν ήξερα ότι είχα. Διάλεξα το Κλασικό και όχι το Πρακτικό αφού δεν τα κατάφερνα το ίδιο καλά με τις θετικές επιστήμες. Το όνειρο του Αποστόλη ήταν να περάσει στη σχολή εμποροπλοιάρχων για να γίνει καπετάνιος και να γυρίσει όλο τον κόσμο και φυσικά μου το κόλλησε κι εμένα. Ευτυχώς δεν έγινα ποτέ πλοίαρχος κι έτσι ο κόσμος γλίτωσε από πολλές ναυτικές τραγωδίες.
Κάνοντας λοιπόν συστηματικό διάβασμα, μου έμενε μπόλικος χρόνος για αλήτεμα. Σύχναζα σε δύο καφετέριες, τη Miranda και τη Ρούγα. Η Miranda ήταν casual, μοντέρνα ενώ η Ρούγα της οποίας οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με τσουβάλια ήταν κουλτουριάρικη. Στη Miranda άκουγες Suzi Quatro και Smokie, στη Ρούγα Ξυλούρη και Μαρκόπουλο. Κανένα πρόβλημα, τα συνδύαζα και τα δύο. Στη Miranda σαχλαμαρίζαμε στο πατάρι πίνοντας καφέ και καπνίζοντας, στη Ρούγα κάναμε περισπούδαστες πολιτικές αναλύσεις στο πατάρι πίνοντας καφέ και καπνίζοντας. Εκεί σύχναζαν και μεγαλύτεροι μαθητές του Γυμνασίου, μέλη της Π.Α.Μ.Κ. (Πανελλήνιο Μαθητικό Κίνημα – παρακλάδι του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) φορώντας πράσινα αμπέχωνα και μπερέδες. Αυτοί οι τύποι υποστήριζαν πως ο κόσμος πριν να γίνει κόκκινος, έπρεπε πρώτα να πρασινίσει μέσω του ΠΑΣΟΚ. Φαίνεται αστείο τώρα, όμως με κάτι τέτοια χτίστηκαν πολιτικές καριέρες κι αργότερα βίλες.
Πηγαίναμε τακτικά σινεμά, στην «Ατλαντίδα», που βρισκόταν στη Λ. Βουλιαγμένης μέσα σε «Αποπυρηνικοποιημένη Ζώνη» όπως διαβεβαίωναν οι πινακίδες που είχε βάλει πρόσφατα ο Δήμος, σπέρνοντας τον πανικό στους αμερικανικούς πυρηνικούς πυραύλους. Μας άρεσαν οι ταινίες με τον Τσαρλς Μπρόνσον, τον Λουί Ντε Φινέ, τον Πήτερ Σέλλερς.
Σε μια τέτοια με τον Λουί Ντε Φινέ καθόντουσαν ακριβώς μπροστά μας δύο κορίτσια τα οποία όταν γελούσαν με την ταινία, γύριζαν πίσω και μας κοίταζαν. Ακόμη θυμάμαι τα δροσερά κοριτσίστικα πρόσωπά τους που έλαμπαν μέσα στο ημίφως του σινεμά. Σήμερα θα τα καμάρωνα, τότε όμως με το που τελείωσε η ταινία, σηκωθήκαμε άρον άρον για να τα συναντήσουμε στην έξοδο. Χάθηκαν μέσα στο πλήθος και δεν τα βρήκαμε - ο Αποστόλης το έφερε βαρέως για εβδομάδες. Έτσι ήταν τα περισσότερα κορίτσια τότε: αέρινα, άπιαστα.
Μεγάλη σεξοβόμβα της εποχής ήταν η Λάουρα Αντονέλλι που πρωταγωνιστούσε στη «Μαλίτσια», μια Ιταλική σεξοκωμωδία που έδειχνε το στήθος της – και μέχρι εκεί. Προσπαθήσαμε να δούμε την ταινία στον συνοικιακό σινεμά αλλά δεν μας έβαλαν μέσα λόγω ηλικίας – η ταινία ήταν άνω των 18. Ένας συμμαθητής μας που ο αδερφός του σπούδαζε στην Ιταλία, είχε ένα περιοδικό το οποίο είχε αφιέρωμα στην Λάουρα Αντονέλλι το οποίο έγινε ανάρπαστο από το ξαναμμένο αγορομάνι. Βλέποντας την απήχηση του περιοδικού και αντιλαμβανόμενος ενστικτωδώς την αξία της σχέσης ζήτηση – προσφορά, εμφάνισε στο σχολείο ένα περιοδικό με σκληρό πορνό που το είχε φέρει από την Ιταλία ο αδερφός του (εδώ το είδος δεν κυκλοφορούσε ελεύθερα) το οποίο το νοίκιαζε 30 δραχμές την ημέρα! Έδινες τα χρήματα, το έβαζες βαθιά μέσα στη σχολική σου τσάντα και την άλλη μέρα του το επέστρεφες. Ο τύπος αφού το έπιανε πολύ επιφυλακτικά και με μια δόση σιχασιάς με τα ακροδάχτυλά του, το εξέταζε με τη σχολαστικότητα αναλυτή του CSI όταν ψάχνει για ίχνη DNA και όταν διαπίστωνε πως το περιοδικό ήταν άθικτο από όλες τις απόψεις, το έδινε στον επόμενο που ήταν στη λίστα αναμονής. Η όλη διαδικασία συναλλαγής βέβαια, γινόταν στις τουαλέτες του σχολείου και θύμιζε σκηνή από αστυνομική ταινία. Στις διαμαρτυρίες κάποιων πως το ενοίκιο ήταν ακριβό, απολογούνταν πως έπρεπε να δώσει και τη σχετική προμήθεια στον αδερφό του.
Με τον Αποστόλη γουστάραμε τη Ραφαέλλα Καρρά που παρουσίαζε ένα show στην τηλεόραση που λεγόταν «Canzonissima» και πολλά χρόνια αργότερα θα το αντέγραφε η Ρ. Κορομηλά καθώς και τη Νέλη Γκίνη που τη θεωρούσαμε την απόλυτη Ελληνίδα σεξοβόμβα.
Έτσι, ένα Σάββατο της Άνοιξης του’76 ντυμένοι στην πέννα, παρφουμαρισμένοι και με γεμάτη την τσέπη από το χαρτζιλίκι που το περισσεύαμε για μήνες γι’ αυτό το σκοπό, τραβήξαμε για την οδό Αθηνάς. Έπρεπε «να γίνουμε άντρες» κατά την Αποστόλια ρήση. Το αντριλίκι βέβαια είναι πολύ δυσκολότερη υπόθεση και εμπεριέχει πολλές και δύσκολες στην κατάκτησή τους αρετές. Δεν είχαμε ιδέα όμως τότε.
Διαλέξαμε ένα σπίτι στην τύχη και μπήκαμε.


Όμως, αυτά τα πράγματα θέλουν τον χρόνο τους, τον τρόπο τους, το γούστο τους. Κι εγώ εκείνες τις στιγμές δεν είχα ούτε χρόνο, δεν ήξερα τον τρόπο, δεν έκανα γούστο το άθλιο δωμάτιο. Βγήκα ηττημένος και με τα φτερά σπασμένα. Σε λίγο, βγήκε και ο Αποστόλης. Του εξομολογήθηκα το πάθημά μου κι αυτός μου ομολόγησε πως έπαθε το ίδιο. Μπορεί μια μέρα να γινόταν ηθοποιός αλλά εκείνη τη φορά δεν έπαιξε καθόλου καλά τον ρόλο του. Μου έλεγε ψέμματα και το κατάλαβα. Ήταν το καλύτερο και το πιο αντρίκιο ψέμα που έχω ακούσει μέχρι τώρα. Ο Αποστόλης δε χρειαζόταν «να γίνει άντρας». Με το ψέμα του αυτό απέδειξε πως ήταν. Ένα ψέμα που ανέβασε την εκτίμησή μου γι’ αυτόν πολλά επίπεδα παραπάνω. Τώρα που τα ξανασκέφτομαι όλα τούτα, το εκτιμώ ακόμη περισσότερο. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τσαλακωθεί έτσι ένας δεκαπεντάχρονος έφηβος σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα όταν του δίνεται η ευκαιρία να κοκορευτεί και να γίνει ο ήρωας της ημέρας. Δεν το ξανασυζητήσαμε ποτέ.
Η Φύση όμως, πάντα βρίσκει το δρόμο της. Ίσως να οφείλεται και στο «θαυματουργό» νερό του Καματερού, αφού το βυτίο του πέρασε κι από τη γειτονιά μας και η μάνα μου γεμίζοντας δυο τρία μπιτόνια μου έδωσε κι εμένα να πιω. Από εκείνο το νερό ήπιε όλη η γειτονιά, όλη η Αθήνα, σχεδόν όλη η Ελλάδα, ήπιε και η μάνα μου – δεν εμπόδισε όμως τον καρκίνο να την σκοτώσει μέσα σε λίγους μήνες στα 74 χρόνια της.
Ξοδέψαμε κι άλλες φορές με τον Αποστόλη το χαρτζιλίκι που μπορούσαμε να μαζέψουμε σε τέτοιες επιδρομές επιβεβαίωσης του ανδρισμού μας. Είχαμε γίνει, επιτέλους, άνδρες.
Σε μια από τις αλητοβόλτες μας, μάθαμε πως εκεί κοντά, γυριζόταν ένα επεισόδιο κάποιου σήριαλ. Πήγαμε βέβαια να δούμε. Πετύχαμε πάνω στις πρόβες τον Δ. Παπαμιχαήλ και τη Θάλεια Παπάζογλου. Εγώ, βλέποντάς τους από κοντά, απογοητεύτηκα. Ήταν κανονικοί άνθρωποι, άσε που μπέρδευαν τα λόγια τους σιχτιρίζοντας. Ο Αποστόλης όμως, μαγεύτηκε. Αυτό ήταν. Του μπήκε το ψώνιο του ηθοποιού. Έπεισε τους γονείς του να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα με έναν επαγγελματία ηθοποιό που νομίζω πως έμενε στην Ηλιούπολη, τον Ν. Πόγκα. Δεν ξέρω πώς κατάφερε να τους πείσει. Κάποια στιγμή, λίγες μέρες πριν φύγω οριστικά για Καβάλα, μετά από προτροπή του ίδιου, πήγα να τον παρακολουθήσω στο μάθημα. Ο Πόγκας τον είχε βάλει να κάνει τον Οιδίποδα! Έβλεπα τον Αποστόλη να βγάζει τις νοητές καρφίτσες από τον ανύπαρκτο χιτώνα του, να τις χώνει στα μάτια του και να σφαδάζει τυφλός πια στο πάτωμα. Αν στα πρώτα μαθήματα έπαιζε τον Οιδίποδα, τότε σαν ηθοποιός θα έπρεπε να παίζει τον Βασιλιά Ληρ στο Βασιλικό Θέατρο του Λονδίνου!
Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους της γειτονιάς και μετά ξεχωριστά τον Αποστόλη (δεν μέναμε στην ίδια γειτονιά) πίστευα πως θα τα λέγαμε συχνά. Κάποια γράμματα στην αρχή που όλο και αραίωναν και μετά χαθήκαμε. Δεν τους ξαναείδα ποτέ. Κανέναν, εκτός του Αποστόλη.


Με πήρε τηλέφωνο το Φθινόπωρο του ‘89. Ήταν με τον θίασο της Καλουτά στην Καβάλα, σε μια επιθεώρηση του Θεάτρου «Μινώα». Ήρθε στο σπίτι, τον φιλέψαμε, καμάρωσε την σχεδόν τρίχρονη τότε κόρη μου, χάρηκε που έκανα οικογένεια – αυτός είχε προλάβει και να παντρευτεί και να χωρίσει. Δούλευε στο Δήμο Ηλιούπολης και παράλληλα ασχολιόταν και με την υποκριτική. Έπαιξε σε μερικές βιντεοταινίες πλάι σε μεγάλα ονόματα, συμμετείχε σε ένα δυο ξεχασμένα σήριαλ που προβάλλονταν στην ΕΡΤ την εποχή που άρχιζε η παρακμή της και σε μερικές επιθεωρήσεις. Εκείνο που χάρηκα ήταν πως είχε σταθερή δουλειά και είχε την πολυτέλεια να κάνει το ψώνιο του χωρίς το βιοποριστικό άγχος.
Το βράδυ πήγαμε με τη Νίτσα στον κατάμεστο Απόλλωνα να δούμε την παράσταση. Την είδαμε. Αντί για τον Βασιλιά Ληρ, ο Αποστόλης συμμετείχε σε μια αρπαχτή της συμφοράς. Του δώσαμε συγχαρητήρια βέβαια και του στείλαμε και ανθοδέσμη η οποία αντί να πάει στα καμαρίνια, βρέθηκε στην αγκαλιά του στη σκηνή όταν χαιρετούσαν το κοινό που στη συντριπτική του πλειοψηφία είχε εργατικά εισιτήρια – υποψιάζομαι πως οι μόνοι που πληρώσαμε κανονικά ήμασταν εμείς. Θυμάμαι έντονα το τεράστιο ευτυχισμένο χαμόγελο του Αποστόλη, που μόνο αυτός είχε ανθοδέσμη, το παγωμένο και γεμάτο ζήλια βλέμμα που του έριξε η Καζιάνη και την Καλουτά η οποία είτε ήταν στον κόσμο της και δεν πήρε είδηση πως μόνο αυτός είχε ανθοδέσμη είτε αυτά τα θέματα τα είχε ξεπεράσει προ πολλού. Τα σχόλιά μας για την παράσταση και την ερμηνεία του ήταν διθυραμβικά κάνοντας τον Αποστόλη τρισευτυχισμένο. Το δικό μου ψέμα ήταν ένα πολύ μικρό αντίδωρο στο δικό του που μου είχε πει 14 χρόνια πριν. Μου έδωσε το καινούριο του τηλέφωνο, αποχαιρετιστήκαμε και έφυγε με τον θίασο. Δεν ξαναβρεθήκαμε. Το τηλέφωνό του ανήκει εδώ και 15 χρόνια σε εταιρεία ταξί της Ηλιούπολης και το Google τον αναφέρει ως συντελεστή σε ξεχασμένες βιντεοταινίες.


Πίσω στον Ιούνιο του ’77, μισοξαπλωμένος στην κουκέτα του φορτηγού που μετέφερε τα πράγματά μας, δίπλα στον οδηγό η μάνα μου, ξεκινούσα για την Καβάλα όπου θα ολοκλήρωνα το μακρύ ταξίδι ενηλικίωσης. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, το ταξίδι αυτό τελειώνει μαζί με τη ζωή. Πάντα κάτι μαθαίνεις, πάντα κάτι παθαίνεις, πάντα κάτι σου ξεφεύγει….


Τον ίδιο χρόνο, τον ίδιο μήνα, το μικροκαμωμένο κορίτσι έπαιρνε κι αυτό το δρόμο της επιστροφής από το Μόναχο σε ένα χωριό των Σερρών, 50 μόλις χιλιόμετρα μακριά. Οκτώ χρόνια αργότερα, οι ζωές μας θα συναντιόντουσαν.






Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Το τρανζιστοράκι


1965 ή 1966.
Κρατάω ένα τρανζιστοράκι. Το θυμάμαι ακόμη. Ήταν καλυμμένο με μια δερμάτινη θήκη που στην μπροστινή της μεριά εκεί που ήταν το ηχείο, ήταν γεμάτη τρυπούλες για να βγαίνει ο ήχος. Μου άρεσε να τη μυρίζω – είχε μια τραχιά, αψιά μυρωδιά δέρματος. 
Δεν άκουγα σταθμούς, μ’ άρεσαν τα παράσιτα. Δεν ξέρω τι συναρπαστικό έβρισκα στα παράσιτα αλλά μου άρεσε ν’ ακούω αυτό τον υπνωτικό, μονότονο ήχο.
Πολλά χρόνια αργότερα, θα μάθαινα πως τα παράσιτα του ραδιοφώνου και τα «χιόνια» της τηλεόρασης, είναι τα κατάλοιπα της Δημιουργίας, του Big Bang, η λεγόμενη ακτινοβολία υποβάθρου ή αν θέλετε πιο ποιητικά, η μελωδία του Σύμπαντος.
Πίσω μου οι γονείς μου, εικοσιπέντε χρόνια νεώτεροι από την ηλικία που έχω εγώ τώρα, δε βρίσκονται στη ζωή πια.
Σκέφτομαι κάποια στιγμή να βάλω στο ραδιόφωνο παράσιτα, μπας κι ανάμεσα από τη κακοφωνία τους ακούσω πάλι τη φωνή τους.

Το τέλος του κλαμπ

Σήμερα ο Θωμάς, περίλυπος μου ανακοίνωσε πως αναγκάστηκε να κλείσει το κλαμπ. Κάποιοι γείτονες λέει, ενοχλήθηκαν από τις φωνές των θαμώνων.
"Είστε τυχερός κύριε, προλάβατε και ήρθατε και το είδατε" μου είπε.
Ο τυχερός είσαι εσύ Θωμά...

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Στο κλαμπ

Εδώ κι έξι μήνες, με ψήνουν να επισκεφτώ το κλαμπ. Εμπνευστής και ιδιοκτήτης του είναι ένας εστέτ τυπάκος, ο Θωμάς. Ο Μάριος ο Β, ο Νικόλας, ο Πέτρος, ο Γιάννης, ο Κώστας, ο Γιαννίκος, ο Μάριος ο Π. είναι συνιδρυτές και τακτικοί θαμώνες του κλαμπ. Πηγαίνουν εκεί και αφού το συγυρίσουν και κάνουν τις εργασίες συντήρησης, αράζουν μετά με τις ώρες.
Επί έξι μήνες λοιπόν, μου ζητούν να επισκεφτώ το κλαμπ τους. Προφασιζόμουν διάφορα για να μην πάω – για κλαμπ είμαστε τώρα… Παρ’ όλα αυτά όμως, αγόραζα πού και πού διάφορα υλικά και εξοπλισμό και τα έδινα σαν δώρο στο Θωμά, ο οποίος τα έπαιρνε με μια λάμψη στα μάτια και με ευχαριστούσε καταϋποχρεωμένος.
Σήμερα, ενέδωσα και πήγα επιτέλους στο κλαμπ μετά το σχολείο. Με περίμεναν εκεί. Είχαν τακτοποιήσει προσεκτικά τα υλικά που τους χάρισα και μου τα έδειχναν όλο καμάρι: το φαρμακείο, τον σπάγκο, τον παλιό πυροσβεστήρα.
Το κλαμπ βρίσκεται σε ένα άδειο οικόπεδο απέναντι από το σπίτι του Θωμά και εκτείνεται ανάμεσα σε δύο δέντρα. Η «οροφή» του είναι ένας πλαστικός μουσαμάς και στα κλαδιά του δέντρου είναι σφηνωμένη μια μικρή ξύλινη εξέδρα, δίκην παταριού ή βίγλας.
- Κύριε, σας αρέσει το κλαμπ μας; με ρώτησαν σχεδόν με μια φωνή όλοι.
- Μπράβο παιδιά, είναι πάρα πολύ ωραίο! απάντησα με γνήσιο ενθουσιασμό.

Κάθισα κανένα πεντάλεπτο «επιθεωρώντας» το και δίνοντας συμβουλές κι έφυγα πριν ενδώσω στον πειρασμό να καθίσω εκεί, κάτω από το δέντρο, παρέα με τα αγόρια της τάξης μου χαχανίζοντας μέχρι αργά το απόγευμα, όταν θα ερχόντουσαν οι τύποι με τις άσπρες μπλούζες να με μαζέψουν.

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Αντάμωμα

Γνωρίστηκαν το 1975 στην πρώτη τάξη του ελληνικού Γυμνασίου στο Μόναχο κι έγιναν αχώριστες φίλες με αυτόν τον μοναδικό τρόπο του εφηβικού δεσίματος.
Ξενάκια και τα δυο κορίτσια, από παραδοσιακές αγροτικές οικογένειες πεταμένες στην καρδιά της Ευρώπης, μοιράστηκαν τους φόβους, τις ανησυχίες, τα σκιρτήματα.
Δυο χρόνια αργότερα η μία επέστρεψε στην Ελλάδα. Χάθηκαν. Η ζωή πήρε τα δύο κορίτσια και τα έκανε γυναίκες, συζύγους, μητέρες, εργαζόμενες.
Τα τελευταία χρόνια, έψαχναν η μία την άλλη, μέσω Facebook. Η έρευνα απέδωσε καρπούς και χθες, 39 χρόνια αργότερα, ξαναβρέθηκαν. Άνοιξαν τις αγκαλιές τους συγκινημένες, προσφωνώντας η μία την άλλη με τα παλιομοδίτικα τώρα πια, κοριτσίστικα ονόματά τους.
Μίλησαν πολύ λίγο για τα χρόνια εκείνα - λες κι ήθελαν να τα προφυλάξουν από βέβηλα αυτιά – και πολύ περισσότερο για τη ζωή τους μετά. Τις έβλεπα και τις άκουγα χαρούμενος, παρατηρώντας πως ο χρόνος τις φέρθηκε με τρυφερότητα – τις γλύκανε θαρρείς.
Χωρίστηκαν υποσχόμενες να τα λένε τακτικά και, ίσως, να ξαναβρεθούν.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Οι Κυριακές

Οι Κυριακές μοιάζουν πάντα μελαγχολικές με μια διάχυτη αίσθηση ερήμωσης.
Είναι το υπονοούμενο κάποιας ματαίωσης, η θολή αναπόληση της ραδιοφωνικής μετάδοσης του ματς, μια υποψία λύπης, η ερημιά των μοναχικών, η παράλυση της πόλης, η ίδια η πεμπτουσία της μελαγχολίας. Η Κυριακή έχει τη δική της ποίηση, που τη συμβολίζουν το βουβό ξυπνητήρι, ένα ζευγάρι παντόφλες, μια τηλεόραση που παίζει στα τυφλά, το προσεγμένο γεύμα, η σιέστα δίχως όνειρα, τα κλειστά περίπτερα, η υποψία ότι θα μείνουμε από τσιγάρα. Το ότι η Κυριακή γράφει μόνη της το ποίημα αυτό οφείλεται στο ότι δεν βρέθηκε ποτέ κανένας ποιητής να την υμνήσει - είναι άγονη, λευκή, αθόρυβη, εσωστρεφής, αντιερωτική.
Την Κυριακή οι άνθρωποι έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο αφού η παραπλανητική καθημερινότητα σιγεί και κωφεύει ακυρώνοντας τις δικαιολογίες της. Δεν υπάρχει πρόβλημα σε μια σχέση που να μην αναδύεται την Κυριακή, βγαίνοντας από τις κρυψώνες των άλλων ημερών, με τρόπο αναντίρρητο. Οι αφορμές, αόρατες έως τώρα, αρχίζουν και ξεμυτίζουν ύπουλα, ενώ οι μικρές αλλά συσσωρευμένες ασυμφωνίες αρχίζουν να ροκανίζουν τα δεσμά.
Ο άνθρωπος που περπατάει στην πόλη το απόγευμα της Κυριακής νιώθει σαν εκείνο το σκυλί που ακολούθησε, μόνο του, την κηδεία του Μότσαρτ. Ωστόσο ο άνθρωπος αυτός ξέρει καλά ότι η μελαγχολία της Κυριακής είναι ένα λάθος που διορθώνεται εύκολα χάρη στη βέβαιη επικράτηση της Δευτέρας.
Ανάμεσα σ' αυτές τις δύο ξεχωριστές ημέρες αιωρείται μια φευγαλέα, απόμακρη στιγμή αυτογνωσίας.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Παραγουάη


Από όλες τις χώρες διάλεξε την Παραγουάη χωρίς να γνωρίζει το γιατί. Ήταν το παράξενο όνομα; Η απόσταση; Το ότι δεν την είχε ξανακούσει; Δε γνώριζε το γιατί. Μάλλον τη διάλεξε επειδή ήταν μικρή, ταπεινή, φτωχή χώρα. Από τότε την είχε την πετριά να τον ενδιαφέρουν τα πράγματα, οι καταστάσεις, τα πρόσωπα που βρίσκονται στη σκιά, στο παρασκήνιο. 
Η σημαία της Παραγουάης ήταν κι αυτή μεταλλική όπως και των άλλων κρατών. Σήμερα θα χαρακτηρίζονταν ως επικίνδυνες και δε θα κυκλοφορούσαν αλλά τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, δεν υπήρχαν τέτοιες ευαισθησίες – ή υστερίες.
Μάζευε λοιπόν τις μικρές μεταλλικές ταμπελίτσες και αναρωτιόταν πώς να είναι από κοντά αυτές οι χώρες, πού να βρίσκονται στο χάρτη, τι θα μπορούσε να μάθει περισσότερα. Γιατί είχε (και αυτή) την πετριά. Τους χάρτες και τα ταξίδια (επί χάρτου).
Στο σχολείο τους χάζευε τους χάρτες και στην ώρα του μαθήματος. Κυλούσε το βλέμμα του επάνω τους και σεργιάνιζε νοερά σ’ όλο τον κόσμο – και στην Παραγουάη. Ο χάρτης που ερέθιζε περισσότερο τη φαντασία του όμως, ήταν αυτός που απεικόνιζε τους γεωγραφικούς όρους. Δεν επρόκειτο για πραγματικό χάρτη αλλά για μια ζωγραφιά ενός τοπίου που εμπεριείχε ποταμούς, λίμνες, δάση, κόλπους, πορθμούς κλπ. Έβλεπε το τοπίο και το ζωντάνευε με τη φαντασία του τοποθετώντας μέσα του αγρότες, ταξιδιώτες, πολεμιστές, εμπόρους…
Το καλύτερό του ήταν όταν τους έβαζε ο δάσκαλος να ζωγραφίσουν στο σπίτι κάποιον χάρτη. Έξυνε την ξυλομπογιά, άπλωνε τα χρωματιστά ρινίσματα σε ένα κομμάτι βαμβάκι και το έτριβε απαλά επάνω στο χαρτί πετυχαίνοντας έτσι ένα γλυκό και ομοιόμορφο βάψιμο των επιφανειών. Φυσικά, ιδιαίτερη φροντίδα έδωσε στην απόδοση των χρωμάτων και των συμβόλων της Παραγουάης όταν ζωγράφισε το χάρτη της Ν. Αμερικής. 
Στην Τετάρτη Δημοτικού ο δάσκαλος ανέθεσε μια ομαδική εργασία και μαζευτήκανε πεντέξι στο σπίτι ενός συμμαθητή τους. Αυτός λοιπόν είχε δικό του δωμάτιο, πράγμα σπανιότατο για την εποχή, αλλά αυτό που του έκανε εντύπωση και που ζήλεψε πάρα πολύ ήταν ο χάρτης που ήταν κρεμασμένος σε έναν τοίχο. Ένας χάρτης που ήταν ολόιδιος με αυτόν που είχανε στην τάξη. Προσπάθησε να πείσει τους γονείς του να του αγοράσουν έναν ίδιο αλλά καθώς δεν είχε δικό του δωμάτιο, η μητέρα του δεν ήθελε να τον κρεμάσει στο καθιστικό.
Άρχισαν να του παίρνουν όμως την εγκυκλοπαίδεια Δομή σε τεύχη, από το περίπτερο. Επιτέλους, θα ταξίδευε σ’ όλο τον κόσμο με τους λεπτομερείς χάρτες της εγκυκλοπαίδειας, ξέχωρα που θα μάθαινε κι ένα σωρό πληροφορίες για τις χώρες που τον ενδιέφεραν: Ανδόρρα, Λίχτενστάιν, Μπουτάν, Άγιος Μαρίνος, Παραγουάη. Τα χρόνια που ακολούθησαν διάβασε όλη την εγκυκλοπαίδεια, τεύχος – τεύχος, τόμο – τόμο. Πρέπει να είναι ένας από τους ελάχιστους που διάβασαν ολόκληρη τη Δομή – ίσως αυτός και ο πιτσιρικάς της διαφήμισης «Μα ποιος είσαι, η Δομή είσαι;»
Τότε κυκλοφορούσε και μια γκοφρέτα της «ΜΕΛΟ» που περιείχε αυτοκόλλητα χαρτάκια με εθνικές ενδυμασίες και σημαίες των κρατών. Αν συμπλήρωνες το άλμπουμ, κέρδιζες ένα ποδήλατο ή μια μπάλα. Φυσικά, αγόραζε μετά μανίας τις γκοφρέτες για να συμπληρώσει το άλμπουμ που, όμως, έμεινε για πάντα λειψό αφού κάποια χαρτάκια η εταιρία φρόντισε να τα βγάλει σε πολύ μικρή ποσότητα.
Ποτέ δεν έχασε το ενδιαφέρον του για τους χάρτες. Μέσα στο αυτοκίνητο είχε ένα χάρτη της Ελλάδας αλλά κι έναν της Ευρώπης ενώ πάντα ήταν ενημερωμένη και φορτισμένη η συσκευή GPS – για κάθε ενδεχόμενο.
Όταν έμαθε πως υπάρχει ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή που σου δείχνει όλη την υδρόγειο με διαδραστικούς χάρτες, δορυφορικές φωτογραφίες, βίντεο και πληροφορίες, έσπευσε να αγοράσει έναν. Με πολύ κόπο κι αφού τον βοήθησε ένα γειτονάκι του φοιτητής, έμαθε να χειρίζεται τον υπολογιστή. Όλες τις ελεύθερες ώρες του (και είχε πάρα πολλές καθώς δεν έτυχε να κάνει οικογένεια) τις περνούσε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή ταξιδεύοντας είτε βλέποντας εικόνες και διαβάζοντας άρθρα είτε στο Google Earth. Όταν μάλιστα ανακάλυψε και το Street View, ο καναπές του έγινε μαγικό ιπτάμενο χαλί που πάνω του θα περιδιάβαινε όλη την υφήλιο – εκτός από την Παραγουάη. Το αυτοκίνητο της Google δεν πέρασε από αυτήν τη χώρα ενώ είχε φωτογραφίσει όλη τη Ν. Αμερική πλην του δάσους του Αμαζονίου.
Δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει την άχαρη και πληκτική του δουλειά στο Δήμο της μικρής επαρχιακής πόλης όπου ζούσε για να πάει στο σπίτι του και να βυθιστεί στο Street View. Ένιωθε σα να κρατούσε όλη τη Γη στα χέρια του γλιστρώντας ανάμεσα στους δρόμους του κόσμου, κρυφοκοιτώντας τις αγορές, τις πλατείες, τα σπίτια, χωρίς να τον βλέπει κανείς.
Με τον καιρό η συνήθεια έγινε εμμονή και η εμμονή μονομανία. Οι έτσι κι αλλιώς λιγοστές έξοδοι έγιναν σπανιότερες και με τον καιρό έβγαινε έξω μόνο για να ψωνίσει τα απαραίτητα.
Κάθε μέρα εξερευνούσε και μια γειτονιά του κόσμου. Κάθε μέρα και μια γειτονιά, κάθε εβδομάδα και μια πόλη, κάθε μήνα και μια χώρα. Και η Παραγουάη εκεί, μια άσπρη τρύπα στο Google Maps με το καταραμένο αυτοκίνητο της Google να μην καταδέχεται να τη φωτογραφίσει.
Αυτό τον έτρωγε. Η Παραγουάη. Πώς να πάει που ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου και χρειαζόταν ένα σωρό λεφτά, λεφτά που δεν του περίσσευαν. Δε θα πήγαινε, τι να γίνει; Η Παραγουάη θα έμενε εκεί, μακριά, απρόσιτη και ανεξερεύνητη γι’ αυτόν, ένα όνειρο ζωής απραγματοποίητο για πάντα.
Χάζευε τη θέα από τον όγδοο όροφο του ξενοδοχείου στην Ασουνσιόν και δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως βρισκόταν στην Παραγουάη. Έξι ημέρες πριν, άδειασε τον πενιχρό του λογαριασμό στην τράπεζα και μετά από τρεις ημέρες ταξίδι, έφτασε στην πρωτεύουσα αυτής της παράξενης, περίκλειστης χώρας. 
Ήταν κουρασμένος και ζαλισμένος από το Jet lag, μα η έξαψη που ένιωθε δεν τον άφηνε να χαλαρώσει. Πήρε το πορτοφόλι και το εξελιγμένο κινητό του με το ενσωματωμένο GPS και βγήκε έξω στην υγρή και θερμή νύχτα. Ήθελε να περπατήσει, να γίνει ένα με την πόλη. 
Προχώρησε βόρεια, πέρασε τη Plaza de la Liberta και κατευθύνθηκε προς τον ποταμό Παραγουάη – το ίδιο και τα δύο πρεζόνια που τον ακολουθούσαν. Όταν έφτασε στην όχθη του ποταμού, τον πλεύρισαν και του ζήτησαν το κινητό και όσα χρήματα είχε πάνω του. Πανικόβλητος, έκανε να τρέξει αλλά το στιλέτο του έκοψε τη φόρα.
Πήραν το κινητό του, έψαξαν το πορτοφόλι του και πήραν από μέσα τα λίγα μετρητά και την κάρτα Visa. Μέσα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του βρήκαν μια έγχρωμη ζωγραφιά με κάτι ανθρώπους που κρατούσαν σημαίες διαφόρων χωρών. Μια απ’ αυτές ήταν και της Παραγουάης. Ο μεγαλύτερος από τους δυο πήρε τη ζωγραφιά και την έχωσε στην τσέπη του. Θα την έδινε στον μικρό του αδελφό, στη φαβέλα. 
Πέταξαν το πτώμα στο ποτάμι και τους αγκάλιασε η νύχτα.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Combat!

Ο Θανάσης έκανε τον λοχία Σώντερς – και όχι άδικα. Ήταν έναν ολόκληρο χρόνο μεγαλύτερος, η μάνα του είχε το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και, τέλος, είχε ένα αυτόματο Tommygun σαν του Σώντερς. 
Εγώ ήμουν ο Κίρμπυ. Μου άρεσε το τεράστιο οπλοπολυβόλο που κουβαλούσε. Πήρα τη θέση αυτή επάξια, αφού είχα απαλλοτριώσει έναν τεράστιο πλαστικό μονωτικό σωλήνα – φυσοκάλαμο το λέγαμε τότε – από το διπλανό γιαπί. Επάνω σ’ αυτόν τον πλαστικό σωλήνα είχα προσαρμόσει κι άλλους μικρότερους για σκόπευτρο, κοντάκι, σκανδάλη. Μέχρι και γεμιστήρα είχα προσαρμόσει επιστρατεύοντας τέσσερα πακέτα Καρέλια του πατέρα. Κακά τα ψέματα. Το Τόμσον του Θανάση ήταν αξεπέραστο. Έπαιρνε μπαταρίες κι όταν πατούσες την σκανδάλη έβγαζε ήχους πυροβολισμών κι αναβόσβηνε ένα κόκκινο λαμπάκι στην κάνη. Κι αφού ο Θανάσης δεν ήταν αναγκασμένος να κάνει με το στόμα του τους ήχους πυροβολισμών, μπορούσε να πυροβολεί και να βγάζει με τα δόντια του την περόνη της χειροβομβίδας ταυτόχρονα – πράγμα πολύ κρίσιμο για τη νικηφόρα κατάληξη της μάχης. Όλοι το κοιτάγαμε το όπλο του Θανάση και σκάγαμε από τη ζήλια μας.
Καμιά δωδεκαριά χρόνια αργότερα, στο Στρατό, είχα στην αποθήκη οπλισμού σαν αποθηκάριος δέκα αληθινά Τόμσον και πέντε οπλοπολυβόλα Bar. Σιχάθηκα να τα καθαρίζω μετά από τις βολές που κάναμε.
Λιτλ Τζων ήταν ο Γιάννης λόγω ονόματος, ο γιατρός ήταν ο Νίκος που ήθελε να σπουδάσει Ιατρική όταν θα μεγάλωνε κι ο Άρης έκανε τον Κέιτζ για λόγους που δε θυμάμαι.
Το διπλανό γιαπί ήταν το πεδίο της μάχης. Χιλιάδες Γερμανοί φώλιαζαν εκεί μέσα. Κάθε μέρα τους ξετρυπώναμε και ποτέ δεν τελείωναν. Ρίξαμε εκατομμύρια σφαίρες, χιλιάδες χειροβομβίδες αλλά τα καταφέραμε. Απελευθερώσαμε το κτίριο και ελεύθερο πια, δέχτηκε τους ευτυχείς ενοίκους του. Επόμενο πεδίο μάχης, το παραδίπλα άδειο οικόπεδο. Εκεί, τα όπλα μας πήραν φωτιά. Εννοείται πως βάζαμε και κανονικές φωτιές χρησιμοποιώντας άδεια κονσερβοκούτια κατατροπώνοντας και εκεί τους μισητούς Γερμανούς.
Η σειρά «Combat!» προβαλλόταν από την ΥΕΝΕΔ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και όλα τα αγόρια την παρακολουθούσαμε.
Η δική μας «Μάχη» τελείωσε το καλοκαίρι του 1973 όταν τελειώσαμε το Δημοτικό. Αποστρατευτήκαμε μόνοι μας, έτσι ξαφνικά, χωρίς τιμές και παράσημα, δε μας ενδιέφεραν αυτού του είδους οι μάχες πια. Μας περίμεναν άλλου είδους μάχες.
Σκέφτομαι πως αν οι μαθητές μου έβλεπαν ένα επεισόδιο της σειράς, θα έπλητταν καθώς είναι μαθημένοι από διαδραστικά παιχνίδια μάχης στον υπολογιστή με εξελιγμένα γραφικά και απόλυτα αληθοφανή εφέ.
Μου περνάει από το μυαλό να τους μάθω να φτιάχνουν όπλα από φυσοκάλαμα και χειροβομβίδες από κονσερβοκούτια κι αυτή τη φορά να είμαι εγώ ο Σώντερς αλλά μου λείπει κάτι περισσότερο από το Τόμμυγκαν του Θανάση – μου λείπουν 45 χρόνια.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Το Στοιχειό

Γνώρισα το Στοιχειό στην εφηβεία μου κι από τότε δεν το αποχωρίστηκα – με στοίχειωσε. Ήταν καλός φίλος το Στοιχειό, με βοηθούσε. Μου έκανε παρέα στις μοναξιές μου, με παρηγορούσε στις στενοχώριες μου, με έβγαζε από τη δύσκολη θέση, με βοηθούσε στο διάβασμα, με ηρεμούσε όταν είχα τα νεύρα μου, πολλαπλασίαζε τη χαρά μου. Όλοι θα μπορούσαν να με εγκαταλείψουν, να με προδώσουν, να με τσαντίσουν, να με στενοχωρήσουν – το Στοιχειό ποτέ. Ήταν φίλος, βοηθός, συμπαραστάτης, μπιστικός, συνταξιδιώτης. Ήταν αποκούμπι, παρηγοριά, συμπαράσταση, ανακούφιση.
Το Στοιχειό με στοίχειωνε για 40 περίπου χρόνια, μέχρι που η αγκαλιά του άρχισε να γίνεται ασφυκτική, πνιγηρή. Κάποιες φορές στο παρελθόν προσπάθησα να το αποχωριστώ και τότε αυτό μου έδειχνε τα δόντια του και έκανε τον εναγκαλισμό του στενότερο. Δεν ήθελε να με αφήσει κι έτσι κι εγώ τρομαγμένος, γυρνούσα γρήγορα κοντά του.
Αυτή τη φορά όμως το αποχωρίστηκα. Περιέργως, δεν έφερε και πολύ μεγάλη αντίσταση. Ίσως η βαρενικλίνη να βοήθησε αποφασιστικά. Το έκλεισα το Στοιχειό σε μια γωνιά του μυαλού μου κι ελπίζω να μη το ξανασυναντήσω ποτέ.
Σταμάτησα το κάπνισμα στις 22 Σεπτεμβρίου με τη βοήθεια ενός φαρμάκου που μπλοκάρει τους υποδοχείς της νικοτίνης στον εγκέφαλο, αφού κάπνισα μέσα σε 40 χρόνια πάνω από 350.000 τσιγάρα δοκιμάζοντας όλες τις μάρκες που κυκλοφόρησαν ποτέ στην Ελλάδα και κάνοντας γόπες και στάχτη το αντίτιμο ενός διαμερίσματος.
Καταλαβαίνω πως η (όποια) ζημιά έγινε στο σώμα μου είναι μη αναστρέψιμη αλλά κάλλιο αργά, παρά ποτέ.
Τελείωσα με το κάπνισμα – το Στοιχειό δε θα με παραμυθιάσει άλλο.

Καλή Χρονιά με Υγεία.                                                  

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Καλή Χρονιά!

Όταν ήμουν πιτσιρικάς 10-12 χρονών, το έτος 2000 ήταν ορόσημο. Θα μετακινούμασταν με ιπτάμενα αυτοκίνητα, θα πηγαίναμε διακοπές στη Σελήνη, τα σχολεία θα είχαν καταργηθεί αφού το μάθημα θα γινόταν εξ αποστάσεως μέσω τηλεόρασης. Όλα αυτά τα διάβαζα τότε στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 κι ευχόμουν να ήμουν από αυτούς που θα πήγαιναν τσάρκα στο φεγγάρι. 
Τίποτε από όσα είχαν προβλεφθεί δεν πραγματοποιήθηκε – ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί τότε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ – ενώ πραγματοποιήθηκαν άλλα που κανείς δε φανταζόταν όπως η δικτύωση μέσω του Internet, μια κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος σημαντικότερη κι από την εφεύρεση της τυπογραφίας.
Αλλά μια στιγμή… Πέρασαν κιόλας 16 χρόνια από το 2000; Η ημερομηνία-ορόσημο, αυτός ο φουτουριστικός αριθμός είναι κιόλας παρελθόν; Κι εγώ γιατί δε φοράω ασημένια φόρμα; Οι πόρτες του σπιτιού μου γιατί δεν ανοίγουν μόνες τους και το σκούτερ μου δεν πετάει;
Δεν πειράζει. Μου αρκεί πως ο κόσμος από τότε έγινε πολύ καλύτερος. Αν σκεφθούμε μόνο πως Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν τότε ο Νίξον και σήμερα ο Ομπάμα, ε, πώς να το κάνουμε, η απόσταση είναι τεράστια.
Τα πολιτικά δικαιώματα, η χειραφέτηση των γυναικών, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η εκπαίδευση των παιδιών, η μεταχείριση των ζώων δείχνουν έναν κόσμο λιγότερο ρατσιστικό, λιγότερο σεξιστικό, περισσότερο δημοκρατικό - κι ας μην είναι το σκούτερ μου ιπτάμενο…
Καλή Χρονιά!

Ο φακός

Ήταν ένας φακός-πιστόλι φτιαγμένος από μαύρο, γυαλιστερό πλαστικό. Στην άκρη της κάννης βρισκόταν το λαμπάκι που άναβε με το πάτημα της σκανδάλης. Δώρο Χριστουγέννων του ’67 ή του ’68. Περίμενα πότε να βραδιάσει για να πυροβολώ με φως το σκοτάδι του πλυσταριού και του υπογείου μας.
Δεν ξέρω τι απέγινε. Χάλασε; Χάθηκε; Δε θυμάμαι. 
Και τι δε θα έδινα να το έβρισκα κάπου για να πυροβολήσω πάλι το σκοτάδι.