Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Το ρέμα

Το καλοκαίρι του 1969 η νότια παράλληλος της Περγάμου στον Βύρωνα ήταν ένα μικρό ρέμα. Η μία εκβολή του ήταν στη διασταύρωση με τη σημερινή οδό Καυκάσου ενώ η άλλη ήταν στη συμβολή με την σημερινή οδό Ιεροσολύμων.
Το κυρίως ρέμα, αυτό της Ιεροσολύμων δηλαδή, κατέβαινε από το δασάκι του Φλορέξ και ήταν γεμάτο νερό τον χειμώνα ενώ το καλοκαίρι στέγνωνε. 
Εκεί, στο μεγάλο ρέμα στα μέσα της δεκαετίας του ’60, σαν όνειρο θυμάμαι τις νοικοκυρές να πλένουν χαλιά και κουβέρτες που χτυπούσαν με τους κόπανους.
Το ρέματα ήταν ο παράδεισος επί γης για εμάς τα πιτσιρίκια της εποχής – και ήμασταν πολλά. Τον χειμώνα ανεβαίναμε στο δασάκι του Φλορέξ και αφού κόβαμε φλούδες από πεύκα που τις λέγαμε «πιτίκες», τις δίναμε σχήμα βάρκας και τις αμολούσαμε στο ρέμα που τις παρέσερνε. Τρέχαμε δίπλα στο πλεούμενό μας στην όχθη του ρέματος και το ακολουθούσαμε μέχρι το τέρμα. Αν τύχαινε και μπλεκόταν σε κλαδιά, ξύλα ή πέτρες το ξεμπλέκαμε με το μακρύ κλαδί που είχαμε μαζί μας και το επαναφέραμε στην πορεία του. Το άγχος μας ήταν να μη μπλεχτεί το σκάφος μας κάτω από τη γεφυρίτσα, δίπλα από τη στάση των αστικών στη διασταύρωση Περγάμου και Γρανικού. Σε τέτοια περίπτωση, έπρεπε να μπούμε μέσα στο ρέμα, κάτω από τη γέφυρα για να απελευθερώσουμε το σκάφος τερματίζοντας την αγωνία του γενναίου πληρώματός του.
Θανάσιμος κίνδυνος για τα πλεούμενά μας ήταν και τα αυγά βατράχων που σχημάτιζαν μεγάλες συστάδες από χάντρες σχήματος αλυσίδας ή κορδονιού. Μπροστά σ’ αυτές τις φρικώδεις, γλοιώδεις μάζες τα πληρώματά μας έπαιρναν ανήσυχα τις θέσεις μάχης. Αν όμως είχαν την ατυχία να μπλέξει το σκάφος ανάμεσα στις εξώκοσμες, λαμπερές χάντρες, τότε αντίκριζαν τον απόλυτο τρόμο. Εκεί όμως επεμβαίναμε εμείς που με τα μακριά κλαδιά μας σηκώναμε τα αυγά των άτυχων βατράχων που μάταια περίμεναν τη γονιμοποίηση και τα πετούσαμε στις όχθες. Σε εκείνο το ρέμα γινόταν πραγματική γενοκτονία των άμοιρων αμφίβιων. 
Τον χειμώνα τα ρέματα πολλές φορές πάγωναν. Η περιοχή του Βύρωνα προς του Κυρτζή είναι ίσως η ψυχρότερη της πόλης, αφού το ρέμα σχημάτιζε μπουγάζι και ο αέρας που κατέβαινε χαμήλωνε πολύ τη θερμοκρασία. Ακόμη και τα σημερινά χρόνια που οι χειμώνες είναι πολύ ηπιότεροι από αυτούς που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, το κρύο στην περιοχή είναι αισθητά περισσότερο. Μπαίναμε στο παγωμένο ρέμα και πατούσαμε στα σημεία όπου ο πάγος θα κρατούσε το λιγοστό βάρος μας. Το στοίχημα βέβαια ήταν να περάσει κανείς στην απέναντι όχθη χωρίς να σπάσει ο πάγος και βραχεί. Το ότι θα γινόμασταν μούσκεμα από το παγωμένο νερό μέχρι τα γόνατα δε μας ένοιαζε, μας ένοιαζε όμως το ξύλο που θα τρώγαμε από τη μάνα μας που βρέξαμε τα παπούτσια μας – δεν είχαμε και πολλά.
Μερικές φορές πετούσαμε πέτρες ο ένας στον άλλο έτσι, για τη χαρά του σπορ. Ήταν πετροπόλεμοι χαμηλής έντασης που όμως ένας από αυτούς μου κόστισε μισό κοπτήρα.
Την άνοιξη το ρέμα οργίαζε από ζωή. Οι κατάφορτες δαμασκηνιές και μουριές δεχόντουσαν αδιαμαρτύρητα τις επιδρομές μας. Ανεβαίναμε επάνω τους και τρώγαμε δαμάσκηνα και μαύρα μούρα. Ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά μου το «κυρα Δέσποινα / τα δαμάσκηνα / σου τα κλέβουνε / τα παλιόπαιδα» που φωνάζαμε – μάταια όμως, μιας και δεν μας κυνηγούσε ούτε μας μάλωνε κανείς για το ξεπάστρεμα των δέντρων. Άλλες φορές πάλι, καθόμασταν επάνω στα κλαδιά που μας κρατούσαν στοργικά και τρώγαμε τη λεία μας συζητώντας μεταξύ μας.
Όσο προχωρούσε η άνοιξη και η μέρα μεγάλωνε, η παραμονή μας στο ρέμα και στο παιχνίδι τραβούσε περισσότερο σε μάκρος. Κατά το σούρουπο άκουγες από τα προσφυγικά σπίτια γυναικείες φωνές να φωνάζουν «Δημήτρηηηη! Άντε βρε, νύχτωσε!», «Δε θα σε βρω βρε τύραννε; Θα φας ένα Σουλτάν μερεμέτ!». Κι όταν η μάνα μας αποκτούσε οπτική επαφή μ’ εμάς, έβαζε στο στόμα της τον λυγισμένο της δείκτη και τον δάγκωνε – σημάδι πως θα έπεφτε ξύλο στο σπίτι. 
Ένα άλλο δώρο της άνοιξης ήταν οι χρυσόμυγες, οι ζήνες. Αυτές τις έπιαναν τα μεγαλύτερα παιδιά κι έδεναν στο πόδι τους μια κλωστή. Το φουκαριάρικο το έντομο γυρνούσε γύρω γύρω δεμένο από το πόδι – ένα είδος βιολογικού drone. Παραδόξως εγώ τις λυπόμουνα τις ζήνες και δεν τις έπιανα ούτε και τις ξεκολλούσα την ώρα που ζευγάρωναν κολλημένες στην πίσω άκρη της κοιλιάς με τα κεφάλια σε αντίθετη κατεύθυνση. 
Το μεγαλύτερο δώρο όμως της άνοιξης εκεί στα τέλη της με αρχές καλοκαιριού, ήταν η εμφάνιση για πολύ μικρό χρονικό διάστημα των πυγολαμπίδων – κωλοφωτιές τις λέγαμε. Μετά τους φουκαράδες τους βάτραχους και οι κωλοφωτιές θα γνώριζαν τη σκληρότητα των μικρών παιδιών. Ολόκληρο το ρέμα λαμπύριζε ρυθμικά γεμάτο από πυγολαμπίδες αφού δεν υπήρχε φωτισμός ούτε φυσικά και ρύπανση – και στα δυο οι πυγολαμπίδες είναι εξαιρετικά ευαίσθητες. Εμείς τρέχοντας τις πιάναμε στον αέρα και τα κακόμοιρα κολεόπτερα πέθαιναν σε λίγα λεπτά με το φως στην κοιλιά τους να σταματά να αναβοσβήνει μένοντας για λίγο σταθερά αναμμένο ώσπου θάμπωνε και έσβηνε. Με συνέπαιρνε και ταυτόχρονα με ανατρίχιαζε αυτό το θέαμα, αφού μπροστά στα μάτια μου μια ζωή έσβηνε - έσβηνε κυριολεκτικά. Τα κορίτσια, πιο πρακτικά, αφού τις έπιαναν, τις έβαζαν σ’ ένα άδειο μπουκάλι για να το μετατρέψουν σε φωτιστικό για το αντίσκηνό τους.
Το αντίσκηνο των κοριτσιών! Ήταν για εμάς το Άγιο Δισκοπότηρο, η χαμένη Κιβωτός, η σπηλιά του Αλαντίν, το Άδυτο των Αδύτων που εμείς οι βέβηλοι ποθούσαμε να το μιάνουμε. Τα κορίτσια της γειτονιάς είχαν στήσει ένα αντίσκηνο στο μικρό ρέμα και δεν άφηναν κανένα αγόρι όχι μόνο να μπει αλλά ούτε να κοιτάξει μέσα. Ποτέ στην υπόλοιπη ζωή μου δεν ένιωσα τόση περιέργεια για κάτι, όσο εκείνο το καλοκαίρι του 1969 για το αντίσκηνο των κοριτσιών. Διαχειρίστριές του ήταν μεγαλύτερα κορίτσια από εμάς κατά τρία με τέσσερα χρόνια – αιώνες δηλαδή. Μια από αυτές ήταν και η ξαδέλφη μου η Ιωάννα. Μάταια την παρακαλούσα να μου πει τι υπήρχε μέσα στο αντίσκηνο κι όσο την παρακαλούσα, τόσο εκείνη όξυνε την περιέργειά μου λέγοντάς μου πως είμαι μικρός ακόμη. Τα άλλα αγόρια γρήγορα έπαψαν να ενδιαφέρονται για το αντίσκηνο και το περιεχόμενό του μα η δική μου η περιέργεια ήταν αμείωτη. Έβλεπα το αντίσκηνο να ανοίγει και να βγαίνει από μέσα του κάποιο κορίτσι και προσπαθούσα να κοιτάξω στα σωθικά του μα εκείνο έκλεινε πάλι σχεδόν αμέσως σαν μια μεγάλη μήτρα που έβγαζε από ποιος ξέρει πού ένα κορίτσι κι ύστερα έκλεινε ξανά χωρίς να αποκαλύψει τα μυστικά της.
Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, ρώτησα την Ιωάννα για το αντίσκηνο. Αφού μου εξέφρασε την απορία της πώς το θυμόμουν τόσα χρόνια, απάντησε πως είχαν καναδυό κουρελούδες για πάτωμα, κούκλες και χειροτεχνίες από το σχολείο. 
Βλέπω δαμάσκηνα στο παζάρι αλλά δεν τα δοκιμάζω. Χωρίς την κυρα-Δέσποινα, δεν έχουν γούστο...