Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Ραγισμένη καρδιά

Ο Αντώνης γεννήθηκε το 1947 σε μια μικρή κωμόπολη της Πελοποννήσου αλλά έζησε ολόκληρη σχεδόν τη ζωή του στην Αθήνα από τότε που πέρασε στο Φυσικό. Εκεί γνώρισε και τη Μαίρη που εργαζόταν πωλήτρια σε μαγαζί με ρούχα. Η Μαίρη ήταν ένα μικροκαμωμένο κορίτσι λίγο κάτω από τα είκοσι. Ήταν από μια πάμφτωχη αγροτική οικογένεια, από ένα χωριό της Αττικής. Συνδέθηκαν με μια σχέση που δεν ήταν από εκείνες που βλέπει κανείς στο σινεμά ή διαβάζει σε μυθιστορήματα. Ήταν μια σχέση ήρεμη, γήινη, χωρίς εξάρσεις. Μόλις εκείνος πήρε το πτυχίο του παντρεύτηκαν και αμέσως μετά στρατεύτηκε. Υπηρέτησε σχεδόν όλη τη θητεία του στην Αθήνα, στο Γενικό Επιτελείο, καθότι πτυχιούχος Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια της θητείας του έχασε και τους δυο γονείς του. Ξεπούλησε τη μικρή περιουσία που είχαν κι έκοψε κάθε επαφές με συγγενείς.
Όταν απολύθηκε, έπιασε δουλειά σε ένα φροντιστήριο. Την Μαίρη την έδιωξαν από το μαγαζί που δούλευε, επειδή ο κύριος Μάκης, το αφεντικό της, φοβόταν πως θα μείνει έγκυος και θα πλήρωνε άδειες και τα ρέστα. Η Μαίρη έφυγε με ανακούφιση, αφού ο κύριος Μάκης δε θα την ξαναβίαζε.
Μερικές φορές, όταν το μαγαζί δεν είχε κόσμο και πλησίαζε η ώρα για να κλείσουν, ο κύριος Μάκης χούφτωνε τον καβάλο του και την πλησίαζε. Την ξεπαρθένεψε την πρώτη εβδομάδα που την πήρε στη δουλειά. Εκείνη δεν αντιστάθηκε, παρά μόνο τον κοίταζε κατακόκκινη από αμηχανία και ντροπή. Από τότε τη βίασε πολλές φορές, κάνοντας σ’ αυτήν αυτά που η γυναίκα του δεν τον άφηνε να κάνει. Αυτό που τη γέμιζε ενοχές όμως, ήταν πως μερικές φορές το ευχαριστιόταν. Εκείνες τις φορές τριβόταν τόσο πολύ με το σφουγγάρι στο μπάνιο που στο σώμα της άνθιζαν μικρά εγκαύματα. Ο κύριος Μάκης βέβαια δε νοιαζόταν γι αυτά και είχε τη συνείδησή του ήσυχη, αφού πλήρωσε από την τσέπη του τις τέσσερις αμβλώσεις καθώς και την παρθενορραφή για να δοθεί η Μαίρη άσπιλη την πρώτη νύχτα του γάμου της. Εκείνη λαχταρούσε πάντα να κάνει στο κρεβάτι με τον άντρα της αυτά που με το ζόρι την έβαζε να κάνει ο κύριος Μάκης αλλά βέβαια δεν τόλμησε ποτέ να του τα ζητήσει. Όταν έμεινε έγκυος, ο κόσμος της Μαίρης γέμισε ξαφνικά χρώματα. Σε όλη τη διαδρομή από το ΙΚΑ μέχρι το σπίτι, η Αθήνα τής φάνηκε σαν σκηνικό από μιούζικαλ, σαν αυτά που έβλεπε στον κινηματογράφο. Το είπε στον Αντώνη ολόχαρη, μα εκείνος σκοτείνιασε. Δε μας φτάνουν τα λεφτά, πώς θα τα βγάλουμε πέρα, να διοριστώ πρώτα, έχουμε καιρό μπροστά μας. Η πέμπτη άμβλωση την άφησε στέρφα. Δεν έφταιγε ο γιατρός – ήταν ο ίδιος που της έκανε τις άλλες τέσσερις και φυσικά έκαναν πως δε γνωρίζονταν – την είχε προειδοποιήσει. Μαράθηκε στα είκοσι τέσσερα μόλις χρόνια της και είκοσι χρόνια αργότερα πέθανε.
Ήταν τυχερός ο Αντώνης, διορίστηκε αμέσως μετά την Μεταπολίτευση σε Γυμνάσιο της Αθήνας. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσανε καλά χάρη στα ιδιαίτερα μαθήματα που έκανε και στη φήμη που απέκτησε επειδή πολλές φορές «έπιανε» τα θέματα των εξετάσεων στο Πανεπιστήμιο. Αγόρασαν διαμέρισμα, αυτοκίνητο, ένα μικρό εξοχικό στην Ανάβυσσο για τα καλοκαίρια, ζούσαν μια άνετη ζωή. Δε συζήτησαν ποτέ το θέμα του παιδιού. Η Μαίρη δεν ξανάπιασε δουλειά, ασχολιόταν με τα οικιακά και με το να κερατώνει τον Αντώνη. Όλη η πίκρα, η στενοχώρια, η καταπιεσμένη θλίψη της, διοχετεύτηκε στο να κάνει σεξ με πολλούς ευκαιριακούς εραστές. Ζούσαν μια τυπική συζυγική ζωή, χωρισμένοι στην ψυχή και στο σώμα. Εκείνος ξέδινε περιστασιακά με πόρνες κι εκείνη ξετίναζε τους εραστές της και συνέχιζε να μαραίνεται.
Η Μαίρη πέθανε στον Άγιο Σάββα από καθολικό καρκίνο στα σαράντα τρία της. Λίγους μήνες από τη διάγνωση ήταν ένας σάκος από κόκαλα. Ο Αντώνης όλους αυτούς τους μήνες δεν έφυγε από κοντά της. Τις νύχτες της χημειοθεραπείας κοιμόταν δίπλα της στην καρέκλα, τις ημέρες του πόνου κρατούσε το χέρι της απαλά και το φιλούσε τρυφερά, τις τελευταίες μέρες που έμεινε τυφλή της διάβαζε περιοδικά. Πέθανε ήσυχα, σε κώμα που είχαν προκαλέσει τα ισχυρά παυσίπονα, κρατώντας του το χέρι. Τον είχε συγχωρέσει τον Αντώνη – δεν συγχώρεσε όμως τον εαυτό της.
Μετά την κηδεία γύρισε σπίτι και κάθισε στο σκοτάδι. Ζητούσε απελπισμένα μια παρηγοριά. Μια παρηγοριά για μια ζωή που πέρασε από μπροστά του, γλίστρησε και του ξέφυγε χωρίς να το καταλάβει. Ξένος ο Αντώνης μεταξύ ξένων, αφού δεν άφησε κανέναν να του αγγίξει την ψυχή, κανέναν. Οι γονείς του, οι συμμαθητές, οι συμφοιτητές – μα δε θυμόταν κανέναν! – οι συνάδελφοι, οι μαθητές, η επιστήμη του η ίδια, πέρασαν από μπροστά του σαν ένα κινούμενο ταμπλώ βιβάν κι εκείνος απλά παρακολουθούσε. Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Αντώνης, ούτε στριφνός και απόμακρος. Όσοι τον γνώριζαν είχαν κι ένα καλό λόγο να πουν. Ίσως κάτι να πήγε στραβά πολύ νωρίς σ’ αυτόν, ποιος ξέρει. Σηκώθηκε, άνοιξε το ντουλάπι κι έπιασε το μπουκάλι με το ουίσκι.
Οι γείτονες το κατάλαβαν από τη μυρωδιά. Οι πυροσβέστες έσπασαν τη θωρακισμένη πόρτα και τον βρήκαν. Ηρεμιστικά, υπνωτικά και αλκοόλ είναι θανατηφόρος συνδυασμός. Οι συνάδελφοι και γνωστοί του, συμπέραναν πως «ράγισε η καρδιά του».