Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Η καλύβα στο βουνό

Τέτοιες μέρες με έπαιρνε η μάνα μου και πηγαίναμε στο κέντρο της Αθήνας στα μεγάλα πολυκαταστήματα όπως στο Δραγώνα, στον Κάπα Μαρούση, στο Ατενέ, στον Κατράντζο, στο Μινιόν. Χάζευα με το στόμα ανοιχτό τις κατάφωτες βιτρίνες και τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Εκείνο που μου έκανε όμως ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ένας πίνακας στο ισόγειο του Μινιόν με πολλές ταμπελίτσες οι οποίες είχαν δίπλα τους από ένα κουμπί. Στην κάθε ταμπελίτσα ήταν γραμμένη και μια κατηγορία προϊόντος όπως "Παιδική Ένδυσις", "Ανδρική Υπόδυσις" κλπ. Όταν πατούσες το κουμπί, άναβε ένα μικρό πινακάκι με τον αριθμό του ορόφου που βρισκόταν το αντίστοιχο προϊόν. Σήμερα μια τέτοια κατασκευή θα έμοιαζε πρωτόγονη, στα μάτια μου όμως φαινόταν σαν το κόκπιτ του διαστημοπλοίου της σειράς "Χαμένοι στο Διάστημα". Πατούσα τα κουμπιά τάχα από ενδιαφέρον για να κατατοπιστώ σχετικά με τη χωροταξία του καταστήματος και σταματούσα το δικό μου ταξίδι στο Διάστημα μετά από την κατσάδα της μάνας μου που φοβόταν πως θα χαλάσω τα κουμπιά.
Το ισόγειο όμως είχε και κάτι άλλο, τόσο εκπληκτικό που το θυμάμαι με ενάργεια μέχρι τώρα κι ας πέρασαν πάνω από 45 χρόνια: Ένα διόραμα με τρία τρένα. 
Το διόραμα εκτός από τα κλασικά με τα τρένα, τα τούνελ, τις γέφυρες και τους σταθμούς είχε κι ένα ολόκληρο χωριό με τα σπιτάκια του, την εκκλησία του, το σχολείο, τα μαγαζάκια του και στα μάτια μου ήταν ένας ολόκληρος κόσμος κι ας ήταν το πολύ 5-6 τετραγωνικά μέτρα. Μια ατμομηχανή, ένα ντίζελ κι ένα ηλεκτροκίνητο τρένο διέτρεχαν το διόραμα ενώ ανεβοκατέβαιναν οι μπάρες στις ισόπεδες διαβάσεις. 
Εκείνο που μου μαγνήτιζε το βλέμμα όμως, ήταν μια καλύβα επάνω στο βουνό με μια αυλίτσα περιφραγμένη με πασσάλους κι ένα δέντρο δίπλα της. Εκεί έμενα εγώ. Να, εκεί είμαι, κάτω από το δέντρο και ατενίζω την κοιλάδα με τα τρένα. Βλέπω και τους ταξιδιώτες στο σταθμό – άλλοι χαρούμενοι, άλλοι λυπημένοι, όλοι με μια βαλίτσα στο χέρι. Ποιος ξέρει πού πάνε άραγε, γιατί φεύγουν από αυτό το παραδεισένιο μέρος. Εγώ δεν πρόκειται να πάω πουθενά, θα μείνω εδώ στη μικρή μου καλύβα να χαζεύω την κοιλάδα από κάτω μου.
Η μάνα μου όμως αδιάφορη για το μαγευτικό θέαμα που ξετυλιγόταν μπροστά της, με τραβούσε απ' το μανίκι κι εγώ επανερχόμουν οδυνηρά στο σκληρό, πραγματικό κόσμο.
Ο παράδεισος των υπόλοιπων παιδιών βρισκόταν στον τέταρτο όροφο του Μινιόν. Ολόκληρος ο όροφος είχε παιχνίδια κάθε λογής. Επιτραπέζια, συναρμολογούμενα, ηλεκτροκίνητα με μπαταρίες, τηλεκατευθυνόμενα. Αυτά τα τελευταία, είχαν και το μεγαλύτερο σουξέ στην πιτσιρικάδα της εποχής αν και η τηλεκατεύθυνση ήταν ενσύρματη. Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοια παιχνίδια, εκείνη την εποχή όμως ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Περιέργως, εμένα δε μου άρεσαν τα τηλεκατευθυνόμενα και προτιμούσα τα στατικά παιχνίδια. Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα (του '70; του'71;) μου πήραν για δώρο ένα συναρμολογούμενο Spitfire. Θυμάμαι ακόμη, πως δε συναρμολόγησα τον έλικα επίτηδες για να μη φαίνεται ακίνητο. Με αυτό το αεροπλάνο γύρισα όλο τον κόσμο και κατατρόπωσα τη φοβερή και τρομερή Luftwaffe.
Λίγα μόλις χρόνια αργότερα, στις χριστουγεννιάτικες αλητοβόλτες που κάναμε στο κέντρο της Αθήνας με τον Αποστόλη, το διόραμα ήταν ακόμη εκεί. Εγώ όμως δεν του έριξα δεύτερη ματιά – άλλα με ενδιέφεραν στα 15 μου χρόνια.
Νομίζω όμως πως ένα κομμάτι του εαυτού μου έχει ξεμείνει στην καλύβα και χαζεύει κάτω στην κοιλάδα του διοράματος τους ταξιδιώτες που, παραμονές Χριστουγέννων, περιμένουν το τρένο με τη βαλίτσα στο χέρι.
Καλό τους ταξίδι, καλά Χριστούγεννα σε όλους…