Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

O φίλος μου ο Γιάννης έγινε βουλευτής!

Με τον φίλο μου τον Γιάννη αρχίσαμε να κάνουμε πολλή παρέα στο δεύτερο έτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και σύντομα γίναμε κολλητοί. Όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει κολλητός/ή στα φοιτητικά χρόνια: Ατέλειωτες συζητήσεις, μοίρασμα, κοινά όνειρα και ανησυχίες, ξενύχτια με πιοτά και άπειρα τσιγάρα, χοντράδες που τις βαφτίζαμε πλάκες, γκομενοδουλειές, αλύπητο ξόδεμα του χρόνου και του εαυτού σου – εκείνα τα χρόνια είχαμε άφθονα αποθέματα και των δυο.
Ο Γιάννης ήταν ένα φτωχόπαιδο από το Σουφλί που έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Με φιλοξένησε ένα Σαββατοκύριακο στο σπίτι του, όπου γνώρισα και την μητέρα του, την κυρία Αποστολία, μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, που με δυσκολία αλλά και με αξιοπρέπεια τα έβγαζε πέρα.
Εκείνη την εποχή, ήμουνα μέλος της ΚΝΕ όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι της ηλικίας μου. Πίεζα λοιπόν σε κάθε ευκαιρία τον Γιάννη να ενταχθεί κι αυτός. Να τον στρατολογήσω δηλαδή. Χρησιμοποιώ τη λέξη χωρίς εισαγωγικά, επειδή αυτήν ακριβώς τη λέξη χρησιμοποιούσαμε.
Ο Γιάννης όμως, πέρα από το (έξυπνο) χιούμορ, την αφοσίωση, τη φυσική και ανεπιτήδευτη ευγένεια που απέπνεε, τη διακριτικότητα - χαρίσματα για τα οποία ήταν φίλος μου – είχε και μια κριτική σκέψη σπάνια για ένα παιδί 19 χρονών.
Έτσι, κάθε προσπάθεια που έκανα να τον στρατολογήσω στην ΚΝΕ, έπεφτε στο κενό. Δοκίμασα όλα τα κόλπα αλλά ο Γιάννης αποδομούσε κάθε μου επιχείρημα με στέρεα λογική αλλά και με έξυπνες ατάκες. Δεν ήταν απολιτίκ ούτε αδιάφορος για τα πολιτικά. Τα έβλεπε όμως όλα μέσα από ένα κριτικό πρίσμα. Ούτε γκόμενα Κνίτισσα μπορούσα να του ρίξω δίπλα του – το ύστατο όπλο – επειδή ο μπαγάσας ήταν και ωραίο παιδί με πολλές επιτυχίες εντός και εκτός Ακαδημίας και δε γυάλιζε το μάτι του για γυναίκα όπως όλων σχεδόν ημών των υπολοίπων.
Άρχισαν να με πιέζουν και στην ΚΝΕ. Άμα δε μπορούσα να πείσω τον κολλητό μου, τι θα έκανα στην Επανάσταση; Κινδύνευα να χαρακτηριστώ ο Ι5 της οργάνωσης.
Η αλήθεια είναι βέβαια πως δεν έβαλα και τα δυνατά μου, μη θέλοντας να χαλάσω τη φιλία για χάρη του ΚΚΕ. Έπρεπε να το καταλάβω από τότε, 35 χρόνια πριν, πως δεν ήμουνα εγώ για τέτοια. Πως θα περνούσα το υπόλοιπο του βίου μου ανέστιος πολιτικά, γεμάτος αμφιβολίες για τα πάντα και πνεύμα αντιλογίας.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα, πήραμε πτυχίο, χαθήκαμε. Κάποια τηλέφωνα στην αρχή, και μετά ο Γιάννης μπήκε σε μια γωνιά του μυαλού μου, εκεί που βάζουμε όλα τα πολύτιμα της ζωής.
Πριν από χρόνια, διαβάζοντας το «Διδασκαλικό Βήμα», συνδικαλιστικό περιοδικό του κλάδου, είδα ένα άρθρο με το ονοματεπώνυμο του Γιάννη στις σελίδες του ΠΑΜΕ εκπαιδευτικών. Δε πίστευα στα μάτια μου! Τη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε το ύφος του: Όχι μόνο ο γνωστός ξύλινος λόγος, μα το όλο γραπτό απέπνεε μια φοβέρα, ήταν σκοτεινό.
Η αλήθεια είναι πως κάτι είχα ακούσει αυτά τα χρόνια για την ένταξή του στο ΚΚΕ από συναδέλφους του ίδιου χώρου, αλλά αυτό με ξεπερνούσε. Ο Γιάννης ακολούθησε αντίστροφη πορεία: Αντί μεγαλώνοντας να οξυνθεί το αισθητήριο της κρίσης του, αυτό αμβλύνθηκε.
Τον ξαναείδα πριν από μερικά χρόνια σε μια συνδικαλιστική μάζωξη εδώ, στην Καβάλα. Αγκαλιαστήκαμε, σφίξαμε τα χέρια. Ζούσε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη εδώ και πολλά χρόνια, η γυναίκα του ήταν Σουφλιώτισσα, η κυρα – Αποστολία ήταν καλά.
Τη μικρή κουβέντα που κάναμε ανταλλάσσοντας απόψεις για τα εκπαιδευτικά πράγματα τη σταμάτησα τεχνηέντως όταν ο Γιάννης ανέφερε τον Καπιταλισμό και τα Μονοπώλια. Μπορεί ο καταραμένος Καπιταλισμός και τα άθλια Μονοπώλια να κατέστρεφαν τους εργαζόμενους όλου του κόσμου αλλά εγώ δε θα τα άφηνα να καταστρέψουν την παλιά φιλία μου με τον Γιάννη, όπως δεν τα άφησα και τρεις δεκαετίες πριν έστω και με αντεστραμμένους τους ρόλους. Αυτό ας εκληφθεί σα μια μικρή μου συμβολή στον αγώνα «ενάντια στον Καπιταλισμό και τα Μονοπώλια».
Δεν έχω θέμα που ο Γιάννης εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Τιμή του και καμάρι του. Εξάλλου, ό,τι κάνει, το κάνει από ανιδιοτέλεια και μόνο, δεν περιμένει ανταλλάγματα. Ούτε και πληγώθηκε ο εγωισμός μου που δεν τον στρατολόγησα εγώ. Μόνο αναρωτιέμαι ποιες δυνάμεις τεκτονικής ισχύος επέδρασαν στο μυαλό του συντρίβοντας την κριτική του σκέψη. Ποια αλληλουχία γεγονότων λειτούργησαν σαν σκανδάλη στρέφοντάς τον προς τα εκεί. Τι ήταν αυτό που είδε και δεν το είδα εγώ; Άραγε διατηρεί ακόμη το χιούμορ του; Υπάρχει μια γωνιά του δικού του μυαλού που να διασώζεται η κριτική του σκέψη ή η μούχλα του Περισσού την κάλυψε κι αυτήν; Χρησιμοποιεί ακόμη τις έξυπνες ατάκες ή έχουν αντικατασταθεί από τσιτάτα του Μαρξ και του Λένιν;
Αλλά πάλι… (νάτες πάλι οι αμφιβολίες).
Μήπως αυτός είναι σωστός κι εγώ λάθος; Μήπως δε χρειάζεται και τόση αμφισβήτηση των πάντων; Μήπως στη ζωή χρειάζεται κι ένα καταφύγιο, μια βεβαιότητα; Και, εν τέλει, αυτός παλεύει με προσωπικό κόστος ξοδεύοντας πάρα πολύ από το χρόνο του για να καλυτερεύσει τον κόσμο ενώ εγώ αμπελοφιλοσοφώ στο Facebook.
Στις προηγούμενες Δημοτικές εκλογές ο φίλος μου ο Γιάννης ο Δελής ήταν υποψήφιος Δήμαρχος Θεσσαλονίκης με το ΚΚΕ και εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος, επικεφαλής της παράταξής του. Στις εκλογές αυτές εκλέχθηκε βουλευτής στην Α Θεσσαλονίκης!
Α ρε Γιάννη, θα σε βλέπω στην τηλεόραση και θα λέω σ’ όλους «Αυτός είναι ο φίλος μου ο Γιάννης, από τα χρόνια εκείνα».

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Στο παγκάκι

Καθόντουσαν στο παγκάκι του ΚΤΕΛ. Και οι δύο, περασμένα τα ογδόντα χρόνια. Εκείνη είχε τα χέρια πλεγμένα στην ποδιά της φούστας της. Εκείνος, της τα κρατούσε με το ένα του χέρι ενώ το άλλο ακουμπούσε σε γροθιά στο παγκάκι. Δίπλα της, μια σακούλα με τον λογότυπο της Ευρωιατρικής. Αμίλητοι και οι δύο, κοίταζαν χωρίς να βλέπουν, απέναντι. Κάπου κάπου εκείνη ψιθύριζε κάτι κι εκείνος της απαντούσε – χωρίς να κοιτάζονται. Τους έβλεπα και τους δύο με την άκρη του ματιού μου κι αναρωτιόμουν τι να έγραφε άραγε η διάγνωση της Ευρωιατρικής.
Πόσο καιρό είχε να της πιάσει στο χέρι εκείνος, πότε άραγε να ήταν η τελευταία φορά που αγκαλιάστηκαν κι ενώθηκαν, τι σκέψεις έκαναν τώρα που καταλαβαίνουν πως ο χρόνος για εκείνη τελειώνει, πού να βρίσκονται τα παιδιά τους, πόσο μακρινά, μικρά κι ανούσια τους φαίνονται όλα αυτά που απασχολούν εμάς τους άλλους.
Το λεωφορείο ήρθε, σηκώθηκαν και οι δύο, μπήκαν μέσα με εκείνον να την ακουμπά στην πλάτη και κάθισαν στα μπροστινά καθίσματα. Αδιάφορος ο οδηγός, ξεκίνησε και χάθηκαν.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Ένας αστικός μύθος

Σαν σήμερα πριν από 28 χρόνια έγινε ο τελικός του Ευρωπαϊκού τουρνουά μπάσκετ. Όλη η Ελλάδα ήταν καρφωμένη στην τηλεόραση για να παρακολουθήσει τον αγώνα της Εθνικής απέναντι στην πανίσχυρη τότε Σοβιετική Ένωση. Όλη η Ελλάδα; Όχι ακριβώς. Η αφεντιά μου εκείνη τη μέρα, λίγο πριν αρχίσει το ματς, επέλεξε να πάει σινεμά – χωρίς επιτυχία.
Πήγα στον Απόλλωνα που έπαιζε ένα τεχνοθρίλερ μάλλον δεύτερης διαλογής. Όταν πήγα να κόψω εισιτήριο, δε βρήκα κάποιον στο γκισέ. Απτόητος, έριξα μια ματιά παραμέσα όπου ένα κύριος σκούπιζε το πάτωμα. Τον ρώτησα πότε θα αρχίσει η παράσταση κι εκείνος αφού μου έριξε ένα βλέμμα που ήταν ένα μείγμα έκπληξης, οίκτου και απαξίας, με πληροφόρησε πως – φυσικά! – δε θα γινόταν σήμερα παράσταση. Τράβηξα λοιπόν κι εγώ στο πατρικό μου το σπίτι όπου είδα τον αγώνα μαζί με τον αδερφό μου.
Αυτή την ιστορία τη γνωρίζουν μερικοί φίλοι οι οποίοι υποψιάζομαι πως τη λένε χαμηλόφωνα και συνωμοτικά σε άλλους, σε στυλ : «Ξέρω-αυτόν-που-στο-Eurobasket-του-’87-πήγε-σινεμά». Πιστεύω δε, πως ήδη έχει εξελιχθεί σε κάποιου είδους αστικό μύθο!
Φίλαθλος δεν ήμουν ποτέ, το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό. Αλλά γιατί να μη δω έναν πραγματικά συναρπαστικό αγώνα που δε γίνεται βέβαια συχνά – κάθε άλλο – και να πάω… σινεμά;
Λοιπόν πέρα από το καλαμπούρι, εκείνη τη μέρα δεν ήθελα να συμμετέχω σε τίποτα, δεν ήθελα να δω και να ακούσω κανένα. Εκείνη τη μέρα δε θα με ένοιαζε κι αν ο Γκάλης έβγαινε ντυμένος μαζορέτα.
Εκείνη τη μέρα, η Νίτσα έπαιρνε το λεωφορείο για Αθήνα επειδή τελείωνε η δίμηνη άδεια λοχείας της και έπρεπε να παρουσιαστεί τη Δευτέρα 15 Ιουνίου στο σχολείο όπου υπηρετούσε πριν την άδειά της έχοντας μέσα στο αίμα της το φάρμακο που διέκοπτε τη παραγωγή του μητρικού γάλακτος. Εκείνη ειδικά τη χρονιά, ο συγχωρεμένος ο Τρίτσης που υποδυόταν τον υπουργό Παιδείας, αποφάσισε να επεκτείνει κατά μία εβδομάδα το διδακτικό έτος ντάλα καλοκαίρι, για να μάθουν τα παιδιά περισσότερα γράμματα.
Άπειροι και νέοι και οι δυο μας, δεν το παλέψαμε να παραταθεί κατά 10 ημέρες η άδειά της ώστε να κολλήσει σ’ αυτήν του καλοκαιριού κι έτσι το μωρό να θηλάσει όσο το δυνατόν περισσότερο διάστημα. Η αίτηση που κάναμε στην υγειονομική επιτροπή συνοδευόμενη από πιστοποιητικό του γιατρού που βεβαίωνε πως η νεαρή μητέρα θηλάζει, πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων. Θα αντιτείνει κανείς πως ο δημόσιος υπάλληλος είναι στην υπηρεσία της Πολιτείας και τα υπόλοιπα παρέλκουν. Συμφωνώ, αρκεί να ισχύει για όλους – έτσι; Βλέπετε, το Δημόσιο φέρεται με αναλγησία και σκληρότητα στον υπάλληλο χωρίς τα κατάλληλα κονέ ενώ κάνει τούμπες στους άλλους, τους λίγους και εκλεκτούς.
Μετά τον αγώνα, κατέβηκα με το μηχανάκι να πάρω από το φαρμακείο του Καλαντζή που διημέρευε γάλα σε σκόνη για το μωρό. Διέσχισα το πάρκο του Φαλήρου, αφού η Ερυθρού ήταν γεμάτη αυτοκίνητα που κορνάριζαν και φιλάθλους που χοροπηδούσαν για την επιτυχία της εθνικής ομάδας.
Εμένα δε με ένοιαζε καθόλου το όλο πανηγύρι. Με ένοιαζε που μια μητέρα κι ένα μωρό στερήθηκαν το δικαίωμα στο θηλασμό για το τίποτα...

Ο Γκώγκος



Είδα τη φωτογραφία στο σουβλατζίδικο του Δεληκάρη και τον θυμήθηκα.Τον Γκώγκο τον ήξερε όλη η Καβάλα. Όταν σε συναντούσε, σε ρωτούσε « Έχεις ένα τσιγάρο πατριώτ’;». Τον συναντούσα συνήθως στο τελευταίο βραδινό αστικό λεωφορείο όταν γυρνούσα σπίτι από τα Αγγλικά ή το φροντιστήριο, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και χάζευα το χαμόγελο, την ελαφράδα και το καθάριο της ψυχής του. Αν υπάρχει Θεός, σίγουρα θα του κερνάει τσιγάρο και θα τον κάνει γούστο κι Αυτός.

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Μια βόμβα στα θεμέλια του Ομήρου

Το ηρωικό ιδεώδες, έτσι όπως εκφράζεται στον Όμηρο, αναφέρεται στον άνθρωπο που επιλέγει την σύντομη και ένδοξη ζωή, ενώ περιφρονεί την μακρά, ήσυχη και άδοξη ζωή. Αυτό το ιδεώδες, ενσαρκώνεται τέλεια στον Αχιλλέα, ήρωα-πρότυπο της εποχής. Πράγματι, η τιμή, το θάρρος, η ανδρεία, η γενναιότητα, η περιφρόνηση προς τον θάνατο, η υπόληψη, ο σεβασμός από εχθρούς και φίλους είναι οι υψηλές αρετές για τον άνδρα – πρότυπο, τον Αχιλλέα.
Όλα αυτά όμως, τα τινάζει στον αέρα ένα μικρό απόσπασμα από την Οδύσσεια. Πέντε μόλις στίχοι αρκούν για να αποδομήσουν ολόκληρο το Ομηρικό – ηρωικό ιδεώδες, πέντε στίχοι που μπροστά τους στέκουν αμήχανοι οι Ομηριστές.
Ο Οδυσσέας στη λ ραψωδία, την επονομαζόμενη «Νέκυια», κατεβαίνει στον Άδη για να ζητήσει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία προκειμένου να μάθει από πού πρέπει να περάσει για να γυρίσει στην Ιθάκη. Στον Άδη όμως οι νεκροί για να αναγνωρίσουν κάποιον και να του μιλήσουν, πρέπει να πιουν αίμα. Ο Οδυσσέας λοιπόν σφάζει αρνιά των οποίων το αίμα σχηματίζει μια μικρή λίμνη, οι νεκροί σκύβουν και το πίνουν κι έτσι μπορεί να συνομιλήσει μαζί τους. Η σκηνή αυτή είναι ανατριχιαστική, θυμίζοντας σημερινά θρίλερ – ή μήπως σωστότερα τα σημερινά θρίλερ θυμίζουν τη συγκεκριμένη σκηνή της Νέκυιας;
Ο Οδυσσέας λοιπόν συνομιλεί με τη μητέρα του, την Αλκμήνη, την Ιοκάστη, τη Φαίδρα, την Αριάδνη, τον Αγαμέμνονα, τον Μίνωα, τον Ηρακλή.
Η βόμβα όμως που γκρεμίζει από τα θεμέλια όλο το ηρωικό οικοδόμημα, βρίσκεται στη συνομιλία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα. Λέει λοιπόν ο πολυμήχανος στον Αχιλλέα:
«Μα σαν κι εσέ μακαριστός, ώ Αχιλλέα, δε βγήκε
στα περασμένα άλλος κανείς, μήτε θα βγη κατόπι·
γιατί σα θεό και ζωντανό οι Αργίτες σε τιμούσαν,
και τώρα μέγας και τρανός στους πεθαμένους είσαι·
για δαύτο πως απέθανες μη θλίβεσαι, Αχιλλέα». (Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
Και να τι του απαντά ο νεκρός Αχιλλέας:
«Περίλαμπρε Οδυσσέα,
το θάνατο μη μου ζητάς με λόγια να γλυκάνης.
Κάλλιο στη γης να βρίσκομουν, κι ας δούλευα σε ανθρώπου
μικρού, με δίχως βιός πολύ, παρά στον Άδη να είμαι,
και βασιλέας να λέγουμαι των πεθαμένων όλων».
Δούλος φτωχού ανθρώπου και ζωντανός, παρά βασιλιάς των πεθαμένων! Ποιος το λέει αυτό; Ο ένδοξος Αχιλλέας!
Και πώς αρχίζει; Λέγοντας «μη δη μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾿ Οδυσσεύ» δηλαδή «Δε μας παρατάς ρε Οδυσσέα που πας να χρυσώσεις το χάπι». Ο Αχιλλέας προτιμά να είναι «επάρουρος» επάνω στη γη δηλαδή, «ανδρὶ παρ᾿ ακλήρῳ» υποτακτικός πάμπτωχου ανθρώπου παρά «πάσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ανάσσειν», δηλαδή να βασιλεύει σε άψυχους.
Πώς τρύπωσαν αυτοί οι πέντε στίχοι στο Ομηρικό οικοδόμημα υπονομεύοντάς το;
Είναι μεταγενέστερη προσθήκη; Ποιος το έβαλε εκεί μέσα αν είναι έτσι;
Νομίζω πως η απάντηση βρίσκεται στην αγάπη των Ελλήνων για τη Ζωή, το Φως καθώς και την πεποίθησή τους για το αμετάκλητο του θανάτου. Δεν πίστευαν – δεν καταδέχονταν να πιστέψουν – σε μια μεταθανάτια ζωή. Αγαπούσαν τη ζωή αυτή και πάσχιζαν να την απαλύνουν με την Τέχνη, τον Έρωτα, τη Φιλοσοφία, τον Ορθό Λόγο.
Να γιατί ακόμα και ο «μακάρτατος» (καλότυχος) υπερήρωας Αχιλλέας επιθυμεί τη Ζωή και το Φως.
Κι εγώ τα επιθυμώ, ο ασήμαντος μπροστά στον Αχιλλέα – και δε ντρέπομαι καθόλου.
Εσείς;

Καλό Καλοκαίρι!

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Ciao e Buena Fortuna...

Την γνώρισα το Πάσχα του 1985. Κοινός μας γνωστός ήταν ο Άγγελος ο Παντούδης ο οποίος έκανε και τις συστάσεις. Ήταν Ιταλίδα – και της φαινόταν. Είχε μια κλασική ομορφιά και μια μελαχρινή σιλουέτα με αδρές γραμμές. Μου άρεσε και φύγαμε οι δυο μας για τη Θάσο, όπου δούλευα τότε. Γυρίσαμε όλο το νησί, πότε μόνοι μας και μετά και με τη Νίτσα που έμελλε να γίνει σύζυγός μου. Την έφερα μαζί μου και στην Καβάλα, όταν πήρα μετάθεση το 1989. Περάσαμε μαζί επτά χρόνια. Σαν γνήσια Ιταλίδα, είχε έντονο ταπεραμέντο και πολλές φορές ήταν ατίθαση – μια δυο φορές με άφησε στα κρύα του λουτρού μα μετά τα ξαναβρήκαμε. Θυμάμαι πως λίγο να την χάιδευες, ξεσηκωνόταν φασαριόζικα. Στο μεταξύ, κάτι η οικογένεια που με τα δύο παιδιά μεγάλωνε, κάτι που μεγάλωσα κι εγώ, ασχολιόμουν μαζί της όλο και σπανιότερα. Την αποχωρίστηκα ένα καλοκαίρι με πόνο ψυχής πουλώντας την σε κάποιον από ένα χωριό του κάμπου.
Ο μόλις 125 cc αλλά δίχρονος και θορυβώδης κινητήρας της σε συνδυασμό με τις κοντές σχέσεις του κιβωτίου ταχυτήτων έδιναν στη μικρή μοτοσικλέτα εκρηκτικές επιταχύνσεις. Λίγο παραπάνω να χάιδευες τη μανέτα του γκαζιού και ο μπροστινός τροχός βρισκόταν στον αέρα. Η απαράδεκτη όμως ιταλική ποιότητα κατασκευής δεν εγγυάτο πως θα φτάσεις σίγουρα στον προορισμό σου – με άφησε μερικές φορές στο δρόμο – αλλά τι είναι σίγουρο σ΄αυτή τη ζωή;
Gilera TG1-125 το όνομά της, μαύρο το χρώμα της, ΚΝ577 γράφει στην πινακίδα της. Αν την δείτε πουθενά πείτε της από μένα «Ciao e Buena Fortuna».

Παίξε μπάλα...

Τις προάλλες πέρασα από την πλατεία αργά το απόγευμα. Ο 11χρονος της Πέμπτης τάξης του σχολείου μας είναι μόνος του μέσα στο κρύο και στο μισοσκόταδο και κλωτσά την μπάλα στο τοιχείο. "Ο νους του στην μπάλα, αν άνοιγε και κανένα βιβλίο..." μονολογώ. Αμέσως μετά όμως σκέφτομαι κάποιον δάσκαλο χρόνια πριν να λέει σε έναν άλλο πιτσιρικά: "Ζαγοράκη παιδί μου, άσε πια αυτή τη μπάλα και διάβαζε τα μαθήματά σου! Τι θα κάνεις στη ζωή σου;". Κατεβαίνω από το μηχανάκι, πλησιάζω το αγόρι, αλλάζουμε μερικές πάσες, του λέω να βάλει το μπουφάν του να μην κρυώσει και φεύγω...

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Σαν επίμετρο


Σαν επίμετρο
Κοιτάζοντας σήμερα από την απόσταση των τριάντα πέντε χρόνων, αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που μας κινητοποίησε τότε και ξεσηκωθήκαμε μια σταλιά παιδιά. Νομίζω πως
ήταν η λαχτάρα.
Η λαχτάρα να ζήσουμε κάτι έντονο, μακριά από τις οικογενειακές δεσμεύσεις και συμβάσεις. Γιατί, να είμαστε ειλικρινείς, ναι μεν είχαμε απόλυτα δίκιο στο αίτημά μας για την ανωτατοποίηση των Ακαδημιών, μα ανομολόγητα πιστεύαμε πως αυτή θα γινόταν στις επόμενες εβδομάδες ή το πολύ μήνες. Έτσι, τον αμέσως επόμενο Σεπτέμβριο θα ήμασταν δευτεροετείς φοιτητές σε μια σχολή τετραετούς φοίτησης, κερδίζοντας άλλα δύο χρόνια ξεγνοιασιάς. Ποιος μπορεί να μας κατηγορήσει γι’ αυτό, αφού στα δεκαοχτώ μας, μας δόθηκε ένα πολύτιμο δώρο:
ήταν η ελευθερία.
Η ελευθερία να δοκιμάσουμε τα όρια του κόσμου αλλά και τα δικά μας. Μια ελευθερία που έπρεπε να τη διαχειριστούμε μόνοι μας και να ανακαλύψουμε πού αρχίζει και πού τελειώνει. Μια ελευθερία που δε θα ανεχόμασταν να φαλκιδευτεί από κανέναν κι από τίποτα κι αυτός που μας την περιόριζε ασφυκτικά
ήταν ο Ράπτης.
Ο Ράπτης δε φέρθηκε σαν μέντορας και συμπαραστάτης αλλά σαν τυραννικός αφέντης. Όμως, τι αξία έχουν οι αναμνήσεις όταν λείπει ο «κακός» της ιστορίας; Είτε είναι ο στρυφνός καθηγητής στο σχολείο είτε ο σκληρός αξιωματικός στο στρατό είτε ο… Ράπτης, ο «κακός» συσπειρώνει και λειτουργεί σαν συγκολλητική ουσία βάζοντας όλους τους άλλους απέναντί του. Αυτό όμως που ο Ράπτης δεν υπολόγισε
ήταν τα νιάτα.
Όταν είσαι νέος, μπορείς να ρισκάρεις. Να ρισκάρεις χρόνο από τη ζωή σου που έτσι κι αλλιώς έχεις άφθονο, να μη ρισκάρεις χρήμα που έτσι κι αλλιώς δεν έχεις. Να γιατί τρεισήμισι δεκαετίες αργότερα γίνεσαι πιο συντηρητικός. Δε ρισκάρεις χρόνο γιατί σου τελειώνει ούτε και όσα έχεις αποκτήσει στο μεταξύ. Αν μου επιτραπεί ο βέβηλος παραλληλισμός, το ίδιο δεν έγινε και με τα παιδιά του Πολυτεχνείου το ’73; Κι εκείνα δεν είχαν έναν μόνο Ράπτη απέναντί τους αλλά ένα ολόκληρο καθεστώς. Τα ίδια θα κάναμε κι εμείς στη θέση τους και αντίστροφα. Τα νιάτα είναι ανίκητα όταν εξεγείρονται. Και τα νιάτα τότε
ήταν ο Δημήτρης, ο Θάνος, ο Χρήστος, ο Γιάννης, η Φωτεινή, η Λένα, η Δήμητρα, η Φανή, ο Κώστας, ο Σταύρος, η Σοφία και ο Γιώργος που μας άφησαν νωρίς, η Δέσποινα, ο Στράτος, ο Θεοδόσης, η Ρένα, ο Βασίλης, ο Αλέκος, η Μαρία, ο Μάκης, ο Γιώργος, ο Μπάμπης, ο Λάκης, η Εύη, ο Ηλίας, ο Γιώργος, η Τέρψη, ο Βαγγέλης, ο Θανάσης, η Ελένη, η Ζωή,
ήταν η ίδια η ζωή.


Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Το δικό μου, μικρό Πολυτεχνείο

.

Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1980, οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες όλης της χώρας ήταν σε αναβρασμό. Αίτημα των σπουδαστών ήταν να ενταχθούν στα Πανεπιστήμια, αναβαθμίζοντας το πρόγραμμα σπουδών τους.
Πράγματι, οι Ακαδημίες μύριζαν συντηρητισμό και μούχλα, με ένα απαρχαιωμένο σύστημα σπουδών που χρονολογείτο από την εποχή του Μεταξά, με καθηγητές χωρίς διδακτορικό, πολλοί από τους οποίους ήταν εκπαιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός πως ένα από τα μαθήματα που διδασκόμασταν, ήταν «Γεωπονικά». Το μάθημα μπήκε τότε, τη δεκαετία του 1930, με τη λογική ο δάσκαλος να μπορεί να προσφέρει γνώσεις γεωπονίας στα χωριά όπου θα υπηρετούσε. Απόλυτος άρχων δε, ήταν ο Διευθυντής της κάθε Ακαδημίας.
Ήμουν τότε πρωτοετής αλλά δεν έκανε καμία διαφορά από τα μαθητικά μου χρόνια στο Λύκειο. Οι παρουσίες ήταν υποχρεωτικές, με απουσιολόγο σε κάθε τμήμα, ενώ το ελάχιστο όριο απουσιών που και δικαιολογημένες να ήταν (από γιατρό ή… κηδεμόνα) έφταναν το όριο των 300 που μεταφράζεται σε 7 εβδομάδες αφού καθημερινά είχαμε 7ωρα όταν δεν είχε καθιερωθεί η πενθήμερη εργασία.
Διευθυντής της Ακαδημίας της Αλεξανδρούπολης ήταν ο μακαρίτης πια Νικόλαος Ράπτης. Ένα ψηλός, ευθυτενής άνδρας με χοντρά μυωπικά γυαλιά, απόμακρος και αυστηρός. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Ελβετία και είχε δάσκαλο τον σπουδαίο ψυχολόγο και φιλόσοφο Jean Piaget.
Δεν έφτανε βέβαια την αυταρχικότητα των προκατόχων του και ιδιαίτερα του διαβόητου Ρούσκα αλλά ακόμα και το καθεστώς των Ακαδημιών, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές του’80 άρχισε δειλά-δειλά να «εκσυγχρονίζεται». Ενδεικτικά αναφέρω πως μόλις μια δεκαετία πριν, τα κορίτσια σπουδάστριες έμεναν υποχρεωτικά στο οικοτροφείο ενώ υπήρχε και κανονισμός που απαγόρευε το «συνομπρελίζεσθαι» (έρμε ορθογράφε του Word που υπογραμμίζεις τη λέξη, πού να το φανταστείς…). Μετά από μια σπουδαία ενέργεια του αείμνηστου καθηγητή παιδαγωγικών στην Ακαδημία Ι. Δ. Ιωαννίδη εν μέσω Χούντας, βγήκαν τα κορίτσια από το οικοτροφείο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη, ενδιαφέρουσα ιστορία.
Ακόμη κι έτσι όμως, ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε τις υποδειγματικές μας διδασκαλίες φορώντας τα αγόρια καφέ κοστούμι και τα κορίτσια μπλε ταγιέρ κι ας ούρλιαζαν από μέσα η τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα – 19 χρονών ήμασταν διάολε!
Η όλη δομή δεν διέφερε σε τίποτε από εκείνη του Λυκείου: πρωινή προσευχή με τα παιδιά και τους δασκάλους των πειραματικών σχολείων που μοιραζόμασταν το κτίριο (κληρονομιά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Ζαρίφη – όταν ακόμα υπήρχαν εθνικοί ευεργέτες), διαλείμματα, εκδρομές κλπ. Βέβαια, το καλό με αυτό ήταν πως βρισκόμασταν όλες τις ώρες με παιδιά του Δημοτικού κι έτσι εξοικειωθήκαμε από νωρίς με τα περίεργα αυτά πλάσματα.
Υπήρχε βέβαια λόγος για όλο αυτό το καταπιεστικό σκηνικό. Η συντριπτική πλειοψηφία των σπουδαστών ήταν παιδιά από κατώτερες κοινωνικές τάξεις, αγροτόπαιδα ή εργατόπαιδα – ποιος εύπορος στέλνει το παιδί του δάσκαλο; Για το λόγο αυτό, για να σπουδάσουν δηλαδή χωρίς πολλά έξοδα, οι Ακαδημίες ήταν διασπαρμένες σε πολλές επαρχιακές πόλεις εκτός από αυτές της Αθήνα και της Θεσσαλονίκης. Στο σύνολο, πρέπει να ήταν πάνω από δέκα. Έτσι, το παιδί από το χωριό του Γράμμου, πήγαινε να σπουδάσει στη Φλώρινα, αυτό του Πάρνωνα στην Τρίπολη κλπ. Πού θα ανοιχτούν οι ορίζοντές του; Πώς θα έρθει σε επαφή με νέες ιδέες, νέα ρεύματα; Σε δύο μόλις χρόνια, έπαιρνε πτυχίο και έφευγε έστω και από αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη και ξανά πάλι επέστρεφε κάπου στις εσχατιές της Ελλάδας σαν δάσκαλος να αναπαράξει τον συντηρητισμό και τη μούχλα.
Παρ’ όλα αυτά, οι δάσκαλοι και οι δασκάλες έμαθαν στα παιδιά γράμματα μέσα σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες, σε χωριά που δεν τα έβλεπε ο Θεός ο ίδιος, με χίλιες στερήσεις και με ελάχιστα μέσα.
Κάποτε θα πρέπει να γραφτεί το έπος της προσφοράς των δασκάλων στην πατρίδα μας. Ένα έπος που συνεχίζεται και στις μέρες μας κι ας μη καταδέχονται να ασχοληθούν τα μεγάλα Μ.Μ.Ε. Βλέπετε, οι δασκάλες και οι δάσκαλοι δεν είναι «λαμπεροί επώνυμοι».
Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το ασφυκτικά καταπιεστικό περιβάλλον, έσκασε σαν βόμβα η είδηση πως επίκειται μεγάλη κινητοποίηση από όλες τις Ακαδημίες με αίτημα την ανωτατοποίησή τους. Έτσι, στην αρχή του Φεβρουαρίου, προκηρύχθηκε αποχή μετά από γενική συνέλευση του σπουδαστικού μας συλλόγου μέσα σε αίθουσα της Ακαδημίας. Το κλίμα ήταν εκρηκτικό. Ευφορία και ενθουσιασμός ήταν τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν. Η αίθουσα θυμάμαι πως ήταν ασφυκτικά γεμάτη από νέο κόσμο που ζητούσε να εκτονωθεί και πολύ, μα πολύ καπνό από τσιγάρα. Μόλις ένα μήνα πριν, είχαν σταματήσει οι καταλήψεις στα Πανεπιστήμια για τον νόμο 815 πετυχαίνοντας τον σκοπό τους αφού ο νόμος ακυρώθηκε κι εμείς μόλις είχαμε αρχίσει να τσαλαβουτάμε στα απόνερα των μεγάλων αυτών κινητοποιήσεων.
Το ποσοστό συμμετοχής ήταν τεράστιο. Ελάχιστοι συσπουδαστές μας μπήκαν στην τάξη και ανάμεσά τους, τρεις κοπέλες που έμεναν σε οικοτροφείο της εκκλησίας – καλή τους ώρα. Αυτές τις τρεις, ανέλαβα να τις μεταπείσω εγώ.
Εκείνη την εποχή, ήμουν μέλος της ΚΝΕ και γραμματέας του σπουδαστικού μας συλλόγου – τρομάρα μου. Πράγματι, σε ένα διάλειμμα, περνώντας επιδεικτικά μπροστά από τον Ράπτη (αχ, η αψάδα της νιότης!) τις συνάντησα μόνες σε μια αίθουσα και άρχισα να τις μιλάω. Είπα για το «δίκιο μας», «όλα κερδίζονται με αγώνες» κι άλλα τέτοια. Τα κορίτσια ψέλλιζαν κάτι δικαιολογίες, τις οποίες τις κατέρριπτα αμέσως είτε με λογικά επιχειρήματα είτε (τις περισσότερες) με εξυπνάδες, ώσπου μία από αυτές που από το ντύσιμό της φαινόταν λιγότερο σκληροπυρηνική «θεούσα» - αυτό τον όρο χρησιμοποιούσαμε για να τις χαρακτηρίσουμε – η Α., με πήρε παράμερα και με παράπονο μου είπε πως τις επιτίθεμαι άδικα, αφού δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Προέρχονταν από οικονομικά αδύναμες αλλά και πολύ συντηρητικές οικογένειες οι οποίες δεν είχαν τους πόρους για να τις σπουδάσουν κι έτσι ήταν αναγκασμένες να μένουν στο οικοτροφείο. Μια λέξη του Ράπτη, αρκούσε για να τις διώξουν. Καταντράπηκα. Μπουρδούκλωσα κάτι δικαιολογίες κι έφυγα. Δε σας είπα 'γω πως ήμουν ο Ι5 της οργάνωσης;
Όσο περνούσε ο καιρός όμως, τα πράγματα αγρίευαν. Οι απουσίες μαζεύονταν, μερικοί άρχισαν να πλησιάζουν επικίνδυνα το όριο των απουσιών κι έτσι αποφασίστηκε να κάνουμε ομάδες περιφρούρησης οι οποίες θα ήταν με βάρδιες στο προαύλιο της Ακαδημίας αποτρέποντας την ημέρα όσους συσπουδαστές μας σκέφτονταν να σπάσουν την αποχή ενώ το βράδυ ξενυχτώντας μέσα στο άγριο Εβρίτικο κρύο θα απέτρεπαν καταστροφές του υλικού μας (πανώ, πλακάτ κλπ) από τους αόρατους εχθρούς του αγώνα μας.
Είχαμε στην είσοδο της Ακαδημίας κι ένα βαρέλι στο οποίο βάζαμε κάρβουνα και μετά διάφορα εύφλεκτα υλικά για να έχουμε τρόπο προστασίας στο Φλεβαριάτικο κρύο. Γύρω από το βαρέλι αναπτύξαμε μια αυτοσχέδια καλύβα από ξύλα και διαφανή μουασαμά όπου βάζαμε και τα τιμαλφή του αγώνα. Θεματοφύλακας του βαρελιού ήταν η μορφή της Ακαδημίας, ο Βαγγέλης ο Σαμαράς. Έλεγχε τακτικά το περιεχόμενό του, φρόντιζε να μη σβήνει η φωτιά (θύμιζε γέροντα Σαμάνο) ενώ έπρεπε να πάρει κανείς την άδειά του έστω για να το πλησιάσει. Το βαρέλι αυτό λειτουργούσε λοιπόν σαν η άσβεστη Εστία του αγώνα μας.
Μέσα σε τρεις εβδομάδες, το 80% των σπουδαστών είχαμε χάσει το έτος από τις απουσίες τις οποίες ο Ράπτης κατέγραφε συστηματικά. Είδα συσπουδαστές μου να σηκώνουν το χέρι υπερψηφίζοντας την αποχή ενώ γνώριζαν πως με αυτή τους την απόφαση θα έχαναν τη χρονιά τους. Νέα παιδιά που αγωνίστηκαν με ανιδιοτέλεια για κάτι που πίστευαν (και ήταν) σωστό και δεν πήραν κανένα αντάλλαγμα, σε αντίθεση με πολλούς από αυτούς των καταλήψεων του 815 οι οποίοι έγιναν αργότερα ιδιοκτήτες διαφημιστικών εταιριών, πρόεδροι εταιριών δημοσκοπήσεων, κομματικοί καριερίστες, διευθυντές ειδήσεων σε δελτία που ημίγυμνα νυμφίδια παρουσίαζαν τον καιρό.
Αποφασίστηκε να κατεβούμε στην Αθήνα για το πανελλαδικό συλλαλητήριο που οργανώθηκε με τη συμμετοχή όλων των Ακαδημιών. Φυσικά, όπου γάμος και χαρά, ο Μιχάλης πρώτος. Πήγα λοιπόν κι εγώ, κάνοντας ταξίδι 14 ωρών περίπου. Παλμός, μαχητικότητα, ζωντάνια επικρατούσε έξω από τη Μαράσλειο. Όταν δε τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν τη συμπαράσταση των φοιτητών του Πολυτεχνείου, έγινε πανζουρλισμός. Βλέπετε, εμείς οι ταπεινοί σπουδαστές είχαμε πάρει το χρίσμα από τους γκουρού του φοιτητικού κινήματος. Πήγε αντιπροσωπεία στον τότε Υπουργό Παιδείας, Βασίλη Κοντογιαννόπουλο, ο οποίος όχι μόνο δεν συζήτησε το ζήτημα αλλά ήταν και είρων απέναντι στους εκπροσώπους μας. Δεν άκουγε ο κακόμοιρος το βουητό των πραγμάτων που ερχόντουσαν και σε λιγότερο από δύο χρόνια θα σάρωναν τα πάντα.
Επιστρέφοντας στην Αλεξανδρούπολη, κυκλοφόρησε τοπική εφημερίδα με τίτλο «Να φύγει ο Ράπτης από την Ακαδημία!». Η κατάσταση εκτραχύνθηκε όταν ο Ράπτης, δρώντας παρορμητικά και σε πανικό κάλεσε την αστυνομία έξω από την Ακαδημία. Μαζευτήκαμε κι εμείς απέξω, πιασμένοι χέρι-χέρι σχηματίζοντας αλυσίδα και φωνάζοντας «Όλοι ενωμένοι!». Απέναντί μας είχαμε κάτι ταλαίπωρους και φοβισμένους χωροφύλακες που προφανώς καταριόντουσαν την ώρα και τη στιγμή που τους πήραν από τον επαρχιακό καφενέ και τους έβαλαν απέναντι σε ξαναμμένα παιδαρέλια. Ήταν προφανώς και σε αμηχανία, επειδή απέναντί τους αυτά τα παιδαρέλια ήταν μελλοντικοί δάσκαλοι και δασκάλες κι έτσι το μυαλό τους βραχυκύκλωσε τελείως.
Μα να στέκονται έτσι και να μην κάνουν τίποτε εναντίον μας; Ούτε μια σπρωξιά, μισό χτύπημα από γκλομπ, ούτε ένα έστω και κλούβιο δακρυγόνο; Και γιατί δεν έστελναν τα ΜΑΤ πανάθεμά τους; Άλλοι είχαν απέναντί τους κοτζαμάν Χούντα και τανκς κι εγώ μια χούφτα κακορίζικους χωροφυλάκους. Πώς θα γινόμουνα τώρα ήρωας; Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε λίγο αργότερα, όταν επενέβη ο Δήμαρχος κι άλλοι τοπικοί παράγοντες.
Παρ’ όλα αυτά, δεν έχω ξανανιώσει έκτοτε τέτοια έξαψη και ενθουσιασμό στη ζωή μου, εκτός στις περιπτώσεις που ερωτεύτηκα. Αλλά μήπως και η επανάσταση στο κατεστημένο δεν είναι έρωτας;
Έρμε Ράπτη, με ποιους τα έβαλες; Όταν οι νέοι εξεγείρονται, το να τους πας κόντρα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Αναρωτιέμαι όμως, πώς αυτός ο άνθρωπος με τέτοιες σπουδές κατάφερε και έθεσε εναντίον του ολόκληρες γενιές σπουδαστών. Θα μπορούσε με λίγες φράσεις να τους έχει μαζί του κι όμως επέλεξε το δρόμο του αυταρχισμού. Φοβόταν προφανώς πως αν οι Ακαδημίες ανωτατοποιούνταν, θα έμενε χωρίς δουλειά. Ίσως πάλι ήταν έτσι ο χαρακτήρας του. Αν τον έβλεπε ο Piaget, δε νομίζω πως θα ήταν περήφανος για τον πρώην φοιτητή του. Δεν πειράζει, ο Θεός ας τον συγχωρήσει.
Όλα έδειχναν αδιέξοδο, όταν έπεσε η πρόταση για δυναμικότερες κινητοποιήσεις, δηλαδή κατάληψη. Χαράς Ευαγγέλια για τον Μιχάλη! Θα καταλαμβάναμε την Ακαδημία, θα ξημεροβραδιαζόμασταν μέσα στις αίθουσες, δε θα μπορούσε να μπει κανείς άλλος, θα κάναμε συναυλίες (ο Στράτος κι ο Θεοδόσης ήταν έτοιμοι) χώρια που θα ήταν και τα κορίτσια μαζί με εμάς τους καταληψίες - ήρωες, οπότε…
Και κάπου εδώ η μικρή καριέρα μου στην επανάσταση αρχίζει την κατιούσα. Όχι μόνο δεν έγινε η κατάληψη αλλά και μία - μία οι Ακαδημίες σταματούν την αποχή. Κάτι η κούραση, κάτι ο φόβος για χάσιμο του έτους, κάτι οι αόριστες υποσχέσεις συνέβαλαν στο σταμάτημα των κινητοποιήσεων. Αργότερα έμαθα από φήμες πως ρόλο έπαιξε και το ΠΑΣΟΚ που ήθελε να καρπωθεί εκείνο την ανωτατοποίηση των σπουδών των δασκάλων, κάτι που όντως έκανε λίγα χρόνια αφού έγινε κυβέρνηση.
Το Υπουργείο έσβησε τις απουσίες, ξαναγυρίσαμε στα θρανία αλλά τίποτε δεν ήταν όπως πριν. Πολλοί συσπουδαστές μου πολιτικοποιήθηκαν μέσα από την όλη ιστορία, φιλίες γιγαντώθηκαν και κράτησαν μια ζωή, αυτοί που δε συμμετείχαν στην αποχή παραδόθηκαν στη γενική περιφρόνηση (πλην των τριών κοριτσιών που προανέφερα) κι εγώ έκλαιγα τη χαμένη ευκαιρία για γενική εξέγερση και επανάσταση.
Όσο για το βαρέλι, όταν τελείωσαν όλα, ο Βαγγέλης έριξε μέσα τα σπρέι που χρησιμοποιούσαμε για να γράφουμε συνθήματα και καναδυό γκαζάκια και, ως άλλος Σαμουήλ στο Κούγκι, το… ανατίναξε!
Κοιτάζοντας τώρα από μακριά, με την απόσταση των τριάντα πέντε χρόνων, βλέπω πως σαφώς το αίτημά μας ήταν δίκαιο. Τώρα αυτό ακούγεται κλισέ αφού έχουμε δει απίστευτες καταστάσεις για δίκαιους τάχα αγώνες, αγώνες όμως που κρύβουν στυγνά συντεχνιακά προνόμια. Δεν είναι όμως απόλυτα λογικό, ένας άνθρωπος που έχει την ευθύνη της μόρφωσης μικρών παιδιών, να έχει υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακή κατάρτιση από καθηγητές με την ανάλογη μόρφωση; Τώρα αν αυτή δίνεται στα σημερινά παιδαγωγικά τμήματα, αυτό είναι ευθύνη άλλων.
Αλλά και η μορφή του αγώνα μας ήταν τίμια και παλικαρίσια. Αποχή, όχι κατάληψη. Δεν τραμπουκίσαμε, δεν εξαναγκάσαμε κανέναν, ήμασταν δε έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα. Ακόμα κι αυτούς που είτε ήταν τα καρφιά του Ράπτη ή κόλακές του, τους γυρίσαμε απλά την πλάτη.
Μπορεί να μη δοξάστηκα στα γεγονότα του δικού μου, παρ’ ολίγον Πολυτεχνείου στην ακριτική Αλεξανδρούπολη, έμαθα όμως πως η ζωή κρύβει «Ένα και δύο και τρία, πολλά Πολυτεχνεία» σχεδόν καθημερινά. Μέσα από τη δουλειά σου, την παρουσία σου στην κοινωνική ζωή, τις αξίες και στάσεις ζωής που μπορείς να μεταλαμπαδεύσεις στα παιδιά σου, η ζωή κάνει ένα βηματάκι παραπέρα. Γιατί τι άλλο εκτός από μια μικρή νίκη είναι το έκπληκτο βλέμμα ενός δεκάχρονου που σου λέει μέσα στην τάξη «Αλήθεια κύριε;» όταν ανακαλύπτει και ξεδιαλύνει άλλο ένα μεγάλο μυστήριο της Φύσης;
Μπορεί να μην έγινα ήρωας στα μάτια των κοριτσιών αλλά είμαι ο μεγάλος ήρωας στα μάτια των μαθητών μου, όπως και χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί μου. Η αυθεντία, αυτός που τους ανοίγει δρόμους πρωτόγνωρους, το πρότυπο, κι ας πλέω καθημερινά σε πελάγη αμφιβολίας για τα πάντα.

Κι αυτό είναι μεγάλη νίκη, δε νομίζετε;

Το στοίχημα του εξωγήινου

Αν μέχρι τον 15ο αιώνα ένας εξωγήινος παρατηρούσε τον πλανήτη μας, θα στοιχημάτιζε πως το μέλλον ανήκει στους Ανατολικούς Πολιτισμούς. Πράγματι, η σύγκριση θα ήταν συντριπτική. Μόνο το Βυζάντιο, θα αρκούσε. Τέχνες, γράμματα, νομικός πολιτισμός, ποιότητα ζωής είναι μερικά από τα στοιχεία του πολιτισμού του. Πηγαίνοντας βαθύτερα γεωγραφικά προς την Ανατολή, θα έβλεπε τους Άραβες να μεταφράζουν Αριστοτέλη, θα έβλεπε φιλόσοφους όπως τον Αβικέννα (ο οποίος επηρέασε αργότερα τον Βάκωνα και τον Θωμά τον Ακινάτη) και τον Αβερρόη που επηρέασε μεταξύ άλλων και τον Σπινόζα. Ακόμη βαθύτερα ανατολικά, οι Κινέζοι γνώριζαν την πυξίδα, το χαρτί, την τυπογραφία, την πυρίτιδα.
Την ίδια εποχή, η Ευρώπη, η Δύση, βούλιαζε στη βαρβαρότητα, στους θρησκευτικούς πολέμους, στην αμάθεια, με τις μεγάλες πόλεις της να βρωμούν και να ζέχνουν.
Και κάπου εκεί, τον 15ο αιώνα, η πλάστιγγα γέρνει αλλιώς. Η Δύση, με πρώτη την Αγγλία, βγαίνει μπροστά και ταυτόχρονα η Ανατολή πισωγυρίζει. Στην πρώτη ανοίγουν οι κοινωνικοί και οικονομικοί θεσμοί και παράλληλα κλείνουν στη δεύτερη. Τα φαινόμενα αυτά ανατροφοδοτούνταν ωθώντας περισσότερο προς τα μπρος τους πρώτους και καθηλώνοντας περισσότερο τους δεύτερους.
Η χρήση της πυρίτιδας στη Δύση έφερε τα πυροβόλα όπλα, βάζοντας τέλος στον ιπποτισμό. Πράγματι, οι ιππότες αχρηστεύτηκαν, αφού ένα βλήμα από ένα όπλο που μπορούσε να το χειριστεί και ένα παιδί ακόμα με ελάχιστη εκπαίδευση, μπορούσε να διαπεράσει την πανοπλία. Η εξαφάνιση των ιπποτών και της εξουσίας τους, έφερε νέες πολιτειακές μορφές. Η τυπογραφία πάλι, έκανε όλο και πιο προσιτή τη γνώση σε όλο και περισσότερο κόσμο ανοίγοντας το δρόμο στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Σημαντικός παράγοντας επίσης, ήταν και η προτεσταντική ηθική που κυριάρχησε σε πολλές κοινωνίες, γεννώντας και τον Καπιταλισμό.
Τον 17ο αιώνα, τον εξωγήινο θα άρχιζε να τον τρώει η αμφιβολία.
Ακολούθησαν οι μεγάλες ανακαλύψεις και εξερευνήσεις που με τη σειρά τους οδήγησαν στην αποικιοκρατία φέρνοντας πρωτοφανή πλούτο ενώ η ανακάλυψη της ατμομηχανής πυροδότησε τη βιομηχανική επανάσταση που άλλαξε τη μορφή του κόσμου για πάντα.
Τον 18ο αιώνα, ο εξωγήινος θα απελπιζόταν.
Η εμφάνιση της αστικής τάξης, συνέπεια όλων των παραπάνω, ώθησε ακόμη περισσότερο τη Δύση προς την πρόοδο ξαναανακαλύπτοντας τη Δημοκρατία στις Η.Π.Α.
Όλα αυτά βεβαίως, γεννήθηκαν οδυνηρά με πολύ πόνο, δάκρυ και αίμα – όπως και κάθε γέννα – και με εκμετάλλευση ολόκληρων λαών. Η Γαλλική Επανάσταση έφερε την αστική τάξη στο προσκήνιο μετά από λουτρό αίματος, η εκβιομηχάνιση της Αμερικής για να γίνει χρειάστηκε ένας εμφύλιος ενώ αυτή της Ρωσίας περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, έγινε μέσα από την Οκτωβριανή Επανάσταση με παγκόσμιο αντίκτυπο. Η Δύση είχε αποκτήσει τεράστια δυναμική και η Ανατολή κατάντησε υποταχτικός της.
Τον 19ο αιώνα, ο τζογαδόρος εξωγήινος έκλαιγε τα λεφτά του.
Η ίδια δυναμική συνεχίστηκε και στον 20ο αιώνα. Συνδικαλισμός, γυναικεία χειραφέτηση, ανθρώπινα δικαιώματα, κατάργηση παιδικής εργασίας, ελευθεροτυπία και πολλά άλλα, έκαναν τη Δύση το καλύτερο μέρος να ζει κανείς. Ναι, όλα αυτά κατακτήθηκαν οδυνηρά και με αγώνες – αλλά εμπεδώθηκαν και τα θεωρούμε δεδομένα. Έτσι, μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, μόνο η Ευρώπη δημιουργούσε τη μισή παγκόσμια παραγωγή.
Ώσπου, η πλάστιγγα άρχισε - αναπαίσθητα στην αρχή - να γέρνει. Το 1980 η Ευρώπη κατείχε το 25% της παγκόσμιας παραγωγής. Σήμερα παράγει το 19% και σε λίγα χρόνια το ποσοστό θα πέσει στο 7%.
Αν κανείς σκεφτόταν να αγοράσει τηλεόραση ή αυτοκίνητο πριν από 40 μόλις χρόνια, τι επιλογές είχε πέρα από ευρωπαϊκά – ή εν γένει δυτικά – προϊόντα; Philips, Grundig, Telefunken, Austin, Fiat, Renault, για να μην αναφέρουμε τις «δικές μας» εταιρείες Izola -Eskimo ή Fox Mebea - πικρή ιστορία με την πρώτη εταιρεία να κλείνει όταν αντιπρόεδρός της ήταν σημερινός υποψήφιος σωτήρας, πρόεδρος κόμματος, ο οποίος γλίτωσε τη βάσανο της δίκης για την πτώχευση της εταιρείας αφού η τότε Βουλή δεν ήρε την ασυλία του. Βλέπετε, η Izola δεν παρήγαγε ψεκαστήρες.
Σήμερα όμως, τα κορεάτικα αυτοκίνητα και οι ηλεκτρονικές συσκευές έχουν κατακλύσει τον κόσμο ενώ πολύ σύντομα έπονται τα κινέζικα, τα μαλαισιανά, τα ινδικά. Σε όποιον φαίνεται αστείο, ας σκεφτεί πως οι Ευρωπαίοι χλεύαζαν τη Yamaha όταν αποφάσισε να κατασκευάσει κινητήρες.
Ρίξτε μια ματιά στις συσκευές σας ή στα οχήματά σας. Εάν δεν φέρνουν επάνω τους την «ανατολική» φίρμα, θα έχουν τουλάχιστον κατασκευαστεί στην Ανατολή. Ο υπολογιστής τον οποίο ταλαιπωρώ γράφοντας αυτό το κείμενο, αποτελείται από εξαρτήματα σχεδιασμένα στη Δύση, κατασκευασμένα στην Ανατολή. Βγήκαν ήδη όμως «γνήσιοι» κινέζικοι υπολογιστές, οι γνωστοί Lenovo.
Θα αντιτείνει κανείς, πως είναι φυσικό να είναι έτσι, αφού εκεί έχουν ημερομίσθια του ενός ευρώ, ανύπαρκτα εργασιακά δικαιώματα, κτηνώδεις συνθήκες εργασίας.
Μα και στην Ευρώπη, έτσι ήταν. Παιδική εργασία στα εργοστάσια της Αγγλίας, άγρια εκμετάλλευση, Η όλη κατάσταση απεικονίζεται γλαφυρά στα έργα του Ουγκώ και του Ντίκενς – τους αναφέρω έτσι, πρόχειρα. Θα δημιουργηθεί και στην Ανατολή όμως μια αστική τάξη και επειδή τα μεγέθη είναι κολοσσιαία, αυτή θα έχει αριθμητικά το πλήθος της μισής Ευρώπης.
Η σημερινή κρίση της Ευρώπης αλλά και ολόκληρης της Δύσης, δείχνει τη μετατόπιση της πλάστιγγας. Οι «ανατολικοί» μας θεωρούν γερασμένους – και είμαστε. Είμαστε γερασμένοι δημογραφικά, οικονομικά, πολιτισμικά.
Αρχές του 21ου αιώνα ο φίλος μας ο εξωγήινος, αρχίζει ξανά να ελπίζει.
Η πατρίδα μας δυστυχώς, δεν αξιώθηκε να δει κανένα από τα δώρα που επιφύλαξε η Ιστορία στη Δύση. Λέμε σαν εύκολη απάντηση πως φταίει η Τουρκοκρατία. Ναι, σαφώς και είναι έτσι αλλά πρέπει να έχουμε κατά νου πως το βασικό μας έλλειμμα είναι πως ακριβώς εξ αιτίας της, δεν περάσαμε ποτέ Διαφωτισμό. Από εκεί ξεκινούν τα δικά μας δεινά (αλλά και των… Τούρκων).
Ισχυρό παράδειγμα, η έναρξη της Επανάστασης του 1821. Η ιδέα ήρθε από τη Δύση. Ποιοι ήταν οι πρωτεργάτες, οι «ηθικοί αυτουργοί»; Άνθρωποι που επηρεάστηκαν από την Ευρώπη και τα προτάγματα του Διαφωτισμού: Ο Κοραής από τη Γαλλία, ο Ρήγας όταν έφυγε κυνηγημένος στην Ευρώπη, οι τρεις Φιλικοί ήταν Έλληνες της διασποράς, ο Υψηλάντης, ο Καποδίστριας. Ακόμα και ο Κολοκοτρώνης, εάν δεν ερχόταν σε επαφή με τον έξω κόσμο στη Ζάκυνθο στην οποία κατέφυγε κυνηγημένος όπου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, δε θα του περνούσε από το μυαλό μια Επανάσταση πανελλήνιου χαρακτήρα. Φυσικά, δεν απαξιώνω τον αγώνα, το αίμα τις θυσίες και τα ανείπωτα βάσανα των αγωνιστών του ’21 για την ελευθερία του Γένους αλλά χωρίς τους προαναφερθέντες πρωτεργάτες που μεταλαμπάδευσαν τις ιδέες του Διαφωτισμού, η Επανάσταση δε θα είχε ξεκινήσει.
Τι μπορούμε όμως να κάνουμε τώρα; Τι είναι αυτό μπορούμε να «πουλήσουμε» και δεν το έχουν οι άλλοι ή δεν μπορούν να το παράξουν μαζικά και σε καλύτερη τιμή;
Δύο πράγματα: Περιβάλλον και Πολιτισμό πρωτευόντως, επιλεγμένα γεωργικά προϊόντα δευτερευόντως.
Είκοσι μόλις χιλιόμετρα από το σημείο όπου βρίσκομαι βρίσκεται ένας τόπος παγκόσμιου ενδιαφέροντος και αξίας. Εκεί, δύο χιλιάδες χρόνια πριν, στη μάχη των Φιλίππων, καταλύθηκε η Ρωμαϊκή Δημοκρατία από τον Οκταβιανό και τον Μάρκο Αντώνιο που νικώντας τους Βρούτο και Κάσσιο, άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας. Δε θα ξεχάσω τον Ιταλό φίλο της μεγάλης κόρης μου, υποψήφιο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, με τι δέος αντίκριζε τους γύρω λόφους, τη συγκίνησή του που πατούσε στα ίδια χώματα με τους πρωταγωνιστές της μάχης λέγοντάς μου πως ποτέ δε θα φανταζόταν πως θα έβλεπε από κοντά τα μέρη για τα οποία είχε διαβάσει σαν μαθητής. Πανάθεμά με, από τα 60.000.000 Ιταλών, το ένα χιλιοστό να επισκεπτόταν την περιοχή, θα είχαμε ανοίξει πολλές θέσεις εργασίας.
Ελάχιστα παραπέρα, στη Λυδία, υπάρχει άλλο ένα σημείο πάλι παγκόσμιου ενδιαφέροντος: Το μέρος όπου βαφτίστηκε ο πρώτος Ευρωπαίος Χριστιανός – και μάλιστα γυναίκα. Δε θα μπορούσε να γίνει τόπος παγκόσμιου προσκυνήματος; Ξέρετε πόσοι τρελαμένοι Αμερικανοί – λευκοί - αναβαπτισμένοι – πλούσιοι – Χριστιανοί υπάρχουν;
Αυτά δε θα μπορούσαμε να τα «πουλήσουμε»; Μόνο αυτά; Δε θα μπορούσαμε να κάνουμε τον Μαραθώνα εκεί όπου ακούστηκε το «Birth Cry» της Ευρώπης (τον όρο τον άκουσα από καθηγητή του Princeton) τόπο παγκόσμιων συνεδρίων; Ο κατάλογος και οι δυνατότητες είναι ανεξάντλητες.
Αλλά όταν έχεις ανεκδιήγητους υπουργούς πολιτισμού τι περιμένεις; Και μόνο στενά οικονομίστικα να το δει κανείς, «πουλώντας» πολιτισμό και Ιστορία βγάζεις λεφτά. Ξέχωρα το θαυμάσιο κλίμα, το μεσογειακό τοπίο, τα βότανα και τα αρωματικά φυτά, το λάδι που είναι περιζήτητα στα καλά μαγαζιά όλου του κόσμου.
Βρισκόμαστε στην καλύτερη γωνιά της γης. Ευλογημένοι από κλίμα, φύση, περιβάλλον, ιστορία, πολιτισμό. Φανταστείτε μια μεγαλούπολη με θηριώδη πολυκαταστήματα που πουλάνε τα πάντα σε πολλούς και σε χαμηλές τιμές, ανταγωνιζόμενα άγρια μεταξύ τους. Εμείς θα μπορούσαμε να είμαστε ένα μικρό, καλαίσθητο μαγαζάκι που θα έρχονταν λίγοι μυημένοι αλλά εύποροι πελάτες, αγοράζοντας εκλεκτής ποιότητας προϊόντα που δεν μπορούν να τα φέρουν τα μεγάλα πολυκαταστήματα.
Αντί γι αυτό, καταντήσαμε ζήτουλες και περίγελος όλου του κόσμου.
Όσοι υπομονετικοί αναγνώστες φτάσατε ως εδώ κι αναρωτιέστε αν θα κερδίσει τελικά το στοίχημα ο εξωγήινος, μάθετε πως αναρωτιέμαι κι εγώ. Αν η Δύση πάρει ένα τεχνολογικό προβάδισμα αιχμής, αναπτύξει π.χ. εμπορικά την παραγωγή ενέργειας μέσω σύντηξης ή/και αναδυθεί ένας νέος Διαφωτισμός, το στοίχημα θα χαθεί οριστικά για τον μακρινό μας φίλο. Ακόμη κι έτσι όμως, θα μπορούσε να πνίξει τον πόνο του λιαζόμενος στις παραλίες μας. Αν τελικά το κερδίσει, πάλι εδώ θα μπορούσε να ξοδέψει τα κέρδη του – θα τον κεράσουμε κι ένα ουζάκι.
Αν είμαστε κι εμείς εδώ…

Ο φίλος μου ο Γιάννης

Με τον φίλο μου τον Γιάννη αρχίσαμε να κάνουμε πολλή παρέα στο δεύτερο έτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και σύντομα γίναμε κολλητοί. Όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει κολλητός/ή στα φοιτητικά χρόνια: Ατέλειωτες συζητήσεις, μοίρασμα, κοινά όνειρα και ανησυχίες, ξενύχτια με πιοτά και άπειρα τσιγάρα, χοντράδες που τις βαφτίζαμε πλάκες, γκομενοδουλειές, αλύπητο ξόδεμα του χρόνου και του εαυτού σου – εκείνα τα χρόνια είχαμε άφθονα αποθέματα και των δυο.
Ο Γιάννης ήταν ένα φτωχόπαιδο από το Σουφλί που έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Με φιλοξένησε ένα Σαββατοκύριακο στο σπίτι του, όπου γνώρισα και την μητέρα του, την κυρία Αποστολία, μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, που με δυσκολία αλλά και με αξιοπρέπεια τα έβγαζε πέρα.
Εκείνη την εποχή, ήμουνα μέλος της ΚΝΕ όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι της ηλικίας μου. Πίεζα λοιπόν σε κάθε ευκαιρία τον Γιάννη να ενταχθεί κι αυτός. Να τον στρατολογήσω δηλαδή. Χρησιμοποιώ τη λέξη χωρίς εισαγωγικά, επειδή αυτήν ακριβώς τη λέξη χρησιμοποιούσαμε.
Ο Γιάννης όμως, πέρα από το (έξυπνο) χιούμορ, την αφοσίωση, τη φυσική και ανεπιτήδευτη ευγένεια που απέπνεε, τη διακριτικότητα - χαρίσματα για τα οποία ήταν φίλος μου – είχε και μια κριτική σκέψη σπάνια για ένα παιδί 19 χρονών.
Έτσι, κάθε προσπάθεια που έκανα να τον στρατολογήσω στην ΚΝΕ, έπεφτε στο κενό. Δοκίμασα όλα τα κόλπα αλλά ο Γιάννης αποδομούσε κάθε μου επιχείρημα με στέρεα λογική αλλά και με έξυπνες ατάκες. Δεν ήταν απολιτίκ ούτε αδιάφορος για τα πολιτικά. Τα έβλεπε όμως όλα μέσα από ένα κριτικό πρίσμα. Ούτε γκόμενα Κνίτισσα μπορούσα να του ρίξω δίπλα του – το ύστατο όπλο – επειδή ο μπαγάσας ήταν και ωραίο παιδί με πολλές επιτυχίες εντός και εκτός Ακαδημίας και δε γυάλιζε το μάτι του για γυναίκα όπως όλων σχεδόν ημών των υπολοίπων.
Άρχισαν να με πιέζουν και στην ΚΝΕ. Άμα δε μπορούσα να πείσω τον κολλητό μου, τι θα έκανα στην Επανάσταση; Κινδύνευα να χαρακτηριστώ ο Ι5 της οργάνωσης.
Η αλήθεια είναι βέβαια πως δεν έβαλα και τα δυνατά μου, μη θέλοντας να χαλάσω τη φιλία για χάρη του ΚΚΕ. Έπρεπε να το καταλάβω από τότε, 35 χρόνια πριν, πως δεν ήμουνα εγώ για τέτοια. Πως θα περνούσα το υπόλοιπο του βίου μου ανέστιος πολιτικά, γεμάτος αμφιβολίες για τα πάντα και πνεύμα αντιλογίας.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα, πήραμε πτυχίο, χαθήκαμε. Κάποια τηλέφωνα στην αρχή, και μετά ο Γιάννης μπήκε σε μια γωνιά του μυαλού μου, εκεί που βάζουμε όλα τα πολύτιμα της ζωής.
Πριν από χρόνια, διαβάζοντας το «Διδασκαλικό Βήμα», συνδικαλιστικό περιοδικό του κλάδου, είδα ένα άρθρο με το ονοματεπώνυμο του Γιάννη στις σελίδες του ΠΑΜΕ εκπαιδευτικών. Δε πίστευα στα μάτια μου! Τη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε το ύφος του: Όχι μόνο ο γνωστός ξύλινος λόγος, μα το όλο γραπτό απέπνεε μια φοβέρα, ήταν σκοτεινό.
Η αλήθεια είναι πως κάτι είχα ακούσει αυτά τα χρόνια για την ένταξή του στο ΚΚΕ από συναδέλφους του ίδιου χώρου, αλλά αυτό με ξεπερνούσε. Ο Γιάννης ακολούθησε αντίστροφη πορεία: Αντί μεγαλώνοντας να οξυνθεί το αισθητήριο της κρίσης του, αυτό αμβλύνθηκε.
Τον ξαναείδα πριν από μερικά χρόνια σε μια συνδικαλιστική μάζωξη εδώ, στην Καβάλα. Αγκαλιαστήκαμε, σφίξαμε τα χέρια. Ζούσε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη εδώ και πολλά χρόνια, η γυναίκα του ήταν Σουφλιώτισσα, η κυρα – Αποστολία ήταν καλά.
Τη μικρή κουβέντα που κάναμε ανταλλάσσοντας απόψεις για τα εκπαιδευτικά πράγματα τη σταμάτησα τεχνηέντως όταν ο Γιάννης ανέφερε τον Καπιταλισμό και τα Μονοπώλια. Μπορεί ο καταραμένος Καπιταλισμός και τα άθλια Μονοπώλια να κατέστρεφαν τους εργαζόμενους όλου του κόσμου αλλά εγώ δε θα τα άφηνα να καταστρέψουν την παλιά φιλία μου με τον Γιάννη, όπως δεν τα άφησα και τρεις δεκαετίες πριν έστω και με αντεστραμμένους τους ρόλους. Αυτό ας εκληφθεί σα μια μικρή μου συμβολή στον αγώνα «ενάντια στον Καπιταλισμό και τα Μονοπώλια».
Δεν έχω θέμα που ο Γιάννης εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Τιμή του και καμάρι του. Εξάλλου, ό,τι κάνει, το κάνει από ανιδιοτέλεια και μόνο, δεν περιμένει ανταλλάγματα. Ούτε και πληγώθηκε ο εγωισμός μου που δεν τον στρατολόγησα εγώ. Μόνο αναρωτιέμαι ποιες δυνάμεις τεκτονικής ισχύος επέδρασαν στο μυαλό του συντρίβοντας την κριτική του σκέψη. Ποια αλληλουχία γεγονότων λειτούργησαν σαν σκανδάλη στρέφοντάς τον προς τα εκεί. Τι ήταν αυτό που είδε και δεν το είδα εγώ; Άραγε διατηρεί ακόμη το χιούμορ του; Υπάρχει μια γωνιά του δικού του μυαλού που να διασώζεται η κριτική του σκέψη ή η μούχλα του Περισσού την κάλυψε κι αυτήν; Χρησιμοποιεί ακόμη τις έξυπνες ατάκες ή έχουν αντικατασταθεί από τσιτάτα του Μαρξ και του Λένιν;
Αλλά πάλι… (νάτες πάλι οι αμφιβολίες).
Μήπως αυτός είναι σωστός κι εγώ λάθος; Μήπως δε χρειάζεται και τόση αμφισβήτηση των πάντων; Μήπως στη ζωή χρειάζεται κι ένα καταφύγιο, μια βεβαιότητα; Και, εν τέλει, αυτός παλεύει με προσωπικό κόστος ξοδεύοντας πάρα πολύ από το χρόνο του για να καλυτερεύσει τον κόσμο ενώ εγώ αμπελοφιλοσοφώ στο Facebook.
Στις προηγούμενες Δημοτικές εκλογές ο φίλος μου ο Γιάννης ο Δελής ήταν υποψήφιος Δήμαρχος Θεσσαλονίκης με το ΚΚΕ και εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος, επικεφαλής της παράταξής του. Σήμερα είναι υποψήφιος βουλευτής στην Α Θεσσαλονίκης.
Καλή επιτυχία ρε Γιάννη, κι άμα εκλεγείς και σε δω στην τηλεόραση, θα λέω στη γυναίκα μου και στις κόρες μου «Αυτός είναι ο φίλος μου ο Γιάννης, από τα χρόνια εκείνα».

Για τον Χασάν

Τέτοιες μέρες, μέσα του Ιανουαρίου του 1984, έπαιρνα το λεωφορείο από την Ξάνθη προς ένα ορεινό χωριό του νομού, τη Μύκη. Η Μύκη είναι μειονοτικό χωριό με κατοίκους φτωχούς Πομάκους μουσουλμάνους που όπως διαπίστωσα ήταν ευγενείς και φιλότιμοι αλλά ταυτόχρονα και επιφυλακτικοί στους ξένους ενώ για να πάει κανείς ως εκεί, χρειαζόταν ειδική άδεια για να μπεις στη λεγόμενη «Επιτηρούμενη Ζώνη» η οποία ελεγχόταν σε ειδικό φυλάκιο του στρατού λίγα χιλιόμετρα από την Ξάνθη. Το ίδιο το χωριό θύμιζε χωριό της δεκαετίας του ’30.
Θα έμπαινα λοιπόν για πρώτη φορά σε σχολική τάξη σαν δάσκαλος. Είχα απολυθεί πριν από τρεις περίπου εβδομάδες από το στρατό και κατά τη διάρκεια της θητείας μου είχαν γίνει κοσμογονικές αλλαγές. Καθιερώθηκε το μονοτονικό, τα βιβλία είχαν αλλάξει και γενικά είχε αναπτυχθεί ένα νέο διδακτικό Σύμπαν. Γεμάτος όρεξη και διάθεση να αλλάξω τον κόσμο μέσω του σχολείου και της μόρφωσης, μετρούσα το χρόνο για να μπω στην τάξη. Στο λεωφορείο κουβαλούσα ένα μικρό σάκο με τα βιβλία της τάξης που θα δίδασκα κι εκεί πήρα την πρώτη κρυάδα. Οι παλιοί συνάδελφοι σχεδόν με γιούχαραν λέγοντάς μου πως δεν αξίζει, πως «αυτοί» δε χρειάζονται γράμματα και άλλα τέτοια. 
Δίδασκα στην Τρίτη τάξη κάνοντας όμως Γλώσσα της Πρώτης τάξης. Δίδασκα και Ιστορία στην Έκτη, προσέχοντας τα λόγια μου, αφού έπρεπε – με εντολές άνωθεν - να μη ξεστομίσω τη λέξη «Τούρκος» αλλά «εχθρός» όταν δίδασκα την Επανάσταση του ’21. Η μητρική γλώσσα των παιδιών ήταν τα Πομάκικα, στο σχολείο μάθαιναν ελληνικά, αραβικά μέσω του Κορανίου και τούρκικα. Ενώ οι Πομάκοι είναι σλαβογενείς – άνετα τους περνάς για σκανδιναβούς τους περισσότερους με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια – «τουρκοποιήθηκαν» με ευθύνη του ελληνικού κράτους επειδή οι Βούλγαροι ήταν εχθροί και οι Τούρκοι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Θεωρούσαν την Τουρκία «μητέρα-πατρίδα» και την είχαν εξιδανικεύσει. Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε γι αυτό, αποκλείοντάς τους από τον υπόλοιπο κόσμο μέσω της «Επιτηρούμενης Ζώνης» η οποία καταργήθηκε μόλις στα τέλη του 1995, μη χορηγώντας τους πολεοδομικές άδειες, άδειες οδήγησης και ένα σωρό άλλες άδικες διακρίσεις, ενώ λειτουργούσε κι ένα απίστευτο κύκλωμα διαφθοράς από τους «δικούς μας» για όποιον μειονοτικό ήθελε με το αζημίωτο βεβαίως να παρακάμψει αυτά τα εμπόδια.
Το σχολείο ήταν κολλημένο στο τζαμί – στην πραγματικότητα ήταν το τζαμί – λειτουργώντας σε δύο βάρδιες πρωί-απόγευμα με δύο χριστιανούς δασκάλους σε κάθε βάρδια κι έναν μουσουλμάνο - Χότζα. Από ψιθύρους έμαθα πως ο ένας μουσουλμάνος δάσκαλος ήταν «δικός μας» κι ο άλλος «δικός τους», τουρκόφιλος δηλαδή. Τους άλλους δύο δασκάλους της άλλης βάρδιας τους γνώρισα ελάχιστα αλλά μου έκαναν χείριστη εντύπωση: ρατσιστές, ξερόλες και αδιάφοροι αλλά μέσα στα κομματικά κόλπα.
Τις Παρασκευές το σχολείο δε λειτουργούσε αφού για τους Μουσουλμάνους η μέρα αυτή είναι η δική μας Κυριακή όπως δε λειτουργούσε και στο Ραμαζάνι. Ήμασταν όμως υποχρεωμένοι να πηγαίνουμε τις Κυριακές. Πήγαμε μία όλη κι όλη, έτσι, για ξεκάρφωμα.
Στην αίθουσα γινόταν το αδιαχώρητο με αγόρια και κορίτσια αυστηρά διαχωρισμένα με τα κορίτσια να φορούν τις μαντίλες και την παραδοσιακή καρώ ποδίτσα. Δε θυμάμαι τα ονόματά τους, πλην ενός.
Του Χασάν.
Τριάντα ένα χρόνια στις σχολικές αίθουσες, ελάχιστα παιδιά έχω δει με τόση αγάπη για τα γράμματα, με τόση επιμέλεια και παράλληλα να είναι και πολύ χαμηλών τόνων. Θυμάμαι πώς με παρακολουθούσε, με τι φροντίδα έπιανε τα βιβλία και τα τετράδιά του, πώς διάβαζε με τα σπαστά ελληνικά του σέρνοντας το δαχτυλάκι του στις γραμμές του κειμένου. Το ξανθό γαλανομάτικο αγόρι, με στήριξε χωρίς να το γνωρίζει αυτούς τους μήνες που δούλεψα στη Μύκη. Απογοητευμένος από τους συναδέλφους, από το κράτος, μέσα σε ένα άγνωστο περιβάλλον προπολεμικών υποδομών γεμάτο ψιθύρους για πράκτορες και ίντριγκες, υποχρεωμένος να δείχνω άδεια εισόδου για να πάω στο χωριό, χωρίς στήριξη (ηθική, παιδαγωγική, διδακτική) από πουθενά, ο Χασάν ήταν το στήριγμά μου. Τον στήριξα κι εγώ όσο μπορούσα, δίνοντάς του θάρρος και επιβραβεύοντάς τον σε κάθε ευκαιρία.
Καταραμένη απειρία! Σήμερα θα μιλούσα στους γονείς του προσπαθώντας να τους πείσω να προσπαθήσουν όσο μπορούν να σπουδάσει το παιδί, θα του έδινα βιβλία να διαβάσει, θα του φούντωνα περισσότερο τη φλόγα. Ώρες – ώρες εύχομαι να έκανα λάθος και τελικά να μην ήταν το χαρισματικό παιδί που νόμιζα μπας και απαλλαγώ λιγάκι από τις ενοχές.
Από τότε όμως, η εικόνα του φτωχόπαιδου Χασάν με στοιχειώνει. Τον βλέπω κάθε φορά που πρωτοαντικρίζω ένα ταλαντούχο παιδί και τότε το ενθαρρύνω, μιλάω στους γονείς του, του δίνω επιλεγμένα βιβλία να διαβάσει, προσπαθώ να ανιχνεύσω τις ιδιαίτερες κλίσεις του, το «πουσάρω» να δω τα όριά του. Πέντε με έξι τέτοια παιδιά αξιώθηκα να συναντήσω μέσα σ’ αυτές τις τρεις δεκαετίες. Σκέφτομαι πως έκανα το καθήκον μου απέναντι σ’ αυτά τα παιδιά και τις οικογένειές τους, δίνοντάς τους τις ευκαιρίες – εκτός του Χασάν.
Καλέ μου Χασάν, εύχομαι ο Αλλάχ σου να σε έχει πάντα καλά και στις προσευχές σου να του ζητήσεις να συγχωρήσει όλους εμάς που δε σου δώσαμε την ευκαιρία που σου άξιζε…

Οι ήρωες της εφηβείας μου σαν αποκριάτικη μάσκα

Ήταν οι ήρωες της εφηβείας μου: Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, η Action Direct στη Γαλλία, η RAF στη Γερμανία και βέβαια η 17Ν στην Ελλάδα. Πολεμούσαν το σύστημα με τα όπλα, ήταν οι εκδικητές κάνοντας ενέργειες που στα μάτια μου φάνταζαν ηρωικές. Θυμάμαι κάθε Σάββατο αγόραζα από το πρακτορείο του Παπαδόγιαννη το Time και το Newsweek για να ενημερώνομαι σχετικά. Ειδικά με την περίπτωση της εκτέλεσης του Άλντο Μόρο είχα εκστασιαστεί.
Όλες αυτές οι οργανώσεις που σημάδεψαν αιματηρά τη δεκαετία του ΄70 (αλλά και νωρίτερα όπως η Weather Underground στις ΗΠΑ) αργά ή γρήγορα κατάλαβαν πως η δράση τους ήταν όχι μόνο αδιέξοδη αλλά και εξυπηρετούσαν το σύστημα που πολεμούσαν. Αυτό τους οδήγησε είτε στην αυτοδιάλυσή τους είτε στην παρακμή, είτε στη εξάρθρωσή τους.
Πράγματι, η δράση τους συντηρητικοποίησε τις μάζες που υποτίθεται θα ακολουθούσαν το παράδειγμά τους, σκλήρυνε το αστικό κράτος και τη νομοθεσία του ενώ γέννησε τις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες.
Νομίζω πως η εξουσία και το κράτος δεν τους φοβήθηκε ποτέ. Πάντοτε η εξουσία χρειάζεται έναν εχθρό ή «εχθρό» για να δικαιολογεί την ύπαρξή της. Κι αν δεν υπήρχαν αυτές οι ομάδες, οι μυστικές υπηρεσίες θα τις κατασκεύαζαν. Ο κόσμος όμως δεν αλλάζει δολοφονώντας κάποιον βιομήχανο ή πολιτικό. Αλλάζει με άλλους τρόπους αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος.
Οι άνθρωποι της 17Ν λοιπόν φάνταζαν σαν υπερήρωες στα μάτια μου. Στο κάτω-κάτω έβγαλαν από τη μέση τον σταθμάρχη της CIA και βασανιστές της Χούντας. Θυμάμαι όμως και την ανοχή – αν όχι και τη συναίνεση της κοινωνίας – στις πράξεις τους. Θυμάμαι τη φράση που έλεγαν πολλοί: «Α, ρε 17Ν που τους χρειάζεται…»
Το έλεγαν αυτό βεβαίως, αυτοί που επί 7 χρόνια ανέχτηκαν και στήριξαν τη Χούντα – όλοι σχεδόν οι συμπατριώτες μας.
Μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη και κυρίως του Αξαρλιάν (φυσικά δεν έγινε καμία διαδήλωση διαμαρτυρίας για τον φόνο του) νομίζω πως έχασαν τα όποια ερείσματα στην κοινωνία. Κι εγώ είχα μεγαλώσει – και διαβάσει - αρκετά για να καταλάβω πως επρόκειτο για μια δράκα άθλιων φασιστών που μόνοι τους δίκαζαν, μόνοι τους καταδίκαζαν και μόνοι τους εκτελούσαν την ποινή (θανατική βεβαίως) που υποτίθεται άξιζε στα θύματά τους.
Ώσπου το 2000 έκαναν το λάθος να δολοφονήσουν τον Βρετανό στρατιωτικό ακόλουθο Στήβεν Σόντερς. Μπήκε στο παιχνίδι η Scotland Yard και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες που με εγγλέζικο πείσμα και μεθοδικότητα ξετρύπωσαν τον Γιωτόπουλο – μόνο που δεν ήξεραν πού βρίσκεται. Όσα έγιναν μετά την τυχαία έκρηξη της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού είναι γνωστά.
Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Αυτοί ήταν οι «αντάρτες πόλεων»; Άλλοι πιάστηκαν με το μαγιό και τις σαγιονάρες στην παραλία, άλλοι ήταν παντρεμένοι με οικογένεια άλλοι ήταν εμφανώς βραδύνοες και όλοι, όλοι – πλην του Κουφοντίνα – «έδιναν» ο ένας τον άλλο κλαψουρίζοντας. Ο δε Γιωτόπουλος, δεν έχει ακόμη και σήμερα τα κότσια να αναγνωρίσει πως ήταν ο αρχηγός. Ο δειλός…
Αυτούς τους γελοίους καραγκιόζηδες δεν μπορούσαν τόσα χρόνια να πιάσουν; Αυτά τα δειλά θρασίμια που κάρφωναν ο ένας τον άλλον μόλις τους έπιασαν ήταν οι ήρωες της εφηβείας μου; Αυτοί οι δειλοί θέλησαν να μοιάσουν στον Βελουχιώτη – στον Άρη που πάντα είχε κρεμασμένη μια χειροβομβίδα στο λαιμό του για το τέλος του;
Και βέβαια δεν ήταν ούτε προβοκάτορες όπως τόσα χρόνια εκτιμούσε το ΚΚΕ.
Γιατί όμως δεν μπόρεσαν τόσα χρόνια να τους συλλάβουν; Γιατί συνέχισαν τη δράση τους αφού ήταν καταφανώς αδιέξοδη; Και γιατί το «αντάρτικο πόλης» συνεχίζεται και τώρα;
Δεν μπόρεσαν να τους συλλάβουν επειδή από τη μια μεριά η Αστυνομία ήταν ανοργάνωτη (μέχρι και το 1984 υπήρχε η Αστυνομία Πόλεων και η Χωροφυλακή με ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους!) και άπειρη σε τέτοιες καταστάσεις.
Από την άλλη, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ φοβόντουσαν πως μπορεί να κρύβονταν πίσω από τη 17Ν άνθρωποι του ΠΑΚ οι οποίοι αν πιανόντουσαν θα δημιουργούσαν πελώριο πρόβλημα. Μάλιστα, ο Π. Καμμένος είχε κατονομάσει σε βιβλίο του τον Α. Παπανδρέου ως αρχηγό της 17Ν (απορώ γιατί δεν τιμωρήθηκε, αν και έπρεπε να είναι εδώ και καιρό μέσα λόγω βλακείας) ενώ η Αγγελική Νικολούλη μέσα από την εφημερίδα στην οποία δούλευε «έδειξε» σαν αρχηγό τον Π. Κοροβέση, ο οποίος την πήγε στα δικαστήρια και δικαιώθηκε. Ένας άλλος λόγος είναι πως – αντίθετα με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες – δεν ανοίχτηκαν στην κοινωνία και παρέμειναν μια μικρή κάστα δολοφόνων.
Το γιατί συνέχισαν τη δράση τους αφού ήταν καταφανώς αδιέξοδη οφείλεται νομίζω στη δύναμη της συνήθειας αλλά και στην άρνηση του να παραδεχτεί κανείς πως όσα πίστεψε κάποτε ήταν λάθος. Ο κυριότερος λόγος όμως νομίζω πως έρχεται από τον Εμφύλιο. Ο Εμφύλιος στην Ελλάδα δεν επεξεργάστηκε ποτέ. Παρέμεινε (και παραμένει) μια ανοιχτή πληγή. Δεν αναγνωρίστηκαν και δεν καταδικάστηκαν από καμία πλευρά τα λάθη. Η μεν Δεξιά από ενοχικά σύνδρομα δεν αντιμετώπισε ποτέ την Αριστερά σε ιδεολογικό επίπεδο, η δε Αριστερά, αν και ηττημένη στρατιωτικά, μεσουράνησε ιδεολογικά τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Οι φωτο που κατά καιρούς δημοσίευε η 17Ν με φόντο τον Άρη Βελουχιώτη, η φρασεολογία της, οι αναφορές της, δείχνουν πως οι άνθρωποι αυτοί πίστευαν πως είναι συνεχιστές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, πως ζούσαν στο δικό τους, αυτιστικό κόσμο.
Βλέπω στα δελτία ειδήσεων τη γελοία μεταμφίεση του Χ. Ξηρού, διαβάζω ξεκαρδιστικές ατάκες στο Internet (θα ασκηθεί δίωξη στην κομμώτρια, ο Ξηρός σαν Barry Gibb των Bee Gees κλπ) ενώ είμαι σίγουρος πως θα κυκλοφορήσει και αποκριάτικη μάσκα – Ξηρός. Κι αυτό νομίζω πως είναι το μεγαλύτερο χτύπημα εναντίον των «ανταρτών πόλης». Ένα χτύπημα που καμιά Αντιτρομοκρατική δεν θα μπορούσε να καταφέρει.