Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Ραγισμένη καρδιά

Ο Αντώνης γεννήθηκε το 1947 σε μια μικρή κωμόπολη της Πελοποννήσου αλλά έζησε ολόκληρη σχεδόν τη ζωή του στην Αθήνα από τότε που πέρασε στο Φυσικό. Εκεί γνώρισε και τη Μαίρη που εργαζόταν πωλήτρια σε μαγαζί με ρούχα. Η Μαίρη ήταν ένα μικροκαμωμένο κορίτσι λίγο κάτω από τα είκοσι. Ήταν από μια πάμφτωχη αγροτική οικογένεια, από ένα χωριό της Αττικής. Συνδέθηκαν με μια σχέση που δεν ήταν από εκείνες που βλέπει κανείς στο σινεμά ή διαβάζει σε μυθιστορήματα. Ήταν μια σχέση ήρεμη, γήινη, χωρίς εξάρσεις. Μόλις εκείνος πήρε το πτυχίο του παντρεύτηκαν και αμέσως μετά στρατεύτηκε. Υπηρέτησε σχεδόν όλη τη θητεία του στην Αθήνα, στο Γενικό Επιτελείο, καθότι πτυχιούχος Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια της θητείας του έχασε και τους δυο γονείς του. Ξεπούλησε τη μικρή περιουσία που είχαν κι έκοψε κάθε επαφές με συγγενείς.
Όταν απολύθηκε, έπιασε δουλειά σε ένα φροντιστήριο. Την Μαίρη την έδιωξαν από το μαγαζί που δούλευε, επειδή ο κύριος Μάκης, το αφεντικό της, φοβόταν πως θα μείνει έγκυος και θα πλήρωνε άδειες και τα ρέστα. Η Μαίρη έφυγε με ανακούφιση, αφού ο κύριος Μάκης δε θα την ξαναβίαζε.
Μερικές φορές, όταν το μαγαζί δεν είχε κόσμο και πλησίαζε η ώρα για να κλείσουν, ο κύριος Μάκης χούφτωνε τον καβάλο του και την πλησίαζε. Την ξεπαρθένεψε την πρώτη εβδομάδα που την πήρε στη δουλειά. Εκείνη δεν αντιστάθηκε, παρά μόνο τον κοίταζε κατακόκκινη από αμηχανία και ντροπή. Από τότε τη βίασε πολλές φορές, κάνοντας σ’ αυτήν αυτά που η γυναίκα του δεν τον άφηνε να κάνει. Αυτό που τη γέμιζε ενοχές όμως, ήταν πως μερικές φορές το ευχαριστιόταν. Εκείνες τις φορές τριβόταν τόσο πολύ με το σφουγγάρι στο μπάνιο που στο σώμα της άνθιζαν μικρά εγκαύματα. Ο κύριος Μάκης βέβαια δε νοιαζόταν γι αυτά και είχε τη συνείδησή του ήσυχη, αφού πλήρωσε από την τσέπη του τις τέσσερις αμβλώσεις καθώς και την παρθενορραφή για να δοθεί η Μαίρη άσπιλη την πρώτη νύχτα του γάμου της. Εκείνη λαχταρούσε πάντα να κάνει στο κρεβάτι με τον άντρα της αυτά που με το ζόρι την έβαζε να κάνει ο κύριος Μάκης αλλά βέβαια δεν τόλμησε ποτέ να του τα ζητήσει. Όταν έμεινε έγκυος, ο κόσμος της Μαίρης γέμισε ξαφνικά χρώματα. Σε όλη τη διαδρομή από το ΙΚΑ μέχρι το σπίτι, η Αθήνα τής φάνηκε σαν σκηνικό από μιούζικαλ, σαν αυτά που έβλεπε στον κινηματογράφο. Το είπε στον Αντώνη ολόχαρη, μα εκείνος σκοτείνιασε. Δε μας φτάνουν τα λεφτά, πώς θα τα βγάλουμε πέρα, να διοριστώ πρώτα, έχουμε καιρό μπροστά μας. Η πέμπτη άμβλωση την άφησε στέρφα. Δεν έφταιγε ο γιατρός – ήταν ο ίδιος που της έκανε τις άλλες τέσσερις και φυσικά έκαναν πως δε γνωρίζονταν – την είχε προειδοποιήσει. Μαράθηκε στα είκοσι τέσσερα μόλις χρόνια της και είκοσι χρόνια αργότερα πέθανε.
Ήταν τυχερός ο Αντώνης, διορίστηκε αμέσως μετά την Μεταπολίτευση σε Γυμνάσιο της Αθήνας. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσανε καλά χάρη στα ιδιαίτερα μαθήματα που έκανε και στη φήμη που απέκτησε επειδή πολλές φορές «έπιανε» τα θέματα των εξετάσεων στο Πανεπιστήμιο. Αγόρασαν διαμέρισμα, αυτοκίνητο, ένα μικρό εξοχικό στην Ανάβυσσο για τα καλοκαίρια, ζούσαν μια άνετη ζωή. Δε συζήτησαν ποτέ το θέμα του παιδιού. Η Μαίρη δεν ξανάπιασε δουλειά, ασχολιόταν με τα οικιακά και με το να κερατώνει τον Αντώνη. Όλη η πίκρα, η στενοχώρια, η καταπιεσμένη θλίψη της, διοχετεύτηκε στο να κάνει σεξ με πολλούς ευκαιριακούς εραστές. Ζούσαν μια τυπική συζυγική ζωή, χωρισμένοι στην ψυχή και στο σώμα. Εκείνος ξέδινε περιστασιακά με πόρνες κι εκείνη ξετίναζε τους εραστές της και συνέχιζε να μαραίνεται.
Η Μαίρη πέθανε στον Άγιο Σάββα από καθολικό καρκίνο στα σαράντα τρία της. Λίγους μήνες από τη διάγνωση ήταν ένας σάκος από κόκαλα. Ο Αντώνης όλους αυτούς τους μήνες δεν έφυγε από κοντά της. Τις νύχτες της χημειοθεραπείας κοιμόταν δίπλα της στην καρέκλα, τις ημέρες του πόνου κρατούσε το χέρι της απαλά και το φιλούσε τρυφερά, τις τελευταίες μέρες που έμεινε τυφλή της διάβαζε περιοδικά. Πέθανε ήσυχα, σε κώμα που είχαν προκαλέσει τα ισχυρά παυσίπονα, κρατώντας του το χέρι. Τον είχε συγχωρέσει τον Αντώνη – δεν συγχώρεσε όμως τον εαυτό της.
Μετά την κηδεία γύρισε σπίτι και κάθισε στο σκοτάδι. Ζητούσε απελπισμένα μια παρηγοριά. Μια παρηγοριά για μια ζωή που πέρασε από μπροστά του, γλίστρησε και του ξέφυγε χωρίς να το καταλάβει. Ξένος ο Αντώνης μεταξύ ξένων, αφού δεν άφησε κανέναν να του αγγίξει την ψυχή, κανέναν. Οι γονείς του, οι συμμαθητές, οι συμφοιτητές – μα δε θυμόταν κανέναν! – οι συνάδελφοι, οι μαθητές, η επιστήμη του η ίδια, πέρασαν από μπροστά του σαν ένα κινούμενο ταμπλώ βιβάν κι εκείνος απλά παρακολουθούσε. Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Αντώνης, ούτε στριφνός και απόμακρος. Όσοι τον γνώριζαν είχαν κι ένα καλό λόγο να πουν. Ίσως κάτι να πήγε στραβά πολύ νωρίς σ’ αυτόν, ποιος ξέρει. Σηκώθηκε, άνοιξε το ντουλάπι κι έπιασε το μπουκάλι με το ουίσκι.
Οι γείτονες το κατάλαβαν από τη μυρωδιά. Οι πυροσβέστες έσπασαν τη θωρακισμένη πόρτα και τον βρήκαν. Ηρεμιστικά, υπνωτικά και αλκοόλ είναι θανατηφόρος συνδυασμός. Οι συνάδελφοι και γνωστοί του, συμπέραναν πως «ράγισε η καρδιά του».

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Η προσφορά


Από μικρός ήταν ευλογημένος από τη Μεγάλη Θεά. Έφτιαχνε όμορφα πράγματα από πέτρα και πηλό που τα μοιραζόταν με τους ανθρώπους του οικισμού. Κάθε φορά που μια Μητέρα θα έφερνε έναν ακόμα άνθρωπο στη ζωή, έφτιαχνε από πηλό το ομοίωμά της και της το χάριζε για να βοηθηθεί στη γέννα. 
Η Σεβάσμια Μητέρα του οικισμού τον καθοδηγούσε, τον ενθάρρυνε και τον παίνευε σε κάθε ευκαιρία. Τα έργα του τα θαύμαζαν όλοι καθώς αυτά τιμούσαν τη Μεγάλη Θεά που τους προστάτευε. 
Ο οικισμός ήταν αραιοκατοικημένος στην κορυφή του λόφου και αποτελούνταν από μικρά σπιτάκια κατασκευασμένα από πέτρες και πλιθιά κι έχοντας δάπεδα από πατημένο πηλό. Καλλιεργούσαν τη γη εξασφαλίζοντας τα απαραίτητα κι έβοσκαν τα ζώα τους στους γύρω χαμηλούς λόφους. Η Μεγάλη Θεά φρόντιζε να κρατάει σταθερούς τους κύκλους της γονιμότητάς της και να τους χαρίζει τα αγαθά της: σιτάρι, μπιζέλια, φακές, σύκα, βελανίδια. Ο ίδιος καλλιεργούσε το μικρό μέρος γης που του αναλογούσε ενώ τα δυο του πρόβατα, έδιναν πολλά και ζητούσαν λίγα. Όταν τελείωνε τις δουλειές του, έφτιαχνε τα μικρά του πήλινα τεχνουργήματα για τα οποία όλος ο οικισμός τον θαύμαζε και τον σεβόταν. Ήταν ευχαριστημένος, δε ζητούσε τίποτε περισσότερο από τη ζωή του.
Σήμερα όμως δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Το κεφάλι του πονούσε, ο λαιμός του ήταν πρησμένος και το πυρωμένο σώμα του συγκλονιζόταν από ρίγη. Η Μητέρα που τον φρόντιζε, έβρεχε με ένα μουσκεμένο κομμάτι δέρμα το κορμί του και του έδινε να πιει βρασμένα φύλλα ιτιάς. 
Όταν η Μητέρα έφυγε, σηκώθηκε με κόπο και αργά βγήκε έξω στον φρέσκο αέρα. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο και εισέπνευσε βαθιά. Ένας οξύς βήχας του κομμάτιασε τα σωθικά, το κεφάλι του σκίστηκε από τον πόνο, τα μάτια του θόλωσαν και ο κόσμος γύρω του εξερράγη σε ένα εκτυφλωτικό κόκκινο φως. Όταν συνήλθε λίγο αργότερα, διαπίστωσε έκπληκτος και τρομοκρατημένος πως το τοπίο γύρω του αν και ήταν το ίδιο, έμοιαζε διαφορετικό. Ο αέρας μύριζε αλλιώς, τα δέντρα ήταν χαμηλότερα, ο λόφος πολύ ψηλότερος ενώ ολόκληρος ο οικισμός είχε εξαφανιστεί και στη θέση του υπήρχαν μόνο πέτρες αραδιασμένες σε χαμηλούς σωρούς.
Αυτό ήταν, σκέφτηκε. Το σώμα του δεν άντεξε την πυρκαγιά που το κατέτρωγε και κατέφυγε νικημένο στην αγκαλιά της Μεγάλης Θεάς. Μούσκεμα στον ιδρώτα, σκούπισε με τις παλάμες του τα μάτια του και διέκρινε μέσα στη θολούρα δυο φιγούρες να περπατούν στο πέτρινο μονοπάτι. Ήταν ένας άνδρας με μια Μητέρα και μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Ο άνδρας φορούσε ένα πανωφόρι με περίεργα σχήματα που δεν τα είχε ξαναδεί ενώ τα πόδια αλλά και οι πατούσες του ήταν καλυμμένα. Το ίδιο καλυμμένη ήταν και η Μητέρα ενώ στην πλάτη της είχε έναν σάκο. Ήταν ακριβώς μπροστά του και οι δύο αλλά δεν τον έβλεπαν – σαν να μην ήταν εκεί. Τους έβλεπε σαν υπνωτισμένος μέσα από το πέπλο του πυρετού που τον έκαιγε. Τριγύριζαν γύρω του μιλώντας σε μια άγνωστη γλώσσα και πού και πού έδειχναν ολόγυρα.
Ο άνδρας κάτι είπε και απομακρύνθηκε ενώ η Μητέρα κοντοστάθηκε στα χαλάσματα λίγα μόλις βήματα μακριά του. Στο χέρι της κρατούσε μια μακρόστενη λεπτή πέτρα που στη γυαλιστερή της επιφάνεια απεικόνιζε το μέρος στο οποίο ήταν στραμμένη κάθε φορά. Η Μητέρα απομακρύνθηκε ενώ ο άνδρας πλησίασε. Χαμογελούσε και σήκωνε τα χέρια του ενώ η Μητέρα τον κοίταζε μέσα από την πέτρα. Μόλις την ακουμπούσε με το δάχτυλό της, η πέτρα έβγαζε έναν μικρό ήχο και αιχμαλώτιζε τον άνδρα μέσα της.
Πολύ εξουθενωμένος ακόμα και για να φοβηθεί, παρακολουθούσε σχεδόν αδιάφορα το απόκοσμο θέαμα. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και μόλις που διέκρινε ένα τεράστιο πουλί να πετά πολύ ψηλά με τα φτερά του όμως ακίνητα, αφήνοντας άσπρες γραμμές πίσω του.
Προσευχήθηκε στη Μεγάλη Θεά να τον πάρει γρήγορα κοντά της κι έτσι να λυτρωθεί από τα αλλόκοτα που ήταν αναγκασμένος να βλέπει. Εκείνη τον λυπήθηκε και τον σκέπασε τρυφερά με ένα μαύρο πέπλο.
Όταν συνήλθε, η Μητέρα που τον φρόντιζε του σφούγγιζε το μέτωπο με το βρεγμένο δέρμα. Ένιωθε πολύ εξαντλημένος μα το σώμα του ήταν τώρα δροσερό. Δίπλα του ήταν η Σεβάσμια Μητέρα, με το ένα της χέρι ακουμπισμένη στο ραβδί της και το άλλο της να ακουμπά τρυφερά στο στήθος του. Εκείνος το πήρε τρυφερά και με τα δυο του χέρια και το φίλησε. 
Ξέπνοα της αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όσα είχε δει κι εκείνη του είπε παρηγορητικά πως μερικές φορές όταν το σώμα πυρώνει, φεύγει και ταξιδεύει σε άλλους κόσμους, άλλοτε καλύτερους, άλλοτε χειρότερους. Τώρα που η φωτιά του έσβησε, είναι πάλι μαζί τους, στον κόσμο που ζούσε και αγαπούσε.
Ανακουφισμένος από τα λόγια της Σεβάσμιας, ήπιε μια γουλιά βρασμένο ζωμό από την πήλινη κούπα. Αισθανόταν πολύ καλύτερα και τα λόγια της Σεβάσμιας τον καθησύχασαν. Ήδη, το όνειρο άρχισε να ξεθωριάζει και μετά βίας θυμόταν τις μορφές που είχε δει. Όταν θα γινόταν καλά, θα έφτιαχνε από πηλό τη φιγούρα του άνδρα με τα παράξενα σχέδια στο στήθος του – κι ας μη τα θυμόταν – και θα τη χάριζε σ' Εκείνη. Ήσυχος πια, έγειρε το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.

Η Σεβάσμια Μητέρα καθόταν στην πέτρα και αγνάντευε σκεφτική τον κόλπο που χιλιάδες χρόνια αργότερα θα ονομαζόταν Παγασητικός. Τα όσα θαυμαστά και φοβερά άκουσε πριν από λίγο την είχαν ταράξει. Ψυχανεμιζόταν πως όλα αυτά σήμαιναν το τέλος της υπεροχής των Μητέρων και την αρχή της κυριαρχίας των ανδρών που θα έφερνε πολλές συμφορές. Μέχρι τότε όμως, θα περνούσαν πολλές συγκομιδές και γονιμότητες. Τώρα ας απολαύσουν οι άνθρωποί της τη γαλήνη και την ευτυχία της κοινής τους ζωής. 
Στηριγμένη στο ραβδί της, περπάτησε αργά προς τον οικισμό...






Η Σεβάσμια Μητ
έρα
καθόταν στην πέτρα και αγνάντευε σκεφτική τον κόλπο που
χιλιάδες χρόνια αργότερα θα ονομαζόταν Παγασητικός. Τα όσα θαυμαστά και
φοβερά άκουσε πριν από λίγο την είχαν ταράξει. Ψυχανεμιζόταν πως όλα αυτά
σήμαιναν το τέλος της
υπεροχή
ς των Μητέρων και την
κυριαρχία των ανδρών που
έφερνε πολλές συμφορές. Μέχρι τότε όμως, θα περνούσαν πολλές συγκομιδές και
γονιμότητες. Ας απολαύσουν τώρα οι άνθρωποί της τη γαλήνη και την ευτυχία
της

κοινής τους ζωής. Στηριγμένη στο ραβδί της περπάτησε αργά προς τον οικισμό.
Η Σεβάσμια Μητ
έρα
καθόταν στην πέτρα και αγνάντευε σκεφτική τον κόλπο που
χιλιάδες χρόνια αργότερα θα ονομαζόταν Παγασητικός. Τα όσα θαυμαστά και
φοβερά άκουσε πριν από λίγο την είχαν ταράξει. Ψυχανεμιζόταν πως όλα αυτά
σήμαιναν το τέλος της
υπεροχή
ς των Μητέρων και την
κυριαρχία των ανδρών που
έφερνε πολλές συμφορές. Μέχρι τότε όμως, θα περνούσαν πολλές συγκομιδές και
γονιμότητες. Ας απολαύσουν τώρα οι άνθρωποί της τη γαλήνη και την ευτυχία
της
κοινής τους ζωής. Στηριγμένη στο ραβδί της περπάτησε αργά προς τον οικισμό.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Γενέθλια



Γεννήθηκα στις 07:10 το πρωί – αυτή την ώρα ξυπνάω τις καθημερινές. Με δεδομένο πως το προσδόκιμο ζωής είναι τα 81,5 χρόνια, πες 80, θα πεθάνω στις 00:10, την ώρα που συνήθως πέφτω στο κρεβάτι. Συμπυκνώνοντας λοιπόν τη ζωή μου σε μία ημέρα, πήγα στο σχολείο στις 8:30, ενώ κοντά στο μεσημέρι στις 11:00 περίπου, τέλειωσα και το Λύκειο. Μισή ώρα δηλαδή 22 ατελείωτους μήνες αργότερα, απολύθηκα από τον Στρατό ενώ στις 13:30 είχα κιόλας δύο παιδιά.
Από αυτή την ώρα και μέχρι το απόγευμα ήταν η δημιουργικότερη περίοδος σε όλους τους τομείς. Τι ειρωνεία όμως, αφού αυτές τις μεσημεριανές ώρες παίρνω τη σιέστα μου, την οποία την παραβιάζω μόνο για πάρα πολύ σοβαρούς λόγους!
Είμαι 56 χρόνων και η ώρα πήγε 19:10. Είναι η ώρα του Skype με τα κορίτσια, της ετοιμασίας των μαθημάτων για την επόμενη μέρα, σε λίγο θα αρχίσουν και οι ειδήσεις.
Τον χειμώνα τέτοια ώρα έχει βραδιάσει – λίγα πράγματα μπορεί να κάνει κανείς. Το καλοκαίρι πάλι, αυτή η ώρα είναι όμορφη, με το λιοπύρι να καταλαγιάζει και το σπίτι να μη σε χωράει.
Έμειναν λοιπόν πέντε ώρες, αν όλα πάνε καλά. Ένα καφές στο μπαλκόνι, μια βόλτα στην παραλία με τη Νίτσα, μια μπυρίτσα ίσως με κανα μεζεδάκι παρέα με φίλους, μου αρκούν μέχρι να πάω για ύπνο...
Στη φωτο, εγώ γύρω στις 7:30 το πρωί. Περίπου ένα λεπτό αργότερα, η ΕΡΕ θα χάσει τις εκλογές από την Ένωση Κέντρου και ο Κέννεντυ θα δολοφονηθεί στο Ντάλας.

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Να είχα το κουράγιο

Κι εκεί που οδηγάς ανέμελος με το ραδιόφωνο σε τυχαίο σταθμό να μουρμουράει, ακούγεται ο Διονυσίου στο "Να είχα το κουράγιο". Έχεις να το ακούσεις πάνω από σαράντα χρόνια και το μυαλό σου βραχυκυκλώνει. Σταματάς το αυτοκίνητο στην άκρη, ανεβάζεις το τζάμι και βρίσκεσαι στο πίσω κάθισμα ενός Renault 4CV του '52. Είναι καλοκαιρινή νύχτα, το παλιό αυτοκίνητο ανεβαίνει τα υψώματα της Πελασγίας, ο πατέρας το δεξί χέρι το έχει στο τιμόνι και το αριστερό δίπλα στο ανοιχτό τριγωνικό τζαμάκι λιβανίζοντας το τσιγάρο με τον καπνό του να παρασύρεται έξω, στη νύχτα. Με μαγεύει η νύχτα στην εθνική οδό. Μου αρέσει όταν περνάμε μέσα από πόλεις και χωριά όπου όλοι κοιμούνται αλλά εγώ ο τυχερός ταξιδεύω. Περνάω από δίπλα τους αθέατος, κάποιοι ίσως να ακούν τον ήχο του αυτοκινήτου αλλά δεν θα μάθουν ποτέ πως ήμουν εγώ μέσα, ο νυχτερινός ταξιδιώτης. Ο πατέρας μου δείχνει τα φώτα που λαμπυρίζουν πέρα μακριά λέγοντάς μου σιγανά για να μην ξυπνήσει τη μάνα μου που λαγοκοιμάται δίπλα του και τον αδερφό μου που κοιμάται στην αγκαλιά της γιαγιάς, πως είναι τα φώτα της Εύβοιας. Έχουμε αφήσει τον σταθμό του Λεβέντη πίσω μας όπου οι μεγάλοι ήπιαν έναν καφέ κι εγώ έμεινα με τη λαχτάρα να φάω μια πάστα που τη λιμπίστηκα αλλά η μάνα μου δε με άφησε αφού τα φαγώσιμα του Λεβέντη ισοδυναμούσαν γι αυτήν με βιολογικά απόβλητα. Μου υποσχέθηκε όμως να με κεράσει μια ίδια στον Καζαντζίδη, στην Καβάλα. Η στάση στου Λεβέντη μου αρέσει πολύ. Μέσα στο μεγάλο μαγαζί με τα ψυχρά φώτα φθορισμού, νυσταγμένοι ταξιδιώτες τρώνε κάτι και ξεκουράζονται πριν συνεχίσουν. Όταν κάποτε θα μεγαλώσω και θα ταξιδεύω με το δικό μου το αυτοκίνητο, εδώ θα ξεκουράζομαι και θα τρώω όσες πάστες θέλω. Νυστάζω όμως πολύ και γερμένος στο τζάμι του αυτοκινήτου νανουρίζομαι από τους κραδασμούς κι από τον Διονυσίου που παίζει στο ραδιόφωνο του αρχαίου Ρενώ.
Το τραγούδι τελείωσε, ανάβεις το φλας αριστερά και βγαίνεις στο δρόμο. Δε θα ξαναταξιδέψεις ποτέ πάλι νύχτα στην παλιά Εθνική, όχι μόνο επειδή ο Λεβέντης έχει κλείσει αλλά κι επειδή δεν έχεις πια το κουράγιο.

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Ο παππούς μου



Ο παππούς μου ο Χρήστος γεννήθηκε το 1914 στο Αϊβαλί. Δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω αφού πέθανε πολύ νέος, στα 44 χρόνια του. Ό,τι γνωρίζω από αυτόν, είναι σπαράγματα μνήμης της γιαγιάς μου και της μάνας μου.
Μικρό παιδί ήρθε πρόσφυγας εδώ και ανδρώθηκε μέσα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες στοιβάχτηκαν στο χώρο πίσω από τις Καμάρες όπου έμεναν σε παραπήγματα από λαμαρίνα.
Λίγο πάνω από τα είκοσι παντρεύτηκε τη δεκαοχτάχρονη γιαγιά μου κι έμειναν σε ένα προσφυγικό σπίτι στον Βύρωνα στη συνοικία Κυρτζή– από το όνομα του εργολάβου που κατασκεύασε τα σπίτια.
Αρρώστησε από την καρδιά του πολύ νωρίς κι έτσι δεν υπηρέτησε στο Αλβανικό, «ήταν στην αεράμυνα» έλεγε η γιαγιά μου επειδή είχε «χαλασμένη μιτροειδή βαλβίδα».
Για κάποιο απροσδιόριστο διάστημα είχε καρβουνιάρικο, πουλούσε και κρασί. Δούλεψε και σαν καβάζης – κάτι μεταξύ θυρωρού και κλητήρα – σε καπνομάγαζα ενώ αργότερα όταν επιδεινώθηκε η υγεία του και μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο πήρε μια μικρή σύνταξη.
Στη διάρκεια της Κατοχής ήταν στη Γερμανία «τον πήραν όμηρο στα εργοστάσια» σύμφωνα με τη γιαγιά μου, προφανώς όμως θα ήταν εργάτης εκεί.
Ο παππούς μου δεν έκανε κάτι το ξεχωριστό ή το ηρωικό, εκτός από τη συμμετοχή του στην αποχή από τις εκλογές του 1946. Υπακούοντας στη βλακώδη (έως ύποπτη) γραμμή του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές, ο παππούς μου μαζί με χιλιάδες άλλους δεν πήγε να ψηφίσει. Ήταν σα να αναβόσβηνε μια φωτεινή επιγραφή επάνω του πως ήταν κουκουές. Και πώς να μην ήταν, αφού έλειπε από την πενταμελή του οικογένεια ακόμη και το καρφί για να κρεμάσουν στον τοίχο το μοναδικό του παντελόνι. Πολύ σύντομα λοιπόν, τον φώναξαν στην Ασφάλεια όπου του έθεσαν το δίλημμα ή να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ ή να βάλει σε δεύτερη μοίρα τη γυναίκα και τα τρία του κορίτσια και να πάρει την άγουσα για την εξορία. Ο παππούς μου υπέγραψε. Καταδίκασε το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του και γλίτωσε τα χειρότερα. Τα χειρότερα, που για δεκάδες χιλιάδες άλλους σήμαιναν εξορίες, βασανιστήρια, πολύχρονες φυλακίσεις, εκτελέσεις. Η αποκήρυξη δημοσιεύτηκε στον «Ταχυδρόμο» αλλά και διαβάστηκε την Κυριακή στην εκκλησία. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο τον πείραξε αυτή η ιστορία, πιο πολύ όμως φοβήθηκε τη γιαγιά μου που αν και αυτή ήταν ΚΚΕ, άστραψε και βρόντηξε μαλώνοντάς τον που δεν πήγε να ψηφίσει, βάζοντας έτσι σε κίνδυνο την οικογενειακή ασφάλεια. Πείραξε όμως τη μάνα μου, αφού μια «εθνικόφρων» αλλά και χαιρέκακη γειτόνισσα την έβαλε να διαβάσει – εννιάχρονο κορίτσι! – τη δήλωση στην εφημερίδα. Λέω κάποια μέρα να ψάξω στο αρχείο της εφημερίδας, να βρω τη δήλωση και να τη φυλάξω σαν οικογενειακό κειμήλιο.
Ο παππούς πέθανε το 1958 αφήνοντας τη γιαγιά χήρα στα 40 της χρόνια με τρία ορφανά κορίτσια από μια ασθένεια που υποψιάζομαι πως σήμερα θα ήταν εύκολα ιάσιμη. Εννοείται βέβαια πως έχω διπλο-τριπλοτσεκάρει και τη δική μου μιτροειδή, έτσι, για κάθε ενδεχόμενο.
Ο παππούς αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Δεν υπήρχε έντυπο που να μη το διαβάσει. Διάβαζε τα πάντα, ό,τι του έπεφτε στα χέρια. Για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, έβρισκαν σημειώματά του κρυμμένα πίσω από κάδρα, στο εσωτερικό ξύλινων επίπλων, κάτω από σκεύη. Ήταν και πολύ καλαμπουρτζής, έλεγε συνεχώς αστεία κάνοντας τα κορίτσια του να ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Η γιαγιά μου και η μάνα μου έλεγαν πως του μοιάζω στο χαρακτήρα και στις συνήθειες. Δεδομένου πως η μεγάλη μου η κόρη είναι σχεδόν κλώνος μου, ένα κομμάτι του παππού ζει μέσα της, ώσπου μετά από λίγες γενιές να συγχωνευτεί στη μεγάλη γονιδιακή δεξαμενή μέσα στην οποία κολυμπάμε όλοι μας.
Η φωτογραφία του όμως, μεταφρασμένη σε μερικές εκατοντάδες κιλομπάιτς θα πλέει μέσα στον ωκεανό του Internet για όσο διαρκεί ο πολιτισμός μας. Είναι κι αυτό μια μορφή αθανασίας που ο παππούς μου δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί...

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Κυριακή καλοκαιριού


Κυριακή καλοκαιριού


Πρέπει να είναι στα τέλη της δεκαετίας του’50, προφανώς κάποια Κυριακή καλοκαιριού. Το μέρος σκιερό, στα απλωμένα τραπεζομάντιλα λίγα φαγητά φερμένα από το σπίτι και μια νταμιτζάνα κρασί αρκούν. Παιδιά της Κατοχής, είναι μαθημένοι στα απαραίτητα.
Κοιτάζουν το φακό με αισιοδοξία – και γιατί όχι; Η ζωή τους καλυτερεύει χρόνο με το χρόνο, είναι φτωχοί αλλά και ποιος δεν είναι; Δεν τη φοβούνται τη φτώχεια ούτε τη δουλειά. Φοβούνται μόνο τον χωροφύλακα και τον ρουφιάνο της Ασφάλειας που στην Κατοχή βουλγαρογράφτηκε και μετά ξεπλύθηκε στα νάματα της εθνικοφροσύνης.
Παλεύουν για να έχουν τα παιδιά τους μια καλύτερη ζωή και είναι σίγουροι πως θα το πετύχουν. Εκείνο που δεν ξέρουν είναι πως τα εγγόνια τους, επιστήμονες γιατροί, μηχανικοί, χημικοί θα έφευγαν μετανάστες.
Καπνεργάτες οι περισσότεροι, έχουν ξεπλύνει την πικράδα του καπνού στο μόνο ίσως θαλάσσιο μπάνιο τους του καλοκαιριού. Θα θεωρούσαν αδιανόητο πως κάποια μέρα θα πλήρωνες για να κάνεις ένα μπάνιο στη παραλία τη γεμάτη από Βούλγαρους και Ρουμάνους τουρίστες όπως αδιανόητο θα θεωρούσαν το γεγονός πως αυτή η φωτογραφία θα μπορούσε να τη δει οποιοσδήποτε στον κόσμο, χάρη σε κάποιον αδιάκριτο τύπο που του αρέσει να ξεθάβει παλιές ξεχασμένες στιγμές, και να τις φέρνει στο φως.

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Μια όμορφη ημέρα



Τη θυμάμαι αυτή την ημέρα. Το καλοκαίρι του 1967 ήρθε ο θείος Τάκης με τη θεία Μάλαμα από τη Γερμανία. Η μάνα μου, μου είπε πως θα πηγαίναμε όλο σχεδόν το σόι για μπάνιο στο Παλιό και το μεσημέρι θα τρώγαμε στο εξοχικό κέντρο, στις «Γλάστρες». Λιμπισιάρης εγώ από τότε, δεν έβλεπα την ώρα που θα καθόμουνα να φάω στο «κέντρο» που, προφανώς, θα ήταν και γεμάτο γλάστρες.
Ο θείος ο Τάκης γέμισε το θηριώδες Opel Record με το μισό σόι ενώ εμένα και τις δυο ξαδέρφες μου, μας έβαλε στον μεγέθους μικρής σπηλιάς χώρο αποσκευών. Θυμάμαι τα γέλια της θείας Μάλαμας όταν μας στρίμωχνε εκεί μέσα. Η θεία η Μάλαμα που τα έβρισκε όλα αστεία, που έλεγε συνεχώς σόκιν ανέκδοτα, που ήταν η ψυχή της παρέας, που δεν έπαιρνε τη ζωή στα σοβαρά αφού έχασε τη μικρή της τη Μαρικούλα από καρδιά σε ηλικία επτά ετών.
Θυμάμαι το ναυτικό μου το καπέλο που το φορούσα συνεχώς αφού έπρεπε να γνωρίζουν όλοι πως ήμουν καραβοκύρης του πλοίου που υπήρχε μόνο στο μυαλό μου αλλά μια μέρα θα γινόμουν αληθινός καπετάνιος. Προς το παρόν, μου αρκούσαν οι βουτιές και τα παιχνίδια με τις μαύρες σαμπρέλες φορτηγών. Θυμάμαι ακόμη, πως έπαιρνα φόρα και πηδούσα από το τοιχάκι που χώριζε τις «Γλάστρες» από την αμμουδιά.
Ο θείος ο Τάκης με έκανε γούστο και με πείραζε συνεχώς γυρνώντας το ναυτικό μου καπέλο ανάποδα. Ο θείος ο Τάκης, που λίγα χρόνια αργότερα δεν άκουσε το ξυπνητήρι που μάταια χτυπούσε για τη δουλειά ούτε και τις φωνές της θείας Μάλαμας που ξύπνησε βρίσκοντας δίπλα της τον άνδρα της νεκρό από καρδιά.
Τότε βέβαια δεν τα ήξερα όλα αυτά αλλά ήμουν χαρούμενος που τον ερχόμενο χειμώνα δεν θα αρρώσταινα από το λαιμό μου, αφού εκείνη την ημέρα ήπια κατά λάθος άφθονο θαλασσινό νερό – γκαζόζα το λέγαμε – και το οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα της μάνας μου θα προστάτευε τον ευαίσθητο λαιμό μου χάρη στο ιώδιο που περιείχε. Το θαλασσινό νερό του Παλιού όμως φαίνεται πως περιείχε ιώδιο κακής ποιότητας αφού λίγα χρόνια αργότερα έβγαλα επειγόντως τις αμυγδαλές μου οι οποίες μολυσμένες, απειλούσαν τα νεφρά και την καρδιά μου.
Μετά το μπάνιο δεν πλενόμουνα για «να ψηθεί το πετσί μου στο αλάτι» σύμφωνα με τη γιαγιά μου. Υπέφερα τη φαγούρα και το τσίτωμα που ένιωθα στο δέρμα επειδή μια μέρα το πετσί μου θα γινόταν ανθεκτικό. Δεν έγινε.

Ύστερα ήρθε ένας φωτογράφος και έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Πίσω από την αφεντιά μου, ο πατέρας μου. Εγώ, με το ναυτικό μου καπέλο, κοιτάζω αλλού – κάπου ταξιδεύω, ως συνήθως…

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Το ρέμα

Το καλοκαίρι του 1969 η νότια παράλληλος της Περγάμου στον Βύρωνα ήταν ένα μικρό ρέμα. Η μία εκβολή του ήταν στη διασταύρωση με τη σημερινή οδό Καυκάσου ενώ η άλλη ήταν στη συμβολή με την σημερινή οδό Ιεροσολύμων.
Το κυρίως ρέμα, αυτό της Ιεροσολύμων δηλαδή, κατέβαινε από το δασάκι του Φλορέξ και ήταν γεμάτο νερό τον χειμώνα ενώ το καλοκαίρι στέγνωνε. 
Εκεί, στο μεγάλο ρέμα στα μέσα της δεκαετίας του ’60, σαν όνειρο θυμάμαι τις νοικοκυρές να πλένουν χαλιά και κουβέρτες που χτυπούσαν με τους κόπανους.
Το ρέματα ήταν ο παράδεισος επί γης για εμάς τα πιτσιρίκια της εποχής – και ήμασταν πολλά. Τον χειμώνα ανεβαίναμε στο δασάκι του Φλορέξ και αφού κόβαμε φλούδες από πεύκα που τις λέγαμε «πιτίκες», τις δίναμε σχήμα βάρκας και τις αμολούσαμε στο ρέμα που τις παρέσερνε. Τρέχαμε δίπλα στο πλεούμενό μας στην όχθη του ρέματος και το ακολουθούσαμε μέχρι το τέρμα. Αν τύχαινε και μπλεκόταν σε κλαδιά, ξύλα ή πέτρες το ξεμπλέκαμε με το μακρύ κλαδί που είχαμε μαζί μας και το επαναφέραμε στην πορεία του. Το άγχος μας ήταν να μη μπλεχτεί το σκάφος μας κάτω από τη γεφυρίτσα, δίπλα από τη στάση των αστικών στη διασταύρωση Περγάμου και Γρανικού. Σε τέτοια περίπτωση, έπρεπε να μπούμε μέσα στο ρέμα, κάτω από τη γέφυρα για να απελευθερώσουμε το σκάφος τερματίζοντας την αγωνία του γενναίου πληρώματός του.
Θανάσιμος κίνδυνος για τα πλεούμενά μας ήταν και τα αυγά βατράχων που σχημάτιζαν μεγάλες συστάδες από χάντρες σχήματος αλυσίδας ή κορδονιού. Μπροστά σ’ αυτές τις φρικώδεις, γλοιώδεις μάζες τα πληρώματά μας έπαιρναν ανήσυχα τις θέσεις μάχης. Αν όμως είχαν την ατυχία να μπλέξει το σκάφος ανάμεσα στις εξώκοσμες, λαμπερές χάντρες, τότε αντίκριζαν τον απόλυτο τρόμο. Εκεί όμως επεμβαίναμε εμείς που με τα μακριά κλαδιά μας σηκώναμε τα αυγά των άτυχων βατράχων που μάταια περίμεναν τη γονιμοποίηση και τα πετούσαμε στις όχθες. Σε εκείνο το ρέμα γινόταν πραγματική γενοκτονία των άμοιρων αμφίβιων. 
Τον χειμώνα τα ρέματα πολλές φορές πάγωναν. Η περιοχή του Βύρωνα προς του Κυρτζή είναι ίσως η ψυχρότερη της πόλης, αφού το ρέμα σχημάτιζε μπουγάζι και ο αέρας που κατέβαινε χαμήλωνε πολύ τη θερμοκρασία. Ακόμη και τα σημερινά χρόνια που οι χειμώνες είναι πολύ ηπιότεροι από αυτούς που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, το κρύο στην περιοχή είναι αισθητά περισσότερο. Μπαίναμε στο παγωμένο ρέμα και πατούσαμε στα σημεία όπου ο πάγος θα κρατούσε το λιγοστό βάρος μας. Το στοίχημα βέβαια ήταν να περάσει κανείς στην απέναντι όχθη χωρίς να σπάσει ο πάγος και βραχεί. Το ότι θα γινόμασταν μούσκεμα από το παγωμένο νερό μέχρι τα γόνατα δε μας ένοιαζε, μας ένοιαζε όμως το ξύλο που θα τρώγαμε από τη μάνα μας που βρέξαμε τα παπούτσια μας – δεν είχαμε και πολλά.
Μερικές φορές πετούσαμε πέτρες ο ένας στον άλλο έτσι, για τη χαρά του σπορ. Ήταν πετροπόλεμοι χαμηλής έντασης που όμως ένας από αυτούς μου κόστισε μισό κοπτήρα.
Την άνοιξη το ρέμα οργίαζε από ζωή. Οι κατάφορτες δαμασκηνιές και μουριές δεχόντουσαν αδιαμαρτύρητα τις επιδρομές μας. Ανεβαίναμε επάνω τους και τρώγαμε δαμάσκηνα και μαύρα μούρα. Ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά μου το «κυρα Δέσποινα / τα δαμάσκηνα / σου τα κλέβουνε / τα παλιόπαιδα» που φωνάζαμε – μάταια όμως, μιας και δεν μας κυνηγούσε ούτε μας μάλωνε κανείς για το ξεπάστρεμα των δέντρων. Άλλες φορές πάλι, καθόμασταν επάνω στα κλαδιά που μας κρατούσαν στοργικά και τρώγαμε τη λεία μας συζητώντας μεταξύ μας.
Όσο προχωρούσε η άνοιξη και η μέρα μεγάλωνε, η παραμονή μας στο ρέμα και στο παιχνίδι τραβούσε περισσότερο σε μάκρος. Κατά το σούρουπο άκουγες από τα προσφυγικά σπίτια γυναικείες φωνές να φωνάζουν «Δημήτρηηηη! Άντε βρε, νύχτωσε!», «Δε θα σε βρω βρε τύραννε; Θα φας ένα Σουλτάν μερεμέτ!». Κι όταν η μάνα μας αποκτούσε οπτική επαφή μ’ εμάς, έβαζε στο στόμα της τον λυγισμένο της δείκτη και τον δάγκωνε – σημάδι πως θα έπεφτε ξύλο στο σπίτι. 
Ένα άλλο δώρο της άνοιξης ήταν οι χρυσόμυγες, οι ζήνες. Αυτές τις έπιαναν τα μεγαλύτερα παιδιά κι έδεναν στο πόδι τους μια κλωστή. Το φουκαριάρικο το έντομο γυρνούσε γύρω γύρω δεμένο από το πόδι – ένα είδος βιολογικού drone. Παραδόξως εγώ τις λυπόμουνα τις ζήνες και δεν τις έπιανα ούτε και τις ξεκολλούσα την ώρα που ζευγάρωναν κολλημένες στην πίσω άκρη της κοιλιάς με τα κεφάλια σε αντίθετη κατεύθυνση. 
Το μεγαλύτερο δώρο όμως της άνοιξης εκεί στα τέλη της με αρχές καλοκαιριού, ήταν η εμφάνιση για πολύ μικρό χρονικό διάστημα των πυγολαμπίδων – κωλοφωτιές τις λέγαμε. Μετά τους φουκαράδες τους βάτραχους και οι κωλοφωτιές θα γνώριζαν τη σκληρότητα των μικρών παιδιών. Ολόκληρο το ρέμα λαμπύριζε ρυθμικά γεμάτο από πυγολαμπίδες αφού δεν υπήρχε φωτισμός ούτε φυσικά και ρύπανση – και στα δυο οι πυγολαμπίδες είναι εξαιρετικά ευαίσθητες. Εμείς τρέχοντας τις πιάναμε στον αέρα και τα κακόμοιρα κολεόπτερα πέθαιναν σε λίγα λεπτά με το φως στην κοιλιά τους να σταματά να αναβοσβήνει μένοντας για λίγο σταθερά αναμμένο ώσπου θάμπωνε και έσβηνε. Με συνέπαιρνε και ταυτόχρονα με ανατρίχιαζε αυτό το θέαμα, αφού μπροστά στα μάτια μου μια ζωή έσβηνε - έσβηνε κυριολεκτικά. Τα κορίτσια, πιο πρακτικά, αφού τις έπιαναν, τις έβαζαν σ’ ένα άδειο μπουκάλι για να το μετατρέψουν σε φωτιστικό για το αντίσκηνό τους.
Το αντίσκηνο των κοριτσιών! Ήταν για εμάς το Άγιο Δισκοπότηρο, η χαμένη Κιβωτός, η σπηλιά του Αλαντίν, το Άδυτο των Αδύτων που εμείς οι βέβηλοι ποθούσαμε να το μιάνουμε. Τα κορίτσια της γειτονιάς είχαν στήσει ένα αντίσκηνο στο μικρό ρέμα και δεν άφηναν κανένα αγόρι όχι μόνο να μπει αλλά ούτε να κοιτάξει μέσα. Ποτέ στην υπόλοιπη ζωή μου δεν ένιωσα τόση περιέργεια για κάτι, όσο εκείνο το καλοκαίρι του 1969 για το αντίσκηνο των κοριτσιών. Διαχειρίστριές του ήταν μεγαλύτερα κορίτσια από εμάς κατά τρία με τέσσερα χρόνια – αιώνες δηλαδή. Μια από αυτές ήταν και η ξαδέλφη μου η Ιωάννα. Μάταια την παρακαλούσα να μου πει τι υπήρχε μέσα στο αντίσκηνο κι όσο την παρακαλούσα, τόσο εκείνη όξυνε την περιέργειά μου λέγοντάς μου πως είμαι μικρός ακόμη. Τα άλλα αγόρια γρήγορα έπαψαν να ενδιαφέρονται για το αντίσκηνο και το περιεχόμενό του μα η δική μου η περιέργεια ήταν αμείωτη. Έβλεπα το αντίσκηνο να ανοίγει και να βγαίνει από μέσα του κάποιο κορίτσι και προσπαθούσα να κοιτάξω στα σωθικά του μα εκείνο έκλεινε πάλι σχεδόν αμέσως σαν μια μεγάλη μήτρα που έβγαζε από ποιος ξέρει πού ένα κορίτσι κι ύστερα έκλεινε ξανά χωρίς να αποκαλύψει τα μυστικά της.
Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, ρώτησα την Ιωάννα για το αντίσκηνο. Αφού μου εξέφρασε την απορία της πώς το θυμόμουν τόσα χρόνια, απάντησε πως είχαν καναδυό κουρελούδες για πάτωμα, κούκλες και χειροτεχνίες από το σχολείο. 
Βλέπω δαμάσκηνα στο παζάρι αλλά δεν τα δοκιμάζω. Χωρίς την κυρα-Δέσποινα, δεν έχουν γούστο...

Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Η βόλτα

Την περασμένη Παρασκευή ήταν η «λευκή νύχτα». Κατεβήκαμε λοιπόν με τη Νίτσα στην αγορά για να σεργιανίσουμε. Βγήκαμε στην Ομόνοια που επικρατούσε το αδιαχώρητο. Πολύς κόσμος και στα δύο πεζοδρόμια αλλά και στο οδόστρωμα, αφού η κυκλοφορία είχε διακοπεί. Περπατώντας στο δεξί πεζοδρόμιο καθώς κατέβαινα το δρόμο, ο πολύς κόσμος μου έφερε στη μνήμη τη «βόλτα».
Πρόλαβα τη βόλτα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 – δε θα κρατούσε για πολύ ακόμα. Από νωρίς το απόγευμα κόσμος ανεβοκατέβαινε την Ομόνοια όχι για να αγοράσει κάτι αλλά για να σεργιανίσει, να δει γνωστούς, να κουβεντιάσει, να ξεσκάσει χωρίς να ξοδευτεί.
Εμένα μου έκανε εντύπωση στην αρχή επειδή στην Αθήνα δεν υπήρχε η βόλτα. Εκεί, συνέβαινε το άλλο περίεργο, να βγάζουν δηλαδή σκαμνάκια έξω από το σπίτι τους και να μαζεύονται έτσι οι παρέες.
Ήμουν φανατικός και μόνιμος σχεδόν θαμώνας της βόλτας. Πριν το φροντιστήριο, μετά τα Αγγλικά, η βόλτα ήταν απαραίτητη. Αρχίζαμε από τη γωνία του Ανανιάδη και καταλήγαμε λίγο πιο πάνω από την Πυροσβεστική, εκεί που τώρα είναι το γκαράζ της Αστυνομίας – και πάλι πίσω.
Απαραίτητα αξεσουάρ της βόλτας, εκτός της παρέας βέβαια, ήταν τα τσιγάρα ή/και τα σπόρια. Εγώ είχα και τα δύο. Θυμάμαι πως κάπνιζα «Old Navy» μαλακό πακέτο στο οποίο είχα προσαρμόσει μέσα ένα μεταλλικό σκελετό με ένα μικρό πορτάκι στο πάνω μέρος που όταν πίεζες άνοιγε για να τραβήξεις το τσιγάρο από μέσα. Την όλη κατασκευή την είχα απαλλοτριώσει από τον πατέρα μου ο οποίος την έψαχνε μάταια. Το άλλο αξεσουάρ, τα σπόρια, τα αγόραζα από ένα μαγαζάκι δίπλα στα «Τιτάνια».
Σπόρια, τσιγάρο, χάζι και κουβεντολόι σε ένα δρόμο που έσφυζε από ζωή και νιάτα, μέσα σε μια κοινωνία που περίμενε και αισιοδοξούσε για τα καλύτερα. 
Απαραίτητη στάση ήταν το πρακτορείο του Κομποχόλη στη γωνία Ομονοίας και Παύλου Μελά για λαθραναγνωσία. Διάβαζα τα εξώφυλλα όλων των εφημερίδων με τα συνταρακτικά, όπως πίστευα αφελώς, νέα. Από αυτό το πρακτορείο αγόρασα το συλλεκτικό τώρα πια πρώτο τεύχος του περιοδικού κόμικς «Κολούμπρα» αλλά και το ανατρεπτικό «Ιδεοδρόμιο» του αείμνηστου Λεωνίδα Χρηστάκη, με τον πωλητή να με κοιτάζει περίεργα.
 Η κύρια ροή της βόλτας ήταν η διαδρομή από το Ταχυδρομείο (το σημερινό κατάστημα αθλητικών Adidas στη γωνία Ομονοίας και Αβέρωφ) μέχρι τη γωνία του Ανανιάδη που δίνονταν σχεδόν όλα τα ραντεβού και πάλι πίσω. Αξιόλογες βιτρίνες δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή, εκτός από αυτήν του Τσίρλη που από τότε ήταν εντυπωσιακή και πολύ καλόγουστη. Εκτός από τον Κομποχόλη, σταματούσα και στη βιτρίνα του Τσιρίδη για να χαζέψω τα καινούρια Seiko ρολόγια – τέτοιο θα έπαιρνα όταν θα δούλευα με το καλό.
Στη βόλτα μπορούσες να δεις τους πάντες. Φίλους, συμμαθητές από το σχολείο, τα αγγλικά, το φροντιστήριο, γνωστούς αλλά και φυσιογνωμίες που έβλεπες τόσο συχνά στη βόλτα που εάν τύχαινε και τους έβλεπες κάπου αλλού, τους χαιρετούσες. Στη μεγάλη πλειοψηφία, οι… βολτάροντες ήταν αρσενικού φύλου. Τα κορίτσια, χωρίς να σπανίζουν, ήταν σαφώς λιγότερα και βέβαια οι ματιές των αγοριών έπεφταν επάνω τους και όχι πάντα διακριτικά.
Το τι λέγαμε στη βόλτα, ειλικρινά δε θυμάμαι. Θυμάμαι όμως μια αίσθηση που είχα και που την αποτελούσαν δύο συνιστώσες. Η μία ήταν η αβεβαιότητα: Το καλοκαίρι του ’78 παρακολούθησα για λίγο μαθήματα στον Καραπιπερίδη με στόχο τη Νομική. Το μετάνιωσα γρήγορα κι έτσι πολλοί αθώοι συνάνθρωποί μας γλίτωσαν τη φυλακή κι εγώ τη χρεοκοπία. Μετά παρακολούθησα μαθήματα στο φροντιστήριο του Κατσάρη, που βρισκόταν γωνία Ομονοίας και Δαγκλή, με στόχο την ΑΣΟΕΕ. Το μετάνιωσα ξανά κι αυτή τη φορά γλίτωσαν τράπεζες από χρεοκοπία κι εγώ τη φυλακή. Τρίτη και φαρμακερή, Παιδαγωγική Ακαδημία – και μου έκατσε για το υπόλοιπο του βίου μου. Τότε όμως δεν τα ήξερα όλα αυτά, οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με συμβουλέψουν κι έπρεπε μόνος μου να πάρω την απόφαση. Εμένα μου έκατσε, στάθηκα τυχερός, σκέφτομαι όμως πόσες ζωές πήγαν χαμένες επειδή ένα δεκαεπτάχρονο παιδί δεν πήρε τη σωστή απόφαση. Η άλλη συνιστώσα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη – από τότε ήμουν αντιφατικός: Ήταν η αίσθηση της παντοδυναμίας, της αθανασίας, η αίσθηση πως όλα είναι ανοιχτά, όλα είναι δυνατά, όλα μπορούν να συμβούν.
Το καλοκαίρι η βόλτα μεταφερόταν στην παραλία. Τότε ακόμη η Ερυθρού Σταυρού δεν είχε καφετέριες – ούτε καν πολυκατοικίες αφού δεν είχαν γκρεμιστεί ακόμη οι καπναποθήκες. Η βόλτα στην παραλία άρχιζε από την αρχή του πάρκου του Φαλήρου όπου βρισκόταν το ουζερί του Λιόλιου και κατέληγε στη στροφή, στην αρχή της Αβέρωφ, εκεί που τώρα είναι το Nautica και τότε ήταν ο ΟΤΕ.
Οι παραλιακές καφετέριες της εποχής, η Τζοκόντα, η Τιβολί, η Κολιμπρί, μάζευαν τον «κυριλέ» κόσμο. Κυριλές για μας τότε, ήταν όποιος είχε στην τσέπη του περισσότερες από δέκα δραχμές – φλώρος ήταν όποιος φορούσε γυαλιά Rayban και Polo μπλουζάκι ανεξαρτήτου μάρκας. Εάν το μπλουζάκι ήταν και Lacoste τότε ήταν περίπου κατάπτυστος. Όταν κουραζόμασταν από τη βόλτα, αράζαμε στην προβλήτα με τα πόδια προς το λιμάνι που έζεχνε, αφού ο βιολογικός δεν είχε φτιαχτεί ακόμη, τρώγοντας σπόρια και καπνίζοντας ενώ ακούγαμε και τζάμπα μουσική από το διπλανό ΝΟΚ. Θυμάμαι πως το ΝΟΚ έβαζε τακτικά το «Serenade» του Steve Miller που μας άρεσε πολύ και τη βρίσκαμε παίζοντας νοητές κιθάρες και τύμπανα. Από τότε, δεν μπορώ να ακούσω το τραγούδι αυτό, χωρίς να πεταχτεί μπροστά μου το ΝΟΚ και ο «Σόλας», ένας συμμαθητής μας απίστευτος τύπος που χλεύαζε βιτριολικά τους πάντες και τα πάντα.
Βόλτα όμως υπήρχε δεν υπήρχε μόνο στην Καβάλα, υπήρχε παντού στην Ελλάδα ακόμα και στα χωριά που τη χαρακτήριζαν για προφανείς λόγους, «νυφοπάζαρο». Εκεί οι ματιές που έλεγαν πολλά, εκεί τα καλά ρούχα της Κυριακής, ίσως κι ένα πρώτο βιαστικό, αγχωμένο φιλί κάπου παραδίπλα.
Οι καπναποθήκες της Ερυθρού γκρεμίστηκαν όλες μέχρι το 1982 και στη θέση τους πυργώθηκαν πολυκατοικίες που τα ισόγειά τους έγιναν καφετέριες. Η Μπαλάντα, το Μικρό Καφέ, η Treff, η Βεγγέρα και άλλες γέμισαν κόσμο αφαιρώντας τον από τη βόλτα και γράφοντας τη δική τους ιστορία. Η βόλτα πέθανε, αφού το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε και τώρα πια οι παρέες είναι καθιστές πίνοντας το εθνικό μας ρόφημα, τον φραπέ. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όλοι είχαν χρήματα για να καθίσουν να πιούνε ένα καφέ ή ένα ποτό – οι κυριλέδες μετακόμισαν στα κοσμικά νησιά, ακολουθώντας τις οδηγίες του «Κλικ» και του life style.
Τα καλοκαίρια, καθημερινά σχεδόν, κατεβαίνουμε με τη Νίτσα στην παραλία. Περπατάμε από το περίπτερο του πάρκου έως τον «Νικηφόρο» και πάλι πίσω για να πάρουμε τη μηχανή και να επιστρέψουμε στο σπίτι. Στο χέρι μου δεν έχω ρολόι Seiko – δεν τα βρίσκω πρακτικά, δεν καπνίζω πια ούτε τρώω πασατέμπο αφού αποφεύγω το πολύ αλάτι. Δίπλα μου περνούν βιαστικά άνθρωποι που περπατούν με γοργό ρυθμό για να ασκηθούν. Σκέφτομαι πως αν κάποιος έκανε κάτι τέτοιο εκείνα τα χρόνια, θα τον είχαν για γραφικό. 
Στη δική μου βόλτα στην παραλία τα τωρινά χρόνια, με την καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να φανταστώ, έχω πάλι την αίσθηση της αβεβαιότητας – αυτή δεν φεύγει ποτέ – μα όχι και την αίσθηση πως όλα είναι δυνατά – η εποχή που ο Steve Miller τραγουδούσε «…and the earth is your own…» πέρασε, μαζί με την εποχή της βόλτας...

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Σαμάνθα

Τις προάλλες πήγα στο μαγαζί του Παντούδη απέναντι από το εργατικό κέντρο για να πάρω κάτι για το μηχανάκι. Ο άνθρωπος με παρακάλεσε να περιμένω λίγο για να τελειώσει το τηλεφώνημά του.
Κοίταξα γύρω μου κι άρχισα να χαζεύω τα σκούτερ που ήταν αραδιασμένα στη σειρά, όταν συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν στον ίδιο χώρο που ήταν κάποτε η πρώτη ντίσκο της Καβάλας, η «Σαμάνθα».
Είχα να πατήσω το πόδι μου εκεί μέσα από το 1979. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το πόσο μικρός ήταν ο χώρος τον οποίο εγώ τον θυμόμουν τεράστιο. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως εκεί μέσα χωρούσαν η πίστα, τα καθίσματα, το μπαρ, οι καναπέδες.
Στάθηκα μπροστά στην κόκκινη κολώνα κι έκανα πως παρατηρούσα τα κράνη που ήταν από πίσω της. Μπροστά σ’ αυτή την κολώνα η οποία ήταν καλυμμένη με καθρέφτες έδινε το μοναδικό του σόου ο γνωστός σε όλη την Καβάλα, Πρόδρομος.
Ο Πρόδρομος χόρευε ντίσκο μπροστά στον καθρέφτη, μια ντίσκο όμως δικής του εμπνεύσεως και κατασκευής αφού σ’ αυτήν συγχώνευε στοιχεία χορού της κοιλιάς μαζί με μπόλιγουντ κι όλα αυτά δοσμένα με έναν μοναδικό τρόπο. Όταν χόρευε ο Πρόδρομος, όλοι ήμασταν γύρω του και χτυπούσαμε παλαμάκια.
Βλέπω στα δεξιά μου το μπαρ της ντίσκο και τους μεγάλους συνεχόμενους καναπέδες πιο πέρα. Στο ημίφως που λεκιάζεται από τα φωτορυθμικά διακρίνω νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να χορεύουν στην πίστα και να φωτοβολούν δροσιά, νιάτα, χαρά. Να, άναψε κι ο προβολέας στρόμπο. Τώρα οι χορευτές φαίνονται σαν να είναι σε αργή κίνηση και είναι ενθουσιασμένοι με το εφέ.
Ακούω την εκκωφαντική μουσική αλλά δεν με πειράζει καθόλου. Το Stayin' Alive είναι ύμνος και οι ύμνοι πρέπει να ακούγονται δυνατά. Ο μεγάλος χαμός όμως γίνεται όταν αρχίζει και ακούγεται το Rivers of Babylon. Όλοι σηκωνόμαστε στην πίστα και χορεύουμε με κέφι, αγνοώντας πως το τραγούδι που είναι εμπνευσμένο από τους Ψαλμούς 18 και 136 εκφράζει τους θρήνους των εξόριστων Εβραίων στη Βαβυλώνα. Μου αρέσει να χορεύω με τα τραγούδια των Boney M, των ABBA, των Bee Gees μα περισσότερο μου αρέσει ένα όχι και τόσο γνωστό κομμάτι, το Sandstorm των La Bionda. Τα αυτιά μου βουΐζουν από τον βομβαρδισμό του ρυθμού των τεσσάρων τετάρτων. Η δυνατή, ρυθμική μα και μελωδική συνάμα μουσική πνίγει τη φωνή διαμαρτυρίας που μου λέει μέσα στο κεφάλι μου πως αυτό το είδος διασκέδασης είναι εφεύρεση του καταραμένου καπιταλισμού για να αποχαυνώνει τους νέους και να τους απομακρύνει από το δρόμο του αγώνα. Πότε πήγε κιόλας εντεκάμισι; Το καταλαβαίνω επειδή ακούγεται τώρα το Play Bouzouki, που σηματοδοτεί την έναρξη του ελληνικού προγράμματος. Είναι αργά, ώρα να φύγουμε, στη ντίσκο θα μείνουν οι μεγάλοι, εικοσιπέντε με τριάντα χρονών.
Μυρίζω τη μυρωδιά του χώρου. Ένα ανακάτεμα κολώνιας, καπνού, αλκοόλ, αρωματικού χώρου και ιδρώτα – μια μυρωδιά που δεν την ξεχνάς ποτέ και είναι άρρηκτα δεμένη με τα ντίσκο τραγούδια και τους αστραφτερούς λεκέδες φωτός από τη ντισκόμπαλα.
Πίνω το σκληρό ποτό μου: «Κούβα», ένα φρουτώδες αλκοολούχο ποτό που με κάνει χάλια αλλά πρέπει να δείξω κι εγώ το αντριλίκι μου – και το αντριλίκι δεν ταιριάζει με σκέτη κόκα κόλα. Η γεύση αυτού του ποτού είναι κι αυτή συνυφασμένη γερά με το περιβάλλον της ντίσκο.
Την αγγίζω. Το φόρεμά της είναι λεπτό και το δέρμα από κάτω είναι ζεστό. Τα μαλλιά της μοσχοβολούν αλλά δεν τολμώ να πλησιάσω κι άλλο και να ρουφήξω τη μυρωδιά τους. Την κρατώ απαλά από τη μέση κι εκείνη έχει περασμένα τα χέρια της γύρω από το κεφάλι μου και είμαι εγώ στα δεκαεφτά και χορεύουμε το Id Live You To Want Me και δεν υπάρχει τίποτε άλλο και θέλω να τη σφίξω κι άλλο και είναι εκείνη στα δεκάξι και σκιρτώ όταν ο Lobo τραγουδά I felt the blood go to my feet και ο κόσμος όλος είναι δικός μου και χαίρομαι που υπάρχω και η Σαμάνθα όλη έχει εξαφανιστεί και νομίζω πως κι εκείνη σκιρτά και παρακαλώ να μη τελειώσει ποτέ το τραγούδι και

Ο Παντούδης μου ζητά συγγνώμη για την καθυστέρηση, εγώ του εξηγώ τι θέλω, το παίρνω, πληρώνω και φεύγω από το μαγαζί χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. 

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

H υπέρτατη σοφία

Χθες συνοδεύσαμε ένα αγαπητό μας πρόσωπο στην τελευταία του κατοικία. Στην εξόδιο ακολουθία μέσα στην εκκλησία, ακούστηκαν οι συγκλονιστικοί στίχοι του Ιωάννη Δαμασκηνού που κατά την ταπεινή μου γνώμη αποτελούν όχι μόνο αριστουργηματικό κομμάτι της Εκκλησιαστικής μας γραμματείας αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

…Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον, οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα ἐπελθῶν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…

…Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ των προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι τῶν ἱκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά…

…καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστὰ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον: Ἄρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος ἢ πένης, ἢ δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;…


Σε αυτούς τους στίχους τους οποίους προσπάθησα να τους σχολιάσω μα δεν τα κατάφερα – τόσο δυνατοί, κρυστάλλινοι και συγκλονιστικοί που είναι δεν τολμάς να τους αγγίξεις - τονίζεται η ματαιότητα των εγκοσμίων και η ασημαντότητα του ανθρώπου μπροστά στην κοινή μας μοίρα, τον θάνατο. Όποιος έχει συμφιλιωθεί μ’ αυτόν, «το φοβερότατον μυστήριον» έχει κατακτήσει την υπέρτατη σοφία. 

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Στο πατρικό μου σπίτι

Πηγαίνω πού και πού στο πατρικό μου σπίτι στα προσφυγικά του Κυρτζή, στο Βύρωνα. Βλέπω αν έχει έρθει κάποιος λογαριασμός, ελέγχω για τυχόν προβλήματα, αερίζω. 
Από τότε που συγχωρέθηκε κι ο πατέρας, το σπίτι είναι άδειο. Είναι μεν πλήρως εξοπλισμένο σε σημείο που μπορεί να κατοικηθεί ανά πάσα στιγμή, λείπουν όμως οι άνθρωποι. Κατοικείται λίγες μόνο ημέρες το χρόνο, όταν έρχεται ο αδερφός μου από τη Γερμανία για την καλοκαιρινή του άδεια.
Τις περισσότερες φορές που το επισκέπτομαι κάνω αυτά που πρέπει να κάνω και φεύγω. Άλλες φορές όμως στέκομαι και το βλέπω.
Δε θυμάμαι και πολλά από τα παιδικά μου χρόνια σχετικά με το πατρικό μου, αφού εννέα ετών έφυγα για την Αθήνα και γύρισα στα δεκάξι μου. Κάποια σπαράγματα μόνο μνήμης έχω, όπως το φόβο για το υπόγειο, κελάρι το λέγαμε. Το φοβόμουν το υπόγειο, χωρίς να με φοβερίσει κανείς, το φοβόμουν επειδή τα τοιχώματά του ήταν από γυμνή πέτρα – ποιος ξέρει πώς το έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια.
Ανοίγω την πορτούλα της αυλής και διασχίζω τη μικρή βεράντα. Σ ’αυτή τη βεραντούλα καθόταν ο πατέρας τα καλοκαιρινά βράδια κι έπινε το ούζο του μαζί με τα απαραίτητα που ετοίμαζε και σέρβιρε η μάνα μου κι ακριβώς απέναντι στα δύο μέτρα καθόταν στη δική του βεραντούλα ο κύριος Τάκης πίνοντας κι αυτός γενναίες ποσότητες ούζου και κουβεντιάζοντας επί παντός του επιστητού με τον πατέρα μου. Θυμάμαι τη συζήτηση που είχαν με θέμα την πρώτη προσελήνωση τον Ιούλιο του 1969. Εμένα αυτή ιστορία με είχε συνεπάρει και κοίταζα με τις ώρες τη Σελήνη, εκστασιασμένος που άνθρωποι κατόρθωσαν και πήγαν εκεί πάνω. Απογοητεύτηκα όμως με τους Αμερικανούς αφού σύμφωνα με τον πατέρα και τον κύριο Τάκη είχαν προηγηθεί οι Ρώσοι και για κάποιο λόγο το κρατούσαν μυστικό. Οι δύο ΚΚΕδες καπνεργάτες δεν μπορούσαν να χωνέψουν πως οι Αμερικάνοι κέρδισαν την κούρσα για τη Σελήνη από τους Ρώσους οι οποίοι την ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς, πρωτοπορώντας με τον Σπούτνικ και τον Γκαγκάριν.
Όταν ξεκλειδώνω τη βαριά σιδερένια πόρτα σα να ακούω τη φωνή της μάνας μου από μέσα να μου λέει να κλειδώσω γυρνώντας βράδυ από τα Αγγλικά ή το φροντιστήριο.
Ελέγχω το δωματιάκι δεξιά του διαδρόμου. Εδώ πέρασα τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. Εδώ διάβαζα, εδώ κοιμόμουν, εδώ ονειρευόμουν – τις περισσότερες φορές ξύπνιος. Κοιμόμασταν σε απέναντι κρεβάτια με τον κατά επτά ολόκληρα χρόνια μικρότερό μου αδερφό και, όπως κάθε μεγαλύτερος αδερφός που σέβεται το προνόμιο αυτό, του έκανα τη ζωή δύσκολη είτε κοροϊδεύοντάς τον είτε ξεγελώντας τον είτε χτυπώντας τον – αργότερα βέβαια κανείς δε θα τολμούσε να τα βάλει με έναν πρώην καταδρομέα με μέγεθος μικρής ντουλάπας. Σ’ αυτό το δωματιάκι έλιωσα κασέτες του Σαββόπουλου ακούγοντας τους «Αχαρνής», τον «Μπάλο», το «Βρώμικο ψωμί», τα «10 Χρόνια Κομμάτια». Σ’ αυτό το δωματιάκι διάβαζα από τα σχολικά μου βιβλία και τα Αγγλικά, μέχρι Φρόιντ, Μαρξ αλλά και Βίπερ με Τζέημς Τσέηζ και Ζεράρ ντε Βιλιέ, «Κολούμπρα», «Ιδεοδρόμιο» - γενικά οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου. Τώρα το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από τα πανεπιστημιακά βιβλία των κοριτσιών αφού δε χωρούν στο μικρό μας διαμέρισμα. Πολλά χρόνια πριν, θα πηδούσα από τη χαρά μου με τόσα βιβλία περί Λογοτεχνίας και Φαρμακευτικής. Τα πρώτα θα τα διάβαζα επειδή μου αρέσει πολύ η Λογοτεχνία, τα δεύτερα επειδή είμαι υποχόνδριος και χαπακώνομαι με το παραμικρό. Σήμερα δεν έχω τα κουράγια για (πολύ) διάβασμα.
Επιθεωρώ το μικρό μπάνιο για τυχόν διαρροές. Κάτω από τον νιπτήρα, πριν την ανακαίνιση του σπιτιού το 1976, έβαζε η μάνα μου τα απορρυπαντικά Ρολ. Μέσα σε κάθε συσκευασία ήταν κι ένα βιβλίο με τίτλο «Ήμουν κι εγώ εκεί». Μια εξαιρετική και πρωτοποριακή προσπάθεια της εποχής που δυστυχώς δεν βρήκε μιμητές. Επρόκειτο για μια σειρά μικρών βιβλίων με έγχρωμη εικονογράφηση με ήρωα ένα παιδί που ταξίδευε στο χρόνο κι ανακατευόταν σε σπουδαία ιστορικά γεγονότα. Θυμάμαι το βιβλίο με τίτλο «Με τους Ούννους του Αττίλα». Δεν τα διάβαζα απλώς, βυθιζόμουν μέσα τους και παρακαλούσα να μπορούσα κι εγώ να ταξιδεύω στο χρόνο κι αφού αυτό ήταν ανέφικτο, ευχόμουν να λερωνόντουσαν συχνότερα τα ρούχα για να αγοράζει η μάνα μου Ρολ.
Ανοίγω το παράθυρο του σαλονιού. Εδώ συνήθιζα να ξαπλώνω κάτω από ένα πολύ μικρό τραπεζάκι αφού έβγαζα το ραφάκι από κάτω του που έμοιαζε με σκάλα και που η μάνα μου έβαζε τα περιοδικά της – το Ρομάντζο, τη Γυναίκα και τον Οικογενειακό Θησαυρό και τα οποία φυσικά τα ξεκοκάλιζα. Χωμένος από κάτω, έχτιζα τον δικό μου κόσμο. Άλλοτε το τραπεζάκι με προστάτευε από αεροπορικές επιδρομές, άλλοτε από κακούς ανθρώπους σαν κι αυτούς που διάβαζα στα φωτορομάντζα του «Θησαυρού» κι άλλοτε απλώς από τους πάντες. Το τραπεζάκι είχε το δικό του μυστικό όνομα που το ήξερα μόνο εγώ. Έγραφε από κάτω με μαύρο μαρκαδόρο το όνομα του εργοστασίου κατασκευής του κι εγώ το διάβαζα από κάτω ανάποδα: «ςηδίναβεξαπΜ».
Ρίχνω μια ματιά στην κρεβατοκάμαρα. Κάπου κάπου ξεφυλλίζω τα φωτογραφικά άλμπουμ που υπάρχουν πάνω στην άδεια πια συρταριέρα. Βλέπω τους γονείς και συγγενείς σε ηλικίες πολύ μικρότερες από τη δική μου – οι περισσότεροι δε βρίσκονται πια στη ζωή. Σε μερικές φωτογραφίες δεν αναγνωρίζω κανέναν, σε άλλες λίγους. Λίγες από αυτές γράφουν πληροφορίες γραμμένες με μολύβι καλλιγραφικά στο πίσω μέρος όπως μια του παππού μου στη Γερμανία το 1943 όπου εργαζόταν εκεί στην Κατοχή, «όμηρο τον είχαν» έλεγε η γιαγιά μου, «Ενθύμιον Γερμανίας» γράφει η φωτογραφία από πίσω. Βλέποντάς τες, αναθεματίζω τον εαυτό μου που δεν ρώτησα όσα περισσότερα μπορούσα τις γιαγιάδες μου (παππούδες δυστυχώς δε γνώρισα) και τους γονείς μου. Άλλα τα ενδιαφέροντά μου τότε κι εξάλλου όταν είσαι νέος, δε σου περνάει από το μυαλό πως οι άνθρωποι μια μέρα φεύγουν χωρίς επιστροφή.
Αφήνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο τραπέζι ροτόντα του καθιστικού. Εκεί τρώγαμε τις Κυριακές και η τηλεόραση έδειχνε τις μεσημεριανές ειδήσεις και αργότερα το αγαπημένο μας σίριαλ, το «CHiPs». Βλέπω το ραφάκι όπου η μάνα μου παλαιότερα έβαζε το ραδιόφωνο και άκουγε το «Σπίτι των ανέμων» κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού κι έστηνα κι εγώ αυτί κι άκουγα τις περιπέτειες του δικηγόρου Ορέστη Λαμπίρη, της Τζοβάνας και της γιαγιάς Ανούσκας και το «Μείνε κοντά μου αγαπημένη» με τη συγκλονιστική μουσική που πολύ αργότερα ανακάλυψα πως ήταν το «Concierto de Aranjuez». Απορώ όμως πώς τα θυμάμαι, αφού αυτά τα ραδιοφωνικά σίριαλ παιζόντουσαν τα πρωινά. Δεν πήγαινα ακόμη στο σχολείο; Ήταν τότε το 16ο Δημοτικό με βάρδιες πρωί – απόγευμα; Δε θυμάμαι.
Στην κουζίνα ελέγχω τη βρύση και το ψυγείο. Στο τραπέζι φορμάικα έτρωγα πρωινό στις 5 το πρωί τα καλοκαίρια του ’78, του ’79, του ’80 που δούλευα στα καπνομάγαζα. Έπιανα δουλειά στις 5:30 και θυμάμαι πως το λεωφορείο ήταν γεμάτο εργαζόμενους σε καπνομάγαζα, εργοστάσια, βιοτεχνίες και η Καβάλα ήταν γεμάτη κόσμο που πήγαινε στη δουλειά του αξημέρωτα.
Πηγαίνω στο μικρό πλυσταριό της αυλής. Εκεί υπήρχε ένα καζάνι που έπλενε τα ρούχα η μάνα μου πριν πάρουμε πολύ αργότερα πλυντήριο. Το μικρό του παράθυρο βλέπει στο δρόμο που κάποτε ήταν ρέμα. Λίγο παρακάτω, πιτσιρικάδες στα τέλη της δεκαετίας του ’60, σκοτώναμε τα άμοιρα βατράχια που θα τύχαιναν στο δρόμο μας. Στην ταράτσα του υπήρχε πριν βάλουμε ηλιακό, μια μικρή δεξαμενή νερού καλυμμένη με τζάμι. Εκεί έκανα ντους μετά το καπνομάγαζο κι έβγαζα από πάνω μου την πικράδα του καπνού.
Μερικές φορές μπαίνω και στο υπόγειο να αφήσω ή να πάρω κάτι χωρίς να το φοβάμαι πια – τώρα φοβάμαι άλλα…

Αρνησηγηρεία

«Σβήστε τις ρυτίδες», «Εξαφανίστε τα σημάδια του χρόνου», «Λείανση προσώπου», «Αντιγήρανση», botox, lifting και άλλα πολλά τέτοια ανάλογα τα βλέπουμε και τα ακούμε σχεδόν καθημερινά. Όλα αυτά βαφτίζονται «θεραπείες», θαρρείς και το πέρασμα του χρόνου και τα σημάδια που αφήνει επάνω μας είναι αρρώστια ή κατάρα. 
Ίσα – ίσα, οι ρυτίδες, τα σημάδια του χρόνου επάνω μας, τα γηρατειά εν τέλει είναι ευλογία αν σκεφτεί κανείς πόσοι συνάνθρωποί μας δεν κατάφεραν να αποκτήσουν ρυτίδες κι έφυγαν από τη ζωή άλλοι από αρρώστια κι άλλοι βίαια, πριν προλάβουν να γεράσουν.
Έχει αναπτυχθεί ένα τεράστιο εμπόριο κοσμητικής ιατρικής και καλλυντικών με τζίρο δισεκατομμυρίων – μέχρι εδώ, καλά. Εργάζεται κόσμος, παράγονται προϊόντα, κυκλοφορεί χρήμα ενώ δεν είναι βεβαίως κακό να βάζει κανείς καλλυντικά, να περιποιείται τον εαυτό του ή γιατί όχι, να διορθώσει κάτι άσχημο επάνω του, μια δυσμορφία ή ένα χτυπητό ελάττωμα. Εκείνο που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση όμως, είναι η πεισματική άρνηση ολοένα και περισσότερων ανθρώπων να αποδεχτούν την ηλικία τους και νεανίζουν γελοιωδώς.
Δε γίνεται να είσαι στην έκτη – έβδομη δεκαετία της ζωής σου και να έχεις ντύσιμο και συμπεριφορά δεκαπεντάχρονου.
Δε γίνεται να είσαι μια πολύ ώριμη κυρία και το πρόσωπό σου να είναι ανέκφραστο από το τράβηγμα.
Εμένα μου αρέσουν οι ρυτίδες. Οι ρυτίδες φανερώνουν πως γέλασες, κατσούφιασες, μούτρωσες, έκλαψες, έζησες.
 Και πώς θα γίνει, θα αντιτείνει κανείς. Θα κυκλοφορούν οι ηλικιωμένοι άνδρες με γραβατούλα, πουλοβεράκι και μουστάκι – σαρδέλα ενώ οι ηλικιωμένες με τσεμπέρι;
Χίλιες φορές όχι. Αλλά άλλο να βάφει μια κυρία τα μαλλιά της κι άλλο η γελοιότητα. Άλλο ένας άνδρας να ακολουθεί την εποχή του κι άλλο να παλιμπαιδίζει.
Αυτή η μάχη εναντίον του χρόνου, αυτή η άρνηση της αναπόφευκτης φθοράς αυτή η (ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός) «αρνησηγηρεία» εκτός από την αυτογελοιοποίηση, προσθέτει άγχος ενώ αφαιρεί τη χαρά του να ζει κανείς καλά την κάθε ηλικία, την κάθε εποχή.
Για να μην πούμε πως αποτελεί και Ύβρι προς τους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να γεράσουν, που δεν αξιώθηκαν ρυτίδες...

Το Νήμα

Ποτέ δε μου άρεσε το Πάσχα. Δεν έχω καταλάβει γιατί ο Κύριος διάλεξε τέτοιον αλλόκοτο τρόπο για να μας λυτρώσει. Τη γέννηση – ενσάρκωσή Του καθώς και τη διδασκαλία, τα καταλαβαίνω. Τα Πάθη όμως, τη Σταύρωση και την Ανάσταση τα βρίσκω περιττά. Τι παράξενη και περίπλοκη λύση για τη Σωτηρία του Ανθρώπου είναι αυτή; Μιλάμε για Παντοδύναμο που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να σβήσει το Κακό από τον κόσμο ακαριαία – γιατί δεν το κάνει;
Κι ο καημένος ο Ιούδας; Αυτός που ήταν ενταγμένος εξ’ αρχής στο Θεϊκό σχέδιο; Θα μπορούσε λένε οι θεολόγοι να μην Τον προδώσει. Μα αν δεν Τον πρόδιδε, δε θα εκπληρωνόταν το σχέδιο του Θεού! Ύστερα, απέδειξε έμπρακτα τη μετάνοιά του, καταφεύγοντας στην ύστατη αυτοτιμωρία, την αυτοκτονία. Ούτε κι αυτό του το συγχωρούμε – εγώ πάντως πιστεύω πως ο Ιησούς τον συγχώρεσε και είναι μαζί Του.
Όπως πιστεύω πως είναι μαζί Του και ο άλλος ο ληστής, ο «άπιστος». Τι είπε ο κακόμοιρος; Χρησιμοποίησε ένα Θεϊκό δώρο, τη Λογική, λέγοντας «Ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς». Η πρόταση αυτή συμπυκνώνει τον Ορθό Λόγο σε όλο του το μεγαλείο. Χάρη σε αυτή τη λογική συνάφεια του «εάν – τότε», βγήκαμε από τις σπηλιές και χτίσαμε πολιτισμό.
Πέρα όμως από Θεολογικά, το Πάσχα το ελληνικό με ψυχοπλακώνει. Είναι διαποτισμένο με αυτή τη Βυζαντινή δυσθυμία, την κατήφεια – στον τόπο που γεννήθηκε το Φως! Θαμπώνει την ομορφότερη και ερωτικότερη εποχή του χρόνου, την Άνοιξη, με μοιρολόγια και θρήνους.
Ναι, αλλά…
Πώς γίνεται και με συγκινούν τα Εγκώμια του Επιταφίου; Γιατί λαμβάνω μέρος στην περιφορά του δίχως να με αναγκάζει κανείς; Πού εξαφανίζεται ο Ορθός μου Λόγος τη νύχτα της Ανάστασης; Γιατί την Κυριακή του Πάσχα μερακλώνω με δημοτικά τραγούδια;
Είναι το Νήμα. Αυτό που με συνδέει με τους προηγούμενους, αυτούς που πέρασαν από αυτό τον τόπο, τους «όμαιμους, ομόγλωσσους, ομότροπους». Χάρις σε αυτό το Νήμα μιλάω αυτή τη γλώσσα, έχω ελληνικό επώνυμο και είμαι περήφανος για την εθνική μου ταυτότητα. Δεν έχω σκοπό να το κόψω αλλά να το παραδώσω και στις επόμενες γενιές.
Κι αφού «αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή σου» θέλω να είμαι κι εγώ μέσα σ’ αυτές τις γενεές – ο Ορθός Λόγος ας δώσει τη θέση του αυτές τις ημέρες στο Νήμα.
Καλό Πάσχα, καλή Ανάσταση!

…κι ας μη μου ’χει χαρίσει ποτέ ένα χάδι ως τώρα…

Πολλές φορές έχω σκεφτεί πως, αν είχα αρκετά χρήματα, θα πήγαινα να ζήσω σε μια άλλη χώρα. Μπούχτισα εδώ, σιχάθηκα, όπως και οι περισσότεροι από εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο. Μια χώρα που να βασιλεύει η ευνομία, η ασφάλεια, η ηρεμία. Σε έναν τόπο με την ελάχιστη δυνατή εγκληματικότητα, με καθαρό και περιποιημένο περιβάλλον, με σεβασμό στον πολίτη. Σε ένα μέρος όπου η πρώτη είδηση στα μέσα ενημέρωσης θα είναι η κλοπή επτά γλειφιτζουριών από το κεντρικό μπακάλικο της πόλης και οι τοπικοί άρχοντες θα ερίζουν στα τηλεοπτικά πάνελ για τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος της αλιείας της πέστροφας.
Δηλαδή μεταξύ μας, δεν το έχω σκεφτεί μόνο, το έχω μελετήσει το θέμα.
Κατ’ αρχήν έχω αποκλείσει τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και τις περισσότερες περιοχές των ΗΠΑ. Μένει λοιπόν ο Καναδάς – πολύ κρύο, δε μου κάνει. Τις ΗΠΑ τις φοβάμαι, τόσες ταινίες που έχω δει. Αφρική, Ασία και Ανατολική Ευρώπη αποκλείονται. Μένει η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία και πολύ λίγες περιοχές της Δυτικής Ευρώπης: Σκανδιναβία, Λουξεμβούργο, Λιχτεστάιν, ίσως και Ιρλανδία. Νομίζω όμως πως η καλύτερη λύση είναι το Wellington της Ν. Ζηλανδίας ή το Hobart της Τασμανίας.
Αυτοί οι άνθρωποι εκεί πέρα μακριά πρέπει να ζουν στο δικό τους κόσμο. Έχουν ποιότητα ζωής, δεν έχουν γελοίους πολιτικούς (σαν τους δικούς μας πάντως αποκλείεται), δεν είναι έρμαια του καθενός να κάνει ό,τι του γουστάρει, δεν έχουν κανέναν μεμέτη απέναντι να απειλεί διαρκώς.
Ασφαλώς κι έχουν προβλήματα – ποιος άνθρωπος δεν έχει; Αυτοκτονίες, αλκοολισμός και κατάθλιψη θερίζουν εκεί, λένε κάποιοι μη λαμβάνοντας όμως υπ’ όψιν τους πως τα περιστατικά αυτά καταγράφονται μέχρι κεραίας. Πόσοι στη χώρα μας δεν έχουν τέτοια προβλήματα αλλά δεν δηλώνονται ποτέ στις υπηρεσίες (όσες δεν είναι υπό κατάρρευση ακόμη);
Αλλά πάλι…
Μου περνά από το μυαλό μια φοβερή υποψία. Κι αν αρχίζει και πονά ο πόθος της επιστροφής, το Άλγος του Νόστου, η Νοσταλγία; Τόσους και τόσους δυνατότερους από εμένα χτύπησε, ποιος είμαι εγώ να τη γλυτώσω; Και η γειτονιά που μεγάλωσα; Και η Αθήνα των εφηβικών μου χρόνων, η Αλεξανδρούπολη των φοιτητικών μου χρόνων, η Θάσος που πρωτοδούλεψα και γνώρισα τη γυναίκα μου, τα Ποταμούδια που ζω τριάντα χρόνια τώρα; Ποιος θα φροντίζει το πατρικό μου σπίτι, τι θα απογίνει το σπίτι που ζω εδώ και είκοσι χρόνια, το σπίτι που μεγάλωσα τα παιδιά μου…
Κι αν τύχει και πεθάνω εκεί πέρα μακριά σίγουρα θα πούνε και για μένα «…τόνε βάλανε στης ξένης γης την αγκαλιά, άκλαυτον κι αμοιρολόγητο…»
Μάλλον δε θα πάω πουθενά. Όχι μόνο επειδή δεν έχω τα απαραίτητα χρήματα για να φύγω – και δε θα τα αποκτήσω ποτέ, εδώ που τα λέμε – αλλά για τη Νοσταλγία της Πατρίδας «…κι ας μη μου ’χει χαρίσει ποτέ ένα χάδι ως τώρα…».

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Καταδικασμένοι στην Αθανασία

Η Φύση. Απόλυτη, τυφλή, σκληρή, ανελαστική, βίαια και, προπάντων, αδιάφορη. Μπορεί να σε σκοτώσει με εκατομμύρια τρόπους. Μια τυχαία μετάλλαξη σε έναν ιό, μια ελάχιστη απόκλιση ενός μετεωρίτη, μια κλιματική αλλαγή είναι ένα πολύ μικρό κλάσμα από τους τρόπους που η Φύση μπορεί να αφανίσει την Ανθρωπότητα.
Σε ατομικό επίπεδο, ένα μικρό λάθος στο DNA μπορεί να σκοτώσει έναν άνθρωπο, αφού ο καρκίνος πρώτα τον λιώσει υποβάλλοντάς τον σε φρικτούς πόνους και στερώντας του κάθε ίχνος αξιοπρέπειας. Ένα υδραυλικό πρόβλημα σε κάποιο αγγείο του εγκεφάλου μπορεί να μετατρέψει κάποιον σε φυτό ή ανάπηρο για το υπόλοιπο του (μίζερου) βίου του.
Βλέπουμε ένα πανέμορφο φυσικό τοπίο θαυμάζοντας την ομορφιά του αλλά παραβλέπουμε το γεγονός πως τα πλάσματα που ζούνε εκεί, δίνουν καθημερινά σκληρότατο αγώνα επιβίωσης για να μη φαγωθούν ζωντανά!
Ο Άνθρωπος είναι το μοναδικό από τα πλάσματα του πλανήτη που έχει συνείδηση της φθαρτότητας και της θνητότητάς του. Αυτή την τρομερή επίγνωση την κουβαλά σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του και τη μετουσιώνει σε Τέχνες και Επιστήμες σε μια απέλπιδα προσπάθεια να απαλύνει τον πόνο που προξενεί η επίγνωση αυτή. Τι βαρύτατο φορτίο! Τι τραγωδία, η τραγωδία της Ύπαρξης!
Οι πεσιμιστές αλλά ρεαλιστές πρόγονοί μας το έθεσαν έτσι:
«Αρχήν μεν μη φύναι επιχθονίοισιν άριστον, φύντα δ' όμως ώκιστα πύλας Αΐδαο περήσαι…». «Άριστο είναι ο άνθρωπος ποτέ να μην γεννιέται, όταν γεννηθεί όμως, αμέσως να πεθάνει…».
Είμαι σίγουρος όμως, πως μια μέρα θα ξεπεράσουμε τους βιολογικούς περιορισμούς μας και, απαλλαγμένοι από τα δεσμά της ύλης, θα ζήσουμε χωρίς πόνο, αρρώστιες, στενοχώριες, φθορά, θάνατο. Αυτός είναι και ο τελικός, ο υπέρτατος σκοπός της Επιστήμης.
Αυτό θα επιτευχθεί με την ψηφιοποίηση του νου μας. Τη μετατροπή του δηλαδή σε λογισμικό και τη μεταφορά του σε έναν υπολογιστή, κάτι σαν το Matrix δηλαδή, οι σεναριογράφοι του οποίου δανείστηκαν την ιδέα από την περίφημη μεταφορά της σπηλιάς του Πλάτωνα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτή η εξέλιξη δεν είναι και τόσο πολύ μακριά. Αρκεί να φανταστεί κανείς πως αυτές οι γραμμές γράφονται σε έναν υπολογιστή που κοστίζει 300€ η υπολογιστική ισχύς του οποίου είναι πολλαπλάσια αυτής που ήλεγχε το πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του ’70!
Μερικοί κορυφαίοι φυσικοί υποστηρίζουν πως το Σύμπαν είναι «σιωπηλό», δεν δίνει δηλαδή σημεία νοήμονος ζωής, επειδή ακριβώς οι πολιτισμοί που κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τον σκόπελο της αυτοκαταστροφής τους και στάθηκαν ταυτόχρονα τυχεροί να μην καταστραφούν από φυσικές αιτίες, πέρασαν σε ένα άλλο στάδιο εξέλιξης, γινόμενοι καθαρή «πληροφορία».
Αν όλα αυτά μοιάζουν επιστημονική φαντασία, σκεφτείτε πως το Smartphone που έχει ο καθένας στην τσέπη του, ήταν κι αυτό επιστημονική φαντασία μόλις πριν από 50-60 χρόνια.
Σε λίγους αιώνες από τώρα κι αν η Ανθρωπότητα επιβιώσει μέχρι τότε, θα έχουμε απαλλαγεί από τις δεσμεύσεις του υλικού σώματος και θα κερδίσουμε την Αθανασία. Αφού η εξέλιξη μας ξεχώρισε από τα άλλα πλάσματα προικίζοντάς μας με τα χαρακτηριστικά της Συνείδηση και της Λογικής – ευλογία και κατάρα μαζί – εμείς θα τα χρησιμοποιήσουμε για να ξεπεράσουμε και να σπάσουμε τα δεσμά μας.
Μια μέρα θα το κάνουμε – είμαστε καταδικασμένοι να το κάνουμε.

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

ΧΑΜΕΝΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Περπατούσε στη μεγάλη λεωφόρο παρατηρώντας τα πάντα γύρω του. Τα πεζοδρόμια ήταν κατάμεστα από τον κόσμο, ο δρόμος γεμάτος αυτοκίνητα, τα μαγαζιά με ακριβές φίρμες. Τα πάντα του ήταν γνωστά αλλά και διαφορετικά. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα πάνω και διάβασε την πινακίδα «Οδός Τσιμισκή». Συνέχισε, πέρασε τη μεγάλη πλατεία δίπλα στην οδό Αριστοτέλους όπως διάβασε στη πινακίδα και κατέβηκε στην παραλία, στην οδό Νίκης.
Ατένισε το Θερμαϊκό, κοίταξε αριστερά και είδε τον Πύργο. Η καρδιά του φούσκωσε από αγαλλίαση κι ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ελευθερίας και λαχτάρας για ζωή – πραγματική ζωή. Άρχισε να περπατά στην παραλία προς τον Πύργο και σε λίγο τάχυνε το βήμα του, σχεδόν έτρεχε. Έκοψε δρόμο από τη θάλασσα τρέχοντας πάνω στα κύματα. Σε λίγα δευτερόλεπτα έφτασε από κάτω του. Κοίταξε ψηλά και είδε τη σημαία που κυμάτιζε. Είχε λωρίδες άσπρες και γαλάζιες εναλλάξ και στην επάνω γωνία της είχε έναν σταυρό. Τα μάτια του καρφώθηκαν επάνω της μέχρι που θόλωσε η ματιά του και η σημαία συγχωνεύτηκε με τον ασπρογάλαζο ουρανό.

Ξύπνησε κι έμεινε τελείως ακίνητος. Η μόνη πηγή φωτός στο πηχτό σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας ήταν το φωτεινό καντράν του ηλεκτρονικού ξυπνητηριού και ο μόνος ήχος προερχόταν από την ανάσα της Σιμπέλ που κοιμόταν γαλήνια.
Σηκώθηκε ταραγμένος από το Όνειρο και βγήκε στο μπαλκόνι. Η πόλη κοιμόταν ακόμη ενώ στα αριστερά του, στην ανατολή, μια υποψία φωτός πάσχιζε να τρυπήσει το σκοτάδι – δε θα αργούσε να ξημερώσει. Έκανε καφέ προσπαθώντας να μη ξυπνήσει τη Σιμπέλ. Η γυναίκα του είχε εφημερία στο νοσοκομείο απόψε και θα χρειαζόταν και το τελευταίο δευτερόλεπτο ύπνου.
Η ταραχή του από το Όνειρο δε μειώθηκε καθόλου. Αισθανόταν μια ανείπωτη θλίψη, μια τραγική ματαίωση, μια απογοήτευση από κάτι που δε θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Μα, κυρίως, αισθανόταν μια αλλαγή επάνω του, μια αλλαγή που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακόμη. Άνοιξε το ντουλαπάκι του μπάνιου και πήρε μέσα από ένα κουτάκι κρέμας νυκτός της Σιμπέλ ένα από τα Xanax που εκείνη έκρυβε εκεί. Ένα κύμα οίκτου γι αυτήν ήρθε να προστεθεί στα άλλα δυσάρεστα συναισθήματα που σύντομα το φάρμακο θα κατέστελλε.
Τρεις καφέδες, είκοσι σελίδες σημειώσεων και δύο ώρες αργότερα κατέβαινε με το αυτοκίνητο από το αριστοκρατικό προάστιο που ζούσε, την οδό Muhteşem Süleyman και σε λίγα λεπτά έφτασε στο σταθμό του Μετρό. Παρκάρισε, πήρε τον χαρτοφύλακά του, κλείδωσε το αυτοκίνητο. Μπήκε στο τρένο και μετά από τέσσερις στάσεις έφτασε στον προορισμό του.
Χαιρέτησε τον φύλακα της πύλης μ’ ένα νεύμα κι εκείνος του το ανταπέδωσε αδιάφορα. Ο Νικηφόρος Δούκας, του Αναστάσιου και της Ευδοξίας το γένος Φωκά, Λέκτορας του τμήματος Θεωρητικής Φυσικής σήκωσε το βλέμμα του στην τεράστια ανάγλυφη επιγραφή στη μετόπη του επιβλητικού κτιρίου που έγραφε «Selanik Üniversitesi Mustafa Kemal Atatürk». Μπήκε μέσα.


Το αμφιθέατρο ήταν κατάμεστο από φοιτηταριό. Ο Νικηφόρος ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στα νέα παιδιά για το ενδιαφέρον που έδειχνε, για την αγάπη του στην επιστήμη που θεράπευε, για την εξαιρετική του μεταδοτικότητα, το πλούσιο βιογραφικό του και τις πολλές δημοσιεύσεις. Αριστούχος απόφοιτος του Πανεπιστημίου και αμέσως μετά διδακτορικό με πλήρη υποτροφία στο Stanford. Από εκεί θρήνησε τους γονείς του που σκοτώθηκαν σε τροχαίο έξω απ’ το Dimetoka που είχαν πάει για δουλειές. Έμπορος ο πατέρας του, καθηγήτρια Αγγλικών η μητέρα του, μοναχοπαίδι ο ίδιος, μεγάλωσε με σχετική άνεση. Από μικρός διακρινόταν στα Μαθηματικά και στη Φυσική, με τους δασκάλους και τους καθηγητές του να παινεύουν το κοφτερό μυαλό του. Μετά τον χαμό των γονιών του ο Νικηφόρος αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην επιστήμη του, κάνοντας και το μεταδιδακτορικό του στο Stanford. Απέρριψε την προσφορά του πανεπιστημίου να ακολουθήσει εκεί ερευνητική και ακαδημαϊκή καριέρα για να γυρίσει στην αγαπημένη του πόλη.
Παρά το λαμπρό βιογραφικό και την εξαιρετική ερευνητική δουλειά του, δεν επρόκειτο να ανεβεί καθηγητικές βαθμίδες. Ήταν χριστιανός και Ρωμιός – τι ειρωνεία όμως, ο Νικηφόρος δεν είχε καμιά εθνική ταυτότητα και συγχρόνως ήταν άθεος. Πίστευε στον ορθολογισμό, στη Λογική.
Κοίταξε το ακροατήριό του. Νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια αρκετά από αυτά με μαντίλα, τακτοποιούσαν τα πράγματά τους στα θρανία και έκλειναν τα κινητά τους. Ο Νικηφόρος κατέβηκε από το έδρανο, πλησίασε και άρχισε τη διάλεξη.
«Όπως συζητήσαμε και στην προηγούμενή μας συνάντηση, η ιδέα των παράλληλων κόσμων στην κβαντομηχανική είναι γνωστή από το 1957. Στη γνωστή λοιπόν "ερμηνεία των πολλαπλών κόσμων", κάθε σύμπαν γίνεται η "μήτρα" για νέα σύμπαντα, κάθε φορά που πραγματοποιείται μια καινούρια μέτρηση. Έτσι, σε αυτό το πολυσύμπαν υλοποιούνται όλα τα πιθανά σενάρια – σε κάποιους από αυτούς τους κόσμους, για παράδειγμα, η Αυστραλία αποικίστηκε από τους Πορτογάλους.
Ζούμε λοιπόν σε έναν μόνο από τους άπειρους κόσμους που υπάρχουν, κάποιοι από τους οποίους είναι πανομοιότυποι με τον δικό μας διαφέροντας ίσως κατά μερικά ηλεκτρόνια. Άλλοι είναι λίγο διαφορετικοί κι άλλοι εντελώς αγνώριστοι, ασύμβατοι θα έλεγα με τους νόμους της Φύσης που γνωρίζουμε όμως όλοι οι κόσμοι είναι "εξίσου πραγματικοί" και υπάρχουν συνεχώς μέσα στον χρόνο αλλά ο καθένας με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Είναι τα κβαντικά φαινόμενα που εν τέλει κάνουν τους αρχικά όμοιους κόσμους να διαφοροποιούνται.
Το ριζοσπαστικό στοιχείο της καινούριας θεωρίας που προτείνεται από τους Howard Wiseman του Πανεπιστημίου Griffith στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας, μαζί με τους συνεργάτες του, Δρ. Michael Hall του ιδίου ακαδημαϊκού ιδρύματος, τον καθηγητή μαθηματικών Δρ. Dirk-Andre Deckert του Πανεπιστημίου Davis της Καλιφόρνια και τον καθηγητή Θεωρητικής Φυσικής Δ. Νανόπουλο του Πανεπιστημίου Ι. Καποδίστριας στην Κέρκυρα της Ιονίου Πολιτείας είναι ότι περιλαμβάνει υποθέσεις που δίνουν τη δυνατότητα να ελεγχθεί πειραματικά η ύπαρξη άλλων συμπάντων πέρα από το δικό μας.
Η πειραματική λοιπόν…»
Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε με πάταγο και εισέβαλαν έξι άνδρες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας. Ντυμένοι στα μαύρα, πάνοπλοι, με τα πρόσωπα καλυμμένα με κουκούλες, δρασκέλισαν ταχύτατα τα θρανία και άρπαξαν από τα μαλλιά μια φοιτήτρια και την έσυραν μαζί τους. Η κοπέλα προς έκπληξη όλων, άρχιζε να τους βρίζει δυνατά, ώσπου μια γροθιά στο πρόσωπό της την έκανε να σωπάσει. Οι αστυνομικοί κουβαλώντας σα σακί την κοπέλα βγήκαν από την πόρτα κι εξαφανίστηκαν.
Αμήχανη σιωπή έπεσε στην αίθουσα. Ο Νικηφόρος κοιτούσε τα παπούτσια του. Ήξερε την κοπέλα. Την έλεγαν Θεοδώρα Βάρδα. Ήταν χριστιανή και Ρωμιά.
Η Θεοδώρα Βάρδα, του Κωνσταντίνου και της Κασσιανής το γένος Ουρανού, φοιτήτρια Φυσικής, ανήκε στον επιχειρησιακό πυρήνα «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού και συμμετείχε στην εκτέλεση του εισαγγελέα της Gümülcine, στην απαγωγή και δολοφονία του δημάρχου του İskeçe καθώς και σε οκτώ τοποθετήσεις βομβών σε όλη τη Μακεδονία. Ο Νικηφόρος δε θα την ξανάβλεπε ποτέ στα θρανία της σχολής – ούτε και κανείς άλλος, πουθενά.


Αργότερα την ίδια μέρα, χτύπησε η πόρτα του γραφείου του Νικηφόρου. Ήταν ο Ορχάν, πολύ καλός φίλος και συνάδελφος από το τμήμα Οθωμανικής Ιστορίας. Ήταν μικρόσωμος και εύσωμος, με παχύ μουστάκι. Ήταν ανύπαντρος και είχε τη φήμη μεγάλου γυναικά. Ο Νικηφόρος τον εκτιμούσε για το ακέραιο του χαρακτήρα του και την τιμιότητά του. Ο Ορχάν κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα κι άναψε τσιγάρο.
-Μια σταλιά παιδί και να είναι μπλεγμένο με τρομοκράτες!
-Την ήξερα Ορχάν, ερχόταν στο γραφείο μου για επεξηγήσεις πάνω στο μάθημα. Ήταν τόσο ντροπαλή, που μετά βίας άκουγες τη φωνή της. Ανάθεμά τους, το πήραν στο λαιμό τους το παιδί.
-Έτσι είναι Νικηφόρε, την πληρώνουν οι ιδεολόγοι που κάποιοι τους φουσκώνουν τα μυαλά.
-Αυτοί οι κάποιοι φίλε Ορχάν, έχουν τα χέρια τους βαμμένα με αίμα. Αίμα Τούρκων, Βουλγάρων, Αρμενίων αλλά και Ρωμιών. Και το αίμα δεν οδηγεί πουθενά.
-Αχ Νικηφόρε, δε θα τους καταλάβουμε ποτέ – ειδικά εσύ που είσαι άπατρις, άθρησκος και φοβάμαι σε λίγο και ανέστιος. Τι γίνεται αλήθεια με τη Σιμπέλ;
-Προσπαθούμε Ορχάν. Προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα και να ξαναχτίσουμε τη σχέση μας, είπε ψέματα.
Άλλαξαν τη συζήτηση στα ποδοσφαιρικά και σε λίγο οι δύο φίλοι έφυγαν από το γραφείο.
Ο Νικηφόρος πήρε ταξί από το πανεπιστήμιο κι έφτασε στην Kemal Ahmet Arû. Μπήκε στο Lidl, αγόρασε χαρτομάντιλα κι ένα μπουκάλι νερό, πλήρωσε, βγήκε και πήρε ένα άλλο ταξί. Κατέβηκε στην Ebül'ula Mardin και περπάτησε μέχρι το νούμερο 16, απέναντι από Αντικαρκινικό Νοσοκομείο της πόλης. Άνοιξε την εξώπορτα και ανέβηκε στον πρώτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας. Ξεκλείδωσε τη θωρακισμένη πόρτα του μικρού διαμερίσματος που νοίκιαζε με ψεύτικο όνομα και μπήκε μέσα.


Το διαμέρισμα δύο του πρώτου ορόφου ήταν μικρό κι ανήλιαγο. Ακόμη και τη μέρα έπρεπε να ανάψει κανείς το φως για να βλέπει καλά. Είχε ένα μικρό καθιστικό, μια κρεβατοκάμαρα που χωρούσε μετά βίας το διπλό κρεβάτι και τη μονή ντουλάπα, μια κουζινίτσα κι ένα σπιθαμιαίο WC. Όλο το διαμέρισμα ήταν επιπλωμένο με φτηνά έπιπλα από το ΙΚΕΑ και είχε τα στοιχειώδη από ηλεκτρικό εξοπλισμό. Ο Νικηφόρος έβγαλε το κινητό του και το ρύθμισε σε αφύπνιση. Έβγαλε το σακάκι του, τα παπούτσια του, χαλάρωσε τη γραβάτα και σωριάστηκε στο κρεβάτι. Είχε λίγο χρόνο ακόμα κι έπρεπε να τον εκμεταλλευτεί για να ξεκουραστεί και να ελαφρύνει το κεφάλι του από το πρωινό Xanax. Αποκοιμήθηκε αμέσως.

Βρισκόταν σε μια μεγάλη πλατεία. Την αναγνώρισε αμέσως, ήταν η Cumhuriyet Meydani. Αυτή όμως στο κέντρο της είχε αρχαία ερείπια. Κοίταξε την πινακίδα στον τοίχο που έγραφε «Πλατεία Ναυαρίνου». Ένας βλογιοκομμένος τύπος τον πλησίασε.
-Φιλαράκι έχεις ένα ευρώ να πάρω μια τυρόπιτα;
O Νικηφόρος συγκλονίστηκε. Για πρώτη φορά υπήρχε αλληλεπίδραση σε Όνειρο. Σε όλα τα προηγούμενα, ήταν αόρατος παρατηρητής. Τώρα, όχι μόνο ήταν ορατός αλλά και αποτελούσε μέρος του κόσμου του Ονείρου.
Αιφνιδιασμένος, έβαλε το χέρι του στην τσέπη όπου είχε τα ψιλά του και του έδωσε ένα κέρμα.
Περπάτησε δύο τετράγωνα παραπάνω κι έφτασε στην αψίδα του Γαλέριου. Έβλεπε συνεπαρμένος γύρω του την αγαπημένη του πόλη, τόσο ίδια, τόσο διαφορετική – κι αυτή τη φορά, ήξερε πως ονειρευόταν. Αυτό του το όνειρο ήταν πιο πραγματικό από όλα τα άλλα αφού αισθανόταν με όλες του τις αισθήσεις, τα πάντα γύρω του.
Έβλεπε την πόλη του χωρίς τους μιναρέδες που πλήγωναν σαν καρφιά τον ουρανό της, άκουγε τη βοή της απαλλαγμένη από τη φωνή του Μουεζίνη, μύριζε την ανοιξιάτικη αύρα  - ελεύθερη από το φόβο του Τούρκου, θέλησε και να τη γευτεί. Κάθισε σε ένα καφενείο. Με δισταγμό, χτύπησε τα χέρια του. Ο καφετζής τον άκουσε και ήρθε. Κομπιάζοντας, παρήγγειλε καφέ. Ο καφετζής τον κοίταξε και χαμογέλασε.
-Από την Πόλη είσαι;
Ο Νικηφόρος σάστισε.
-Πώς το κατάλαβες;
-Από την προφορά σου. Ο συγχωρεμένος ο πεθερός μου ήταν από την Πόλη. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη μετά τα Σεπτεμβριανά.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Νικηφόρος ρουφούσε τον βαρύ καφέ του. Από μέσα ακουγόταν ένα τραγούδι που τον καθήλωσε.
Ανάθεµά σε Πόλη, Φανάρι, Τσεζµετζέ
µε πήρες το πουλί µου που το `χα εγλεντζέ.
Ανάθεµά σε Πόλη την ώρα π’ άνοιγες
είπα να καζαντίσω κι εσύ µ’ αφάνισες
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Αυτό το τραγούδι του το έλεγε η γιαγιά του η Ειρήνη η Δούκαινα, αψηφώντας την απαγόρευση και κάνοντας τη μητέρα του έξαλλη που τους έβαζε σε τέτοιο θανάσιμο κίνδυνο.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ένας γλυκανάλατος ήχος άρχισε να σκεπάζει το υπέροχο τραγούδι παίρνοντας γρήγορα τη θέση του. Ο ήχος της αφύπνισης του κινητού τον ξύπνησε.

Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και από ένα συρτάρι της έβγαλε ένα άσπρο δέμα με υφή που έμοιαζε με πλαστελίνη. Το πήρε και το τοποθέτησε στο τραπέζι του καθιστικού. Έχωσε μέσα του κάτι σαν στυλό, συνδεδεμένο με καλώδιο σε ένα κινητό τηλέφωνο παλιάς τεχνολογίας. Πήρε από το συρτάρι ένα ίδιο κινητό, έβαλε το σακάκι του, έδεσε τη γραβάτα του, έβαλε τα παπούτσια του και βγήκε από το διαμέρισμα παίρνοντας τηλέφωνο την αστυνομία.
Λίγα λεπτά αργότερα, όλο το τετράγωνο είχε περικυκλωθεί από περιπολικά, ασθενοφόρα και οχήματα της πυροσβεστικής. Αστυνομικοί εκκένωναν το κτίριο κουβαλώντας μερικοί στις πλάτες τους υπερήλικους και παιδιά. Ο Νικηφόρος ήταν στο πλήθος με τους περίεργους και παρατηρούσε. Μπροστά από τις πορτοκαλί κορδέλες της αστυνομίας, επικρατούσε χάος και πανικός από άνδρες που φώναζαν, κάτωχρες γυναίκες που έκλαιγαν, παιδιά σαστισμένα. Το όλο σκηνικό έμοιαζε με αστυνομική ταινία δράσης του Χόλυγουντ.
Κάποια στιγμή δεν έβγαιναν άλλοι αστυνομικοί από το κτίριο κι επικράτησε μια αλλόκοτη σιωπή. Ο Νικηφόρος έβγαλε το παλιό κινητό από την τσέπη του και πάτησε παρατεταμένα τον αριθμό 1.
Το κινητό τηλέφωνο στο διαμέρισμα δύο του πρώτου ορόφου στην οδό Ebül'ula Mardin 34 κουδούνισε μία φορά και έκλεισε το κύκλωμα στην μπαταρία του πυροκροτητή που ήταν χωμένος στο C4.
Δέκα Καλάσνικωφ, οχτώ πιστόλια Glock 19, τέσσερα RPG, είκοσι χειροβομβίδες MK3, τέσσερα Ούζι, 100 πυροκροτητές, είκοσι κιλά TNT και χιλιάδες σφαίρες εξαερώθηκαν στο μικρό διαμέρισμα που εξαφανίστηκε. Η μισή πολυκατοικία κατέρρευσε μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Φλόγες και πυκνός καπνός υψώθηκαν ενώ όλα τα τζάμια της περιοχής έσπασαν.
Ο Νικηφόρος Δούκας, του Αναστάσιου και της Ευδοξίας το γένος Φωκά, αρχηγός της ομάδας «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού, έσβησε τα ίχνη των συναγωνιστών στη γιάφκα που ήταν γνωστή στη Θεοδώρα Βάρδα. Έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε από το πλήθος.


-Ζούμε σε δέκα διαστάσεις αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε, είπε ο Νικηφόρος στους φοιτητές του. Κάθε φορά που γίνεται μια μέτρηση, κάθε φορά που παίρνουμε μια απόφαση, το Σύμπαν χωρίζεται στα δύο. Τα Σύμπαντα αυτά είναι χωρισμένα αμετάκλητα σε δύο διαφορετικά μονοπάτια και δεν μπορεί κανείς να μεταβεί από το ένα στο άλλο – το άλλο είναι για πάντα χαμένο. Φανταστείτε δύο φύλλα χαρτιού το ένα επάνω στο άλλο και όντα δύο διαστάσεων να ζουν σε αυτά. Μπορούν να μετακινηθούν εμπρός και πίσω, δεξιά και αριστερά επάνω στο χαρτί τους αλλά δεν μπορούν να το διαπεράσουν για να μεταβούν στο άλλο επειδή μια τέτοια μετάβαση απαιτεί τρεις και όχι δύο διαστάσεις. Τα Μαθηματικά των όντων αυτών, τους «δείχνουν» τα άλλα Σύμπαντα – φύλλα χαρτιού, όπως και τα δικά μας Μαθηματικά αποδεικνύουν το ίδιο. Έτσι, σε κάποιο Σύμπαν οι δεινόσαυροι δεν εξαφανίστηκαν, σε κάποιο άλλο η Γαλλική Επανάσταση δεν έγινε ποτέ κ.ο.κ.
Οι φοιτητές παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τον καθηγητή τους που όμως σήμερα τους φάνηκε διαφορετικός, σα να γέρασε σε μια μόλις μέρα. Ο Νικηφόρος ήταν ένας τυπικός μεσήλικας, μέσου αναστήματος, με γκρίζα έως άσπρα μαλλιά που αραίωναν ραγδαία. Τελευταία όμως είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και το σώμα του ήταν σκυφτό. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως ο καθηγητής είχε προβλήματα με τη γυναίκα του κι αυτό τον στενοχωρούσε πολύ.
Ήταν γεγονός πως ο Νικηφόρος είχε προβλήματα με τη Σιμπέλ. Είχαν να αγγιχτούν σαν ανδρόγυνο για πάνω από ένα χρόνο. Ήξερε πως η γυναίκα του διατηρούσε δεσμό με τον Ερόλ, συνάδελφό της στην παιδιατρική κλινική του Νοσοκομείου. Αγαπούσε τη Σιμπέλ με μία έννοια οίκτου και συμπόνιας. Η επιμελήτρια της παιδιατρικής κλινικής δεν μπορούσε να κάνει δικά της παιδιά. Αυτό την τσάκισε όπως και τους γονείς της. Τους γονείς της που δεν ήθελαν έναν Ρωμιό και χριστιανό για γαμπρό τους. Δεν μπορούσαν όμως να χαλάσουν το χατίρι της μοναχοκόρης τους και ο γάμος έγινε. Ο Νικηφόρος δε θα είχε πρόβλημα ο γάμος να γίνει με το μουσουλμανικό τυπικό ή ο ίδιος να γίνει μουσουλμάνος – καθότι άθεος και άπατρις – αλλά μεσολάβησε το Stanford. Το Stanford, τα Όνειρα, ο Skender και ο αρχηγός του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού, Διγενής.


Η αλλαγή του έγινε στο Stanford. Μέχρι τότε, ήταν απορροφημένος στο διάβασμα και δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο. Η ζωή του ήταν Πανεπιστήμιο, διάβασμα, βιβλιοθήκη. Έκανε έναν δεσμό με μια κοπέλα συμφοιτήτριά του – τίποτε περισσότερο όμως.
Η μετάβασή του στις Η.Π.Α. δεν ήταν εύκολη. Έπρεπε να ξεπεράσει πολλά γραφειοκρατικά εμπόδια, πολλά προσκόμματα λόγω της καταγωγής του αλλά και να πείσει τους γονείς του που φοβόντουσαν πως το μοναχοπαίδι τους θα παραμείνει για πάντα στην ξενιτιά.
Στο Stanford υπέστη πολιτισμικό σοκ. Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με πρωτόγνωρες γι αυτόν ιδέες, τάσεις, ρεύματα. Δημοκρατία, Ισονομία, Δικαιοσύνη, Ελευθεροτυπία, από αφηρημένες έννοιες μετατράπηκαν σε θαυμαστή καθημερινότητα. Φρεσκάδα πλημμύριζε το μυαλό του και τον αναζωγοονούσε.
Η πρώτη αλλαγή ήρθε με τα Όνειρα. Ονειρευόταν την πόλη του, όχι τη Selanik αλλά τη Θεσσαλονίκη, όχι Τουρκική αλλά Ελληνική, ενταγμένη σε ένα ελληνικό κράτος που εκτεινόταν από το Δεδέ Αγάτς που στα Όνειρα ονομαζόταν Αλεξανδρούπολη, μέχρι την Κρήτη και από την Κέρκυρα που μαζί με τα άλλα νησιά του Ιονίου δεν αποτελούσαν ανεξάρτητο κράτος αλλά ήταν ενταγμένα στην Ελλάδα μέχρι τη Ρόδο.
Τα Όνειρα είχαν το ίδιο μοτίβο: βρισκόταν πάντα στη Θεσσαλονίκη και την περιδιάβαινε με τον παράξενο τρόπο που τα όνειρα έχουν. Άλλοτε πετούσε από πάνω της, άλλοτε διαπερνούσε τοίχους, άλλοτε στεκόταν ακίνητος και απλά παρατηρούσε. Πάντα ξυπνούσε ταραγμένος και θλιμμένος έχοντας μια αίσθηση ματαίωσης.
Άρχισε το διάβασμα. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Ανατολική Ρωμαϊκή, Οθωμανική, Ιστορία της αποτυχημένης Επανάστασης 1821-1829 καθώς και Τουρκική. Δεν του έμενε καθόλου ελεύθερος χρόνος, αφού όταν δεν δούλευε επάνω στο διδακτορικό του, μελετούσε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Στη βιβλιοθήκη γνώρισε τον Κούρδο τον Σκεντέρ. Ήταν διδακτορικός στην Οθωμανική Ιστορία, γεννημένος στις Η.Π.Α. Αυτός, μετά τα Όνειρα, πάτησε τη δεύτερη σκανδάλη του μυαλού του βάζοντάς του την ιδέα για ένοπλο αγώνα ανεξαρτησίας, στο πρότυπο του Ρ.Κ.Κ.
Ο Νικηφόρος δούλευε την ιδέα στο μυαλό του τα χρόνια που έμενε στις Η.Π.Α. Δεν τολμούσε να εκφράσει τις ιδέες του σε ανθρώπους της ομογένειας, αφού ο Σκεντέρ τον μύησε στις αρχές της συνωμοτικότητας. Ο ίδιος ο Σκεντέρ, ένας μικρόσωμος μελαχρινός αεικίνητος τριαντάρης, ήταν φανατικός αντιτουρκιστής και ζούσε με το όνειρο της ανεξαρτησίας του Κουρδιστάν. Μιλούσε με θαυμασμό για τον αρχηγό του, τον «Apo» και το πόσο γενναίος ήταν.
Όταν ο Νικηφόρος μεταδιδακτορικός πια του είπε πως φλεγόταν κι αυτός από την ιδέα του ένοπλου αγώνα, ο Σκεντέρ είχε τελειώσει το δικό του διδακτορικό στις πολιτικές επιστήμες κι εργαζόταν στην San Francisco Chronicle. Ο Σκεντέρ του υποσχέθηκε να τον φέρει σε επαφή με κάποιον από τα ηγετικά στελέχη του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού. Έτσι, ο Νικηφόρος γνώρισε τον Διγενή.


Αμέσως μετά την επιστροφή του στην τουρκική επικράτεια, ο Νικηφόρος γνώρισε τη Σιμπέλ που τον ερωτεύθηκε βαθιά. Παντρεύτηκαν σύντομα, παρά τις αντιρρήσεις των δικών της που όμως, έδωσαν μια σεβαστή περιουσία για προίκα. Περιουσία που ο Νικηφόρος διαχειριζόταν μόνος του αφού η Σιμπέλ του είχε τυφλή εμπιστοσύνη χρηματοδοτώντας μέρος του Αγώνα.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο γάμος του κατέρρεε. Ποτέ του δεν αγάπησε τη Σιμπέλ, την παντρεύτηκε από στυγνό υπολογισμό και μόνο. Με τον καιρό, στέγνωσε τελείως μέσα του. Το γεγονός πως η Σιμπέλ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά τον συνέφερε διπλά: Από τη μία τα πεθερικά του ντροπιασμένα που η κόρη τους ήταν στέρφα άλλαξαν τη στάση τους απέναντί του και από την άλλη δεν είχε τίποτε που να αποτελεί τροχοπέδη στον Αγώνα. Ζούσε για τη Φυσική, τον Αγώνα για την Ανάσταση του Γένους και τα Όνειρα. Χωρίς αυτά τα τελευταία, η ζωή του δε θα είχε νόημα.
Δεν γνώρισε προσωπικά τον Διγενή, ακολουθώντας τους κανόνες συνωμοτικότητας. Επικοινωνούσε μαζί του μόνο μέσω συνθηματικών mail με Smartphone που το είχε μόνο γι αυτόν τον λόγο και πάντα μέσω δημόσιου ανοιχτού WiFi. Ο Διγενής ήταν πολύπλευρα μορφωμένος και είχε μια απάντηση και λύση στο καθετί. Το μόνο που ήξερε γι αυτόν ήταν πως έμενε στην Πάτρα, συνεπώς δεν ήταν Τούρκος πολίτης αλλά είχε Αιγυπτιακή υπηκοότητα, αφού όλος ο Μοριάς πέρασε στη διοίκηση του Μωχάμετ Άλυ ως ανταμοιβή για την κατάπνιξη της Επανάστασης.
Στρατολογούσε προσωπικό για την ομάδα από τους φοιτητές. Νέα παιδιά, με τη φλόγα μέσα τους, έδιναν τα πάντα για τον Αγώνα – μέχρι και τη ζωή τους, όπως η Θεοδώρα Βάρδα.
Η μέχρι τώρα δράση της ομάδας του αριθμούσε τρεις απαγωγές, έξι εκτελέσεις, τρεις ανεπιτυχείς απόπειρες και δεκαεννέα εκρήξεις βομβών. Μετά από κάθε ενέργεια ακολουθούσε προκήρυξη την οποία έγραφε ο ίδιος. Υπήρχαν άλλες δύο ομάδες. Η μία με την ονομασία «Ρήγας Φεραίος» ήταν στο Yenişehir και η άλλη με την ονομασία «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στην Atina. Οι τρεις αυτές ομάδες αποτελούσαν τον Ελληνικό Απελευθερωτικό Στρατό. Όλες οι χώρες εκτός της Κύπρου χαρακτήριζαν τον ΕΛ.Α.Σ. τρομοκρατική οργάνωση.
Ο Διγενής, πέρα διαταγές, όπλα, χρήματα, συμβουλές επιχειρησιακής φύσης, έδινε στον Νικηφόρο και κάτι πολυτιμότερο. Του έδινε ελπίδα, σκοπό ζωής. Αυτός και τα Όνειρα.

Ο Βαρδάρης ξύριζε. Ο Νικηφόρος περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του. Παρ’ όλο το κρύο, η Πλατεία Αριστοτέλους ήταν κατάμεστη από κόσμο. Οικογένειες με παιδιά, ζευγαράκια αλλά και ηλικιωμένοι γέμιζαν την κατάφωτη πλατεία. Χιλιάδες λαμπιόνια τη φώτιζαν κι ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν στημένο στο κέντρο της. Περιμετρικά της, υπήρχαν στολισμένα ξύλινα σπιτάκια που έδιναν στον κόσμο ζεστό κρασί με κανέλα και γλυκίσματα. Μπήκε στη σειρά και όταν ήρθε η σειρά του πήρε το πλαστικό κύπελλο και ήπιε μονορούφι το κρασί. Γυρνούσε κι αυτός με το πλήθος στην πλατεία, ρουφώντας τις εικόνες, τα τραγούδια, τα φώτα, τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Έφτασε σε ένα πάγκο που πουλούσαν το μαλλί της γριάς. Ένα παιδί τον κοιτούσε επίμονα. Ο Νικηφόρος του χαμογέλασε κι εκείνο άρχισε να κλαίει. Η μαμά του το πήρε αγκαλιά και του ζήτησε συγγνώμη. Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα κατανόησης και η μαμά κρατώντας το παιδί στην αγκαλιά της, ξεκίνησε να φύγει. Μετά από δυο βήματα, το παιδί γύρισε και φώναξε πάνω από την πλάτη της μητέρας του:
- Χάθηκε η ευκαιρία Νικηφόρε! Το μονοπάτι χάθηκε για πάντα!

Άνοιξε τα μάτια του τρομοκρατημένος. Ήταν κάθιδρος κι έτρεμε. Πήγε να σηκωθεί, όταν ένα γαντοφορεμένο χέρι τον τράβηξε πίσω στο κρεβάτι. Τρεις πάνοπλοι άνδρες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας ήταν στην κρεβατοκάμαρά του. Ένας από αυτούς του φόρεσε μια μαύρη κουκούλα και κάποιος τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Λιποθύμησε.


Συνήλθε ξαπλωμένος σε ένα κελί. Το κεφάλι του τον πονούσε φριχτά. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και κάθισε πάλι κατάχαμα. Σκέφτηκε πως εδώ τελείωσαν όλα. Δεν ανησυχούσε. Οι συναγωνιστές του θα μάθαιναν τη σύλληψή του αφού το τακτικό οκτάωρο σήμα του δε θα στελνόταν και θα λάμβαναν τα μέτρα τους. Όσο για τον Διγενή, δεν υπήρχε περίπτωση να τον πιάσουν εξ αιτίας του. Το μόνο που μπορούσαν να του αποσπάσουν ήταν ο τόπος διαμονής του, η Πάτρα.
Αισθανόταν σχεδόν ανακουφισμένος. Όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς παιδιά, χωρίς ουσιαστικά οικογένεια, κάνοντας διπλή ζωή κι έχοντας αφαιρέσει τη ζωή αρκετών ανθρώπων, άδειαζε σιγά σιγά ώσπου έμεινε ένα άδειο κουφάρι. Μόνο η Φυσική του έδινε λίγες μικρές χαρές. Ένας ψυχίατρος θα έκανε την ευκολότερη διάγνωση της καριέρας του. Είχε κατάθλιψη κι αυτό που τον κρατούσε από την αυτοκτονία ήταν τα Όνειρα.
Η πόρτα του κελιού άνοιξε και μπήκαν μέσα δύο άνδρες της αστυνομίας που του φόρεσαν χειροπέδες και τον πήραν μαζί τους. Αφού πέρασαν το διάδρομο και ανέβηκαν τις σκάλες, έφτασαν σε ένα γραφείο. Τον σώριασαν σε μια καρέκλα και κάθισαν δεξιά και αριστερά του.
Απέναντί του ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με παχύ μαύρο μουστάκι και χοντρά μυωπικά γυαλιά. Κάπνιζε ένα βαρύ τούρκικο τσιγάρο. Ο Νικηφόρος τον αναγνώρισε. Ήταν ο Adnan Ersöz, επικεφαλής της Μ.Ι.Τ.
-Λοιπόν Νικηφόρε, αυτό είναι το τέλος. Έφτασες στο τέρμα της διαδρομής.
Ο Νικηφόρος δεν απάντησε.
-Φάνηκες αγνώμων απέναντι στο τουρκικό κράτος που ξόδεψε ένα σωρό χρήματα για τις σπουδές σου, φέρθηκες άνανδρα στη γυναίκα σου, πήρες στο λαιμό σου νέα παιδιά που θα μπορούσαν να έχουν μια ήσυχη ζωή κι έβαψες τα χέρια σου με αίμα.
-Χάσαμε μια μάχη, όχι τον πόλεμο, είπε ο Νικηφόρος. Στο τέλος θα νικήσουμε, θα δικαιωθούμε.
Ο ανακριτής άρχισε να γελά. Το γέλιο του σταδιακά γινόταν εντονότερο και κατέληξε να βήχει νευρικά. Κάποια στιγμή έβγαλε ένα μαντίλι, έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα μάτια του από τα δάκρυα. Ξανάβαλε τα γυαλιά και τον κοίταξε εύθυμα.
-Να είσαι καλά Νικηφόρε, καιρό είχα να γελάσω έτσι! Βέβαια η κατάστασή σου μόνο για γέλια δεν είναι, σοβάρεψε ξαφνικά.
Τον Νικηφόρο τον έζωσαν τα φίδια. Φοβόταν πως εξαρθρώθηκε ολόκληρη η ομάδα του, η «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» και θα είχε την ίδια τύχη με εκείνον όταν το κεφάλι του Γέρου του Μοριά στάλθηκε παστωμένο στο αλάτι, πεσκέσι του Ιμπραήμ στον Σουλτάνο, τον Ιανουάριο του 1830.
-Φοβάσαι πως πιάσαμε τον Διγενή, έτσι δεν είναι;
Ένα κύμα πανικού τον πλημμύρισε. Τα άκρα του μούδιασαν, το στόμα του ξεράθηκε, η καρδιά του χτυπούσε ξέφρενα κι έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα.
Ο ανακριτής φάνηκε να το διασκεδάζει. Έσκυψε μπροστά στην καρέκλα του και του είπε:
-Είναι στο δίπλα γραφείο. Θα τα πείτε κι από κοντά.
Τώρα τελείωσαν όλα, σκέφτηκε ο Νικηφόρος.
Ο Ersöz έκανε ένα νεύμα στους δύο ένοπλους αστυνομικούς. Εκείνοι χαιρέτησαν, έκαναν μεταβολή κι έφυγαν. Πατώντας ένα κουμπί στο τηλέφωνο είπε:
-Καιρός να γνωριστείτε με τον Διγενή.
Σε λίγα δευτερόλεπτα η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Ορχάν.


-Γεια σου Νικηφόρε, είπε ο Ορχάν.
Ο Νικηφόρος τον έβλεπε έκπληκτος και σοκαρισμένος. Είχε συνδυάσει τον Ορχάν με τους χώρους του Πανεπιστημίου κι εδώ του φαινόταν τόσο παράταιρη η παρουσία του. Τι σχέση είχε ο Διγενής με τον Ορχάν; Αυτός ήταν ένας καθηγητής Ιστορ…
Κατάλαβε. Τα κατάλαβε όλα με μια εξαιρετική ενέργεια και διαύγεια. Τόσα χρόνια ήταν υποχείριο, μια μαριονέτα στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών. Όλος ο ΕΛ.Α.Σ. ήταν ένα κατασκεύασμά τους κι αυτός ένα πιόνι στο παιχνίδι τους.
-Έτσι ακριβώς είναι Νικηφόρε, είπε ο Ορχάν μαντεύοντας τη σκέψη του. Είμαι υπερήφανος για την ιδέα μου – δική μου ήταν η ιδέα. Δυστυχώς δεν πήρα καμία δόξα, αφού αυτή την υπόθεση τη γνωρίζουν ελάχιστοι. Θα σου δοθούν οι δέουσες εξηγήσεις, μην ανησυχείς.
Η πόρτα χτύπησε διακριτικά κι ένας σερβιτόρος με άψογη άσπρη στολή έφερε τρία φλιτζάνια και μια κανάτα τσάι. Με ένα νεύμα του διοικητή της ΜΙΤ έφυγε το ίδιο διακριτικά.
-Ας πιούμε το τσάι μας για χάρη της παλιάς μας φιλίας, έτσι Νικηφόρε;
Μηχανικά έπιασε την κούπα με τα δυο του χέρια και ήπιε ανόρεχτα. Αισθανόταν το μυαλό του να αδειάζει σιγά σιγά, αρνούμενο να δεχτεί τα γεγονότα, απορρίπτοντας την πραγματικότητα.
 -Για να είμαι ειλικρινής, το κόλπο είναι παλιό. Διεισδύεις σε μια ομάδα κι αντί να την εξαρθρώσεις, τη χρησιμοποιείς είτε για τους δικούς σου σκοπούς είτε για να τραβάς σαν μαγνήτης και να αποσύρεις από την κυκλοφορία άτομα που είναι επιρρεπή στην τρομοκρατία. Στη δική μας περίπτωση, κατασκευάσαμε μόνοι μας τον ΕΛ.Α.Σ. από την αρχή. Ο πράκτοράς μας ο Σκεντέρ σε παρατήρησε πως ενδιαφερόσουν για θέματα έξω από την επιστήμη σου κι έτσι σε πλησίασε κι εσύ έπεσες στην παγίδα της ΜΙΤ αλλά και της CIA - ο Σκεντέρ αμείβεται και από τις δύο υπηρεσίες. Βλέπεις, όλοι θέλουν να τα έχουν καλά με την Τουρκία. Μια Τουρκία με όλο το Αιγαίο δικό της και ολόκληρα τα Βαλκάνια, έχει τεράστια στρατηγική σημασία.
Η ύπαρξη τρομοκρατικών οργανώσεων βολεύει όλους. Βολεύει τις μυστικές υπηρεσίες που δικαιολογούν τεράστια κονδύλια, βολεύει το κράτος που κρατά συσπειρωμένο και φοβισμένο τον κόσμο, βολεύει και την εξουσία που τη χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της. Η Θεοδώρα Βάρδα όταν πατούσε τη σκανδάλη σκοτώνοντας τον εισαγγελέα της Gümülcine δε φανταζόταν πως αυτός ο άτυχος είχε βλέψεις για την αρχηγία του κυβερνώντος κόμματος.
Ο Νικηφόρος παρακολουθούσε μηχανικά. Ένιωθε φυλακισμένος μέσα στο ίδιο το μυαλό του.
 -Έχετε εκφυλιστεί φίλε μου. Στις προκηρύξεις αυτοπροσδιορίζεστε σαν «Γένος» κάτι τέτοιο όμως δεν υφίσταται – τουλάχιστον μέσα στην τουρκική επικράτεια. Συμβιβαστήκατε; Φοβάστε; Ξεχάσατε τη σπορά σας; Όλα μαζί; Γεγονός είναι πως σε δύο με τρεις γενιές δεν θα υπάρχει ελληνική εθνική συνείδηση. Δεν το βλέπεις κι εσύ Νικηφόρε; Τα παιδιά σας μιλούν τουρκικά κι όλο και λιγοστεύουν αυτά που ξέρουν να μιλούν λίγα σπαστά ελληνικά. Ξεχάσατε τα τραγούδια σας, τα παραμύθια σας, τις συνήθειές σας. Όσο για την Εκκλησία σας, αυτή Νικηφόρε, ανήκει ολόκληρη σε εμάς. Είναι η τελευταία κλωστή που σας συνδέει με το παρελθόν σας, η τελευταία κολλητική ουσία αλλά κι αυτήν θα την εκφυλίσουμε – όλα με τη σειρά τους.
Είχατε την ευκαιρία σας, Νικηφόρε. Είχατε την ευκαιρία και τη χάσατε. Επί δύο χρόνια σταματήσατε την εξέγερση και κάνατε εμφύλιο! Στον εμφύλιο που όχι μόνο εξαντλήσατε τη δυναμική σας αλλά κατασπαταλήσατε και το δάνειο που πήρατε για τον αγώνα σας! «Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά». Έτσι δεν το έγραψε ο Σολωμός; 
Ξέρεις, μερικές φορές αναρωτιέμαι ποιο ήταν το κρίσιμο σημείο, αυτό που καθόρισε την τύχη όλων μας. Σαν ιστορικός, κατέληξα πως το σημείο καμπής ήταν η απόσυρση του αγγλικού στόλου από το Ναυαρίνο. Οι Άγγλοι άλλαξαν την πολιτική τους μετά το θάνατο του Κάνιγκ και προσέγγισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία – πανέξυπνη κίνηση του Μαχμούτ Β΄ - ξεπλήρωσε το δάνειο που χρωστούσαν οι εξεγερμένοι. Μετά από αυτό, όπως κι εσύ γνωρίζεις, απέσυραν τους στόλους τους η Γαλλία και η Ρωσία αναζητώντας κι αυτές την εύνοια του Σουλτάνου.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά σε όλους. Ο Ιμπραήμ έπνιξε στο αίμα τον Μοριά.
Αν γινόταν ναυμαχία στο Ναυαρίνο, ποιος ξέρει πώς θα ήταν τα πράγματα τώρα. Ίσως να ήσασταν με δικό σας κράτος και να ακολουθούσαν το παράδειγμά σας και τα άλλα έθνη των Βαλκανίων. Η Ιστορία δεν γράφεται με «αν» όμως Νικηφόρε. Ό,τι έγινε, έγινε.
Ο Νικηφόρος ήταν ήρεμος. Ένιωθε πως τον παρακολουθούσε από κάπου μακριά. Δεν τον ενδιέφερε τίποτε τώρα πια. Όλη η ζωή του ήταν ένα ψέμα, μια αυταπάτη. Ό,τι έκανε, ένα τεράστιο λάθος – εκτός από τη Φυσική.
Ο αμίλητος τόση ώρα διοικητής, είπε:
-Κατά κάποιο τρόπο, θα πρέπει να είσαι υποχρεωμένος στον Ορχάν, αφού σου έδωσε ένα κίνητρο ζωής τόσα χρόνια. Όσο για σένα, το πτώμα σου θα βρεθεί στο στραπατσαρισμένο σου αυτοκίνητο, θύμα τροχαίου. Οι φοιτητές σου θα στενοχωρηθούν αλλά θα το ξεπεράσουν, η καημένη η Σιμπέλ θα ξαναφτιάξει τη ζωή της, ο Διγενής θα βρει άλλον αρχηγό και η Γη θα εξακολουθήσει να γυρίζει. Το τσάι σου είχε ισχυρό υπνωτικό και σε λίγο θα πεθάνεις.

Έκανε βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Ήταν κατά πολύ νεώτερος και κρατούσε από το ένα χέρι του ένα κοριτσάκι. Το άλλο χέρι της, το κρατούσε η γυναίκα του η Χριστίνα που είχε τη μορφή της Σιμπέλ, νεώτερη κι αυτή. Βολτάριζαν μετά την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Κάθισαν και οι τρεις σ’ένα παγκάκι. Η Χριστίνα – Σιμπέλ πήρε στην αγκαλιά της το κορίτσι ενώ εκείνος πέρασε το χέρι του στον ώμο της. Εκείνη τον κοίταξε, χαμογέλασαν και οι δύο κι έστρεψαν το βλέμμα τους στην αγαπημένη τους πόλη που σημαιοστολισμένη και ανοιξιάτικη ήταν πανέμορφη.

Ο Ορχάν κοίταξε το άψυχο σώμα του Νικηφόρου. Τα διαδικαστικά θα τα αναλάμβαναν ειδικοί πράκτορες. Κοίταξε το ρολόι του, είχε αργήσει. Το νέο του απόκτημα, η Μπαχάρ, τον περίμενε. Χαιρέτησε με ένα νεύμα τον διοικητή κι έφυγε από το γραφείο.




Κάπου αλλού, ένας βλογιοκομμένος ναρκομανής, μετρούσε τα ψιλά του. Είδε ανάμεσά τους ένα κέρμα που έμοιαζε με ευρώ. Όταν το παρατήρησε προσεκτικότερα, είδε πως έγραφε «TURK LIRASI». Απογοητευμένος το πέταξε μακριά.