Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Ο παππούς μου



Ο παππούς μου ο Χρήστος γεννήθηκε το 1914 στο Αϊβαλί. Δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω αφού πέθανε πολύ νέος, στα 44 χρόνια του. Ό,τι γνωρίζω από αυτόν, είναι σπαράγματα μνήμης της γιαγιάς μου και της μάνας μου.
Μικρό παιδί ήρθε πρόσφυγας εδώ και ανδρώθηκε μέσα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες στοιβάχτηκαν στο χώρο πίσω από τις Καμάρες όπου έμεναν σε παραπήγματα από λαμαρίνα.
Λίγο πάνω από τα είκοσι παντρεύτηκε τη δεκαοχτάχρονη γιαγιά μου κι έμειναν σε ένα προσφυγικό σπίτι στον Βύρωνα στη συνοικία Κυρτζή– από το όνομα του εργολάβου που κατασκεύασε τα σπίτια.
Αρρώστησε από την καρδιά του πολύ νωρίς κι έτσι δεν υπηρέτησε στο Αλβανικό, «ήταν στην αεράμυνα» έλεγε η γιαγιά μου επειδή είχε «χαλασμένη μιτροειδή βαλβίδα».
Για κάποιο απροσδιόριστο διάστημα είχε καρβουνιάρικο, πουλούσε και κρασί. Δούλεψε και σαν καβάζης – κάτι μεταξύ θυρωρού και κλητήρα – σε καπνομάγαζα ενώ αργότερα όταν επιδεινώθηκε η υγεία του και μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο πήρε μια μικρή σύνταξη.
Στη διάρκεια της Κατοχής ήταν στη Γερμανία «τον πήραν όμηρο στα εργοστάσια» σύμφωνα με τη γιαγιά μου, προφανώς όμως θα ήταν εργάτης εκεί.
Ο παππούς μου δεν έκανε κάτι το ξεχωριστό ή το ηρωικό, εκτός από τη συμμετοχή του στην αποχή από τις εκλογές του 1946. Υπακούοντας στη βλακώδη (έως ύποπτη) γραμμή του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές, ο παππούς μου μαζί με χιλιάδες άλλους δεν πήγε να ψηφίσει. Ήταν σα να αναβόσβηνε μια φωτεινή επιγραφή επάνω του πως ήταν κουκουές. Και πώς να μην ήταν, αφού έλειπε από την πενταμελή του οικογένεια ακόμη και το καρφί για να κρεμάσουν στον τοίχο το μοναδικό του παντελόνι. Πολύ σύντομα λοιπόν, τον φώναξαν στην Ασφάλεια όπου του έθεσαν το δίλημμα ή να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ ή να βάλει σε δεύτερη μοίρα τη γυναίκα και τα τρία του κορίτσια και να πάρει την άγουσα για την εξορία. Ο παππούς μου υπέγραψε. Καταδίκασε το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του και γλίτωσε τα χειρότερα. Τα χειρότερα, που για δεκάδες χιλιάδες άλλους σήμαιναν εξορίες, βασανιστήρια, πολύχρονες φυλακίσεις, εκτελέσεις. Η αποκήρυξη δημοσιεύτηκε στον «Ταχυδρόμο» αλλά και διαβάστηκε την Κυριακή στην εκκλησία. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο τον πείραξε αυτή η ιστορία, πιο πολύ όμως φοβήθηκε τη γιαγιά μου που αν και αυτή ήταν ΚΚΕ, άστραψε και βρόντηξε μαλώνοντάς τον που δεν πήγε να ψηφίσει, βάζοντας έτσι σε κίνδυνο την οικογενειακή ασφάλεια. Πείραξε όμως τη μάνα μου, αφού μια «εθνικόφρων» αλλά και χαιρέκακη γειτόνισσα την έβαλε να διαβάσει – εννιάχρονο κορίτσι! – τη δήλωση στην εφημερίδα. Λέω κάποια μέρα να ψάξω στο αρχείο της εφημερίδας, να βρω τη δήλωση και να τη φυλάξω σαν οικογενειακό κειμήλιο.
Ο παππούς πέθανε το 1958 αφήνοντας τη γιαγιά χήρα στα 40 της χρόνια με τρία ορφανά κορίτσια από μια ασθένεια που υποψιάζομαι πως σήμερα θα ήταν εύκολα ιάσιμη. Εννοείται βέβαια πως έχω διπλο-τριπλοτσεκάρει και τη δική μου μιτροειδή, έτσι, για κάθε ενδεχόμενο.
Ο παππούς αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Δεν υπήρχε έντυπο που να μη το διαβάσει. Διάβαζε τα πάντα, ό,τι του έπεφτε στα χέρια. Για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, έβρισκαν σημειώματά του κρυμμένα πίσω από κάδρα, στο εσωτερικό ξύλινων επίπλων, κάτω από σκεύη. Ήταν και πολύ καλαμπουρτζής, έλεγε συνεχώς αστεία κάνοντας τα κορίτσια του να ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Η γιαγιά μου και η μάνα μου έλεγαν πως του μοιάζω στο χαρακτήρα και στις συνήθειες. Δεδομένου πως η μεγάλη μου η κόρη είναι σχεδόν κλώνος μου, ένα κομμάτι του παππού ζει μέσα της, ώσπου μετά από λίγες γενιές να συγχωνευτεί στη μεγάλη γονιδιακή δεξαμενή μέσα στην οποία κολυμπάμε όλοι μας.
Η φωτογραφία του όμως, μεταφρασμένη σε μερικές εκατοντάδες κιλομπάιτς θα πλέει μέσα στον ωκεανό του Internet για όσο διαρκεί ο πολιτισμός μας. Είναι κι αυτό μια μορφή αθανασίας που ο παππούς μου δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί...