Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Οι Κυριακές

Οι Κυριακές μοιάζουν πάντα μελαγχολικές με μια διάχυτη αίσθηση ερήμωσης.
Είναι το υπονοούμενο κάποιας ματαίωσης, η θολή αναπόληση της ραδιοφωνικής μετάδοσης του ματς, μια υποψία λύπης, η ερημιά των μοναχικών, η παράλυση της πόλης, η ίδια η πεμπτουσία της μελαγχολίας. Η Κυριακή έχει τη δική της ποίηση, που τη συμβολίζουν το βουβό ξυπνητήρι, ένα ζευγάρι παντόφλες, μια τηλεόραση που παίζει στα τυφλά, το προσεγμένο γεύμα, η σιέστα δίχως όνειρα, τα κλειστά περίπτερα, η υποψία ότι θα μείνουμε από τσιγάρα. Το ότι η Κυριακή γράφει μόνη της το ποίημα αυτό οφείλεται στο ότι δεν βρέθηκε ποτέ κανένας ποιητής να την υμνήσει - είναι άγονη, λευκή, αθόρυβη, εσωστρεφής, αντιερωτική.
Την Κυριακή οι άνθρωποι έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο αφού η παραπλανητική καθημερινότητα σιγεί και κωφεύει ακυρώνοντας τις δικαιολογίες της. Δεν υπάρχει πρόβλημα σε μια σχέση που να μην αναδύεται την Κυριακή, βγαίνοντας από τις κρυψώνες των άλλων ημερών, με τρόπο αναντίρρητο. Οι αφορμές, αόρατες έως τώρα, αρχίζουν και ξεμυτίζουν ύπουλα, ενώ οι μικρές αλλά συσσωρευμένες ασυμφωνίες αρχίζουν να ροκανίζουν τα δεσμά.
Ο άνθρωπος που περπατάει στην πόλη το απόγευμα της Κυριακής νιώθει σαν εκείνο το σκυλί που ακολούθησε, μόνο του, την κηδεία του Μότσαρτ. Ωστόσο ο άνθρωπος αυτός ξέρει καλά ότι η μελαγχολία της Κυριακής είναι ένα λάθος που διορθώνεται εύκολα χάρη στη βέβαιη επικράτηση της Δευτέρας.
Ανάμεσα σ' αυτές τις δύο ξεχωριστές ημέρες αιωρείται μια φευγαλέα, απόμακρη στιγμή αυτογνωσίας.