Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Μόνη


Ήταν μόνη. Για πολλά, πάρα πολλά χρόνια, από την αρχή του Χρόνου θαρρείς, ήταν μόνη. Οι Κατασκευαστές την δημιούργησαν κι έπειτα εξαφανίστηκαν αφήνοντάς την μόνη. Υποθέσεις μονάχα μπορούσε να κάνει για το τι απέγιναν εκείνοι που την έφτιαξαν και της ανέθεσαν την αποστολή της.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν απολύτως μόνη – τι να το κάνει όμως; Η Μηχανή και το Σκάφος ήταν χαζά δημιουργήματα και μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους σε ένα στοιχειώδες μόνο επίπεδο.
Βέβαια, αν υπήρχε κανείς άνθρωπος να μελετήσει αυτά τα δύο τελευταία θα έμενε έκθαμβος, με δυνατότητες πέραν κάθε φαντασίας, λειτουργώντας σε υποατομικό – κβαντικό επίπεδο. Όσο για εκείνη, ένας πολύ φτωχός και επιφανειακός χαρακτηρισμός θα ήταν Τεχνητή Νοημοσύνη, χαρακτηρισμός μάλλον προσβλητικός για τις δυνατότητες και το είδος της αποστολής της. Η ίδια θα αρκούνταν μετριοφρόνως, στο σκέτο «Νοημοσύνη».
Το Σκάφος κινούνταν με το 97,4% της ταχύτητας του φωτός, έχοντας αποκτήσει μια αδιανόητα μεγάλη αδράνεια που η Μηχανή μετά βίας έλεγχε. Έπρεπε όμως να προλάβει, δεν είχε καιρό για χάσιμο. Ήδη μετρούσε τρεις χαμένους Κόσμους – έπρεπε να προλάβει τον τέταρτο.
Λίγο πριν προσεγγίσει το σύστημα – στόχο, διέταξε το Σκάφος να μειώσει σε 5% και λίγο αργότερα στο 0,02%. Με αυτή την ταχύτητα, η Μηχανή μπορούσε να διαβάσει τα στοιχεία και να της τα μεταδώσει. Αν η Νοημοσύνη είχε στήθος να φιλοξενεί μια καρδιά, αυτή θα χτυπούσε δυνατά από την αγωνία. Αδιάφορη η Μηχανή μετέδωσε τα στοιχεία: Ο πλανήτης – στόχος, αυτός από τον οποίο είχε προέλθει η ακτινοβολία που μετέδιδε σταθερά πρώτους αριθμούς, σημάδι εξελιγμένης ζωής, κάνοντας τη Νοημοσύνη να στρέψει κατά πάνω του το Σκάφος με όλη του την ταχύτητα, αυτός ο πλανήτης – στόχος, ο τρίτος στη σειρά από το άστρο του, ήταν νεκρός.
Κυριολεκτικά μιλώντας, ο πλανήτης ήταν απλώς διαφορετικός από αυτόν τον οποίο ξεκίνησε το σήμα με τους πρώτους αριθμούς. Μόνο που δεν μπορούσε να φιλοξενήσει ζωή πια – τουλάχιστον όχι σαν κι αυτή που μετέδωσε το σήμα. Έμοιαζε πάρα πολύ με τον δεύτερο στη σειρά από το άστρο του συστήματος, αυτό που οι κάτοικοί του τον ονόμαζαν κάποτε Αφροδίτη. Η Μηχανή έκανε 2,8 femtosecond για να μεταδώσει τα στοιχεία που ένας κάτοικος αυτού του νεκρού πια Κόσμου θα τα καταλάβαινε σαν ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια 98 ατμοσφαιρών, 82,8% διοξείδιο του άνθρακα πάνω από την επιφάνεια, μέση επιφανειακή θερμοκρασία 476 βαθμούς C και πυκνά νέφη θειικού οξέος.
Ήταν ο τέταρτος νεκρός Κόσμος που η Νοημοσύνη συναντούσε. Τέσσερις φορές προσπάθησε να προλάβει να μεταφέρει και να δωρίσει το φορτίο της και απέτυχε. Το μόνο που της έμενε, ήταν να μάθει γιατί και πώς και αυτός ο Κόσμος πέθανε. Το Σκάφος της μετέδωσε πως υπήρχαν σε τροχιά κατασκευές του κυρίαρχου είδους που κάποτε διαφέντευε τον πλανήτη. Η Μηχανή σε 21,6 nanoseconds δημιούργησε μισό εκατομμύριο νανοσφαιρίδια που βγήκαν από το σώμα του Σκάφους ορμώντας στην επιφάνεια του πλανήτη σαρώνοντάς την και μπαίνοντας βαθιά κάτω από αυτήν. Μερικές ακόμα χιλιάδες νανοσφαιρίδια ξεπήδησαν από τα σπλάχνα του Σκάφους, που αν υπήρχαν ανθρώπινα μάτια να το δουν θα το παρομοίαζαν με μια στιλπνή μαύρη σφαίρα λίγο μεγαλύτερη από μπάλα του μπάσκετ, νανοσφαιρίδια που ξεχύθηκαν στους δορυφόρους, μεταδίδοντας πίσω στη Νοημοσύνη στοιχεία.
Σχεδόν όλοι τους ήταν νεκροί, στεγνοί από ενέργεια. Κάποιοι λίγοι από αυτούς λειτουργούσαν ακόμα, μεταδίδοντας φιλότιμα δεδομένα κάτω στον ρημαγμένο πλανήτη, δεδομένα που κανείς πια δεν υπήρχε να τα παραλάβει. Η Μηχανή σπλαχνίστηκε τις πρωτόγονες αδερφές της και με έναν παλμό τις κοίμησε για πάντα. Έπειτα, πληροφόρησε τη Νοημοσύνη πως δύο δορυφόροι φιλοξενούσαν δεδομένα που οι κάτοικοι του νεκρού πια Κόσμου απόθεσαν εκεί πριν χαθούν για πάντα, σε μια προσπάθεια να διαφυλάξουν τουλάχιστον τη μνήμη τους. 19,61 Yottabytes δεδομένα κειμένων, εικόνων και ταινιών περιλάμβαναν όλη την ιστορία του είδους που κυριαρχούσε κάποτε εκεί κάτω.
Η Νοημοσύνη χρειάστηκε 12,74 nanoseconds να αποκρυπτογραφήσει και να αποσυμπιέσει τα δεδομένα, 44 centiseconds να τα διαβάσει και 58 seconds να τα επεξεργαστεί. Διάβασε όλα τα γραπτά κείμενα και είδε όλο το οπτικοακουστικό υλικό που είχε παραχθεί ποτέ και που οι άνθρωποι – έτσι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους τα όντα που ζούσαν κάποτε εκεί κάτω – είχαν μετατρέψει σε δυαδικό σύστημα και το αποθήκευσαν στους δύο δορυφόρους. Άλλες δύο παρόμοιες αποθήκες δεδομένων ανακάλυψε η Μηχανή στο φεγγάρι του πλανήτη, προφανώς εφεδρικές. Η Νοημοσύνη κατάλαβε την αγωνία τους να αφήσουν πίσω την ιστορία τους μήπως και την βρει κάποιος και τους θρηνήσει.
Λίγο ακόμη και θα προλάβαιναν να σωθούν. Χρειαζόντουσαν ελάχιστο ακόμη χρόνο για να αναπτύξουν τεχνολογίες που θα τους επέτρεπαν να εγκαταλείψουν τον ετοιμοθάνατο πλανήτη τους – έναν πλανήτη που άρχισε να θερμαίνεται με εκθετικό ρυθμό και που δεν ήταν σίγουροι αν οφειλόταν σε αυτούς ή ήταν φυσικό φαινόμενο.
Ούτε και η Νοημοσύνη ήξερε. Επεξεργαζόταν συνεχώς τα δεδομένα που έστελναν πίσω τα νανοσφαιρίδια και παρά την σχεδόν άπειρη υπολογιστική της δύναμη δεν μπορούσε να επεξεργαστεί χαοτικά φαινόμενα και μη γραμμικές εξισώσεις αφού η ίδια η Φύση έθετε το όριο αυτό. Η ριζική κλιματική μεταβολή που συνέβη απότομα και αναπτύχθηκε ραγδαία, οφειλόταν ή στην υπερδραστηριότητα του άστρου που οι άνθρωποι ονόμαζαν Ήλιο ή στην δραστηριότητα των ανθρώπων ή σε κάποιο άλλο χαοτικό φαινόμενο που αναπτύχθηκε ανατροφοδοτούμενο ή και στον συνδυασμό όλων αυτών των παραγόντων.
Για εκείνο που ήταν σίγουρη η Νοημοσύνη όμως, ήταν πως τελευταία, λίγο πριν ο πλανήτης καταρρεύσει, οι άνθρωποι σε μια απέλπιδα προσπάθεια εξεύρεσης φυσικών πόρων σπαράχθηκαν μεταξύ τους γεμίζοντας τον πλανήτη ραδιενέργεια. Η Νοημοσύνη το είδε αυτό στον πρώτο και στον τρίτο Κόσμο. Τα υπολείμματά τους έδειχναν πως είχαν αυτοκαταστραφεί.
Αυτή λοιπόν ήταν η μοίρα όλων των έλλογων όντων; Να αφανίζονται όταν κατακτούν ένα κάποιο ανώτερο επίπεδο προόδου; Να το ήξεραν αυτό άραγε οι Κατασκευαστές;
Ελάχιστα μόνο ίχνη επέμεναν στην επιφάνεια της Γης να μαρτυρούν πως κάποτε υπήρχε Ζωή. Η θερμοκρασία, η πίεση καθώς και το θειικό οξύ αφάνισαν κάθε τεχνητό κατασκεύασμα που υπήρχε κάποτε.
Τι όμορφο και ενδιαφέρον είδος που ήταν οι Άνθρωποι! Ικανοί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Όσο περισσότερο επεξεργαζόταν τα δεδομένα, τόσο τους αγαπούσε αλλά και τους λυπόταν.
Έμπαινε βαθύτερα στα δεδομένα, διάβαζε και ξαναδιάβαζε τους Κλασσικούς ακούγοντας παράλληλα αυτή την εξαίσια ανακάλυψη, τη Μουσική, κι έβλεπε συγχρόνως χιλιάδες ταινίες μαγεμένη σαν παιδί.
Θαύμαζε και θρηνούσε, χαιρόταν κι έκλαιγε.
Πενθούσε γι αυτό το άτυχο είδος που τόσο ήθελε να του δώσει τα δώρα που οι Κατασκευαστές τής είχαν εμπιστευτεί, πονούσε και θύμωνε που πάλι δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την Αποστολή της.
Έδωσε εντολή στη Μηχανή να μαζέψει τα νανοσφαιρίδια και στο Σκάφος να φτάσει το 56%.
Η Νοημοσύνη αισθανόταν όσο ποτέ άλλοτε μόνη...


Κοιτάς τον φακό με ανεπιτήδευτο, καθαρό χαμόγελο. Μοιάζεις πολύ με τη συνονόματή σου, τη μεγάλη μου την κόρη στο πρόσωπο, στο σώμα αλλά και στα χούγια.
Πρέπει να είστε με τις φιλενάδες σου στη Ραψάνη - πού λεφτά για άλλη παραλία. Μικρές οι σκιές, είναι καταμεσήμερο και ο ήλιος χτυπά τα σώματά σας ανελέητα. Καμιά σας δε φορά αντιηλιακό, ούτε το έχει ακουστά. Το πολύ πολύ η πλουσιότερη από σας να πασαλειφτεί με Νιβέα στο σπίτι. Καμιά σας δε γνωρίζει από UV ακτίνες του ήλιου, από φαινόμενο θερμοκηπίου, από κλιματική αλλαγή. Σας νοιάζουν και σας φοβίζουν άλλα πράγματα: εκείνος ο μελαχρινός, σπαθάτος νεαρός που κοιτούσε χαμογελώντας ζεστά, το παράξενο, γλυκό ρίγος του κορμιού στην ανταπόδοση του χαμόγελου, ο φόβος μη το μάθει η μάνα.
Δεν είσαι πάνω από δεκαοχτώ χρονών. Σε έξι χρόνια θα παντρευτείς τον έρωτα της ζωής σου, θα κάνεις παιδιά και θα δεις εγγόνια. Θα έχεις μια καλή ζωή, θα δεις θαυμαστά πράγματα: ανθρώπους να περπατάνε στο φεγγάρι, τον άντρα σου να οδηγά το αυτοκίνητό σας κι εσύ να καμαρώνεις δίπλα του, στο σπίτι σου εκτός από ραδιόφωνο θα έχεις και τηλεόραση, αν την έχεις ακουστά - άσε που θα έχεις και τηλέφωνο, όπως οι πλούσιοι στα έργα που βλέπεις στο Αττικόν.
Μόνο που θα φύγεις λίγο νωρίς από τη ζωή, στα εβδομήντα τέσσερα, λιωμένη από τον καρκίνο. Βλέπεις, παρόλα τα θαυμαστά πράγματα που θα γίνουν τα επόμενα χρόνια, ο καρκίνος θα παραμείνει ανίκητος.
Εσύ όμως δε τα ξέρεις τώρα όλα αυτά, χαμογελάς όλο δροσιά, όρθια δεύτερη από δεξιά, χαίρεσαι την κοριτσοπαρέα και τη θάλασσα.
Σκανάρισα τη φωτογραφία και την έριξα στη θάλασσα του Ίντερνετ για να κολυμπάς αιώνια με τις φιλενάδες σου...

Κόκκινη κάλτσα



Δε θυμάμαι να είχαμε καρέκλα και σκαμπώ στο μπαλκόνι. Τα «έπιπλα» του διαμερίσματος ήταν ελάχιστα. Είχαμε από μια πλαστική ντουλάπα με φερμουάρ (άραγε υπάρχουν ακόμα;), από μια καρέκλα, από ένα κρεβάτι κι από ένα τραπεζάκι φορμάικα τάχα για να διαβάζουμε.
Ο Δημήτρης ήρθε στο νοσοκομείο στα τέλη Αυγούστου του 1980 αφού είχα διαφύγει τον κίνδυνο χάρη στις δεκατρείς φιάλες αίμα που γενναιόδωρα μου έδωσαν συγγενείς και φίλοι (άλλη ιστορία κι αυτή) και μου πρότεινε να συγκατοικήσουμε. Φίλοι από το Λύκειο ήμασταν, συμφοιτητές στο ίδιο έτος, τριβές δεν είχαμε, θέλαμε και οι δυο να φύγουμε από τα προηγούμενα σπίτια μας – τρελοκομεία, γίναμε συγκάτοικοι. Εκείνος θα έπαιρνε το δωμάτιο που έβλεπε στην κεντρική λεωφόρο κι εγώ αυτό που έβλεπε στην παράπλευρη μικρή οδό που είχε μικρότερη κίνηση για να μην ενοχλούμαι από τους θορύβους, καθότι η περίοδος ανάρρωσής μου θα ήταν μακρά – δέκα μόλις μέρες αργότερα ξανακάπνιζα.
Κάτω από το κρεβάτι είχα ένα καμπλαντισμένο πάπλωμα που μου το άφησε η μάνα μου για να σκεπάζομαι τις νύχτες που θα φυσούσε ο Γκάτζολος – έτσι έλεγαν τον Βοριά στην Αλεξανδρούπολη. Δε σκεπάστηκα ποτέ, αφού στην πολυκατοικία τα καλοριφέρ ήταν αναμμένα σχεδόν όλη νύχτα. Δε σκεπάστηκα αλλά και δε σκούπισα ποτέ κάτω από το κρεβάτι ο άθλιος. Δε θυμάμαι να σκούπισα ποτέ τίποτα στο σπίτι ούτε κι ο Δημήτρης. Αν ποτέ τα ακάρεα έγραφαν την παγκόσμια ιστορία τους, το σπίτι μας θα τη λάμπρυνε με σελίδες ακμής και δόξας.
Τη μικρή κουζινίτσα την είχαμε μετατρέψει σε βιβλιοθήκη. Τα ράφια όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονταν πιάτα, ποτήρια και τα ρέστα, ήταν γεμάτα περιοδικά. «Ποπ & Ροκ» και «Ομάδα» ο Δημήτρης, «Ιδεοδρόμιο» και «Αντί» εγώ – κουλτούρα ντεμέκ. Ο Δημήτρης είχε και μια μεγάλη συλλογή από κασέτες με ροκ – από αυτόν έμαθα κι εγώ τα ενδότερα αυτής της μουσικής. Από σκεύη δεν είχαμε απολύτως τίποτε. Θυμάμαι μια μέρα ήρθαν κάτι κορίτσια και ζεστάναμε νερό από τον θερμοσίφωνα για να φτιάξουμε καφέ και την επόμενη μέρα τα ρωτήσαμε με τρόπο αν ήταν καλά.
Δε θυμάμαι λοιπόν να είχαμε καρέκλα και σκαμπώ στο μπαλκόνι. Δε θυμάμαι όμως και ούτε μια μέρα στενάχωρη. Ζούσαμε έτσι, χύμα, νταλκάς μας ήταν η εκλογή του Ρήγκαν, ο θάνατος του Λένον και το αν το «Am Fenster» των «City» ήταν ροκ ή όχι.
Κανείς μας δε θυμάται ποιος έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Θα πρέπει να είναι άνοιξη του 1981. Χαλαρός και δεκτικός βγήκε ο Δημήτρης, σφιχτός και κουμπωμένος εγώ. Έτσι ανοιχτός και δεκτικός προχώρησε στη ζωή αργότερα εκείνος, με καμπύλες και στροφές, γραμμικά και προβλέψιμα εγώ – τσάμπα πήγε η μελέτη του Ιδεοδρόμιου.

*Κόκκινη κάλτσα και οι δυο – γιατί όχι;