Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Το Νεραϊδόρεμα

Όσοι με γνωρίζουν με χαρακτηρίζουν κρυουλιάρη. Πραγματικά, τον χειμώνα φοράω τρία με τέσσερα στρώματα ρούχα ενώ το καλοκαίρι μες στον καύσωνα κυκλοφορώ με μακρυμάνικο πουκάμισο. Στο σπίτι είμαι με μάλλινη μπλούζα, διαφορετικά θα ήθελα μια περιουσία για θέρμανση.
Δεν ήμουν πάντα έτσι. Ούτε και κοιμόμουν τα βράδια με αναμμένο φωτάκι και ωτασπίδες. Τις δύο τελευταίες συνήθειες τις γνωρίζουν μόνο η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, όχι όμως και την αιτία και των τριών τους, που γεννήθηκαν επώδυνα τριάντα πέντε χρόνια πριν – και βάλε.
Ήμουν ο τελευταίος φαντάρος του Ελληνικού Στρατού, όπως λέγαμε τότε τον στρατιώτη που δεν είχε κάποια ιδιαίτερη ειδικότητα. Αυτό δεν ήταν κακό, κάθε άλλο. Ήσουν απαλλαγμένος από ευθύνες, άρα και ποινές, ενώ τα καθήκοντά σου ήταν τα στοιχειώδη, όπως σκοπιές, αγγαρείες, κλπ. 
Στη μονάδα μου είχαμε έναν λοχία, τον Πάνο. Ήταν ένα κοντόσωμο δεκαεννιάχρονο παιδί από μια κωμόπολη της Πελοποννήσου. Ο Πάνος ήταν φιλότιμος, εργατικός, τυπικός. Καθώς ήταν πολύ μακριά από το σπίτι του, ο Πάνος δεν έπαιρνε πολλές εξόδους και ήταν μονίμως σχεδόν μέσα στο στρατόπεδο. Δεν κάναμε πολλή παρέα, αν και μιλούσαμε συχνά, τις περισσότερες φορές μέσα στο ΚΨΜ, ενώ παίζαμε πού και πού και κάποια ματς πινγκ πονγκ. Ήμασταν ίδια σειρά με τον Πάνο κι αυτό μας έδενε με κάποιον τρόπο – πάντα με αποκαλούσε «σειρούλα» και όχι με το όνομά μου. Οι κουβέντες μας ήταν μόνο φανταρίστικες αφού ο Πάνος έχοντας με τα χίλια ζόρια τελειώσει ένα Γυμνάσιο, δεν ενδιαφερόταν για τίποτε παραπάνω πέρα από τον τόπο του, όπου και το μπακάλικο του πατέρα του το οποίο θα το μετέτρεπε εκείνος σε μίνι μάρκετ όταν με το καλό απολυόταν.
Στην πραγματικότητα, ο Πάνος είχε κι ένα άλλο, έντονο ενδιαφέρον. Του άρεσε πολύ η ερωτική τέχνη, για να το θέσω κομψά. Όποιο σχετικό περιοδικό της εποχής κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι και από θάλαμο σε θάλαμο, ο Πάνος ήταν ο πρώτος ιδιοκτήτης και… χρήστης. Ταρατατά, Ζάκουλα, Καζανόβας, Μοντατόρε, Διάβασέ με και άλλα παρόμοια, σχημάτιζαν την φανταρίστικη βιβλιοθήκη του λόχου με τον Πάνο επίτιμο βιβλιοθηκάριο. 
Ο Πάνος όμως δεν περιοριζόταν στην έντυπη εκδοχή αυτής της τέχνης. Ήταν παρών σε κάθε προβολή ερωτικής ταινίας που πρόβαλλε πού και πού ο κινηματογράφος της μικρής πόλης που βρισκόταν το στρατόπεδό μας. Ταινίας που στη συνέχεια ο Πάνος την ανέλυε εμβριθώς και σε κάθε λεπτομέρεια, σαν να ήταν κριτικός κινηματογράφου σε έντυπο παγκοσμίου εμβέλειας. Καθώς εκείνη την εποχή τα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα ανήκαν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας η μόνη πηγή απόλαυσης αυτής της τέχνης ήταν το συνένοχο κλείσιμο του ματιού στον περιπτερά ή η είσοδος με χίλιες προφυλάξεις στα ενδότερα κάποιου σινεμά που προέβαλλε τέτοιες ταινίες. Φυσικά εμείς τότε, σαν φαντάροι, ήμασταν αποενοχοποιημένοι, αφού κρυβόμασταν όλοι πίσω από την χακί στολή.
Με τον Πάνο βγήκαμε μαζί μερικές φορές περίπολο. Ίσως να ήταν ο μόνος υπαξιωματικός που ακολουθούσε επακριβώς το τρίωρο δρομολόγιο και δεν λουφάριζε κάπου. Εμένα δεν με ένοιαζε, αφού προτιμούσα την βόλτα από το αραλίκι.
Θυμάμαι τον χρόνο, τον μήνα, την ημέρα και την ώρα που βγήκαμε με τον Πάνο για τελευταία φορά περίπολο.
Νύχτα καλοκαιριάτικη ήταν, με ένα φεγγάρι να φωτίζει το δάσος. Ήμασταν τελευταίο περίπολο, 3-6 στο φυλάκιο κοντά στο δάσος. Το φυλάκιο ήταν επανδρωμένο με έναν δόκιμο, δύο υπαξιωματικούς κι έξι στρατιώτες. Η διαδρομή του περιπόλου ήταν Φυλάκιο – Πηγές – Νεραϊδόρεμα – Σταυρός- Αη Λιας και πίσω, στο φυλάκιο. Τα τοπωνύμια μας ήταν γνωστά, ενώ γνωρίζαμε άριστα τη μορφολογία του εδάφους. Περπατούσαμε στο δάσος αμίλητοι. Ο Πάνος σπάνια ξεκινούσε συζήτηση από μόνος του κι εγώ δεν είχα όρεξη για κουβέντα. Περάσαμε τις Πηγές και κατευθυνόμασταν στο Νεραϊδόρεμα. Σε όλη την πορεία μασουλούσα αργά ένα ξερό κουλούρι κι ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο. Όταν φτάσαμε κοντά στο Νεραϊδόρεμα, ζήτησα από τον Πάνο μια στάση για να καπνίσω. Εκείνος συμφώνησε. Καθίσαμε και οι δύο, εκείνος σε μια πέτρα κι εγώ βολεύτηκα πίσω του, ακουμπώντας την πλάτη μου σε μια πελώρια καστανιά.
Πολύ λίγο αργότερα και μέσα στην ησυχία του δάσους, άκουσα τον Πάνο να σηκώνεται. Από τα βήματά του, κατάλαβα πως κατευθύνονταν ίσα στο ρέμα. Γύρισα το κεφάλι μου να δω, μα ο κορμός του μεγάλου δέντρου έκρυβε τη θέα. Έστριψα το σώμα μου και είδα.
Μέσα στο Νεραϊδόρεμα ήταν μια ολόγυμνη νέα γυναίκα και φαινόταν πως λουζόταν. Είχε στραμμένη την πλάτη της σε εμάς και φαινόντουσαν μόνο τα μακριά μαλλιά και βέβαια, η πλάτη και οι γλουτοί της. Είχε νεανικό και πολύ όμορφο σώμα. Ο Πάνος τραβούσε κατευθείαν επάνω της σαν υπνωτισμένος. Πέταξα αμέσως το τσιγάρο και βάζοντας βιαστικά το Μ1 στήριγμα, προσπάθησα να σηκωθώ. Το κοντάκι του όπλου όμως ακουμπούσε σε πέτρα η οποία αναποδογύρισε ρίχνοντάς με κάτω, πάλι πίσω από το δέντρο – και τότε συνέβησαν τα αδιανόητα.
Άστραψε σκοτάδι – ναι, άστραψε. Μόνο έτσι μπορώ να περιγράψω το σκοτάδι που πλάκωσε το δάσος για ένα δυο δευτερόλεπτα, όσο διαρκεί δηλαδή και μια έκλαμψη φωτός.
Κρύο απότομο, πολύ, αφόρητο, αβάσταχτο. Κρύο που αν διαρκούσε λίγο περισσότερο από τα δυο τρία δευτερόλεπτα που κράτησε, θα αφάνιζε κάθε ζωή στο δάσος – κι εμένα μαζί.
Απόκοσμο μουγκρητό. Ήχος που αποκλείεται να βγήκε από λαρύγγι πλάσματος αυτού του κόσμου. Μουγκρητό που κανείς τεχνικός των υπερσύγχρονων κινηματογραφικών εφέ δεν πρόκειται να δημιουργήσει.
Σχεδόν ταυτόχρονα, ακούστηκε η ριπή του Τόμσον. Ο Πάνος είχε αδειάσει τον εικοσάρη γεμιστήρα του όπλου. Ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε συνειδητά.
Πεσμένος στο χώμα, τρέμοντας από το κρύο και τον φόβο, όπλισα το Μ1. Έρποντας έκανα τον γύρο του δέντρου και ξεμύτισα με το όπλο προτεταμένο. Είδα τον Πάνο όρθιο, στο ίδιο σχεδόν σημείο που τον είδα πριν ελάχιστα δευτερόλεπτα με το Τόμσον πεσμένο στο έδαφος να καπνίζει από την κάννη του. Σηκώθηκα όρθιος, τον πλησίασα και τον είδα. Το στόμα του ήταν στραβό, παγωμένο σε έναν απαίσιο μορφασμό ενώ δάκρυα, μύξες και σάλια έτρεχαν στο παραμορφωμένο του πρόσωπο. Κάτω του ξεχώριζε μια πελώρια στύση, μούσκεμα στο σπέρμα.
Η κοπέλα δεν ήταν πουθενά. Το νεραιδόρεμα ήταν σε μεγάλο ξέφωτο, ο χρόνος δεν επαρκούσε να κρυφτεί – τότε πού ήταν;
Τρελός από φόβο, με το μουγκρητό ακόμη στα αυτιά μου, τρέμοντας από το κρύο – αν και η θερμοκρασία στο δάσος ήταν τώρα φυσιολογική – και με ριπές σκότους στα μάτια μου, πέταξα πλάι μου το όπλο μου, έπεσα στα γόνατα δίπλα στον ακίνητο Πάνο και ξέσπασα σε λυγμούς. Λυγμούς που αντί να με ξαλαφρώσουν με έκαναν χειρότερα. Κάποια στιγμή πήρα το Μ1 από δίπλα μου. Θυμάμαι πως το κοίταζα με απάθεια, όπως με απάθεια έβγαλα την ασφάλεια και το έφερα κάτω από το σαγόνι μου. 
Δυο χέρια άρπαξαν το τουφέκι και άλλα τέσσερα άρπαξαν εμένα. Ο σκοπός του φυλακίου άκουσε την ριπή, ξύπνησε τους άλλους και ήρθαν τρέχοντας. Πρέπει να ήμουν αρκετή ώρα έτσι για να προλάβουν να έρθουν. 
Το επόμενο που θυμάμαι είναι το Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Οι γονείς μου ήρθαν άρον άρον να με δουν. Ο γιατρός τους καθησύχασε λέγοντάς τους πως απλά έπαθα νευρικό κλονισμό βλέποντας τον λοχία σ’ αυτά τα χάλια. Τις πρώτες ημέρες κολυμπούσα σε ένα ευχάριστο, ζεστό ζελέ και όλες μου οι αισθήσεις ήταν σε καταστολή, προφανώς από τα ηρεμιστικά που μου έβαζαν. Σιγά σιγά ξαναγύρισα στον κόσμο. Δε θα ήμουν ποτέ όμως ο ίδιος άνθρωπος.
Όταν συνήλθα πλήρως, ήρθε η Στρατονομία. Ο Λοχαγός που θα έπαιρνε κατάθεση ήταν ένας εύθυμος, γελαστός άνθρωπος. Το πρώτο που τον ρώτησα ήταν για τον Πάνο. Δε μάσησε τα λόγια του. Ο Πάνος για κάποιο λόγο σάλεψε και δεν υπήρχε περίπτωση να επανέλθει.
Όταν με ρώτησε για το περιστατικό, του είπα τα πάντα εκτός από την κοπέλα. Τι να του έλεγα δηλαδή; Πως ο Πάνος έγινε έτσι επειδή είδε μια νεράιδα; Νεράιδα; Κατευθείαν τρελόχαρτο και μετά τέλος ο διορισμός μου και τζάμπα οι σπουδές μου. Με έκπληξή μου διαπίστωσα πως ο Λοχαγός δεν επέμεινε σε λεπτομέρειες και αρκέστηκε στην κατάθεσή μου. Τα στοιχεία όμως έδειχναν όπως έμαθα αργότερα πως οι σφαίρες του Τόμσον έφυγαν ίσια, πράγμα που σημαίνει πως ο Πάνος το κρατούσε σταθερά και με τα δύο χέρια. Κάποιον ή κάτι σημάδευε – πώς γίνεται να το κάνει με εγκεφαλικό; Δεν ενδιέφερε κανέναν να διερευνηθεί το θέμα. Ο λοχίας Παναγιώτης Κ. έπαθε κάτι σαν εγκεφαλικό – και τέλος. 
Πήρα δέκα μέρες αναρρωτική. Όταν γύρισα στο Τάγμα ευχαρίστησα τα παιδιά του φυλακίου που με έσωσαν κάνοντάς τους το τραπέζι σε ταβέρνα της περιοχής. Απολύθηκα, χαθήκαμε. Διορίστηκα, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά. 
Ξαναείδα τον Πάνο, είκοσι χρόνια αργότερα. Πήγαμε διακοπές οικογενειακώς στην Πελοπόννησο. Η κωμόπολη του Πάνου απείχε περίπου είκοσι χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο. Ένα μεσημέρι που αποκαμωμένοι η γυναίκα και τα παιδιά από τον ήλιο και τη θάλασσα κοιμόντουσαν, πήρα το αμάξι και πήγα . Βρήκα το μπακάλικο του πατέρα του που ποτέ δεν έγινε μίνι μάρκετ. Μπήκα μέσα να ψωνίσω τάχα. Τα πόδια μου κοπήκαν όταν τον αντίκρισα. Καθόταν σε μια γωνιά και κοίταζε το κενό. Μια γυναίκα που από την προφορά της κατάλαβα πως ήταν Αλβανή καθόταν στο ταμείο και διάβαζε ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό. Ψώνισα μερικά πράγματα στην τύχη και πλησίασα τον Πάνο. Δε μου έδωσε σημασία κι εγώ έσκυψα στο στραβωμένο του πρόσωπο.
-Γεια σου λοχία, τι κάνεις; Με θυμάσαι; του είπα ψιθυριστά σχεδόν.
-Δε μιλάει, ούτε ακούει, άστον, είπε η γυναίκα του ταμείου.
Με τρεμάμενα πόδια και με βουρκωμένα μάτια σηκώθηκα να φύγω.
Τότε ξαφνικά με άρπαξε, έφερε το πρόσωπό του μπροστά στο δικό μου και ούρλιαξε ψιθυριστά, γεμίζοντάς με σάλια:
-Χίλια χρόνια! Χίλια χρόνια με κράτησε η καταραμένη στο ρέμα! Χίλια χρόνια κρύο, σκοτάδι και φωνές! Της ξέφυγα όμως, ε σειρούλα;
Με χτύπησε κεραυνός. Όχι μόνο μίλησε αλλά και με γνώρισε!
Πετάχτηκα πίσω τόσο βίαια που έπεσα πάνω σε ένα ράφι γκρεμίζοντας κάτι κονσέρβες. Η Αλβανή άφησε τον πάγκο και ήρθε κοντά καλύπτοντας από την ταραχή της το στόμα της με τα δυο της χέρια. Κάτι έλεγε στα Αλβανικά πολύ ταραγμένη κοιτάζοντας τον Πάνο που, ατάραχος τώρα, ξανακάθισε στη θέση του και ξανακοίταζε το πουθενά. 
Έφυγα τρέχοντας και τρέμοντας. Μετά βίας οδήγησα πίσω στο ξενοδοχείο όπου κατέβασα δύο λεξοτανίλ που πάντα έχω μαζί μου. Οι δικοί μου κοιμόντουσαν ακόμη. Τους ζήλεψα.
Πέρασαν από τότε τρεισήμισι δεκαετίες. Η νεράιδα – γιατί τι άλλο ήταν; - η νεράιδα που αιχμαλώτισε το μυαλό του δύστυχου Πάνου για χίλια χρόνια και μετά το σκότωσε, δεν έκανε και σε μένα το ίδιο χάρις στο σκουντούφλημα του Μ1.
Μου άφησε όμως τρία κουσούρια.
Κρυώνω διαρκώς από τότε, δεν μπορώ το σκοτάδι και, τέλος, βάζω ωτασπίδες στο κρεβάτι επειδή την ώρα που με παίρνει ο ύπνος, κάθε ήχος θυμίζει το Μουγκρητό. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, τα εκλαμβάνουν ως ιδιοτροπία ή το πολύ πολύ φοβία. Δεν τους έχω μιλήσει ακόμη και μάλλον δε θα τους το πω ποτέ…

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Χρυσάφι στο μανίκι



Κάπως έτσι θα ήμουν εγώ όταν θα μεγάλωνα κι αφού αποφοιτούσα από την σχολή εμποροπλοιάρχων βέβαια. Ήταν ο Αποστόλης – ποιος άλλος; - που μου είχε φουσκώσει τα μυαλά να γίνω καπετάνιος, εκεί γύρω στα ΄73 – 74.
«Μαλάκα τέτοια τσιγάρα θα πρέπει να καπνίζουμε» απεφάνθη με ύφος ταλαιπωρημένου γεροθαλασσόλυκου. 
Ζήτημα ήταν αν καπνίζαμε καναδυό πακέτα τον μήνα, πακέτα που τα έκρυβα επιμελώς στα βάθη της σχολικής μου τσάντας, πάντα όμως διαφορετικής μάρκας. Κυριολεκτικά, κάπνισα όποια μάρκα κυκλοφορούσε στα περίπτερα μεταξύ 1973-1979 πριν καταλήξω δηλαδή ολοκληρωμένος καπνιστής με σταθερή μάρκα.
Αυτά λοιπόν τα τσιγάρα θα έπρεπε να καπνίζω, αν ήθελα να γίνω σωστός κι ολοκληρωμένος καπετάνιος..
Θα γύριζα όλο τον κόσμο, θα είχα σε κάθε λιμάνι κι από μια γυναίκα, θα έβγαζα πολλά λεφτά. Μπορεί – γιατί όχι; – να γινόμουνα καπετάνιος σε κρουαζερόπλοιο. Η στολή μου θα τραβούσε αν μαγνήτης τις γυναίκες που θα ζητούσαν τη συντροφιά ενός έμπειρου και περιπετειώδους άνδρα.
Ο Αποστόλης είχε έναν – θείο – του –ξαδέρφου – του κουνιάδου – του μπαμπά του που ήταν καπετάνιος και του φούσκωνε κι εκείνου τα μυαλά με ναυτικές περιπέτειες και κατορθώματα που έκανε στο παρελθόν πριν καταλήξει πλοίαρχος σε φέρυ της γραμμής Πειραιά – Σαλαμίνας.
«Αμ το άλλο ρε πού το βάζεις;» έλεγε ο Αποστόλης. «Οι καπετάνιοι κονομάνε τόσα, που μετά τα σαράντα βγαίνουν στη στεριά με μια μεγάλη σύνταξη και πολλά λεφτά για να κάνουν ό,τι γουστάρουν».
Μετά τα σαράντα! Τι να τα κάνω τα λεφτά όταν θα γερνούσα, εγώ τα ήθελα όσο ήμουνα νέος, σκεφτόμουν με το δεκατετράχρονο μυαλό μου. Αλλά για να το λέει ο Αποστόλης…
Ονειρευόμασταν ένα λαμπρό μέλλον που ένα χρυσό σιρίτι στο μανίκι θα μας έφερνε λεφτά, περιπέτειες, γυναίκες. Καπνίζαμε λοιπόν κι ονειρευόμασταν, ονειρευόμασταν και καπνίζαμε - Old Navy φυσικά.
Ούτε ο Αποστόλης ούτε κι η αφεντιά μου γίναμε καπετάνιοι τελικά. Δε θα μπορούσα ποτέ να κάνω αυτή τη δουλειά, κατ’ αρχήν επειδή είμαι τόσο χασοδρόμης που το GPS στο αυτοκίνητο τις περισσότερες φορές έχει αναφέρει «Η διαδρομή σας υπολογίζεται ξανά» παρά «Φτάσατε στον προορισμό σας». Άσε που θα με έπιαναν οι φοβίες και οι ανασφάλειές μου καταμεσής στο πουθενά, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον πολιτισμό.
Τελικά, για να παραφράσω και τον ποιητή, ακόμα και χωρίς «χρυσάφι στο μανίκι», το βρήκα το στρατί της ζωής.

Το άρωμα


Λοιπόν, έξυνες με το νύχι σου μια μικρή επιφάνεια στη σελίδα της διαφήμισης και μύριζες το άρωμα. Είχα και τα τρία αρώματα σε σπρέι αλλά το μεγάλο μου πρόβλημα ήταν ποιο από τα τρία να βάλω – το τέταρτο, το «Φρη μαν» κυκλοφόρησε αργότερα, όταν οι ιδέες που κουβαλούσα πάνω στην τρέλα της εφηβείας, μου απαγόρευαν τέτοιες συνήθειες.
Λοιπόν, να έβαζα «Ιντεπέντεντ», για να είμαι δυναμικός ή να έβαζα «Λε Μαν» για να γίνω επιτυχημένος; Ο τύπος που παίζει γκολφ και είναι δυναμικός μου κάνει, ο δεύτερος, ο επιτυχημένος, μου φαινόταν γέρος.
Μήπως πάλι να γινόμουν ο «Μπάτσελορ», ο αδέσμευτος δηλαδή και που με το λάγνο βλέμμα πάνω από τα γυαλιά κεραυνοβολούσε τις γυναίκες;
Εννοείται βέβαια πως και τα τρία (φτηνά και χαμηλής ποιότητας) αρώματα δε με ενδιέφεραν – με ενδιέφερε η περσόνα που αντιστοιχούσε στο κάθε άρωμα και που το δεκατριάχρονο μυαλό μου πίστευε πως βάζοντας το άρωμα θα μεταμορφωνόμουν, άσε που θα γινόμουν δυο φορές άνδρας σύμφωνα με το σλόγκαν. Πού να ήξερα πως το αντριλίκι είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από μερικές σταγόνες σπρέι.
Τελικά ούτε δυναμικός, ούτε επιτυχημένος, ούτε αδέσμευτος έγινα – δε βαριέσαι. Δυναμικός δεν είμαι από χαρακτήρα, επιτυχημένος με τον τρόπο που προβάλλει η διαφήμιση, να μου λείπει. Όσο για αδέσμευτος, ούτε για αστείο, δε την μπορώ τη μοναξιά.

Μόνο να, θα ήθελα να ξαναμυρίσω λίγο από αυτό το σπρέι.