Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

ΧΑΜΕΝΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Περπατούσε στη μεγάλη λεωφόρο παρατηρώντας τα πάντα γύρω του. Τα πεζοδρόμια ήταν κατάμεστα από τον κόσμο, ο δρόμος γεμάτος αυτοκίνητα, τα μαγαζιά με ακριβές φίρμες. Τα πάντα του ήταν γνωστά αλλά και διαφορετικά. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα πάνω και διάβασε την πινακίδα «Οδός Τσιμισκή». Συνέχισε, πέρασε τη μεγάλη πλατεία δίπλα στην οδό Αριστοτέλους όπως διάβασε στη πινακίδα και κατέβηκε στην παραλία, στην οδό Νίκης.
Ατένισε το Θερμαϊκό, κοίταξε αριστερά και είδε τον Πύργο. Η καρδιά του φούσκωσε από αγαλλίαση κι ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ελευθερίας και λαχτάρας για ζωή – πραγματική ζωή. Άρχισε να περπατά στην παραλία προς τον Πύργο και σε λίγο τάχυνε το βήμα του, σχεδόν έτρεχε. Έκοψε δρόμο από τη θάλασσα τρέχοντας πάνω στα κύματα. Σε λίγα δευτερόλεπτα έφτασε από κάτω του. Κοίταξε ψηλά και είδε τη σημαία που κυμάτιζε. Είχε λωρίδες άσπρες και γαλάζιες εναλλάξ και στην επάνω γωνία της είχε έναν σταυρό. Τα μάτια του καρφώθηκαν επάνω της μέχρι που θόλωσε η ματιά του και η σημαία συγχωνεύτηκε με τον ασπρογάλαζο ουρανό.

Ξύπνησε κι έμεινε τελείως ακίνητος. Η μόνη πηγή φωτός στο πηχτό σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας ήταν το φωτεινό καντράν του ηλεκτρονικού ξυπνητηριού και ο μόνος ήχος προερχόταν από την ανάσα της Σιμπέλ που κοιμόταν γαλήνια.
Σηκώθηκε ταραγμένος από το Όνειρο και βγήκε στο μπαλκόνι. Η πόλη κοιμόταν ακόμη ενώ στα αριστερά του, στην ανατολή, μια υποψία φωτός πάσχιζε να τρυπήσει το σκοτάδι – δε θα αργούσε να ξημερώσει. Έκανε καφέ προσπαθώντας να μη ξυπνήσει τη Σιμπέλ. Η γυναίκα του είχε εφημερία στο νοσοκομείο απόψε και θα χρειαζόταν και το τελευταίο δευτερόλεπτο ύπνου.
Η ταραχή του από το Όνειρο δε μειώθηκε καθόλου. Αισθανόταν μια ανείπωτη θλίψη, μια τραγική ματαίωση, μια απογοήτευση από κάτι που δε θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Μα, κυρίως, αισθανόταν μια αλλαγή επάνω του, μια αλλαγή που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακόμη. Άνοιξε το ντουλαπάκι του μπάνιου και πήρε μέσα από ένα κουτάκι κρέμας νυκτός της Σιμπέλ ένα από τα Xanax που εκείνη έκρυβε εκεί. Ένα κύμα οίκτου γι αυτήν ήρθε να προστεθεί στα άλλα δυσάρεστα συναισθήματα που σύντομα το φάρμακο θα κατέστελλε.
Τρεις καφέδες, είκοσι σελίδες σημειώσεων και δύο ώρες αργότερα κατέβαινε με το αυτοκίνητο από το αριστοκρατικό προάστιο που ζούσε, την οδό Muhteşem Süleyman και σε λίγα λεπτά έφτασε στο σταθμό του Μετρό. Παρκάρισε, πήρε τον χαρτοφύλακά του, κλείδωσε το αυτοκίνητο. Μπήκε στο τρένο και μετά από τέσσερις στάσεις έφτασε στον προορισμό του.
Χαιρέτησε τον φύλακα της πύλης μ’ ένα νεύμα κι εκείνος του το ανταπέδωσε αδιάφορα. Ο Νικηφόρος Δούκας, του Αναστάσιου και της Ευδοξίας το γένος Φωκά, Λέκτορας του τμήματος Θεωρητικής Φυσικής σήκωσε το βλέμμα του στην τεράστια ανάγλυφη επιγραφή στη μετόπη του επιβλητικού κτιρίου που έγραφε «Selanik Üniversitesi Mustafa Kemal Atatürk». Μπήκε μέσα.


Το αμφιθέατρο ήταν κατάμεστο από φοιτηταριό. Ο Νικηφόρος ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στα νέα παιδιά για το ενδιαφέρον που έδειχνε, για την αγάπη του στην επιστήμη που θεράπευε, για την εξαιρετική του μεταδοτικότητα, το πλούσιο βιογραφικό του και τις πολλές δημοσιεύσεις. Αριστούχος απόφοιτος του Πανεπιστημίου και αμέσως μετά διδακτορικό με πλήρη υποτροφία στο Stanford. Από εκεί θρήνησε τους γονείς του που σκοτώθηκαν σε τροχαίο έξω απ’ το Dimetoka που είχαν πάει για δουλειές. Έμπορος ο πατέρας του, καθηγήτρια Αγγλικών η μητέρα του, μοναχοπαίδι ο ίδιος, μεγάλωσε με σχετική άνεση. Από μικρός διακρινόταν στα Μαθηματικά και στη Φυσική, με τους δασκάλους και τους καθηγητές του να παινεύουν το κοφτερό μυαλό του. Μετά τον χαμό των γονιών του ο Νικηφόρος αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην επιστήμη του, κάνοντας και το μεταδιδακτορικό του στο Stanford. Απέρριψε την προσφορά του πανεπιστημίου να ακολουθήσει εκεί ερευνητική και ακαδημαϊκή καριέρα για να γυρίσει στην αγαπημένη του πόλη.
Παρά το λαμπρό βιογραφικό και την εξαιρετική ερευνητική δουλειά του, δεν επρόκειτο να ανεβεί καθηγητικές βαθμίδες. Ήταν χριστιανός και Ρωμιός – τι ειρωνεία όμως, ο Νικηφόρος δεν είχε καμιά εθνική ταυτότητα και συγχρόνως ήταν άθεος. Πίστευε στον ορθολογισμό, στη Λογική.
Κοίταξε το ακροατήριό του. Νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια αρκετά από αυτά με μαντίλα, τακτοποιούσαν τα πράγματά τους στα θρανία και έκλειναν τα κινητά τους. Ο Νικηφόρος κατέβηκε από το έδρανο, πλησίασε και άρχισε τη διάλεξη.
«Όπως συζητήσαμε και στην προηγούμενή μας συνάντηση, η ιδέα των παράλληλων κόσμων στην κβαντομηχανική είναι γνωστή από το 1957. Στη γνωστή λοιπόν "ερμηνεία των πολλαπλών κόσμων", κάθε σύμπαν γίνεται η "μήτρα" για νέα σύμπαντα, κάθε φορά που πραγματοποιείται μια καινούρια μέτρηση. Έτσι, σε αυτό το πολυσύμπαν υλοποιούνται όλα τα πιθανά σενάρια – σε κάποιους από αυτούς τους κόσμους, για παράδειγμα, η Αυστραλία αποικίστηκε από τους Πορτογάλους.
Ζούμε λοιπόν σε έναν μόνο από τους άπειρους κόσμους που υπάρχουν, κάποιοι από τους οποίους είναι πανομοιότυποι με τον δικό μας διαφέροντας ίσως κατά μερικά ηλεκτρόνια. Άλλοι είναι λίγο διαφορετικοί κι άλλοι εντελώς αγνώριστοι, ασύμβατοι θα έλεγα με τους νόμους της Φύσης που γνωρίζουμε όμως όλοι οι κόσμοι είναι "εξίσου πραγματικοί" και υπάρχουν συνεχώς μέσα στον χρόνο αλλά ο καθένας με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Είναι τα κβαντικά φαινόμενα που εν τέλει κάνουν τους αρχικά όμοιους κόσμους να διαφοροποιούνται.
Το ριζοσπαστικό στοιχείο της καινούριας θεωρίας που προτείνεται από τους Howard Wiseman του Πανεπιστημίου Griffith στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας, μαζί με τους συνεργάτες του, Δρ. Michael Hall του ιδίου ακαδημαϊκού ιδρύματος, τον καθηγητή μαθηματικών Δρ. Dirk-Andre Deckert του Πανεπιστημίου Davis της Καλιφόρνια και τον καθηγητή Θεωρητικής Φυσικής Δ. Νανόπουλο του Πανεπιστημίου Ι. Καποδίστριας στην Κέρκυρα της Ιονίου Πολιτείας είναι ότι περιλαμβάνει υποθέσεις που δίνουν τη δυνατότητα να ελεγχθεί πειραματικά η ύπαρξη άλλων συμπάντων πέρα από το δικό μας.
Η πειραματική λοιπόν…»
Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε με πάταγο και εισέβαλαν έξι άνδρες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας. Ντυμένοι στα μαύρα, πάνοπλοι, με τα πρόσωπα καλυμμένα με κουκούλες, δρασκέλισαν ταχύτατα τα θρανία και άρπαξαν από τα μαλλιά μια φοιτήτρια και την έσυραν μαζί τους. Η κοπέλα προς έκπληξη όλων, άρχιζε να τους βρίζει δυνατά, ώσπου μια γροθιά στο πρόσωπό της την έκανε να σωπάσει. Οι αστυνομικοί κουβαλώντας σα σακί την κοπέλα βγήκαν από την πόρτα κι εξαφανίστηκαν.
Αμήχανη σιωπή έπεσε στην αίθουσα. Ο Νικηφόρος κοιτούσε τα παπούτσια του. Ήξερε την κοπέλα. Την έλεγαν Θεοδώρα Βάρδα. Ήταν χριστιανή και Ρωμιά.
Η Θεοδώρα Βάρδα, του Κωνσταντίνου και της Κασσιανής το γένος Ουρανού, φοιτήτρια Φυσικής, ανήκε στον επιχειρησιακό πυρήνα «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού και συμμετείχε στην εκτέλεση του εισαγγελέα της Gümülcine, στην απαγωγή και δολοφονία του δημάρχου του İskeçe καθώς και σε οκτώ τοποθετήσεις βομβών σε όλη τη Μακεδονία. Ο Νικηφόρος δε θα την ξανάβλεπε ποτέ στα θρανία της σχολής – ούτε και κανείς άλλος, πουθενά.


Αργότερα την ίδια μέρα, χτύπησε η πόρτα του γραφείου του Νικηφόρου. Ήταν ο Ορχάν, πολύ καλός φίλος και συνάδελφος από το τμήμα Οθωμανικής Ιστορίας. Ήταν μικρόσωμος και εύσωμος, με παχύ μουστάκι. Ήταν ανύπαντρος και είχε τη φήμη μεγάλου γυναικά. Ο Νικηφόρος τον εκτιμούσε για το ακέραιο του χαρακτήρα του και την τιμιότητά του. Ο Ορχάν κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα κι άναψε τσιγάρο.
-Μια σταλιά παιδί και να είναι μπλεγμένο με τρομοκράτες!
-Την ήξερα Ορχάν, ερχόταν στο γραφείο μου για επεξηγήσεις πάνω στο μάθημα. Ήταν τόσο ντροπαλή, που μετά βίας άκουγες τη φωνή της. Ανάθεμά τους, το πήραν στο λαιμό τους το παιδί.
-Έτσι είναι Νικηφόρε, την πληρώνουν οι ιδεολόγοι που κάποιοι τους φουσκώνουν τα μυαλά.
-Αυτοί οι κάποιοι φίλε Ορχάν, έχουν τα χέρια τους βαμμένα με αίμα. Αίμα Τούρκων, Βουλγάρων, Αρμενίων αλλά και Ρωμιών. Και το αίμα δεν οδηγεί πουθενά.
-Αχ Νικηφόρε, δε θα τους καταλάβουμε ποτέ – ειδικά εσύ που είσαι άπατρις, άθρησκος και φοβάμαι σε λίγο και ανέστιος. Τι γίνεται αλήθεια με τη Σιμπέλ;
-Προσπαθούμε Ορχάν. Προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα και να ξαναχτίσουμε τη σχέση μας, είπε ψέματα.
Άλλαξαν τη συζήτηση στα ποδοσφαιρικά και σε λίγο οι δύο φίλοι έφυγαν από το γραφείο.
Ο Νικηφόρος πήρε ταξί από το πανεπιστήμιο κι έφτασε στην Kemal Ahmet Arû. Μπήκε στο Lidl, αγόρασε χαρτομάντιλα κι ένα μπουκάλι νερό, πλήρωσε, βγήκε και πήρε ένα άλλο ταξί. Κατέβηκε στην Ebül'ula Mardin και περπάτησε μέχρι το νούμερο 16, απέναντι από Αντικαρκινικό Νοσοκομείο της πόλης. Άνοιξε την εξώπορτα και ανέβηκε στον πρώτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας. Ξεκλείδωσε τη θωρακισμένη πόρτα του μικρού διαμερίσματος που νοίκιαζε με ψεύτικο όνομα και μπήκε μέσα.


Το διαμέρισμα δύο του πρώτου ορόφου ήταν μικρό κι ανήλιαγο. Ακόμη και τη μέρα έπρεπε να ανάψει κανείς το φως για να βλέπει καλά. Είχε ένα μικρό καθιστικό, μια κρεβατοκάμαρα που χωρούσε μετά βίας το διπλό κρεβάτι και τη μονή ντουλάπα, μια κουζινίτσα κι ένα σπιθαμιαίο WC. Όλο το διαμέρισμα ήταν επιπλωμένο με φτηνά έπιπλα από το ΙΚΕΑ και είχε τα στοιχειώδη από ηλεκτρικό εξοπλισμό. Ο Νικηφόρος έβγαλε το κινητό του και το ρύθμισε σε αφύπνιση. Έβγαλε το σακάκι του, τα παπούτσια του, χαλάρωσε τη γραβάτα και σωριάστηκε στο κρεβάτι. Είχε λίγο χρόνο ακόμα κι έπρεπε να τον εκμεταλλευτεί για να ξεκουραστεί και να ελαφρύνει το κεφάλι του από το πρωινό Xanax. Αποκοιμήθηκε αμέσως.

Βρισκόταν σε μια μεγάλη πλατεία. Την αναγνώρισε αμέσως, ήταν η Cumhuriyet Meydani. Αυτή όμως στο κέντρο της είχε αρχαία ερείπια. Κοίταξε την πινακίδα στον τοίχο που έγραφε «Πλατεία Ναυαρίνου». Ένας βλογιοκομμένος τύπος τον πλησίασε.
-Φιλαράκι έχεις ένα ευρώ να πάρω μια τυρόπιτα;
O Νικηφόρος συγκλονίστηκε. Για πρώτη φορά υπήρχε αλληλεπίδραση σε Όνειρο. Σε όλα τα προηγούμενα, ήταν αόρατος παρατηρητής. Τώρα, όχι μόνο ήταν ορατός αλλά και αποτελούσε μέρος του κόσμου του Ονείρου.
Αιφνιδιασμένος, έβαλε το χέρι του στην τσέπη όπου είχε τα ψιλά του και του έδωσε ένα κέρμα.
Περπάτησε δύο τετράγωνα παραπάνω κι έφτασε στην αψίδα του Γαλέριου. Έβλεπε συνεπαρμένος γύρω του την αγαπημένη του πόλη, τόσο ίδια, τόσο διαφορετική – κι αυτή τη φορά, ήξερε πως ονειρευόταν. Αυτό του το όνειρο ήταν πιο πραγματικό από όλα τα άλλα αφού αισθανόταν με όλες του τις αισθήσεις, τα πάντα γύρω του.
Έβλεπε την πόλη του χωρίς τους μιναρέδες που πλήγωναν σαν καρφιά τον ουρανό της, άκουγε τη βοή της απαλλαγμένη από τη φωνή του Μουεζίνη, μύριζε την ανοιξιάτικη αύρα  - ελεύθερη από το φόβο του Τούρκου, θέλησε και να τη γευτεί. Κάθισε σε ένα καφενείο. Με δισταγμό, χτύπησε τα χέρια του. Ο καφετζής τον άκουσε και ήρθε. Κομπιάζοντας, παρήγγειλε καφέ. Ο καφετζής τον κοίταξε και χαμογέλασε.
-Από την Πόλη είσαι;
Ο Νικηφόρος σάστισε.
-Πώς το κατάλαβες;
-Από την προφορά σου. Ο συγχωρεμένος ο πεθερός μου ήταν από την Πόλη. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη μετά τα Σεπτεμβριανά.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Νικηφόρος ρουφούσε τον βαρύ καφέ του. Από μέσα ακουγόταν ένα τραγούδι που τον καθήλωσε.
Ανάθεµά σε Πόλη, Φανάρι, Τσεζµετζέ
µε πήρες το πουλί µου που το `χα εγλεντζέ.
Ανάθεµά σε Πόλη την ώρα π’ άνοιγες
είπα να καζαντίσω κι εσύ µ’ αφάνισες
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Αυτό το τραγούδι του το έλεγε η γιαγιά του η Ειρήνη η Δούκαινα, αψηφώντας την απαγόρευση και κάνοντας τη μητέρα του έξαλλη που τους έβαζε σε τέτοιο θανάσιμο κίνδυνο.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ένας γλυκανάλατος ήχος άρχισε να σκεπάζει το υπέροχο τραγούδι παίρνοντας γρήγορα τη θέση του. Ο ήχος της αφύπνισης του κινητού τον ξύπνησε.

Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και από ένα συρτάρι της έβγαλε ένα άσπρο δέμα με υφή που έμοιαζε με πλαστελίνη. Το πήρε και το τοποθέτησε στο τραπέζι του καθιστικού. Έχωσε μέσα του κάτι σαν στυλό, συνδεδεμένο με καλώδιο σε ένα κινητό τηλέφωνο παλιάς τεχνολογίας. Πήρε από το συρτάρι ένα ίδιο κινητό, έβαλε το σακάκι του, έδεσε τη γραβάτα του, έβαλε τα παπούτσια του και βγήκε από το διαμέρισμα παίρνοντας τηλέφωνο την αστυνομία.
Λίγα λεπτά αργότερα, όλο το τετράγωνο είχε περικυκλωθεί από περιπολικά, ασθενοφόρα και οχήματα της πυροσβεστικής. Αστυνομικοί εκκένωναν το κτίριο κουβαλώντας μερικοί στις πλάτες τους υπερήλικους και παιδιά. Ο Νικηφόρος ήταν στο πλήθος με τους περίεργους και παρατηρούσε. Μπροστά από τις πορτοκαλί κορδέλες της αστυνομίας, επικρατούσε χάος και πανικός από άνδρες που φώναζαν, κάτωχρες γυναίκες που έκλαιγαν, παιδιά σαστισμένα. Το όλο σκηνικό έμοιαζε με αστυνομική ταινία δράσης του Χόλυγουντ.
Κάποια στιγμή δεν έβγαιναν άλλοι αστυνομικοί από το κτίριο κι επικράτησε μια αλλόκοτη σιωπή. Ο Νικηφόρος έβγαλε το παλιό κινητό από την τσέπη του και πάτησε παρατεταμένα τον αριθμό 1.
Το κινητό τηλέφωνο στο διαμέρισμα δύο του πρώτου ορόφου στην οδό Ebül'ula Mardin 34 κουδούνισε μία φορά και έκλεισε το κύκλωμα στην μπαταρία του πυροκροτητή που ήταν χωμένος στο C4.
Δέκα Καλάσνικωφ, οχτώ πιστόλια Glock 19, τέσσερα RPG, είκοσι χειροβομβίδες MK3, τέσσερα Ούζι, 100 πυροκροτητές, είκοσι κιλά TNT και χιλιάδες σφαίρες εξαερώθηκαν στο μικρό διαμέρισμα που εξαφανίστηκε. Η μισή πολυκατοικία κατέρρευσε μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Φλόγες και πυκνός καπνός υψώθηκαν ενώ όλα τα τζάμια της περιοχής έσπασαν.
Ο Νικηφόρος Δούκας, του Αναστάσιου και της Ευδοξίας το γένος Φωκά, αρχηγός της ομάδας «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού, έσβησε τα ίχνη των συναγωνιστών στη γιάφκα που ήταν γνωστή στη Θεοδώρα Βάρδα. Έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε από το πλήθος.


-Ζούμε σε δέκα διαστάσεις αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε, είπε ο Νικηφόρος στους φοιτητές του. Κάθε φορά που γίνεται μια μέτρηση, κάθε φορά που παίρνουμε μια απόφαση, το Σύμπαν χωρίζεται στα δύο. Τα Σύμπαντα αυτά είναι χωρισμένα αμετάκλητα σε δύο διαφορετικά μονοπάτια και δεν μπορεί κανείς να μεταβεί από το ένα στο άλλο – το άλλο είναι για πάντα χαμένο. Φανταστείτε δύο φύλλα χαρτιού το ένα επάνω στο άλλο και όντα δύο διαστάσεων να ζουν σε αυτά. Μπορούν να μετακινηθούν εμπρός και πίσω, δεξιά και αριστερά επάνω στο χαρτί τους αλλά δεν μπορούν να το διαπεράσουν για να μεταβούν στο άλλο επειδή μια τέτοια μετάβαση απαιτεί τρεις και όχι δύο διαστάσεις. Τα Μαθηματικά των όντων αυτών, τους «δείχνουν» τα άλλα Σύμπαντα – φύλλα χαρτιού, όπως και τα δικά μας Μαθηματικά αποδεικνύουν το ίδιο. Έτσι, σε κάποιο Σύμπαν οι δεινόσαυροι δεν εξαφανίστηκαν, σε κάποιο άλλο η Γαλλική Επανάσταση δεν έγινε ποτέ κ.ο.κ.
Οι φοιτητές παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τον καθηγητή τους που όμως σήμερα τους φάνηκε διαφορετικός, σα να γέρασε σε μια μόλις μέρα. Ο Νικηφόρος ήταν ένας τυπικός μεσήλικας, μέσου αναστήματος, με γκρίζα έως άσπρα μαλλιά που αραίωναν ραγδαία. Τελευταία όμως είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και το σώμα του ήταν σκυφτό. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως ο καθηγητής είχε προβλήματα με τη γυναίκα του κι αυτό τον στενοχωρούσε πολύ.
Ήταν γεγονός πως ο Νικηφόρος είχε προβλήματα με τη Σιμπέλ. Είχαν να αγγιχτούν σαν ανδρόγυνο για πάνω από ένα χρόνο. Ήξερε πως η γυναίκα του διατηρούσε δεσμό με τον Ερόλ, συνάδελφό της στην παιδιατρική κλινική του Νοσοκομείου. Αγαπούσε τη Σιμπέλ με μία έννοια οίκτου και συμπόνιας. Η επιμελήτρια της παιδιατρικής κλινικής δεν μπορούσε να κάνει δικά της παιδιά. Αυτό την τσάκισε όπως και τους γονείς της. Τους γονείς της που δεν ήθελαν έναν Ρωμιό και χριστιανό για γαμπρό τους. Δεν μπορούσαν όμως να χαλάσουν το χατίρι της μοναχοκόρης τους και ο γάμος έγινε. Ο Νικηφόρος δε θα είχε πρόβλημα ο γάμος να γίνει με το μουσουλμανικό τυπικό ή ο ίδιος να γίνει μουσουλμάνος – καθότι άθεος και άπατρις – αλλά μεσολάβησε το Stanford. Το Stanford, τα Όνειρα, ο Skender και ο αρχηγός του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού, Διγενής.


Η αλλαγή του έγινε στο Stanford. Μέχρι τότε, ήταν απορροφημένος στο διάβασμα και δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο. Η ζωή του ήταν Πανεπιστήμιο, διάβασμα, βιβλιοθήκη. Έκανε έναν δεσμό με μια κοπέλα συμφοιτήτριά του – τίποτε περισσότερο όμως.
Η μετάβασή του στις Η.Π.Α. δεν ήταν εύκολη. Έπρεπε να ξεπεράσει πολλά γραφειοκρατικά εμπόδια, πολλά προσκόμματα λόγω της καταγωγής του αλλά και να πείσει τους γονείς του που φοβόντουσαν πως το μοναχοπαίδι τους θα παραμείνει για πάντα στην ξενιτιά.
Στο Stanford υπέστη πολιτισμικό σοκ. Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με πρωτόγνωρες γι αυτόν ιδέες, τάσεις, ρεύματα. Δημοκρατία, Ισονομία, Δικαιοσύνη, Ελευθεροτυπία, από αφηρημένες έννοιες μετατράπηκαν σε θαυμαστή καθημερινότητα. Φρεσκάδα πλημμύριζε το μυαλό του και τον αναζωγοονούσε.
Η πρώτη αλλαγή ήρθε με τα Όνειρα. Ονειρευόταν την πόλη του, όχι τη Selanik αλλά τη Θεσσαλονίκη, όχι Τουρκική αλλά Ελληνική, ενταγμένη σε ένα ελληνικό κράτος που εκτεινόταν από το Δεδέ Αγάτς που στα Όνειρα ονομαζόταν Αλεξανδρούπολη, μέχρι την Κρήτη και από την Κέρκυρα που μαζί με τα άλλα νησιά του Ιονίου δεν αποτελούσαν ανεξάρτητο κράτος αλλά ήταν ενταγμένα στην Ελλάδα μέχρι τη Ρόδο.
Τα Όνειρα είχαν το ίδιο μοτίβο: βρισκόταν πάντα στη Θεσσαλονίκη και την περιδιάβαινε με τον παράξενο τρόπο που τα όνειρα έχουν. Άλλοτε πετούσε από πάνω της, άλλοτε διαπερνούσε τοίχους, άλλοτε στεκόταν ακίνητος και απλά παρατηρούσε. Πάντα ξυπνούσε ταραγμένος και θλιμμένος έχοντας μια αίσθηση ματαίωσης.
Άρχισε το διάβασμα. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Ανατολική Ρωμαϊκή, Οθωμανική, Ιστορία της αποτυχημένης Επανάστασης 1821-1829 καθώς και Τουρκική. Δεν του έμενε καθόλου ελεύθερος χρόνος, αφού όταν δεν δούλευε επάνω στο διδακτορικό του, μελετούσε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Στη βιβλιοθήκη γνώρισε τον Κούρδο τον Σκεντέρ. Ήταν διδακτορικός στην Οθωμανική Ιστορία, γεννημένος στις Η.Π.Α. Αυτός, μετά τα Όνειρα, πάτησε τη δεύτερη σκανδάλη του μυαλού του βάζοντάς του την ιδέα για ένοπλο αγώνα ανεξαρτησίας, στο πρότυπο του Ρ.Κ.Κ.
Ο Νικηφόρος δούλευε την ιδέα στο μυαλό του τα χρόνια που έμενε στις Η.Π.Α. Δεν τολμούσε να εκφράσει τις ιδέες του σε ανθρώπους της ομογένειας, αφού ο Σκεντέρ τον μύησε στις αρχές της συνωμοτικότητας. Ο ίδιος ο Σκεντέρ, ένας μικρόσωμος μελαχρινός αεικίνητος τριαντάρης, ήταν φανατικός αντιτουρκιστής και ζούσε με το όνειρο της ανεξαρτησίας του Κουρδιστάν. Μιλούσε με θαυμασμό για τον αρχηγό του, τον «Apo» και το πόσο γενναίος ήταν.
Όταν ο Νικηφόρος μεταδιδακτορικός πια του είπε πως φλεγόταν κι αυτός από την ιδέα του ένοπλου αγώνα, ο Σκεντέρ είχε τελειώσει το δικό του διδακτορικό στις πολιτικές επιστήμες κι εργαζόταν στην San Francisco Chronicle. Ο Σκεντέρ του υποσχέθηκε να τον φέρει σε επαφή με κάποιον από τα ηγετικά στελέχη του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού. Έτσι, ο Νικηφόρος γνώρισε τον Διγενή.


Αμέσως μετά την επιστροφή του στην τουρκική επικράτεια, ο Νικηφόρος γνώρισε τη Σιμπέλ που τον ερωτεύθηκε βαθιά. Παντρεύτηκαν σύντομα, παρά τις αντιρρήσεις των δικών της που όμως, έδωσαν μια σεβαστή περιουσία για προίκα. Περιουσία που ο Νικηφόρος διαχειριζόταν μόνος του αφού η Σιμπέλ του είχε τυφλή εμπιστοσύνη χρηματοδοτώντας μέρος του Αγώνα.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο γάμος του κατέρρεε. Ποτέ του δεν αγάπησε τη Σιμπέλ, την παντρεύτηκε από στυγνό υπολογισμό και μόνο. Με τον καιρό, στέγνωσε τελείως μέσα του. Το γεγονός πως η Σιμπέλ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά τον συνέφερε διπλά: Από τη μία τα πεθερικά του ντροπιασμένα που η κόρη τους ήταν στέρφα άλλαξαν τη στάση τους απέναντί του και από την άλλη δεν είχε τίποτε που να αποτελεί τροχοπέδη στον Αγώνα. Ζούσε για τη Φυσική, τον Αγώνα για την Ανάσταση του Γένους και τα Όνειρα. Χωρίς αυτά τα τελευταία, η ζωή του δε θα είχε νόημα.
Δεν γνώρισε προσωπικά τον Διγενή, ακολουθώντας τους κανόνες συνωμοτικότητας. Επικοινωνούσε μαζί του μόνο μέσω συνθηματικών mail με Smartphone που το είχε μόνο γι αυτόν τον λόγο και πάντα μέσω δημόσιου ανοιχτού WiFi. Ο Διγενής ήταν πολύπλευρα μορφωμένος και είχε μια απάντηση και λύση στο καθετί. Το μόνο που ήξερε γι αυτόν ήταν πως έμενε στην Πάτρα, συνεπώς δεν ήταν Τούρκος πολίτης αλλά είχε Αιγυπτιακή υπηκοότητα, αφού όλος ο Μοριάς πέρασε στη διοίκηση του Μωχάμετ Άλυ ως ανταμοιβή για την κατάπνιξη της Επανάστασης.
Στρατολογούσε προσωπικό για την ομάδα από τους φοιτητές. Νέα παιδιά, με τη φλόγα μέσα τους, έδιναν τα πάντα για τον Αγώνα – μέχρι και τη ζωή τους, όπως η Θεοδώρα Βάρδα.
Η μέχρι τώρα δράση της ομάδας του αριθμούσε τρεις απαγωγές, έξι εκτελέσεις, τρεις ανεπιτυχείς απόπειρες και δεκαεννέα εκρήξεις βομβών. Μετά από κάθε ενέργεια ακολουθούσε προκήρυξη την οποία έγραφε ο ίδιος. Υπήρχαν άλλες δύο ομάδες. Η μία με την ονομασία «Ρήγας Φεραίος» ήταν στο Yenişehir και η άλλη με την ονομασία «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στην Atina. Οι τρεις αυτές ομάδες αποτελούσαν τον Ελληνικό Απελευθερωτικό Στρατό. Όλες οι χώρες εκτός της Κύπρου χαρακτήριζαν τον ΕΛ.Α.Σ. τρομοκρατική οργάνωση.
Ο Διγενής, πέρα διαταγές, όπλα, χρήματα, συμβουλές επιχειρησιακής φύσης, έδινε στον Νικηφόρο και κάτι πολυτιμότερο. Του έδινε ελπίδα, σκοπό ζωής. Αυτός και τα Όνειρα.

Ο Βαρδάρης ξύριζε. Ο Νικηφόρος περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του. Παρ’ όλο το κρύο, η Πλατεία Αριστοτέλους ήταν κατάμεστη από κόσμο. Οικογένειες με παιδιά, ζευγαράκια αλλά και ηλικιωμένοι γέμιζαν την κατάφωτη πλατεία. Χιλιάδες λαμπιόνια τη φώτιζαν κι ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν στημένο στο κέντρο της. Περιμετρικά της, υπήρχαν στολισμένα ξύλινα σπιτάκια που έδιναν στον κόσμο ζεστό κρασί με κανέλα και γλυκίσματα. Μπήκε στη σειρά και όταν ήρθε η σειρά του πήρε το πλαστικό κύπελλο και ήπιε μονορούφι το κρασί. Γυρνούσε κι αυτός με το πλήθος στην πλατεία, ρουφώντας τις εικόνες, τα τραγούδια, τα φώτα, τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Έφτασε σε ένα πάγκο που πουλούσαν το μαλλί της γριάς. Ένα παιδί τον κοιτούσε επίμονα. Ο Νικηφόρος του χαμογέλασε κι εκείνο άρχισε να κλαίει. Η μαμά του το πήρε αγκαλιά και του ζήτησε συγγνώμη. Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα κατανόησης και η μαμά κρατώντας το παιδί στην αγκαλιά της, ξεκίνησε να φύγει. Μετά από δυο βήματα, το παιδί γύρισε και φώναξε πάνω από την πλάτη της μητέρας του:
- Χάθηκε η ευκαιρία Νικηφόρε! Το μονοπάτι χάθηκε για πάντα!

Άνοιξε τα μάτια του τρομοκρατημένος. Ήταν κάθιδρος κι έτρεμε. Πήγε να σηκωθεί, όταν ένα γαντοφορεμένο χέρι τον τράβηξε πίσω στο κρεβάτι. Τρεις πάνοπλοι άνδρες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας ήταν στην κρεβατοκάμαρά του. Ένας από αυτούς του φόρεσε μια μαύρη κουκούλα και κάποιος τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Λιποθύμησε.


Συνήλθε ξαπλωμένος σε ένα κελί. Το κεφάλι του τον πονούσε φριχτά. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και κάθισε πάλι κατάχαμα. Σκέφτηκε πως εδώ τελείωσαν όλα. Δεν ανησυχούσε. Οι συναγωνιστές του θα μάθαιναν τη σύλληψή του αφού το τακτικό οκτάωρο σήμα του δε θα στελνόταν και θα λάμβαναν τα μέτρα τους. Όσο για τον Διγενή, δεν υπήρχε περίπτωση να τον πιάσουν εξ αιτίας του. Το μόνο που μπορούσαν να του αποσπάσουν ήταν ο τόπος διαμονής του, η Πάτρα.
Αισθανόταν σχεδόν ανακουφισμένος. Όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς παιδιά, χωρίς ουσιαστικά οικογένεια, κάνοντας διπλή ζωή κι έχοντας αφαιρέσει τη ζωή αρκετών ανθρώπων, άδειαζε σιγά σιγά ώσπου έμεινε ένα άδειο κουφάρι. Μόνο η Φυσική του έδινε λίγες μικρές χαρές. Ένας ψυχίατρος θα έκανε την ευκολότερη διάγνωση της καριέρας του. Είχε κατάθλιψη κι αυτό που τον κρατούσε από την αυτοκτονία ήταν τα Όνειρα.
Η πόρτα του κελιού άνοιξε και μπήκαν μέσα δύο άνδρες της αστυνομίας που του φόρεσαν χειροπέδες και τον πήραν μαζί τους. Αφού πέρασαν το διάδρομο και ανέβηκαν τις σκάλες, έφτασαν σε ένα γραφείο. Τον σώριασαν σε μια καρέκλα και κάθισαν δεξιά και αριστερά του.
Απέναντί του ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με παχύ μαύρο μουστάκι και χοντρά μυωπικά γυαλιά. Κάπνιζε ένα βαρύ τούρκικο τσιγάρο. Ο Νικηφόρος τον αναγνώρισε. Ήταν ο Adnan Ersöz, επικεφαλής της Μ.Ι.Τ.
-Λοιπόν Νικηφόρε, αυτό είναι το τέλος. Έφτασες στο τέρμα της διαδρομής.
Ο Νικηφόρος δεν απάντησε.
-Φάνηκες αγνώμων απέναντι στο τουρκικό κράτος που ξόδεψε ένα σωρό χρήματα για τις σπουδές σου, φέρθηκες άνανδρα στη γυναίκα σου, πήρες στο λαιμό σου νέα παιδιά που θα μπορούσαν να έχουν μια ήσυχη ζωή κι έβαψες τα χέρια σου με αίμα.
-Χάσαμε μια μάχη, όχι τον πόλεμο, είπε ο Νικηφόρος. Στο τέλος θα νικήσουμε, θα δικαιωθούμε.
Ο ανακριτής άρχισε να γελά. Το γέλιο του σταδιακά γινόταν εντονότερο και κατέληξε να βήχει νευρικά. Κάποια στιγμή έβγαλε ένα μαντίλι, έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα μάτια του από τα δάκρυα. Ξανάβαλε τα γυαλιά και τον κοίταξε εύθυμα.
-Να είσαι καλά Νικηφόρε, καιρό είχα να γελάσω έτσι! Βέβαια η κατάστασή σου μόνο για γέλια δεν είναι, σοβάρεψε ξαφνικά.
Τον Νικηφόρο τον έζωσαν τα φίδια. Φοβόταν πως εξαρθρώθηκε ολόκληρη η ομάδα του, η «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» και θα είχε την ίδια τύχη με εκείνον όταν το κεφάλι του Γέρου του Μοριά στάλθηκε παστωμένο στο αλάτι, πεσκέσι του Ιμπραήμ στον Σουλτάνο, τον Ιανουάριο του 1830.
-Φοβάσαι πως πιάσαμε τον Διγενή, έτσι δεν είναι;
Ένα κύμα πανικού τον πλημμύρισε. Τα άκρα του μούδιασαν, το στόμα του ξεράθηκε, η καρδιά του χτυπούσε ξέφρενα κι έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα.
Ο ανακριτής φάνηκε να το διασκεδάζει. Έσκυψε μπροστά στην καρέκλα του και του είπε:
-Είναι στο δίπλα γραφείο. Θα τα πείτε κι από κοντά.
Τώρα τελείωσαν όλα, σκέφτηκε ο Νικηφόρος.
Ο Ersöz έκανε ένα νεύμα στους δύο ένοπλους αστυνομικούς. Εκείνοι χαιρέτησαν, έκαναν μεταβολή κι έφυγαν. Πατώντας ένα κουμπί στο τηλέφωνο είπε:
-Καιρός να γνωριστείτε με τον Διγενή.
Σε λίγα δευτερόλεπτα η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Ορχάν.


-Γεια σου Νικηφόρε, είπε ο Ορχάν.
Ο Νικηφόρος τον έβλεπε έκπληκτος και σοκαρισμένος. Είχε συνδυάσει τον Ορχάν με τους χώρους του Πανεπιστημίου κι εδώ του φαινόταν τόσο παράταιρη η παρουσία του. Τι σχέση είχε ο Διγενής με τον Ορχάν; Αυτός ήταν ένας καθηγητής Ιστορ…
Κατάλαβε. Τα κατάλαβε όλα με μια εξαιρετική ενέργεια και διαύγεια. Τόσα χρόνια ήταν υποχείριο, μια μαριονέτα στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών. Όλος ο ΕΛ.Α.Σ. ήταν ένα κατασκεύασμά τους κι αυτός ένα πιόνι στο παιχνίδι τους.
-Έτσι ακριβώς είναι Νικηφόρε, είπε ο Ορχάν μαντεύοντας τη σκέψη του. Είμαι υπερήφανος για την ιδέα μου – δική μου ήταν η ιδέα. Δυστυχώς δεν πήρα καμία δόξα, αφού αυτή την υπόθεση τη γνωρίζουν ελάχιστοι. Θα σου δοθούν οι δέουσες εξηγήσεις, μην ανησυχείς.
Η πόρτα χτύπησε διακριτικά κι ένας σερβιτόρος με άψογη άσπρη στολή έφερε τρία φλιτζάνια και μια κανάτα τσάι. Με ένα νεύμα του διοικητή της ΜΙΤ έφυγε το ίδιο διακριτικά.
-Ας πιούμε το τσάι μας για χάρη της παλιάς μας φιλίας, έτσι Νικηφόρε;
Μηχανικά έπιασε την κούπα με τα δυο του χέρια και ήπιε ανόρεχτα. Αισθανόταν το μυαλό του να αδειάζει σιγά σιγά, αρνούμενο να δεχτεί τα γεγονότα, απορρίπτοντας την πραγματικότητα.
 -Για να είμαι ειλικρινής, το κόλπο είναι παλιό. Διεισδύεις σε μια ομάδα κι αντί να την εξαρθρώσεις, τη χρησιμοποιείς είτε για τους δικούς σου σκοπούς είτε για να τραβάς σαν μαγνήτης και να αποσύρεις από την κυκλοφορία άτομα που είναι επιρρεπή στην τρομοκρατία. Στη δική μας περίπτωση, κατασκευάσαμε μόνοι μας τον ΕΛ.Α.Σ. από την αρχή. Ο πράκτοράς μας ο Σκεντέρ σε παρατήρησε πως ενδιαφερόσουν για θέματα έξω από την επιστήμη σου κι έτσι σε πλησίασε κι εσύ έπεσες στην παγίδα της ΜΙΤ αλλά και της CIA - ο Σκεντέρ αμείβεται και από τις δύο υπηρεσίες. Βλέπεις, όλοι θέλουν να τα έχουν καλά με την Τουρκία. Μια Τουρκία με όλο το Αιγαίο δικό της και ολόκληρα τα Βαλκάνια, έχει τεράστια στρατηγική σημασία.
Η ύπαρξη τρομοκρατικών οργανώσεων βολεύει όλους. Βολεύει τις μυστικές υπηρεσίες που δικαιολογούν τεράστια κονδύλια, βολεύει το κράτος που κρατά συσπειρωμένο και φοβισμένο τον κόσμο, βολεύει και την εξουσία που τη χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της. Η Θεοδώρα Βάρδα όταν πατούσε τη σκανδάλη σκοτώνοντας τον εισαγγελέα της Gümülcine δε φανταζόταν πως αυτός ο άτυχος είχε βλέψεις για την αρχηγία του κυβερνώντος κόμματος.
Ο Νικηφόρος παρακολουθούσε μηχανικά. Ένιωθε φυλακισμένος μέσα στο ίδιο το μυαλό του.
 -Έχετε εκφυλιστεί φίλε μου. Στις προκηρύξεις αυτοπροσδιορίζεστε σαν «Γένος» κάτι τέτοιο όμως δεν υφίσταται – τουλάχιστον μέσα στην τουρκική επικράτεια. Συμβιβαστήκατε; Φοβάστε; Ξεχάσατε τη σπορά σας; Όλα μαζί; Γεγονός είναι πως σε δύο με τρεις γενιές δεν θα υπάρχει ελληνική εθνική συνείδηση. Δεν το βλέπεις κι εσύ Νικηφόρε; Τα παιδιά σας μιλούν τουρκικά κι όλο και λιγοστεύουν αυτά που ξέρουν να μιλούν λίγα σπαστά ελληνικά. Ξεχάσατε τα τραγούδια σας, τα παραμύθια σας, τις συνήθειές σας. Όσο για την Εκκλησία σας, αυτή Νικηφόρε, ανήκει ολόκληρη σε εμάς. Είναι η τελευταία κλωστή που σας συνδέει με το παρελθόν σας, η τελευταία κολλητική ουσία αλλά κι αυτήν θα την εκφυλίσουμε – όλα με τη σειρά τους.
Είχατε την ευκαιρία σας, Νικηφόρε. Είχατε την ευκαιρία και τη χάσατε. Επί δύο χρόνια σταματήσατε την εξέγερση και κάνατε εμφύλιο! Στον εμφύλιο που όχι μόνο εξαντλήσατε τη δυναμική σας αλλά κατασπαταλήσατε και το δάνειο που πήρατε για τον αγώνα σας! «Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά». Έτσι δεν το έγραψε ο Σολωμός; 
Ξέρεις, μερικές φορές αναρωτιέμαι ποιο ήταν το κρίσιμο σημείο, αυτό που καθόρισε την τύχη όλων μας. Σαν ιστορικός, κατέληξα πως το σημείο καμπής ήταν η απόσυρση του αγγλικού στόλου από το Ναυαρίνο. Οι Άγγλοι άλλαξαν την πολιτική τους μετά το θάνατο του Κάνιγκ και προσέγγισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία – πανέξυπνη κίνηση του Μαχμούτ Β΄ - ξεπλήρωσε το δάνειο που χρωστούσαν οι εξεγερμένοι. Μετά από αυτό, όπως κι εσύ γνωρίζεις, απέσυραν τους στόλους τους η Γαλλία και η Ρωσία αναζητώντας κι αυτές την εύνοια του Σουλτάνου.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά σε όλους. Ο Ιμπραήμ έπνιξε στο αίμα τον Μοριά.
Αν γινόταν ναυμαχία στο Ναυαρίνο, ποιος ξέρει πώς θα ήταν τα πράγματα τώρα. Ίσως να ήσασταν με δικό σας κράτος και να ακολουθούσαν το παράδειγμά σας και τα άλλα έθνη των Βαλκανίων. Η Ιστορία δεν γράφεται με «αν» όμως Νικηφόρε. Ό,τι έγινε, έγινε.
Ο Νικηφόρος ήταν ήρεμος. Ένιωθε πως τον παρακολουθούσε από κάπου μακριά. Δεν τον ενδιέφερε τίποτε τώρα πια. Όλη η ζωή του ήταν ένα ψέμα, μια αυταπάτη. Ό,τι έκανε, ένα τεράστιο λάθος – εκτός από τη Φυσική.
Ο αμίλητος τόση ώρα διοικητής, είπε:
-Κατά κάποιο τρόπο, θα πρέπει να είσαι υποχρεωμένος στον Ορχάν, αφού σου έδωσε ένα κίνητρο ζωής τόσα χρόνια. Όσο για σένα, το πτώμα σου θα βρεθεί στο στραπατσαρισμένο σου αυτοκίνητο, θύμα τροχαίου. Οι φοιτητές σου θα στενοχωρηθούν αλλά θα το ξεπεράσουν, η καημένη η Σιμπέλ θα ξαναφτιάξει τη ζωή της, ο Διγενής θα βρει άλλον αρχηγό και η Γη θα εξακολουθήσει να γυρίζει. Το τσάι σου είχε ισχυρό υπνωτικό και σε λίγο θα πεθάνεις.

Έκανε βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Ήταν κατά πολύ νεώτερος και κρατούσε από το ένα χέρι του ένα κοριτσάκι. Το άλλο χέρι της, το κρατούσε η γυναίκα του η Χριστίνα που είχε τη μορφή της Σιμπέλ, νεώτερη κι αυτή. Βολτάριζαν μετά την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Κάθισαν και οι τρεις σ’ένα παγκάκι. Η Χριστίνα – Σιμπέλ πήρε στην αγκαλιά της το κορίτσι ενώ εκείνος πέρασε το χέρι του στον ώμο της. Εκείνη τον κοίταξε, χαμογέλασαν και οι δύο κι έστρεψαν το βλέμμα τους στην αγαπημένη τους πόλη που σημαιοστολισμένη και ανοιξιάτικη ήταν πανέμορφη.

Ο Ορχάν κοίταξε το άψυχο σώμα του Νικηφόρου. Τα διαδικαστικά θα τα αναλάμβαναν ειδικοί πράκτορες. Κοίταξε το ρολόι του, είχε αργήσει. Το νέο του απόκτημα, η Μπαχάρ, τον περίμενε. Χαιρέτησε με ένα νεύμα τον διοικητή κι έφυγε από το γραφείο.




Κάπου αλλού, ένας βλογιοκομμένος ναρκομανής, μετρούσε τα ψιλά του. Είδε ανάμεσά τους ένα κέρμα που έμοιαζε με ευρώ. Όταν το παρατήρησε προσεκτικότερα, είδε πως έγραφε «TURK LIRASI». Απογοητευμένος το πέταξε μακριά.