Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Combat!

Ο Θανάσης έκανε τον λοχία Σώντερς – και όχι άδικα. Ήταν έναν ολόκληρο χρόνο μεγαλύτερος, η μάνα του είχε το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και, τέλος, είχε ένα αυτόματο Tommygun σαν του Σώντερς. 
Εγώ ήμουν ο Κίρμπυ. Μου άρεσε το τεράστιο οπλοπολυβόλο που κουβαλούσε. Πήρα τη θέση αυτή επάξια, αφού είχα απαλλοτριώσει έναν τεράστιο πλαστικό μονωτικό σωλήνα – φυσοκάλαμο το λέγαμε τότε – από το διπλανό γιαπί. Επάνω σ’ αυτόν τον πλαστικό σωλήνα είχα προσαρμόσει κι άλλους μικρότερους για σκόπευτρο, κοντάκι, σκανδάλη. Μέχρι και γεμιστήρα είχα προσαρμόσει επιστρατεύοντας τέσσερα πακέτα Καρέλια του πατέρα. Κακά τα ψέματα. Το Τόμσον του Θανάση ήταν αξεπέραστο. Έπαιρνε μπαταρίες κι όταν πατούσες την σκανδάλη έβγαζε ήχους πυροβολισμών κι αναβόσβηνε ένα κόκκινο λαμπάκι στην κάνη. Κι αφού ο Θανάσης δεν ήταν αναγκασμένος να κάνει με το στόμα του τους ήχους πυροβολισμών, μπορούσε να πυροβολεί και να βγάζει με τα δόντια του την περόνη της χειροβομβίδας ταυτόχρονα – πράγμα πολύ κρίσιμο για τη νικηφόρα κατάληξη της μάχης. Όλοι το κοιτάγαμε το όπλο του Θανάση και σκάγαμε από τη ζήλια μας.
Καμιά δωδεκαριά χρόνια αργότερα, στο Στρατό, είχα στην αποθήκη οπλισμού σαν αποθηκάριος δέκα αληθινά Τόμσον και πέντε οπλοπολυβόλα Bar. Σιχάθηκα να τα καθαρίζω μετά από τις βολές που κάναμε.
Λιτλ Τζων ήταν ο Γιάννης λόγω ονόματος, ο γιατρός ήταν ο Νίκος που ήθελε να σπουδάσει Ιατρική όταν θα μεγάλωνε κι ο Άρης έκανε τον Κέιτζ για λόγους που δε θυμάμαι.
Το διπλανό γιαπί ήταν το πεδίο της μάχης. Χιλιάδες Γερμανοί φώλιαζαν εκεί μέσα. Κάθε μέρα τους ξετρυπώναμε και ποτέ δεν τελείωναν. Ρίξαμε εκατομμύρια σφαίρες, χιλιάδες χειροβομβίδες αλλά τα καταφέραμε. Απελευθερώσαμε το κτίριο και ελεύθερο πια, δέχτηκε τους ευτυχείς ενοίκους του. Επόμενο πεδίο μάχης, το παραδίπλα άδειο οικόπεδο. Εκεί, τα όπλα μας πήραν φωτιά. Εννοείται πως βάζαμε και κανονικές φωτιές χρησιμοποιώντας άδεια κονσερβοκούτια κατατροπώνοντας και εκεί τους μισητούς Γερμανούς.
Η σειρά «Combat!» προβαλλόταν από την ΥΕΝΕΔ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και όλα τα αγόρια την παρακολουθούσαμε.
Η δική μας «Μάχη» τελείωσε το καλοκαίρι του 1973 όταν τελειώσαμε το Δημοτικό. Αποστρατευτήκαμε μόνοι μας, έτσι ξαφνικά, χωρίς τιμές και παράσημα, δε μας ενδιέφεραν αυτού του είδους οι μάχες πια. Μας περίμεναν άλλου είδους μάχες.
Σκέφτομαι πως αν οι μαθητές μου έβλεπαν ένα επεισόδιο της σειράς, θα έπλητταν καθώς είναι μαθημένοι από διαδραστικά παιχνίδια μάχης στον υπολογιστή με εξελιγμένα γραφικά και απόλυτα αληθοφανή εφέ.
Μου περνάει από το μυαλό να τους μάθω να φτιάχνουν όπλα από φυσοκάλαμα και χειροβομβίδες από κονσερβοκούτια κι αυτή τη φορά να είμαι εγώ ο Σώντερς αλλά μου λείπει κάτι περισσότερο από το Τόμμυγκαν του Θανάση – μου λείπουν 45 χρόνια.