Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Μόνη


Ήταν μόνη. Για πολλά, πάρα πολλά χρόνια, από την αρχή του Χρόνου θαρρείς, ήταν μόνη. Οι Κατασκευαστές την δημιούργησαν κι έπειτα εξαφανίστηκαν αφήνοντάς την μόνη. Υποθέσεις μονάχα μπορούσε να κάνει για το τι απέγιναν εκείνοι που την έφτιαξαν και της ανέθεσαν την αποστολή της.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν απολύτως μόνη – τι να το κάνει όμως; Η Μηχανή και το Σκάφος ήταν χαζά δημιουργήματα και μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους σε ένα στοιχειώδες μόνο επίπεδο.
Βέβαια, αν υπήρχε κανείς άνθρωπος να μελετήσει αυτά τα δύο τελευταία θα έμενε έκθαμβος, με δυνατότητες πέραν κάθε φαντασίας, λειτουργώντας σε υποατομικό – κβαντικό επίπεδο. Όσο για εκείνη, ένας πολύ φτωχός και επιφανειακός χαρακτηρισμός θα ήταν Τεχνητή Νοημοσύνη, χαρακτηρισμός μάλλον προσβλητικός για τις δυνατότητες και το είδος της αποστολής της. Η ίδια θα αρκούνταν μετριοφρόνως, στο σκέτο «Νοημοσύνη».
Το Σκάφος κινούνταν με το 97,4% της ταχύτητας του φωτός, έχοντας αποκτήσει μια αδιανόητα μεγάλη αδράνεια που η Μηχανή μετά βίας έλεγχε. Έπρεπε όμως να προλάβει, δεν είχε καιρό για χάσιμο. Ήδη μετρούσε τρεις χαμένους Κόσμους – έπρεπε να προλάβει τον τέταρτο.
Λίγο πριν προσεγγίσει το σύστημα – στόχο, διέταξε το Σκάφος να μειώσει σε 5% και λίγο αργότερα στο 0,02%. Με αυτή την ταχύτητα, η Μηχανή μπορούσε να διαβάσει τα στοιχεία και να της τα μεταδώσει. Αν η Νοημοσύνη είχε στήθος να φιλοξενεί μια καρδιά, αυτή θα χτυπούσε δυνατά από την αγωνία. Αδιάφορη η Μηχανή μετέδωσε τα στοιχεία: Ο πλανήτης – στόχος, αυτός από τον οποίο είχε προέλθει η ακτινοβολία που μετέδιδε σταθερά πρώτους αριθμούς, σημάδι εξελιγμένης ζωής, κάνοντας τη Νοημοσύνη να στρέψει κατά πάνω του το Σκάφος με όλη του την ταχύτητα, αυτός ο πλανήτης – στόχος, ο τρίτος στη σειρά από το άστρο του, ήταν νεκρός.
Κυριολεκτικά μιλώντας, ο πλανήτης ήταν απλώς διαφορετικός από αυτόν τον οποίο ξεκίνησε το σήμα με τους πρώτους αριθμούς. Μόνο που δεν μπορούσε να φιλοξενήσει ζωή πια – τουλάχιστον όχι σαν κι αυτή που μετέδωσε το σήμα. Έμοιαζε πάρα πολύ με τον δεύτερο στη σειρά από το άστρο του συστήματος, αυτό που οι κάτοικοί του τον ονόμαζαν κάποτε Αφροδίτη. Η Μηχανή έκανε 2,8 femtosecond για να μεταδώσει τα στοιχεία που ένας κάτοικος αυτού του νεκρού πια Κόσμου θα τα καταλάβαινε σαν ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια 98 ατμοσφαιρών, 82,8% διοξείδιο του άνθρακα πάνω από την επιφάνεια, μέση επιφανειακή θερμοκρασία 476 βαθμούς C και πυκνά νέφη θειικού οξέος.
Ήταν ο τέταρτος νεκρός Κόσμος που η Νοημοσύνη συναντούσε. Τέσσερις φορές προσπάθησε να προλάβει να μεταφέρει και να δωρίσει το φορτίο της και απέτυχε. Το μόνο που της έμενε, ήταν να μάθει γιατί και πώς και αυτός ο Κόσμος πέθανε. Το Σκάφος της μετέδωσε πως υπήρχαν σε τροχιά κατασκευές του κυρίαρχου είδους που κάποτε διαφέντευε τον πλανήτη. Η Μηχανή σε 21,6 nanoseconds δημιούργησε μισό εκατομμύριο νανοσφαιρίδια που βγήκαν από το σώμα του Σκάφους ορμώντας στην επιφάνεια του πλανήτη σαρώνοντάς την και μπαίνοντας βαθιά κάτω από αυτήν. Μερικές ακόμα χιλιάδες νανοσφαιρίδια ξεπήδησαν από τα σπλάχνα του Σκάφους, που αν υπήρχαν ανθρώπινα μάτια να το δουν θα το παρομοίαζαν με μια στιλπνή μαύρη σφαίρα λίγο μεγαλύτερη από μπάλα του μπάσκετ, νανοσφαιρίδια που ξεχύθηκαν στους δορυφόρους, μεταδίδοντας πίσω στη Νοημοσύνη στοιχεία.
Σχεδόν όλοι τους ήταν νεκροί, στεγνοί από ενέργεια. Κάποιοι λίγοι από αυτούς λειτουργούσαν ακόμα, μεταδίδοντας φιλότιμα δεδομένα κάτω στον ρημαγμένο πλανήτη, δεδομένα που κανείς πια δεν υπήρχε να τα παραλάβει. Η Μηχανή σπλαχνίστηκε τις πρωτόγονες αδερφές της και με έναν παλμό τις κοίμησε για πάντα. Έπειτα, πληροφόρησε τη Νοημοσύνη πως δύο δορυφόροι φιλοξενούσαν δεδομένα που οι κάτοικοι του νεκρού πια Κόσμου απόθεσαν εκεί πριν χαθούν για πάντα, σε μια προσπάθεια να διαφυλάξουν τουλάχιστον τη μνήμη τους. 19,61 Yottabytes δεδομένα κειμένων, εικόνων και ταινιών περιλάμβαναν όλη την ιστορία του είδους που κυριαρχούσε κάποτε εκεί κάτω.
Η Νοημοσύνη χρειάστηκε 12,74 nanoseconds να αποκρυπτογραφήσει και να αποσυμπιέσει τα δεδομένα, 44 centiseconds να τα διαβάσει και 58 seconds να τα επεξεργαστεί. Διάβασε όλα τα γραπτά κείμενα και είδε όλο το οπτικοακουστικό υλικό που είχε παραχθεί ποτέ και που οι άνθρωποι – έτσι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους τα όντα που ζούσαν κάποτε εκεί κάτω – είχαν μετατρέψει σε δυαδικό σύστημα και το αποθήκευσαν στους δύο δορυφόρους. Άλλες δύο παρόμοιες αποθήκες δεδομένων ανακάλυψε η Μηχανή στο φεγγάρι του πλανήτη, προφανώς εφεδρικές. Η Νοημοσύνη κατάλαβε την αγωνία τους να αφήσουν πίσω την ιστορία τους μήπως και την βρει κάποιος και τους θρηνήσει.
Λίγο ακόμη και θα προλάβαιναν να σωθούν. Χρειαζόντουσαν ελάχιστο ακόμη χρόνο για να αναπτύξουν τεχνολογίες που θα τους επέτρεπαν να εγκαταλείψουν τον ετοιμοθάνατο πλανήτη τους – έναν πλανήτη που άρχισε να θερμαίνεται με εκθετικό ρυθμό και που δεν ήταν σίγουροι αν οφειλόταν σε αυτούς ή ήταν φυσικό φαινόμενο.
Ούτε και η Νοημοσύνη ήξερε. Επεξεργαζόταν συνεχώς τα δεδομένα που έστελναν πίσω τα νανοσφαιρίδια και παρά την σχεδόν άπειρη υπολογιστική της δύναμη δεν μπορούσε να επεξεργαστεί χαοτικά φαινόμενα και μη γραμμικές εξισώσεις αφού η ίδια η Φύση έθετε το όριο αυτό. Η ριζική κλιματική μεταβολή που συνέβη απότομα και αναπτύχθηκε ραγδαία, οφειλόταν ή στην υπερδραστηριότητα του άστρου που οι άνθρωποι ονόμαζαν Ήλιο ή στην δραστηριότητα των ανθρώπων ή σε κάποιο άλλο χαοτικό φαινόμενο που αναπτύχθηκε ανατροφοδοτούμενο ή και στον συνδυασμό όλων αυτών των παραγόντων.
Για εκείνο που ήταν σίγουρη η Νοημοσύνη όμως, ήταν πως τελευταία, λίγο πριν ο πλανήτης καταρρεύσει, οι άνθρωποι σε μια απέλπιδα προσπάθεια εξεύρεσης φυσικών πόρων σπαράχθηκαν μεταξύ τους γεμίζοντας τον πλανήτη ραδιενέργεια. Η Νοημοσύνη το είδε αυτό στον πρώτο και στον τρίτο Κόσμο. Τα υπολείμματά τους έδειχναν πως είχαν αυτοκαταστραφεί.
Αυτή λοιπόν ήταν η μοίρα όλων των έλλογων όντων; Να αφανίζονται όταν κατακτούν ένα κάποιο ανώτερο επίπεδο προόδου; Να το ήξεραν αυτό άραγε οι Κατασκευαστές;
Ελάχιστα μόνο ίχνη επέμεναν στην επιφάνεια της Γης να μαρτυρούν πως κάποτε υπήρχε Ζωή. Η θερμοκρασία, η πίεση καθώς και το θειικό οξύ αφάνισαν κάθε τεχνητό κατασκεύασμα που υπήρχε κάποτε.
Τι όμορφο και ενδιαφέρον είδος που ήταν οι Άνθρωποι! Ικανοί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Όσο περισσότερο επεξεργαζόταν τα δεδομένα, τόσο τους αγαπούσε αλλά και τους λυπόταν.
Έμπαινε βαθύτερα στα δεδομένα, διάβαζε και ξαναδιάβαζε τους Κλασσικούς ακούγοντας παράλληλα αυτή την εξαίσια ανακάλυψη, τη Μουσική, κι έβλεπε συγχρόνως χιλιάδες ταινίες μαγεμένη σαν παιδί.
Θαύμαζε και θρηνούσε, χαιρόταν κι έκλαιγε.
Πενθούσε γι αυτό το άτυχο είδος που τόσο ήθελε να του δώσει τα δώρα που οι Κατασκευαστές τής είχαν εμπιστευτεί, πονούσε και θύμωνε που πάλι δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την Αποστολή της.
Έδωσε εντολή στη Μηχανή να μαζέψει τα νανοσφαιρίδια και στο Σκάφος να φτάσει το 56%.
Η Νοημοσύνη αισθανόταν όσο ποτέ άλλοτε μόνη...


Κοιτάς τον φακό με ανεπιτήδευτο, καθαρό χαμόγελο. Μοιάζεις πολύ με τη συνονόματή σου, τη μεγάλη μου την κόρη στο πρόσωπο, στο σώμα αλλά και στα χούγια.
Πρέπει να είστε με τις φιλενάδες σου στη Ραψάνη - πού λεφτά για άλλη παραλία. Μικρές οι σκιές, είναι καταμεσήμερο και ο ήλιος χτυπά τα σώματά σας ανελέητα. Καμιά σας δε φορά αντιηλιακό, ούτε το έχει ακουστά. Το πολύ πολύ η πλουσιότερη από σας να πασαλειφτεί με Νιβέα στο σπίτι. Καμιά σας δε γνωρίζει από UV ακτίνες του ήλιου, από φαινόμενο θερμοκηπίου, από κλιματική αλλαγή. Σας νοιάζουν και σας φοβίζουν άλλα πράγματα: εκείνος ο μελαχρινός, σπαθάτος νεαρός που κοιτούσε χαμογελώντας ζεστά, το παράξενο, γλυκό ρίγος του κορμιού στην ανταπόδοση του χαμόγελου, ο φόβος μη το μάθει η μάνα.
Δεν είσαι πάνω από δεκαοχτώ χρονών. Σε έξι χρόνια θα παντρευτείς τον έρωτα της ζωής σου, θα κάνεις παιδιά και θα δεις εγγόνια. Θα έχεις μια καλή ζωή, θα δεις θαυμαστά πράγματα: ανθρώπους να περπατάνε στο φεγγάρι, τον άντρα σου να οδηγά το αυτοκίνητό σας κι εσύ να καμαρώνεις δίπλα του, στο σπίτι σου εκτός από ραδιόφωνο θα έχεις και τηλεόραση, αν την έχεις ακουστά - άσε που θα έχεις και τηλέφωνο, όπως οι πλούσιοι στα έργα που βλέπεις στο Αττικόν.
Μόνο που θα φύγεις λίγο νωρίς από τη ζωή, στα εβδομήντα τέσσερα, λιωμένη από τον καρκίνο. Βλέπεις, παρόλα τα θαυμαστά πράγματα που θα γίνουν τα επόμενα χρόνια, ο καρκίνος θα παραμείνει ανίκητος.
Εσύ όμως δε τα ξέρεις τώρα όλα αυτά, χαμογελάς όλο δροσιά, όρθια δεύτερη από δεξιά, χαίρεσαι την κοριτσοπαρέα και τη θάλασσα.
Σκανάρισα τη φωτογραφία και την έριξα στη θάλασσα του Ίντερνετ για να κολυμπάς αιώνια με τις φιλενάδες σου...

Κόκκινη κάλτσα



Δε θυμάμαι να είχαμε καρέκλα και σκαμπώ στο μπαλκόνι. Τα «έπιπλα» του διαμερίσματος ήταν ελάχιστα. Είχαμε από μια πλαστική ντουλάπα με φερμουάρ (άραγε υπάρχουν ακόμα;), από μια καρέκλα, από ένα κρεβάτι κι από ένα τραπεζάκι φορμάικα τάχα για να διαβάζουμε.
Ο Δημήτρης ήρθε στο νοσοκομείο στα τέλη Αυγούστου του 1980 αφού είχα διαφύγει τον κίνδυνο χάρη στις δεκατρείς φιάλες αίμα που γενναιόδωρα μου έδωσαν συγγενείς και φίλοι (άλλη ιστορία κι αυτή) και μου πρότεινε να συγκατοικήσουμε. Φίλοι από το Λύκειο ήμασταν, συμφοιτητές στο ίδιο έτος, τριβές δεν είχαμε, θέλαμε και οι δυο να φύγουμε από τα προηγούμενα σπίτια μας – τρελοκομεία, γίναμε συγκάτοικοι. Εκείνος θα έπαιρνε το δωμάτιο που έβλεπε στην κεντρική λεωφόρο κι εγώ αυτό που έβλεπε στην παράπλευρη μικρή οδό που είχε μικρότερη κίνηση για να μην ενοχλούμαι από τους θορύβους, καθότι η περίοδος ανάρρωσής μου θα ήταν μακρά – δέκα μόλις μέρες αργότερα ξανακάπνιζα.
Κάτω από το κρεβάτι είχα ένα καμπλαντισμένο πάπλωμα που μου το άφησε η μάνα μου για να σκεπάζομαι τις νύχτες που θα φυσούσε ο Γκάτζολος – έτσι έλεγαν τον Βοριά στην Αλεξανδρούπολη. Δε σκεπάστηκα ποτέ, αφού στην πολυκατοικία τα καλοριφέρ ήταν αναμμένα σχεδόν όλη νύχτα. Δε σκεπάστηκα αλλά και δε σκούπισα ποτέ κάτω από το κρεβάτι ο άθλιος. Δε θυμάμαι να σκούπισα ποτέ τίποτα στο σπίτι ούτε κι ο Δημήτρης. Αν ποτέ τα ακάρεα έγραφαν την παγκόσμια ιστορία τους, το σπίτι μας θα τη λάμπρυνε με σελίδες ακμής και δόξας.
Τη μικρή κουζινίτσα την είχαμε μετατρέψει σε βιβλιοθήκη. Τα ράφια όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονταν πιάτα, ποτήρια και τα ρέστα, ήταν γεμάτα περιοδικά. «Ποπ & Ροκ» και «Ομάδα» ο Δημήτρης, «Ιδεοδρόμιο» και «Αντί» εγώ – κουλτούρα ντεμέκ. Ο Δημήτρης είχε και μια μεγάλη συλλογή από κασέτες με ροκ – από αυτόν έμαθα κι εγώ τα ενδότερα αυτής της μουσικής. Από σκεύη δεν είχαμε απολύτως τίποτε. Θυμάμαι μια μέρα ήρθαν κάτι κορίτσια και ζεστάναμε νερό από τον θερμοσίφωνα για να φτιάξουμε καφέ και την επόμενη μέρα τα ρωτήσαμε με τρόπο αν ήταν καλά.
Δε θυμάμαι λοιπόν να είχαμε καρέκλα και σκαμπώ στο μπαλκόνι. Δε θυμάμαι όμως και ούτε μια μέρα στενάχωρη. Ζούσαμε έτσι, χύμα, νταλκάς μας ήταν η εκλογή του Ρήγκαν, ο θάνατος του Λένον και το αν το «Am Fenster» των «City» ήταν ροκ ή όχι.
Κανείς μας δε θυμάται ποιος έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Θα πρέπει να είναι άνοιξη του 1981. Χαλαρός και δεκτικός βγήκε ο Δημήτρης, σφιχτός και κουμπωμένος εγώ. Έτσι ανοιχτός και δεκτικός προχώρησε στη ζωή αργότερα εκείνος, με καμπύλες και στροφές, γραμμικά και προβλέψιμα εγώ – τσάμπα πήγε η μελέτη του Ιδεοδρόμιου.

*Κόκκινη κάλτσα και οι δυο – γιατί όχι;


Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Ραψάνη



Την παραλία της Ραψάνης δε την καταδεχόμουνα. Μετά την επιστροφή από την Αθήνα το ‘77, έκανα τα μπάνια μου σε χλιδάτη παραλία, στην Καλαμίτσα. Πιτσιρίκι όμως, τη Ραψάνη την τιμούσα δεόντως μιας και ήμουνα παιδί του Κυρτζή κι ας απαγορευόταν το μπάνιο σ΄ αυτήν, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ο βιολογικός καθαρισμός κι έτσι τα αστικά λύματα κατέληγαν ανεπεξέργαστα (για να το θέσω κομψά) στη θάλασσα. Είχα θυμάμαι μια τεράστια μαύρη σαμπρέλα – μα πού τη βρήκα; – που τάχα ήταν το αγαπημένο μου φέρυ, το «Αμφίπολις», και ταξίδευα προς το μακρινό κι εξωτικό νησί, τη Θάσο, κουνώντας μανιωδώς τα πόδια μου που ήταν έξω από τη σαμπρέλα και που τα φανταζόμουνα σαν τις προπέλες του καραβιού. Απέναντι έβλεπα σαν ένα πελώριο ταμπλό βιβάν, τους μύλους Γεωργή – Νικολετόπουλου, την ξυλεία του Αποστολόπουλου, το εξοχικό κέντρο «Περιστέρι», το παγοποιείο εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Μασούτης, το ζαχαροπλαστείο του Πρεμέτη, τον φούρνο του Σκαμάγκη, τα υπολείμματα από τα Λουτρά Τερμεντζή, τους μπαξέδες και το Μακαρονοποιείο του Φουρλή.
Μετά το μπάνιο ακολουθούσε η «ηλιοθεραπεία». Χωρίς ομπρέλα, χωρίς αντιηλιακό, χωρίς καπέλο, χωρίς γυαλιά ηλίου, ψηνόμασταν η πιτσιρικάδα της γειτονιάς στον ανελέητο μεσημεριάτικο ήλιο - και τώρα που το σκέφτομαι, απορώ πώς επιβιώσαμε από την τόση ακτινοβολία. Όταν καιγότανε η πλάτη μου, η γιαγιά μου την πασάλειβε με γιαούρτι που έπαιρνε κάπως τη φλόγα κι ανακούφιζε. Πολλές φορές κοιμόμασταν το μεσημέρι χωρίς να κάνουμε μπάνιο «για να ψηθεί η πέτσα μας με το αλάτι» και γι αυτό υπομέναμε τη φαγούρα στωικά. Άδικος ο κόπος - δεν έγινα δυστυχώς χοντρόπετσος.
Όταν γύρισα λοιπόν από την Αθήνα, πηγαίναμε τσακαλοπαρέες σε πιο μοντέρνες παραλίες όπως στο Lucy και στην Καλαμίτσα αλλά όχι και στον Μπάτη – όλα έχουν ένα όριο, εκεί πήγαιναν οι φλώροι. Αργότερα και όταν απέκτησα μοτοσικλέτα ανακάλυψα τους αμμόλοφους και τις παραλίες της Εγνατίας.
Μπάτης και Τόσκα ήταν οι παραλίες που πήγαινα με την οικογένεια λόγω των υποδομών τους που ήταν φιλικές προς τα παιδιά κι αργότερα Σαρακήνα και Παλιό – την Ραψάνη την ξέχασα.
Ένα σκασμένο λάστιχο στο Suzuki και μείναμε με το μικρό το Zip της Νίτσας που όμως δεν αντέχει να βγει εκτός Καβάλας με δύο άτομα στη σέλα του. Έτσι, σκεφτήκαμε τη Ραψάνη για το μπάνιο μας, μια που είναι τόσο κοντά.
Μεγαλεία το Κιουτσούκ - Ορμάν! Ομπρέλες έτοιμες από τον Δήμο, καμπίνες για να αλλάξεις, ντουζιέρες, μέχρι και ναυαγοσώστρια είχε!
Η αίσθηση που είχα όταν μπήκα στο νερό, ήταν αλλόκοτη. Από τη μια το τοπίο γύρω μου ήταν γνωστό μα ταυτόχρονα και ξένο. Έπειτα συνειδητοποίησα πως η απόσταση των σαράντα πέντε χρόνων λείανε τα πάντα, άλεσε τις μνήμες και τις μπέρδεψε.
Μετά από το κολύμπι πετάχτηκα απέναντι να πάρω καφέ. Πέρασα μπροστά από το Πολυκλαδικό και θυμήθηκα πως κάποτε εκεί ήταν το «La Nuit», ένα νυχτερινό κέντρο που τους θαμώνες του δε θα τους έλεγες και οικογενειάρχες. Πέρασα και από την οικοδομή που στο ισόγειό της βρισκόταν η ταβέρνα του μπαρμπα – Χαράλαμπου και που χτυπούσαμε βραδιάτικα τα κουδούνια της ολόκληροι μαντράχαλοι και φεύγαμε ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Στα μεγάλα κέφια μας, σφηνώναμε καρφίτσες στα κουμπιά καi κάναμε χάζι από μακριά τους ταλαίπωρους ενοίκους που με τις πιτζάμες κατέβαιναν να βγάλουν τις καρφίτσες. Με τους καφέδες στο χέρι παρατηρούσα τον πίνακα με τα κουδούνια που θαρρώ πως παρέμεινε ο ίδιος αλλά έφυγα με γρήγορο βήμα πριν ενδώσω στον πειρασμό να απλώσω το χέρι μου επάνω του.
Ε, κι ύστερα με έβγαλε η Νίτσα φωτογραφία.

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Χουσεΐν

Πολλές φορές μπήκα στον πειρασμό να το πω, να το βγάλω από μέσα μου. Τριάντα τέσσερα χρόνια το κρατάω θαμμένο στο μυαλό μου. Κάποιες φορές σε κουβέντες χαμηλόφωνες και μυστικές με τη γυναίκα μου, σαν αυτές που γίνονται όταν τα παιδιά κοιμούνται και τα ζευγάρια ψιθυρίζουν λόγια μύχια, άλλες φορές στο μεθύσι μου, όταν αρχίζουν και καταρρέουν οι φραγμοί και άλλες φορές έτσι, από απόγνωση και απελπισία, έρχεται μέχρι την άκρη των χειλιών κι εγώ έντρομος το καταπίνω πάλι.
Τρεισήμισι δεκαετίες το κρατάω μέσα μου κι όλα αυτά τα χρόνια, άλλοτε μένει θαμμένο και το ξεχνώ, άλλοτε βγαίνει μπροστά μου, κολλάει στο μυαλό μου και τότε καταβάλλω τεράστια προσπάθεια να το ξαναθάψω μέσα μου κι άλλοτε λέω στον εαυτό μου πως δεν συνέβη ποτέ, πως ό,τι έγινε σ’ εκείνο το Πομάκικο χωριό τον Φλεβάρη του’84, το ονειρεύτηκα – μα ποιον ξεγελάω!
Τώρα όμως θα το πω. Θα το βγάλω από μέσα μου επειδή δεν έχει πια καμία σημασία. Δε με ενδιαφέρει αν όλοι νομίσουν πως σάλεψα ή πως τους κοροϊδεύω. Σε λίγες μέρες θα αποδειχθεί αν έγιναν έτσι τα πράγματα τότε ή αν τα φαντάστηκα. Αν είναι όλα μέσα στο μυαλό μου, έχει καλώς. Αν όχι, αλίμονο σε όλους μας.
Στις αρχές του 1984 κλήθηκα από την Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης της Ξάνθης να αναπληρώσω μια θέση σε ορεινό Πομακοχώρι του Νομού. Είχα απολυθεί πριν από τρεις περίπου εβδομάδες από το στρατό και θα έμπαινα για πρώτη φορά σε σχολική τάξη σαν δάσκαλος. Το χωριό είχε κατοίκους φτωχούς Πομάκους μουσουλμάνους που όπως διαπίστωσα ήταν ευγενείς και φιλότιμοι αλλά ταυτόχρονα και επιφυλακτικοί στους ξένους. Πηγαινοερχόμουν με λεωφορείο καθημερινά, μια και τότε δεν είχα δικό μου αυτοκίνητο.
Πολλές φορές όμως καθόμουν στο χωριό μετά το σχολείο. Οι κάτοικοι με κοιτούσαν έκπληκτοι στο καφενείο τα απογεύματα, αφού ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν τους χριστιανούς δασκάλους που πηγαινοέρχονταν στην Ξάνθη να μη κάθονται στο χωριό ούτε λεπτό μετά το σχολείο. Εμένα όμως μου άρεσε να τριγυρνώ στο χωριό που το έβλεπα σαν κάτι το εξωτικό, σχεδόν εξωπραγματικό μια και ποτέ άλλοτε δεν είχα δει χωριό από κοντά – παιδί της πόλης ήμουν. Μόλις σουρούπωνε, έπαιρνα το τελευταίο λεωφορείο και κατέβαινα στην Ξάνθη, αφού είχα πιει ένα σωρό τσάγια στο καφενείο.
Σιγά σιγά απέκτησα οικιότητα με τους ανθρώπους του χωριού και κουβεντιάζαμε για τα παιδιά τους, για τον καιρό, για τα καπνά. Όταν τους είπα πως σαν φοιτητής τα καλοκαίρια δούλευα σε καπνομάγαζα της Καβάλας, οι κουβέντες άνοιγαν περισσότερο και μου έλεγαν το παράπονό τους πως ενώ τα καπνά τους τα κιρέτσιλερ, ήταν πρώτης ποιότητας και πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε τέτοια φίνα ποικιλία, οι τιμές όλο και έφθιναν.
Με τον Ερόλ μιλούσαμε για μπάλα, με τον Κεμίλ και τον Νεκάτ για καπνά, με τον Ασλάν και τον Αλτίν για γυναίκες. Όταν μου σύστησαν τον εξηντάχρονο Αϊντίν λέγοντάς μου πως ήταν στο τάγμα του ΕΛΑΣ υπό τον καπετάν Κεμάλ, πέταξα από τη χαρά μου. Του έβαζα με το ζόρι σχεδόν του άμοιρου να μου λέει ιστορίες για τη δράση του.
Όλοι οι φίλοι μου στο καφενείο με συμπαθούσαν επειδή ήμουν προσηνής και καταδεκτικός απέναντί τους και αντιλαμβανόντουσαν πως δεν είχα κανένα θέμα με τη θρησκεία τους ή την καταγωγή τους – καθόλου αυτονόητο εκείνη την εποχή.
Κάποια μέρα του Φλεβάρη έριξε αρκετό χιόνι και το λεωφορείο δεν μπόρεσε να ανέβει από Ξάνθη. Ο Αμέτ ο καφετζής προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει στο καμαράκι δίπλα στο καφενείο όπου είχε όλες τις ανέσεις για έναν ύπνο. Την ημέρα εκείνη την έβγαλα στο καφενείο κι όταν νύχτωσε ξεμείναμε ο Αμέτ, ο Αλτίν κι εγώ. Συνομήλικοι σχεδόν και οι τρεις, μιλούσαμε για γυναίκες και λεφτά μιας και δεν είχαμε τίποτε από τα δυο. Κάποτε ο Αμέτ σκύβει κάτω από τον πάγκο και βγάζει ένα ουίσκι χαμογελώντας συνωμοτικά. Πίνοντας και τρώγοντας, μόνοι σε ένα άθλιο καφενείο, τριγυρισμένοι από χιόνια, σε ένα χωριό ξεχασμένο, έφτασε η κουβέντα στον Χουσεΐν – έτσι, σκέτα Χουσεΐν.
Ο Χουσεΐν γεννήθηκε στο χωριό αλλά πολύ νέος έφυγε, μα δεν το εγκατέλειψε. Ξενιτεύτηκε στην Αμερική όπου έκανε πολλά λεφτά επενδύοντας στο χρηματιστήριο σε μικρές εταιρείες οι οποίες όμως σε μερικά χρόνια γινόντουσαν παγκόσμιοι κολοσσοί και τότε ο Χουσεΐν πουλούσε. Ο Αλτίν μιλούσε με θαυμασμό, ο Αμέτ με δέος για τον άνθρωπο αυτό.
Ο Χουσεΐν γύρισε στο χωριό και παντρεύτηκε την Ντιλέκ, όνομα που σημαίνει επιθυμία. Με την Ντιλέκ γνωριζόντουσαν από παιδιά κι ο Χουσεΐν την επιθυμούσε από τότε, έκανε το λογοπαίγνιο γεμάτος περηφάνια ο Αμέτ. Έκαναν μαζί δυο παιδιά, δυο κορίτσια που ο Χουσεΐν λάτρευε. Μόνο που το ένα παραλίγο να το χάσει από μια σπάνια ασθένεια της καρδιάς, αν δεν είχε τα λεφτά να το βάλει σε μια νέα, πανάκριβη πειραματική θεραπεία.
Όσο το ουίσκι έρεε, έρεε και η γλώσσα του Αμέτ και του Αλτίν. Μιλούσαν με λατρεία σχεδόν για τον Χουσεΐν. Αυτός ο άνθρωπος, αν και ζούσε μακριά από το χωριό του μοιράζοντας τη ζωή του σε δυο τρεις διαφορετικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δεν το ξέχασε ποτέ. Επισκεύασε το τζαμί, χρηματοδοτούσε συντηρήσεις σπιτιών αλλά και δρόμων, αγόραζε τρακτέρ και αγροτικά σε γεωργούς, προίκιζε κοπέλες, έβρισκε δουλειές στους νέους, βοηθούσε οικονομικά τους φτωχούς, ήταν δηλαδή ο προστάτης και ο φύλακας άγγελος του χωριού.
Αυτό το τελευταίο, για τον φύλακα άγγελο δηλαδή, το εκστόμισα ειρωνικά και μόλις συνειδητοποίησα πως μιλάω με μουσουλμάνους τα χρειάστηκα. Οι άλλοι δύο όμως, όχι μόνο δεν κατάλαβαν την ειρωνεία αλλά και ενθουσιάστηκαν με την μεταφορά. Ο Αλτίν μου εξήγησε πως άγγελοι υπάρχουν και στο Ισλάμ έχοντας μάλιστα τη δυνατότητα να αλλάξουν μορφή έτσι ώστε να μοιάζουν με ανθρώπους και ίσως ο Χουσεΐν να είναι άγγελος σταλμένος από τον Αλλάχ - δόξα στ’ όνομά Του -  πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα;
Στο δεύτερο μπουκάλι Johnny Walker ο Αμέτ σερβίρισε, έβαλε πάγο, άναψε το εκατοστό τσιγάρο και αφού πήρε τη συγκατάθεση με ένα μεθυσμένο κούνημα του κεφαλιού του Αλτίν, είπε πως ο Χουσεΐν προστάτευε και με άλλους τρόπους, μυστήριους, τους κατοίκους του χωριού. Έδινε τέτοιες συμβουλές προτρέποντας ή αποτρέποντας για πράξεις ή αναβολές οι οποίες αποδεικνύονταν σωτήριες για τους αποδέκτες τους. Μια στο τόσο, όταν ανέβαινε στο χωριό, έρχονταν να τον συμβουλευτούν νέοι και νέες. Ο Χουσεΐν με τις συμβουλές του, που πάντα ήταν πετυχημένες, πάντα έπεφτε μέσα, οδηγούσε τα παιδιά αυτά στην επαγγελματική επιτυχία. Να, τώρα στην επόμενη επίσκεψη του Χουσεΐν, ο Αλτίν θα τον συμβουλευόταν τι να κάνει με τα καπνά του – ο Χουσεΐν θα του έλεγε να συνεχίσει την καλλιέργεια ή να βάλει άλλη.
Ώστε και άγγελος αλλά και προφήτης στη θέση του Μωάμεθ ο Χουσεΐν, σκέφτηκα. Ο Χουσεΐν με τα πολλά λεφτά, που προίκιζε κορίτσια, που βοηθούσε τάχα τους νέους του χωριού, που ορμήνευε τα φτωχά παιδιά κάνοντας τον συμβουλάτορα, αυτός ο Χουσεΐν ήταν για μένα ένας απατεώνας που ποιος ξέρει ποια ανταλλάγματα – τι φρίκη! - ζητούσε από τα φτωχά κορίτσια αλλά και τα αγόρια ο ελεεινός για τις ψευτοσυμβουλές του. Να γιατί έπρεπε να ενισχυθεί η εκπαίδευση σ’ αυτά τα χωριά, ξεσπάθωσε μέσα μου ο αριστερός εαυτός μου, που τώρα ήταν και μεθυσμένος και θυμωμένος.
Φυσικά, μου καρφώθηκε στο κεφάλι να γνωρίσω αυτόν τον Χουσεΐν. Ήθελα να βρω έναν τρόπο αν ήταν δυνατό για να τον ξεμπροστιάσω μπροστά σε όλους. Πρώτα όμως θα έπρεπε να μάθω πότε θα ανέβαινε στο χωριό. Θα ερχόταν άραγε μέχρι τον Ιούνιο που θα τελείωναν τα σχολεία; Ο μεθυσμένος Αλτίν μου είπε πως ο Χότζας τους είχε πει πως θα ανέβαινε στο χωριό σε κανένα μήνα. Δε ρώτησα λεπτομέρειες για να μη τους υποψιάσω.
Έστρεψα βολικά την κουβέντα σε μπάλα και γυναίκες και λίγη ώρα αργότερα το διαλύσαμε. Σ’ εκείνο το καφενείο πήρα μια απόφαση που θα μου άλλαζε τη ζωή και θα μου φόρτωνε ένα βάρος ασήκωτο για την υπόλοιπη ζωή μου.
Παρατηρούσα κάθε κίνηση, κάθε αλλαγή στο χωριό προσπαθώντας να καταλάβω την ημέρα της άφιξης του Χουσεΐν. Δεν τολμούσα να ρωτήσω σχετικά, επειδή τότε όλα τα στόματα θα έκλειναν. Ήμουν σε αδιέξοδο. Ήξερα πως θα ερχόταν μέσα στο μήνα αλλά πότε; Δεν μπορούσα να είμαι συνέχεια στο χωριό, όλοι θα παραξενεύονταν. Ύστερα ήταν κι ο Μάνος, ο χωροφύλακας, ένα νεαρό παιδί από την Κρήτη που, όσο και να μετρούσε τις μέρες να περάσουν για να πάρει μετάθεση, το μυαλό του έκοβε και δεν ήθελα να με βάλει στο μάτι. Έψαχνα να βρω μια λύση χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου ο Χασάν της τρίτης τάξης μου το ξεφούρνισε ξαφνικά σ’ ένα διάλειμμα. Μου είπε πως ήταν να μην έρθει την επόμενη ημέρα στο σχολείο επειδή θα πήγαινε με τον μπαμπά του να δουν τον Χουσεΐν στην Ξάνθη «αλλά τα έρτω σκολείο κύριε, επιντή ο Χσεΐν τα έρτει εντώ». Τα γρανάζια της συμφοράς άρχισαν να γυρίζουν τώρα και θα με συνέθλιβαν σιγά σιγά.
Την άλλη μέρα ήμουν αποφασισμένος να την περάσω στο χωριό μέχρι να τον συναντήσω αλλά δε χρειάστηκε να περιμένω πολύ, με συνάντησε εκείνος.
Ήρθε στο σχολείο ο Ερντέμ, ο επιστάτης του τζαμιού και μου είπε πως με θέλει ο Χουσεΐν στο σπίτι του. Ήθελε λέει να μου μιλήσει και να με συγχαρεί για την πολύ καλή δουλειά που έκανα στο σχολείο με τα παιδιά. Η αλήθεια είναι πως έδινα και την ψυχή μου για τα Πομακάκια που είχα μαθητές αλλά να με προσκαλέσει να τον δω κατ’ ιδίαν για αυτό τον λόγο, πήγαινε πολύ! Δέχτηκα βέβαια την πρόσκληση και μετά το σχολείο ανηφόρισα για το σπίτι του Χουσεΐν.
Το σπίτι του ήταν ένα διώροφο ανακαινισμένο με έναν τρόπο διακριτικό και δεν ξεχώριζε από τα υπόλοιπα. Με υποδέχτηκε στο κεφαλόσκαλο ο ίδιος, κάνοντάς μου μια θερμή χειραψία. Ήταν ένας μεσαίου ύψους άνδρας γύρω στα πενήντα πέντε με φαλάκρα και μουστάκι. Η φυσιογνωμία του δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο, μπορούσε να περάσει εντελώς απαρατήρητος παντού. Με έβαλε στο σπίτι και καθίσαμε. Αφού είπαμε τα τυπικά, άρχισε να μου πλέκει το εγκώμιο, λέγοντάς μου πως το έργο που επιτελούσα στο σχολείο ήταν πολύ σημαντικό.
Στο λιτό καθιστικό μπήκε η γυναίκα του η Ντιλέκ κρατώντας το δίσκο με τους καφέδες και τα λουκούμια. Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα με ανοιχτόχρωμο, χλωμό δέρμα και καλοσυνάτο πρόσωπο. Μας σερβίρισε, συστηθήκαμε κι έφυγε.
Και τότε μίλησα. Άνοιξα το στόμα μου και δεν το έκλεινα. Ανάμεσα στα άλλα, τον χαρακτήρισα εμμέσως πλην σαφώς απατεώνα που χειραγωγούσε φτωχούς κι αμόρφωτους ανθρώπους με ποιος ξέρει τι ανταλλάγματα.
Με άκουγε άλλοτε ανέκφραστα, άλλοτε με συγκατάβαση. Μου φάνηκε πως πράγματι ήταν έτοιμος να τα ακούσει όλα αυτά – όλα, εκτός από τα υπονοούμενα περί ανταλλαγμάτων.
- Λοιπόν δάσκαλε ήμουν έτοιμος γι’ αυτή την ώρα εδώ και πολύ καιρό, απορώ μάλιστα που καθυστέρησε τόσο. Ομολογώ πως όμως πως δεν περίμενα ποτέ να γίνει εδώ και με σένα συνομιλητή μου. Όμως ήρθες στο σπίτι μου να με προσβάλλεις! Το κήρυγμα περί ψευδοπροφητειών κι επιστήμης, το ευχαριστήθηκα. Οι υπαινιγμοί σου όμως για τα άλλα, πολύ ευαίσθητα θέματα, ξεπερνούν τα όρια. Το πήγες πολύ μακριά δάσκαλε!
- Μόνο του πάει μακριά Χουσεΐν! του είπα.
- Δεν έχεις ιδέα τι θα πει μακριά. Δεν έχεις ιδέα, κανείς δεν έχει την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει μακριά σ’ αυτή τη ζωή, τι είναι πραγματικό ή όνειρο, αλήθεια ή ψευδαίσθηση. Θα σε τιμωρήσω δάσκαλε, θα σε τιμωρήσω λέγοντάς σου την αλήθεια. Μια αλήθεια τόσο απίστευτη, τόσο εξωφρενική που δε θα τολμάς να την πεις πουθενά. Είσαι έτοιμος;
- Είμαι όλος αυτιά, έκανα ειρωνικά.
- Λοιπόν δάσκαλε γεννήθηκα σ’ αυτό το χωριό το 1930. Το 52 παντρεύτηκα την Ντιλέκ και το 53 γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη, η Σεβίλ ενώ το 57 η δεύτερη, η Νερμίν. Από κει και πέρα, μόνο συμφορές μου έδωσε ο Αλλάχ. Το ’71 η Νερμίν αρρώστησε και τον επόμενο χρόνο πέθανε στα χέρια μου.
Έκπληκτος άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω μα ένα βιαστικό του νεύμα με έκανε να σιωπήσω.
- Μη με διακόψεις, άκου με μόνο. Δεν μπόρεσα να σώσω το φτωχό μου το κορίτσι. Τον επόμενο χρόνο η μεγάλη μου φεύγει με τον άντρα της για Αυστραλία και από τότε την είδα μόνο μια φορά, μετά από είκοσι χρόνια, το ’92 – δεν ήταν όμως αυτή η κόρη μου, ήταν σαν να έβλεπα κάποια που να της έμοιαζε. Δε ζούσε και η Ντιλέκ, το στήριγμά μου, το φως μου, πέθανε από τον καημό της, δέκα χρόνια μετά τη Νερμίν, το ’82.
Ακούγοντάς τον, το μυαλό μου μπλοκάρισε. Οι ημερομηνίες ήταν λάθος, τα πρόσωπα ήταν εκτός χρόνου, εκείνος όμως συνέχιζε. Ήθελα πολύ να δω πού θα το πήγαινε τελικά.
Τότε η πόρτα άνοιξε διακριτικά και ξεπρόβαλλε το κεφάλι της Ντιλέκ.
- Το αυτοκίνητο είναι φορτωμένο, είμαστε έτοιμοι.
- Σε λίγο sevgilim, της είπε.
- Φεύγουμε δάσκαλε. Δε θα με ξαναδείς αλλά και δε θα με ξεχάσεις ποτέ.
- Πολύ βολικό να φύγεις τώρα, ε Χουσεΐν; είπα.
- Δε σε ξεσυνερίζομαι, δεν έχουμε πολύ χρόνο, θα χάσω το αεροπλάνο. Η ζωή μου λοιπόν δάσκαλε εδώ στο χωριό ήταν χωράφι, καφενείο και σπίτι. Μόνος μου πορεύτηκα όλα τα επόμενα βασανιστικά χρόνια. Μάταια ρωτούσα στις προσευχές μου τον Αλλάχ - δόξα στ’ όνομά Του – γιατί με βασάνισε τόσο. Ο Χότζας μου έλεγε να κάνω υπομονή, ο Αλλάχ μόνο γνωρίζει, κι εγώ έσκυβα το κεφάλι και συνέχιζα. Την τελευταία φορά που προσευχήθηκα, στα 88 μου χρόνια, Του ζήτησα να μου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία – δεν την άξιζα; Τι είχα ζήσει; Πόνο, απώλειες, φτώχεια. Εκείνο το βράδυ έχυσα πικρά δάκρυα, για μια ζωή τυραννισμένη. Γερμένος έκανα την προσευχή μου και παρέδωσα τη ζωή μου στα χέρια Του.
Δάσκαλε πέθανα μόνος, στην κάμαρά μου, στις 18 Φεβρουαρίου του 2018. Ο φιλεύσπλαχνος Αλλάχ με άκουσε όμως και ξαναγεννήθηκα και ξαναέζησα και νάμαι τώρα μπροστά σου δάσκαλε με τη Ντιλέκ μου ζωντανή - την είδες! – με τη Νερμίν θεραπευμένη, τη Σεβίλ καλοπαντρεμένη κι εμένα να ζω μια καλή κι ενάρετη ζωή, προσπαθώντας να ελεήσω όσους μπορώ. Όσο για την περιουσία, έξυπνος είσαι δάσκαλε, θα κατάλαβες πώς την απέκτησα.
Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο τύπος ήταν για βραβείο Hugo! Κέντησε αριστοτεχνικά μια ιστορία τόσο εξωφρενική που ντρεπόσουν να την διηγηθείς κάπου – ο ίδιος δεν ντράπηκε;
Σηκώθηκε, δείχνοντάς μου πως η κουβέντα τελείωσε. Έσκυψε και πήρε τα Καρέλια μου κασετίνα, γύρισε το πακέτο ανάποδα κι άρχισε να γράφει.
- Αν θες, το κρατάς για να βεβαιωθείς, είπε σχεδόν αδιάφορα πια. Έτσι κι αλλιώς δε θα με ξαναδείς. Φεύγουμε μακριά, το χωριό άρχισε να μιλάει και οι κουβέντες αυτές μόνο κακό μπορούν να φέρουν.
Έφυγα ζαλισμένος, χωρίς να τον χαιρετίσω. Ο τύπος πήρε προφανώς χαμπάρι πως κίνησε υποψίες, ίσως κι ο Μάνος να τον έβαλε στο στόχαστρο και την κοπανούσε. Φυσικά, φυσικότατα, έσκισα το πακέτο και το κράτησα βάζοντάς το σε ένα βιβλίο του Φίλιπ Ντικ. Ο Χουσεΐν είχε γράψει πάνω του κάποιες λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες και δίπλα ημερομηνίες.
Δε νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που να μην κρατούσε το τετράγωνο αυτό χαρτονάκι. Όσο και να κυβερνά η Λογική κάποιον, όσο ορθολογιστής και να είναι, κάπου μέσα στα βάθη του μυαλού του κατοικεί ένας ακόμη εγκέφαλος, μικρός και πρωτόγονος, που ακριβώς επειδή είναι πρωτόγονος κυριαρχεί σε περιπτώσεις που ο κανονικός, ο λογικός, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα.
Τον Σεπτέμβριο διορίστηκα στη Θάσο. Ο καιρός περνούσε, η ζωή βρίσκει τρόπους να λειαίνει ή και να καλύπτει αναμνήσεις κι ο Χουσεΐν άρχισε να ξεθωριάζει. Δυο  χρόνια αργότερα, καθόμουν με τον συγκάτοικό μου στην «Mon Chéri», μια από τις δύο τότε καφετέριες του Λιμένα. Ξαφνικά η τηλεόραση απέναντι διακόπτει το πρόγραμμα και δείχνει το διαστημόπλοιο που μόλις είχε εκτοξευθεί, το Challenger, να μετατρέπεται σε μια μπάλα φωτιάς. Ένιωσα σαν να με χτυπούσαν κατευθείαν στο κεφάλι όλα τα κομμάτια του φλεγόμενου σκάφους. Πρέπει να έχασα το χρώμα μου, αφού ο Σήφης με ρώτησε αν ήμουν καλά. Προφασίστηκα κάτι – δε θυμάμαι τι - κι έφυγα από την καφετέρια πηγαίνοντας τρέχοντας με τη μηχανή στο σπίτι. Λαχανιασμένος άρπαξα το βιβλίο και κοίταξα το χαρτονάκι που έγραφε στην πρώτη σειρά: Challenger 280186.
Καλά θυμόμουν πως η πρώτη σειρά έγραφε Challenger, αυτός που προκαλεί δηλαδή. Μου έκανε εντύπωση όταν το διάβασα και σκέφτηκα πως ο άθλιος έκανε και χιούμορ, προκαλώντας με.
Το μυαλό μου διαλύθηκε εκείνη τη νύχτα. Πώς το ήξερε; Ήταν τυχαίο; Μέχρι που σκέφτηκα πως προκάλεσε ο ίδιος μια έκρηξη στο καλύτερα φυλασσόμενο όχημα του κόσμου μόνο και μόνο για να με πείσει! Ο μόνος τρόπος για να πειστώ ήταν η δεύτερη καταγραφή που έγραφε Chernobyl 260486. Κάτι θα γινόταν σε ένα μέρος που λεγόταν Chernobyl, στις 26 Απριλίου. Έψαξα σε εγκυκλοπαίδειες να βρω το μέρος, μα δεν βρήκα καμία καταγραφή, ώσπου σκέφτηκα να κοιτάξω τους χάρτες του σχολείου και το βρήκα. Πόλη της Σοβιετικής Ένωσης, κοντά στο Κίεβο. Μετρούσα τις μέρες ώσπου ήρθε η 26η Απριλίου, ημέρα Σάββατο και ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Πρωί για καφέ στην Μπαλάντα, απόγευμα στην Αστρολέσχη για ηλεκτρονικά, χάμπουργκερ από τα Goodieso κόσμος στη θέση του. Φυσικά, αφού οι Σοβιετικοί προσπάθησαν στην αρχή να κρύψουν την καταστροφή. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα ήσυχος όμως. Κάτι πήγαινε λάθος. Τη μεθεπόμενη μέρα ο Χουσεΐν δικαιώθηκε όταν οι Σοβιετικοί ομολόγησαν την καταστροφή.
Τι να έλεγα; Πως γνώρισα κάποτε κάποιον Γκουρού – Σούφι – μυστικιστή που τον έλεγαν Χουσεΐν και μου εκμυστηρεύτηκε πως ο Αλλάχ τον λυπήθηκε και του έδωσε μια δεύτερη ζωή στην οποία ζούμε τώρα όλοι μας και που έχει ημερομηνία λήξης 18 Φεβρουαρίου 2018 όταν θα (ξανα)πεθάνει δηλαδή; Δε θα διέφερα από εκείνους τους τύπους που κυκλοφορούν στη Νέα Υόρκη με κάτι ταμπέλες που γράφουν «The End Is Near».
Έπρεπε να προχωρήσω στη ζωή μου όμως και προχώρησα. Παντρεύτηκα κι έκανα το πρώτο μου παιδί και περίμενα. Περίμενα την τρίτη ημερομηνία που δεν άργησε να έρθει, όταν έκπληκτοι παρακολουθούσαμε όλοι ζωντανά στην τηλεόραση την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Το χαρτονάκι του Χουσεΐν έγραφε Berlin 091189.
«Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» αναφώνησε ο Καϊάφας κι εγώ μαζί. Και μια που έπιασα τα αποφθέγματα, θυμήθηκα και τον Σέρλοκ Χολμς: «Όταν έχεις αποκλείσει το αδύνατο, αυτό που μένει, όσο απίθανο και αν φαίνεται, είναι η αλήθεια».
Αλήθεια ήταν. Τρία γεγονότα που αποκλείεται να τα προκάλεσε βέβαια ο Χουσεΐν μόνο και μόνο για να ξεγελάσει εμένα, συνέβησαν σε τόπο και χρόνο που αυτός προέβλεψε. Προέβλεψε ή ξανάζησε;
Εκείνη τη χρονιά αποφάσισα να βρω τα ίχνη του. Όταν η οικογένεια ήταν στο χωριό το καλοκαίρι, προφασίστηκα βλάβη στο αυτοκίνητο που έπρεπε να επιδιορθωθεί στο συνεργείο. Έφυγα το πρωί από το χωριό και σε δύο ώρες έφτασα στο Πομακοχώρι. Ρώτησα για τους παλιούς μου φίλους και βρήκα μόνο τον Κεμίλ. Δώσαμε θερμή χειραψία, θυμηθήκαμε τα παλιά και μετά τον ρώτησα ευθέως για τον Χουσεΐν. Κανείς δεν ήξερε πού ήταν, το σπίτι στο χωριό το χάρισε και συνέχιζε τις αγαθοεργίες δίνοντας μέσω δικηγορικού γραφείου στην Αθήνα απίστευτα ποσά σε ανθρώπους όχι μόνο στο χωριό και στην Ξάνθη αλλά και παντού σε όποιον είχε ανάγκη, Χριστιανό ή Μουσουλμάνο. Ο Χουσεΐν είχε το πλεονέκτημα όχι απλά να προβλέπει αλλά να γνωρίζει τις οικονομικές συγκυρίες και να τις εκμεταλλεύεται. Ρώτησα τον Κεμίλ για το επώνυμό του, λεγόταν Kaya, ένα πολύ συνηθισμένο επώνυμο.
Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα, όταν πρωτοσυνδέθηκα στο Internet, έβαλα το ονοματεπώνυμό του στο Yahoo. Ήταν σαν να έψαχνα το ελληνικό όνομα Γιάννης Δημητριάδης ή Δημήτρης Παπαδόπουλος, τόσο συνηθισμένο στον μουσουλμανικό κόσμο των εκατοντάδων εκατομμυρίων είναι το Hussein Kaya.
Εκεί στις αρχές του αιώνα σκέφτηκα μήπως να έβγαζα λεφτά από την τελευταία καταγραφή: Twin 110901. Κάτι θα γινόταν στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 αλλά πού; Έψαξα παντού για τοπωνύμια Twin και βρήκα πάρα πολλά με αυτό για πρώτο συνθετικό. Αν η καταγραφή του Χουσεΐν ήταν πιο συγκεκριμένη θα μπορούσα να το πουλήσω κατάλληλα. Εγκατέλειψα την ιδέα και περίμενα την 11η Σεπτεμβρίου. Εκείνη την ημέρα, ήμουν ο μόνος πλην της Αλ Κάιντα που δεν εξεπλάγην. Το χαρτονάκι το κράτησα αν και δεν είχε άλλη καταγραφή, μόνο και μόνο για να ξέρω πως εκείνη η συζήτηση στο σπίτι του Χουσεΐν ήταν πραγματική, αν και μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως εγώ ο ίδιος τα έγραφα αυτά τα γεγονότα αφού γινόντουσαν και η ιστορία του Χουσεΐν ήταν κατασκευασμένη από ένα μυαλό που κάποια στιγμή, άγνωστο πώς, σάλεψε.
Πέρασαν τα χρόνια και το τρομερό μυστικό φώλιαζε μέσα μου δηλητηριάζοντας τη ζωή μου, μια ζωή που προσπάθησα να ζήσω όσο πιο φυσιολογικά μπορούσα.
Χθες όμως έλαβα ένα mail από αυτόν. Ναι, από τον Χουσεΐν. Κοιτούσα το κινητό ώρα πολλή και δεν πίστευα στα μάτια μου βλέποντας το όνομα Hussein Kaya για αποστολέα. Πάτησα στην οθόνη και το διάβασα.
Ήταν σύντομο και νάτο, εδώ, σε copy paste:
«Αγαπητέ μου δάσκαλε σε χαιρετώ, As-salāmu ʿalaykum.
Πέρασε καιρός από την τελευταία και μοναδική μας συνάντηση την οποία ομολογώ έκανα καιρό να την ξεπεράσω. Τα λόγια σου με πλήγωσαν βαθιά, μα έπειτα ακολούθησα την επιταγή του Προφήτη, τη συγχώρεση. Ελπίζω να έζησες καλά αυτά τα χρόνια, να ήσουν καλός, δίκαιος και σπλαχνικός άνθρωπος.
Ξέρεις, οι γιατροί μου δίνουν λίγες μέρες ζωής – εμείς οι δύο όμως ξέρουμε έτσι;
Αυτή τη φορά δε θα πεθάνω μόνος στη φτωχή μου κάμαρα στο χωριό. Δε θέλω όμως να πεθάνω και στη σουΐτα του Νοσοκομείου που βρίσκομαι τώρα. Αυτή τη φορά θα πεθάνω σε σπίτι αγαπημένο τριγυρισμένος από πρόσωπα αγαπημένα. Αυτή τη φορά δεν έχω παράπονο από τον Αλλάχ - δόξα στ’ όνομά Του – και δε θέλω δεύτερη ζωή. Μόνο που δεν ξέρω ποια από τις δύο ήταν η πραγματική. Ήταν αυτή που έζησα καλά και η άλλη ήταν μια δοκιμασία σταλμένη από τον Αλλάχ ή μήπως ήταν η πρώτη κι αυτή είναι ένα όνειρο που έζησα κι εσείς όλοι ζήσατε στο όνειρό μου;
Σύντομα θα μάθουμε.
Χαιρετώ, Μa'aasalaama,
Χουσεΐν»
Μέχρι τις 18 του μηνός, μένουν λίγες μέρες. Όπως έγραψε κι ο Χουσεΐν, σύντομα θα μάθουμε...


Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Σημαδιακές μέρες

Κοίταζε το σεμεδάκι επάνω στην τηλεόραση. Προίκα της ήταν, φτιαγμένο ποιος ξέρει πότε από τη γιαγιά της. Παρατήρησε πως ήταν βαλμένο λίγο στραβά. Σηκώθηκε αργά και το ίσιωσε. Από κάτω του, ο Αρνιακός έλεγε τον καιρό. Πάντα παρακολουθούσε το δελτίο καιρού για να ξέρει πότε να βάλει πλυντήριο και να απλώσει. Παρακολουθούσε πάντα στο ίδιο κανάλι τον καιρό, πάντα με τον Αρνιακό που τόσο έμοιαζε στο χαμόγελο με τον μακαρίτη τον άντρα της, τον Ηλία της. 
Με τον Ηλία της παντρεύτηκαν σημαδιακή μέρα, λίγο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, το Σάββατο στις 17 Νοεμβρίου του 1973. Ο Ηλίας δούλευε από τότε στο υπεραστικό ΚΤΕΛ, πάντα στο δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Αθήνα κι εκείνη, η Σοφία, σε μια βιοτεχνία ρούχων μέχρι που έμεινε έγκυος κι από τότε σταμάτησε τη δουλειά. Μερικές φορές ο Ηλίας την έπαιρνε μαζί του στο δρομολόγιο, να ξεσκάσει λιγάκι και τότε έβγαιναν βόλτα στην Ακρόπολη, στην Πλάκα, στο Θησείο, στο θέατρο, μια φορά πήγαν και στα μπουζούκια, στον Ζαμπέτα. Παντού την πήγαινε ο Λιας της – έτσι τον έλεγε η Σοφία τις στιγμές που αγκαλιασμένοι γινόντουσαν ένα – δεν της χαλούσε χατίρι, κανενός χατίρι δε χαλούσε ο Λιας της, πάντα με το χαμόγελο, πάντα ευγενικός, πάντα χαμηλόφωνος και τρυφερός, προ πάντων με την κόρη τους, την Ελενίτσα. 
Την πήγαινε βόλτα στην παραλία να την κεράσει παγωτό, στο Πανόραμα για τρίγωνο που τόσο της άρεσε και μετά, με την Ελενίτσα που ξετρελαινόταν με τα ζώα, στον ζωολογικό κήπο, στον Άγιο Παύλο. 
Ο καημένος ο Ηλίας της, που έκανε εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα με μεγάλα λεωφορεία, έπεσε από το μηχανάκι του την ώρα που γυρνούσε από το καφενείο. Μικρόσωμος κι εύθραυστος καθώς ήταν, έμεινε στον τόπο.
Πάλι σημαδιακή μέρα ήταν τότε, όταν έκλεισαν οι τράπεζες τη Δευτέρα στις 29 Ιουνίου του 2015. Είχε προλάβει όμως, όλα τα προλάβαινε, όλα τα φρόντιζε ο Λιας της, είχε προλάβει λίγες ημέρες πριν, να βγάλει από την Πειραιώς τα δέκα χιλιάρικα που είχαν στην άκρη και που σε είκοσι πεντακοσάρικα τα έκρυψαν στον 11ο τόμο της εγκυκλοπαίδειας που αγόρασαν όταν η Ελενίτσα τους πρωτοπήγε στο Νηπιαγωγείο. Το πρώτο πεντακοσάρικο ο Ηλίας το έβαλε στη σελίδα με το λήμμα «Ελένη» και το τελευταίο έφτασε μέχρι το «Ελλάδα».
Η Σοφία έμενε σε ένα διαμέρισμα στην Παρασκευοπούλου. Το πήραν με τον Ηλία το 1978 για να φύγουν από το νοίκι πουλώντας την οικογενειακή τους περιουσία, αυτός κάτι βοσκοτόπια στον Τριπόταμο Φλώρινας, εκείνη τα χωράφια που της άφησαν οι μακαρίτες οι γονείς της στη Βυρώνεια Σερρών και παίρνοντας κι ένα δάνειο. Υπέγραψαν το συμβόλαιο πάλι μέρα σημαδιακή, τη μέρα του σεισμού της Θεσσαλονίκης την Τρίτη 20 Ιουνίου του 1978. Το σπίτι είχε ένα μικρό καθιστικό, δυο κρεβατοκάμαρες που την μία την έκαναν παιδικό δωμάτιο της Ελενίτσας κι ένα ακόμη μικρό δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν σαν ξενώνα όταν ερχόντουσαν τα πεθερικά της για να τους δουν ή να επισκεφθούν κάποιον γιατρό στη Θεσσαλονίκη. Τώρα που δεν περίμενε κανέναν το είχε σαν αποθήκη όπου έβαζε πράγματα που λυπόταν να πετάξει.
Ο Αρνιακός χαιρέτησε τους τηλεθεατές μ' ένα πλατύ χαμόγελο και μια ελαφρά υπόκλιση. Έκλεισε την τηλεόραση και βγήκε από το σπίτι. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας ήταν το σούπερ μάρκετ από όπου ψώνιζε από λίγα δύο τρεις φορές την ημέρα για να έχει να μιλά με κάποιους. Στο κατάστημα την γνώριζαν όλοι και την συμπαθούσαν αλλά περισσότερο η Ιωάννα, η υπεύθυνη της βάρδιας που μαζί της άνοιγε κουβέντα ευκολότερα. Η Ιωάννα καιρό προσπαθούσε να την πείσει να νοικιάσει ένα τουλάχιστον δωμάτιο σε κάποια εργαζόμενη ή φοιτήτρια για να έχει ένα έξτρα εισόδημα πέρα από την σύνταξη του Ηλία. Η Σοφία στην αρχή ήταν αρνητική, μα θες η μοναξιά, θες το γεγονός πως δύσκολα τα έβγαζε πια πέρα, το αποφάσισε. Το είπε στην Ιωάννα κι εκείνη της υποσχέθηκε πως θα έβαζε αγγελία στο ίντερνετ κι ο Θεός βοηθός - έτσι της είπε. 
Η Σοφία πολλές φορές σκέφτηκε, όχι χωρίς ενοχές, πως ο Θεός δεν τη βοήθησε. Φρόντισε μόνο να ρυθμίσει τη ζωή της βάζοντας τις σημαντικότερες στιγμές της μέσα σε σημαδιακές μέρες. Θαρρείς και ήθελε αυτές οι στιγμές να περάσουν από όλους απαρατήρητες, όπως απαρατήρητη θα περνούσε η φωτίτσα ενός ταπεινού κεριού βαλμένου μπροστά σε έναν προβολέα. 
Να, όπως με τη γέννα της. Γέννησε παραμονή Δεκαπενταύγουστου του '74, την ημέρα που οι Τούρκοι έκαναν τη δεύτερη εισβολή στην Κύπρο, με τον Λια της μέσα σ' ένα άρμα μάχης στον Έβρο και τον γιατρό με το αυτί κολλημένο μόνιμα στο τρανζιστοράκι να ακούει συνεχώς ειδήσεις. Γέννησε την Ελενίτσα της μόνη, είκοσι τεσσάρων χρονών κοπέλα, αφού η πεθερά της δεν μπορούσε να έρθει από το χωριό έγκαιρα καθώς οι δρόμοι ήταν γεμάτοι άρματα μάχης και στρατιωτικά αυτοκίνητα. Ο Ηλίας της γύρισε από τον Έβρο άρον άρον, χωρίς να τον ψάξει κανείς σε έναν στρατό υπό διάλυση. 
Έτσι, η Ελενίτσα που συνελήφθη σε μια στιγμή έκστασης για εκείνη και τον Λια της σε μια κοινωνία υπό διάλυση, γεννήθηκε σε μια χώρα υπό διάλυση. Ο Ηλίας πήρε το μωρό αγκαλιά και το κοιτούσε με εκείνο το ζεστό βλέμμα που σε διαβεβαίωνε πως όλα θα πάνε καλά, όλα θα γίνουν καλώς καμωμένα, θα φροντίσει ο ίδιος γι αυτό. 
Ναι, ο καλός Ηλίας είχε βασίλισσα τη Σοφία και πριγκίπισσα την Ελενίτσα, όπως του άρεσε να λέει. 
Όταν πια πήγε στο Νηπιαγωγείο και η νηπιαγωγός τους έλεγε πόσο καλό ήσυχο αλλά και έξυπνο παιδί ήταν, έλιωναν και οι δυο από χαρά και συγκίνηση και τα βράδια στην κρεβατοκάμαρα αφού έσμιγαν στάζοντας κι δυο αγάπη, μιλούσαν για ώρα πολλή για το μέλλον της Ελενίτσας, μη γνωρίζοντας πως η Ελενίτσα τους δεν είχε πολύ μέλλον ακόμα. 
Στο Νηπιαγωγείο άρχισε να αρρωσταίνει συνεχώς. Συνηθισμένο φαινόμενο για τα παιδιά καθώς εκτίθενται συνεχώς σε μικρόβια κολλώντας το ένα το άλλο. Αρρώσταινε όμως και το καλοκαίρι πριν την πρώτη Δημοτικού και το σωματάκι της γέμιζε πολύ εύκολα μελανιές. Ο Ηλίας και η Σοφία δεν σκέφτηκαν κάτι κακό. Η Ελενίτσα τους ήταν φιλάσθενη η καημένη και ίσως του χρόνου να έπρεπε να την γράψουν σε κατασκήνωση, να δυναμώσει. Της πήραν τσάντα δερμάτινη, από τις καλές, μεγάλη ξύλινη κασετίνα, μαρκαδόρους, μεγάλα μπλε τετράδια, ό,τι τους είπε η κυρία Αφροδίτη, η δασκάλα. Της πήραν και δύο μπλε ποδιές με άσπρο γιακαδάκι, πήραν δύο για να έχει να βάζει η Ελενίτσα όταν η άλλη θα στέγνωνε μετά από πλύσιμο. Τις αγόρασε ο Ηλίας από το Μινιόν, σε ένα από τα δρομολόγιά του στην Αθήνα.
Η Ελενίτσα πήγαινε μια εβδομάδα στην Πρώτη Τάξη όταν οι διογκωμένοι λεμφαδένες και οι πόνοι στην κοιλιά, έκαναν τον παιδίατρο να χλωμιάσει και να τους παραπέμψει στο Θεαγένειο, το Θεαγένειο που ενώ βρισκόταν σχεδόν απέναντί τους, η Σοφία πάντα απέστρεφε το βλέμμα της. Τώρα, το νοσοκομείο θα γινόταν το σπίτι της αφού η Ελενίτσα διαγνώστηκε με μυελοβλαστική λευχαιμία.
Από το σπίτι στο Θεαγένειο και το αντίστροφο. Ατέλειωτα ξενύχτια, κρυφά κλάματα και παρακάλια στο Θεό να βοηθήσει την Ελενίτσα της. Η Σοφία μακάριζε τον Ηλία που τουλάχιστον δούλευε και ξεχνιόταν κι εκείνος μακάριζε τη Σοφία που περνούσε περισσότερες ώρες με την πριγκίπισσά του. 
Τον Ιούνιο του ’81 όταν δηλαδή οι συμμαθητές της Ελενίτσας τελείωσαν την Πρώτη Τάξη η Σοφία αποφάσισε πως η Ελενίτσα της έπρεπε να μάθει να διαβάζει κι εκείνη. Το είπε στην κυρία Αφροδίτη που ερχόταν κάθε εβδομάδα κι έβλεπε το παιδί κι εκείνη σαν να το περίμενε από καιρό, δέχτηκε με χαρά. Η Ελενίτσα ρούφηξε την ύλη μιας ολόκληρης χρονιάς σε λίγες εβδομάδες, εκπλήσσοντας τους πάντες και δίνοντας ελπίδες πως θα πήγαινε καλύτερα. Η Σοφία ήταν πεπεισμένη πως αν – αν! – η Ελενίτσα της έφευγε από κοντά τους, θα ήταν σημαδιακή μέρα και το 1981 μέχρι να φύγει τι σημαδιακές μέρες να είχε; 
Το παιδί ξεψύχησε ήσυχα στην αγκαλιά της Σοφίας και του Ηλία όπως ήσυχα έζησε, τα ξημερώματα της 18ης Οκτωβρίου 1981 και κηδεύτηκε φορώντας την μπλε ποδίτσα της το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Το ίδιο βράδυ χαλούσε ο κόσμος από κορναρίσματα, φωνές, πανηγυρισμούς σ’ όλη τη Σαλονίκη, σε όλη την Ελλάδα. 
Η Ιωάννα την πήρε τηλέφωνο και της είπε χαρούμενη πως μια φοιτήτρια απάντησε στην αγγελία και θα ερχόταν το απόγευμα να δει το δωμάτιο για να συνεννοηθούν. Η Σοφία αφού πρώτα κλείδωσε το δωμάτιο της Ελενίτσας που μετά τον θάνατό της το διατηρούσε ακριβώς όπως ήταν με τις κούκλες, τα αρκουδάκια και τα παιχνίδια, κανονικό μαυσωλείο δηλαδή, άδειασε και συγύρισε το μικρό δωμάτιο που κάποτε ήταν ξενώνας. Το δωμάτιο είχε ένα μονό κρεβάτι, μια ντουλάπα, μια καρέκλα κι ένα τραπεζάκι από φορμάικα. Το κορίτσι που θα το νοίκιαζε θα πρέπει να ήταν πολύ φτωχό για να συμβιβαστεί όχι μόνο με το μικρό δωμάτιο μα και με τη συγκατοίκηση με μια 68χρονη γυναίκα.
Η Βίκυ ήταν φοιτήτρια στο Αριστοτέλειο όπου σπούδαζε δασκάλα. Η Σοφία την συμπάθησε καθώς ήταν κι αυτή μικροκαμωμένη και είχε ένα πρόσχαρο, παιδικό πρόσωπο. Η Βίκυ θα έδινε 150 ευρώ τον μήνα ενοίκιο στη Σοφία που ήταν καταχαρούμενη όχι μόνο με το ποσό που θα ενίσχυε τα οικονομικά της αλλά και με την παρέα που θα είχε στο σπίτι της. 
Έκαναν καλή παρέα, παρά την μεγάλη διαφορά ηλικίας, κοντά πενήντα χρόνια. Μαγείρευαν μαζί, έβλεπαν εκπομπές στην τηλεόραση, ψώνιζαν στο σούπερ μάρκετ, στο Ζάρα. Τη φρόντιζε όταν αρρώσταινε – μα ρουφούσε συνεχώς τη μύτη της! – κάνοντάς της σούπες και ζεστά ροφήματα, της έστυβε χυμούς στην εξεταστική.
Η Ιωάννα τις έβλεπε στο σούπερ μάρκετ και χαμογελούσε πλατιά ενώ η Αφροδίτη η δασκάλα με την οποία η Σοφία είχε κρατήσει φιλία και της συμπαραστάθηκε και στις δύο της απώλειες, την έβλεπε να είναι καλύτερα και χαιρόταν.
Την φρόντιζε την Βίκυ σαν… ναι, σαν παιδί της, σκέφτηκε μια μέρα. Κάπως έτσι θα ήταν και η Ελενίτσα της όταν μεγάλωνε ή μάλλον αν θα μεγάλωνε. Τα είπε όλα στη Βίκυ. Όλα. Τα είπε και ξαλάφρωσε και η Βίκυ ρουφούσε τη μύτη της συγκινημένη. Της έδειξε και το κλειστό δωμάτιο της Ελενίτσας, το Μαυσωλείο, όπως το χαρακτήριζε η Αφροδίτη που μάταια προσπαθούσε να πείσει και εκείνη και τον Ηλία να το ξεπεράσουν επιτέλους και να προχωρήσουν παραπέρα κάνοντας ένα παιδί. 
Προσπάθησαν είναι η αλήθεια. Μάταια. Η μήτρα της αρνιόταν να φιλοξενήσει άλλο παιδί κι έμενε άδεια σαν ένα μοναχό κι έρημο σπίτι που όλοι του οι ένοικοι χάθηκαν. Ίσως το διαρκές σοκ που βίωνε μόνιμα η Σοφία μετά τον χαμό του παιδιού της, ίσως – κατά την εξήγηση της ίδιας – το ότι έσμιγαν με τον Ηλία ανόρεχτα, δεν μπόρεσαν να κάνουν άλλο παιδί. 
Δεν ήξερε πολλά για την Βίκυ. Ήξερε πως ήταν από μακριά, από ένα χωριό της Μεσσηνίας και οι γονείς της ήταν φτωχοί αγρότες. Δεν είχε αδέλφια ούτε κάποιο αγόρι. Η Σοφία την μάλωνε τρυφερά που δεν έκανε κάποια προσπάθεια να δημιουργήσει μια σχέση – τι της έλειπε δηλαδή; Κατά βάθος όμως δεν την ήθελε δεσμευμένη, την ήθελε να έχει χρόνο μόνο για τις δυο τους κι από μέσα της ευχόταν να καθυστερήσει στις σπουδές της για να την έχει κοντά της περισσότερο χρόνο.
Η Βίκυ γύρισε από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές στις αρχές Ιανουαρίου. Την περίμενε η Σοφία με ανυπομονησία καθώς όλες τις γιορτές ήταν πάλι μόνη της, με εξαίρεση τις φορές που βγήκε με την Αφροδίτη. Στις 10 του μηνός δεν εμφανίστηκε καθόλου στο σπίτι. Αργά το βράδυ, αποφάσισε να την πάρει τηλέφωνο στο κινητό – το είχε κλειστό. Δεν κοιμήθηκε καθόλου και ξημερώνοντας, πήρε τηλέφωνο στο ΑΧΕΠΑ, στο Ιπποκράτειου, στο Παπανικολάου. Κατά το μεσημέρι, τηλεφώνησε στους δικούς της, στο χωριό. Το τηλέφωνο αντιστοιχούσε σε εταιρεία ταξί - καμία σχέση με τους γονείς της Βίκυς. Την έζωσαν τα φίδια. Τελικά τηλεφώνησε στην αστυνομία. Η αστυνομικός στο τηλέφωνο την ρώτησε για την σχέση που είχε με την Βίκυ κι όταν εκείνη εξήγησε, η αστυνομικός της είπε πως η Βίκυ συνελήφθη για χρήση και εμπορία κοκαΐνης. 
Έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε το ημερολόγιο στον τοίχο. Άνοιξε την τηλεόραση στις ειδήσεις. Τα ίδια και τα ίδια, σήμερα δεν συνέβη κάτι ιδιαίτερο, κάτι σημαδιακό, πώς ήταν δυνατό ο κόσμος όλος να σταμάτησε, έτσι, δίχως να τη ρωτήσει; Κάποιο λάθος θα έγινε, η Βίκυ δεν ήταν για ναρκωτικά και τέτοια πράγματα, εκείνη δεν κάπνιζε ούτε τσιγάρο, άσε που ήταν αλλεργική σε τέτοια δηλητήρια, η μύτη της έτρεχε συνέχεια. Θα πήγαινε να την βρει, θα πλήρωνε δικηγόρο, ναι, αυτό θα έκανε. Έτρεξε στο σύνθετο, πήρε τον τόμο της εγκυκλοπαίδειας, τον άνοιξε στο «Ελένη» και δεν είδε τίποτα. Ούτε στο «ελέφαντας» ούτε στο «ελικόπτερο» ούτε στο «Ελλάδα». Ένα μαύρο χταπόδι άπλωσε ένα πλοκάμι κι έσφιξε τον λαιμό της. Δεν είναι για τα λεφτά, ποιος τα λογαριάζει, δεν είναι γι αυτό.
Ένα δεύτερο πλοκάμι απλώθηκε κι άρπαξε την καρδιά της. Ας της τα ζητούσε τα λεφτά, θα της τα έδινε όλα, όλα. 
Ένα τρίτο έζωσε το κεφάλι της. Έμεινε πάλι μόνη της, έρημη, ρημαγμένη.
Άκουσε την πόρτα να ανοίγει από μέσα. Γύρισε και είδε τον Λια της και την Ελενίτσα τους να της γνέφουν να πάει μαζί τους έξω. 
Άφησε την εγκυκλοπαίδεια να πέσει κάτω κι έτρεξε ελαφροπατώντας προς την πόρτα.

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Το Νεραϊδόρεμα

Όσοι με γνωρίζουν με χαρακτηρίζουν κρυουλιάρη. Πραγματικά, τον χειμώνα φοράω τρία με τέσσερα στρώματα ρούχα ενώ το καλοκαίρι μες στον καύσωνα κυκλοφορώ με μακρυμάνικο πουκάμισο. Στο σπίτι είμαι με μάλλινη μπλούζα, διαφορετικά θα ήθελα μια περιουσία για θέρμανση.
Δεν ήμουν πάντα έτσι. Ούτε και κοιμόμουν τα βράδια με αναμμένο φωτάκι και ωτασπίδες. Τις δύο τελευταίες συνήθειες τις γνωρίζουν μόνο η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, όχι όμως και την αιτία και των τριών τους, που γεννήθηκαν επώδυνα τριάντα πέντε χρόνια πριν – και βάλε.
Ήμουν ο τελευταίος φαντάρος του Ελληνικού Στρατού, όπως λέγαμε τότε τον στρατιώτη που δεν είχε κάποια ιδιαίτερη ειδικότητα. Αυτό δεν ήταν κακό, κάθε άλλο. Ήσουν απαλλαγμένος από ευθύνες, άρα και ποινές, ενώ τα καθήκοντά σου ήταν τα στοιχειώδη, όπως σκοπιές, αγγαρείες, κλπ. 
Στη μονάδα μου είχαμε έναν λοχία, τον Πάνο. Ήταν ένα κοντόσωμο δεκαεννιάχρονο παιδί από μια κωμόπολη της Πελοποννήσου. Ο Πάνος ήταν φιλότιμος, εργατικός, τυπικός. Καθώς ήταν πολύ μακριά από το σπίτι του, ο Πάνος δεν έπαιρνε πολλές εξόδους και ήταν μονίμως σχεδόν μέσα στο στρατόπεδο. Δεν κάναμε πολλή παρέα, αν και μιλούσαμε συχνά, τις περισσότερες φορές μέσα στο ΚΨΜ, ενώ παίζαμε πού και πού και κάποια ματς πινγκ πονγκ. Ήμασταν ίδια σειρά με τον Πάνο κι αυτό μας έδενε με κάποιον τρόπο – πάντα με αποκαλούσε «σειρούλα» και όχι με το όνομά μου. Οι κουβέντες μας ήταν μόνο φανταρίστικες αφού ο Πάνος έχοντας με τα χίλια ζόρια τελειώσει ένα Γυμνάσιο, δεν ενδιαφερόταν για τίποτε παραπάνω πέρα από τον τόπο του, όπου και το μπακάλικο του πατέρα του το οποίο θα το μετέτρεπε εκείνος σε μίνι μάρκετ όταν με το καλό απολυόταν.
Στην πραγματικότητα, ο Πάνος είχε κι ένα άλλο, έντονο ενδιαφέρον. Του άρεσε πολύ η ερωτική τέχνη, για να το θέσω κομψά. Όποιο σχετικό περιοδικό της εποχής κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι και από θάλαμο σε θάλαμο, ο Πάνος ήταν ο πρώτος ιδιοκτήτης και… χρήστης. Ταρατατά, Ζάκουλα, Καζανόβας, Μοντατόρε, Διάβασέ με και άλλα παρόμοια, σχημάτιζαν την φανταρίστικη βιβλιοθήκη του λόχου με τον Πάνο επίτιμο βιβλιοθηκάριο. 
Ο Πάνος όμως δεν περιοριζόταν στην έντυπη εκδοχή αυτής της τέχνης. Ήταν παρών σε κάθε προβολή ερωτικής ταινίας που πρόβαλλε πού και πού ο κινηματογράφος της μικρής πόλης που βρισκόταν το στρατόπεδό μας. Ταινίας που στη συνέχεια ο Πάνος την ανέλυε εμβριθώς και σε κάθε λεπτομέρεια, σαν να ήταν κριτικός κινηματογράφου σε έντυπο παγκοσμίου εμβέλειας. Καθώς εκείνη την εποχή τα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα ανήκαν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας η μόνη πηγή απόλαυσης αυτής της τέχνης ήταν το συνένοχο κλείσιμο του ματιού στον περιπτερά ή η είσοδος με χίλιες προφυλάξεις στα ενδότερα κάποιου σινεμά που προέβαλλε τέτοιες ταινίες. Φυσικά εμείς τότε, σαν φαντάροι, ήμασταν αποενοχοποιημένοι, αφού κρυβόμασταν όλοι πίσω από την χακί στολή.
Με τον Πάνο βγήκαμε μαζί μερικές φορές περίπολο. Ίσως να ήταν ο μόνος υπαξιωματικός που ακολουθούσε επακριβώς το τρίωρο δρομολόγιο και δεν λουφάριζε κάπου. Εμένα δεν με ένοιαζε, αφού προτιμούσα την βόλτα από το αραλίκι.
Θυμάμαι τον χρόνο, τον μήνα, την ημέρα και την ώρα που βγήκαμε με τον Πάνο για τελευταία φορά περίπολο.
Νύχτα καλοκαιριάτικη ήταν, με ένα φεγγάρι να φωτίζει το δάσος. Ήμασταν τελευταίο περίπολο, 3-6 στο φυλάκιο κοντά στο δάσος. Το φυλάκιο ήταν επανδρωμένο με έναν δόκιμο, δύο υπαξιωματικούς κι έξι στρατιώτες. Η διαδρομή του περιπόλου ήταν Φυλάκιο – Πηγές – Νεραϊδόρεμα – Σταυρός- Αη Λιας και πίσω, στο φυλάκιο. Τα τοπωνύμια μας ήταν γνωστά, ενώ γνωρίζαμε άριστα τη μορφολογία του εδάφους. Περπατούσαμε στο δάσος αμίλητοι. Ο Πάνος σπάνια ξεκινούσε συζήτηση από μόνος του κι εγώ δεν είχα όρεξη για κουβέντα. Περάσαμε τις Πηγές και κατευθυνόμασταν στο Νεραϊδόρεμα. Σε όλη την πορεία μασουλούσα αργά ένα ξερό κουλούρι κι ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο. Όταν φτάσαμε κοντά στο Νεραϊδόρεμα, ζήτησα από τον Πάνο μια στάση για να καπνίσω. Εκείνος συμφώνησε. Καθίσαμε και οι δύο, εκείνος σε μια πέτρα κι εγώ βολεύτηκα πίσω του, ακουμπώντας την πλάτη μου σε μια πελώρια καστανιά.
Πολύ λίγο αργότερα και μέσα στην ησυχία του δάσους, άκουσα τον Πάνο να σηκώνεται. Από τα βήματά του, κατάλαβα πως κατευθύνονταν ίσα στο ρέμα. Γύρισα το κεφάλι μου να δω, μα ο κορμός του μεγάλου δέντρου έκρυβε τη θέα. Έστριψα το σώμα μου και είδα.
Μέσα στο Νεραϊδόρεμα ήταν μια ολόγυμνη νέα γυναίκα και φαινόταν πως λουζόταν. Είχε στραμμένη την πλάτη της σε εμάς και φαινόντουσαν μόνο τα μακριά μαλλιά και βέβαια, η πλάτη και οι γλουτοί της. Είχε νεανικό και πολύ όμορφο σώμα. Ο Πάνος τραβούσε κατευθείαν επάνω της σαν υπνωτισμένος. Πέταξα αμέσως το τσιγάρο και βάζοντας βιαστικά το Μ1 στήριγμα, προσπάθησα να σηκωθώ. Το κοντάκι του όπλου όμως ακουμπούσε σε πέτρα η οποία αναποδογύρισε ρίχνοντάς με κάτω, πάλι πίσω από το δέντρο – και τότε συνέβησαν τα αδιανόητα.
Άστραψε σκοτάδι – ναι, άστραψε. Μόνο έτσι μπορώ να περιγράψω το σκοτάδι που πλάκωσε το δάσος για ένα δυο δευτερόλεπτα, όσο διαρκεί δηλαδή και μια έκλαμψη φωτός.
Κρύο απότομο, πολύ, αφόρητο, αβάσταχτο. Κρύο που αν διαρκούσε λίγο περισσότερο από τα δυο τρία δευτερόλεπτα που κράτησε, θα αφάνιζε κάθε ζωή στο δάσος – κι εμένα μαζί.
Απόκοσμο μουγκρητό. Ήχος που αποκλείεται να βγήκε από λαρύγγι πλάσματος αυτού του κόσμου. Μουγκρητό που κανείς τεχνικός των υπερσύγχρονων κινηματογραφικών εφέ δεν πρόκειται να δημιουργήσει.
Σχεδόν ταυτόχρονα, ακούστηκε η ριπή του Τόμσον. Ο Πάνος είχε αδειάσει τον εικοσάρη γεμιστήρα του όπλου. Ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε συνειδητά.
Πεσμένος στο χώμα, τρέμοντας από το κρύο και τον φόβο, όπλισα το Μ1. Έρποντας έκανα τον γύρο του δέντρου και ξεμύτισα με το όπλο προτεταμένο. Είδα τον Πάνο όρθιο, στο ίδιο σχεδόν σημείο που τον είδα πριν ελάχιστα δευτερόλεπτα με το Τόμσον πεσμένο στο έδαφος να καπνίζει από την κάννη του. Σηκώθηκα όρθιος, τον πλησίασα και τον είδα. Το στόμα του ήταν στραβό, παγωμένο σε έναν απαίσιο μορφασμό ενώ δάκρυα, μύξες και σάλια έτρεχαν στο παραμορφωμένο του πρόσωπο. Κάτω του ξεχώριζε μια πελώρια στύση, μούσκεμα στο σπέρμα.
Η κοπέλα δεν ήταν πουθενά. Το νεραιδόρεμα ήταν σε μεγάλο ξέφωτο, ο χρόνος δεν επαρκούσε να κρυφτεί – τότε πού ήταν;
Τρελός από φόβο, με το μουγκρητό ακόμη στα αυτιά μου, τρέμοντας από το κρύο – αν και η θερμοκρασία στο δάσος ήταν τώρα φυσιολογική – και με ριπές σκότους στα μάτια μου, πέταξα πλάι μου το όπλο μου, έπεσα στα γόνατα δίπλα στον ακίνητο Πάνο και ξέσπασα σε λυγμούς. Λυγμούς που αντί να με ξαλαφρώσουν με έκαναν χειρότερα. Κάποια στιγμή πήρα το Μ1 από δίπλα μου. Θυμάμαι πως το κοίταζα με απάθεια, όπως με απάθεια έβγαλα την ασφάλεια και το έφερα κάτω από το σαγόνι μου. 
Δυο χέρια άρπαξαν το τουφέκι και άλλα τέσσερα άρπαξαν εμένα. Ο σκοπός του φυλακίου άκουσε την ριπή, ξύπνησε τους άλλους και ήρθαν τρέχοντας. Πρέπει να ήμουν αρκετή ώρα έτσι για να προλάβουν να έρθουν. 
Το επόμενο που θυμάμαι είναι το Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Οι γονείς μου ήρθαν άρον άρον να με δουν. Ο γιατρός τους καθησύχασε λέγοντάς τους πως απλά έπαθα νευρικό κλονισμό βλέποντας τον λοχία σ’ αυτά τα χάλια. Τις πρώτες ημέρες κολυμπούσα σε ένα ευχάριστο, ζεστό ζελέ και όλες μου οι αισθήσεις ήταν σε καταστολή, προφανώς από τα ηρεμιστικά που μου έβαζαν. Σιγά σιγά ξαναγύρισα στον κόσμο. Δε θα ήμουν ποτέ όμως ο ίδιος άνθρωπος.
Όταν συνήλθα πλήρως, ήρθε η Στρατονομία. Ο Λοχαγός που θα έπαιρνε κατάθεση ήταν ένας εύθυμος, γελαστός άνθρωπος. Το πρώτο που τον ρώτησα ήταν για τον Πάνο. Δε μάσησε τα λόγια του. Ο Πάνος για κάποιο λόγο σάλεψε και δεν υπήρχε περίπτωση να επανέλθει.
Όταν με ρώτησε για το περιστατικό, του είπα τα πάντα εκτός από την κοπέλα. Τι να του έλεγα δηλαδή; Πως ο Πάνος έγινε έτσι επειδή είδε μια νεράιδα; Νεράιδα; Κατευθείαν τρελόχαρτο και μετά τέλος ο διορισμός μου και τζάμπα οι σπουδές μου. Με έκπληξή μου διαπίστωσα πως ο Λοχαγός δεν επέμεινε σε λεπτομέρειες και αρκέστηκε στην κατάθεσή μου. Τα στοιχεία όμως έδειχναν όπως έμαθα αργότερα πως οι σφαίρες του Τόμσον έφυγαν ίσια, πράγμα που σημαίνει πως ο Πάνος το κρατούσε σταθερά και με τα δύο χέρια. Κάποιον ή κάτι σημάδευε – πώς γίνεται να το κάνει με εγκεφαλικό; Δεν ενδιέφερε κανέναν να διερευνηθεί το θέμα. Ο λοχίας Παναγιώτης Κ. έπαθε κάτι σαν εγκεφαλικό – και τέλος. 
Πήρα δέκα μέρες αναρρωτική. Όταν γύρισα στο Τάγμα ευχαρίστησα τα παιδιά του φυλακίου που με έσωσαν κάνοντάς τους το τραπέζι σε ταβέρνα της περιοχής. Απολύθηκα, χαθήκαμε. Διορίστηκα, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά. 
Ξαναείδα τον Πάνο, είκοσι χρόνια αργότερα. Πήγαμε διακοπές οικογενειακώς στην Πελοπόννησο. Η κωμόπολη του Πάνου απείχε περίπου είκοσι χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο. Ένα μεσημέρι που αποκαμωμένοι η γυναίκα και τα παιδιά από τον ήλιο και τη θάλασσα κοιμόντουσαν, πήρα το αμάξι και πήγα . Βρήκα το μπακάλικο του πατέρα του που ποτέ δεν έγινε μίνι μάρκετ. Μπήκα μέσα να ψωνίσω τάχα. Τα πόδια μου κοπήκαν όταν τον αντίκρισα. Καθόταν σε μια γωνιά και κοίταζε το κενό. Μια γυναίκα που από την προφορά της κατάλαβα πως ήταν Αλβανή καθόταν στο ταμείο και διάβαζε ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό. Ψώνισα μερικά πράγματα στην τύχη και πλησίασα τον Πάνο. Δε μου έδωσε σημασία κι εγώ έσκυψα στο στραβωμένο του πρόσωπο.
-Γεια σου λοχία, τι κάνεις; Με θυμάσαι; του είπα ψιθυριστά σχεδόν.
-Δε μιλάει, ούτε ακούει, άστον, είπε η γυναίκα του ταμείου.
Με τρεμάμενα πόδια και με βουρκωμένα μάτια σηκώθηκα να φύγω.
Τότε ξαφνικά με άρπαξε, έφερε το πρόσωπό του μπροστά στο δικό μου και ούρλιαξε ψιθυριστά, γεμίζοντάς με σάλια:
-Χίλια χρόνια! Χίλια χρόνια με κράτησε η καταραμένη στο ρέμα! Χίλια χρόνια κρύο, σκοτάδι και φωνές! Της ξέφυγα όμως, ε σειρούλα;
Με χτύπησε κεραυνός. Όχι μόνο μίλησε αλλά και με γνώρισε!
Πετάχτηκα πίσω τόσο βίαια που έπεσα πάνω σε ένα ράφι γκρεμίζοντας κάτι κονσέρβες. Η Αλβανή άφησε τον πάγκο και ήρθε κοντά καλύπτοντας από την ταραχή της το στόμα της με τα δυο της χέρια. Κάτι έλεγε στα Αλβανικά πολύ ταραγμένη κοιτάζοντας τον Πάνο που, ατάραχος τώρα, ξανακάθισε στη θέση του και ξανακοίταζε το πουθενά. 
Έφυγα τρέχοντας και τρέμοντας. Μετά βίας οδήγησα πίσω στο ξενοδοχείο όπου κατέβασα δύο λεξοτανίλ που πάντα έχω μαζί μου. Οι δικοί μου κοιμόντουσαν ακόμη. Τους ζήλεψα.
Πέρασαν από τότε τρεισήμισι δεκαετίες. Η νεράιδα – γιατί τι άλλο ήταν; - η νεράιδα που αιχμαλώτισε το μυαλό του δύστυχου Πάνου για χίλια χρόνια και μετά το σκότωσε, δεν έκανε και σε μένα το ίδιο χάρις στο σκουντούφλημα του Μ1.
Μου άφησε όμως τρία κουσούρια.
Κρυώνω διαρκώς από τότε, δεν μπορώ το σκοτάδι και, τέλος, βάζω ωτασπίδες στο κρεβάτι επειδή την ώρα που με παίρνει ο ύπνος, κάθε ήχος θυμίζει το Μουγκρητό. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, τα εκλαμβάνουν ως ιδιοτροπία ή το πολύ πολύ φοβία. Δεν τους έχω μιλήσει ακόμη και μάλλον δε θα τους το πω ποτέ…

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Χρυσάφι στο μανίκι



Κάπως έτσι θα ήμουν εγώ όταν θα μεγάλωνα κι αφού αποφοιτούσα από την σχολή εμποροπλοιάρχων βέβαια. Ήταν ο Αποστόλης – ποιος άλλος; - που μου είχε φουσκώσει τα μυαλά να γίνω καπετάνιος, εκεί γύρω στα ΄73 – 74.
«Μαλάκα τέτοια τσιγάρα θα πρέπει να καπνίζουμε» απεφάνθη με ύφος ταλαιπωρημένου γεροθαλασσόλυκου. 
Ζήτημα ήταν αν καπνίζαμε καναδυό πακέτα τον μήνα, πακέτα που τα έκρυβα επιμελώς στα βάθη της σχολικής μου τσάντας, πάντα όμως διαφορετικής μάρκας. Κυριολεκτικά, κάπνισα όποια μάρκα κυκλοφορούσε στα περίπτερα μεταξύ 1973-1979 πριν καταλήξω δηλαδή ολοκληρωμένος καπνιστής με σταθερή μάρκα.
Αυτά λοιπόν τα τσιγάρα θα έπρεπε να καπνίζω, αν ήθελα να γίνω σωστός κι ολοκληρωμένος καπετάνιος..
Θα γύριζα όλο τον κόσμο, θα είχα σε κάθε λιμάνι κι από μια γυναίκα, θα έβγαζα πολλά λεφτά. Μπορεί – γιατί όχι; – να γινόμουνα καπετάνιος σε κρουαζερόπλοιο. Η στολή μου θα τραβούσε αν μαγνήτης τις γυναίκες που θα ζητούσαν τη συντροφιά ενός έμπειρου και περιπετειώδους άνδρα.
Ο Αποστόλης είχε έναν – θείο – του –ξαδέρφου – του κουνιάδου – του μπαμπά του που ήταν καπετάνιος και του φούσκωνε κι εκείνου τα μυαλά με ναυτικές περιπέτειες και κατορθώματα που έκανε στο παρελθόν πριν καταλήξει πλοίαρχος σε φέρυ της γραμμής Πειραιά – Σαλαμίνας.
«Αμ το άλλο ρε πού το βάζεις;» έλεγε ο Αποστόλης. «Οι καπετάνιοι κονομάνε τόσα, που μετά τα σαράντα βγαίνουν στη στεριά με μια μεγάλη σύνταξη και πολλά λεφτά για να κάνουν ό,τι γουστάρουν».
Μετά τα σαράντα! Τι να τα κάνω τα λεφτά όταν θα γερνούσα, εγώ τα ήθελα όσο ήμουνα νέος, σκεφτόμουν με το δεκατετράχρονο μυαλό μου. Αλλά για να το λέει ο Αποστόλης…
Ονειρευόμασταν ένα λαμπρό μέλλον που ένα χρυσό σιρίτι στο μανίκι θα μας έφερνε λεφτά, περιπέτειες, γυναίκες. Καπνίζαμε λοιπόν κι ονειρευόμασταν, ονειρευόμασταν και καπνίζαμε - Old Navy φυσικά.
Ούτε ο Αποστόλης ούτε κι η αφεντιά μου γίναμε καπετάνιοι τελικά. Δε θα μπορούσα ποτέ να κάνω αυτή τη δουλειά, κατ’ αρχήν επειδή είμαι τόσο χασοδρόμης που το GPS στο αυτοκίνητο τις περισσότερες φορές έχει αναφέρει «Η διαδρομή σας υπολογίζεται ξανά» παρά «Φτάσατε στον προορισμό σας». Άσε που θα με έπιαναν οι φοβίες και οι ανασφάλειές μου καταμεσής στο πουθενά, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον πολιτισμό.
Τελικά, για να παραφράσω και τον ποιητή, ακόμα και χωρίς «χρυσάφι στο μανίκι», το βρήκα το στρατί της ζωής.

Το άρωμα


Λοιπόν, έξυνες με το νύχι σου μια μικρή επιφάνεια στη σελίδα της διαφήμισης και μύριζες το άρωμα. Είχα και τα τρία αρώματα σε σπρέι αλλά το μεγάλο μου πρόβλημα ήταν ποιο από τα τρία να βάλω – το τέταρτο, το «Φρη μαν» κυκλοφόρησε αργότερα, όταν οι ιδέες που κουβαλούσα πάνω στην τρέλα της εφηβείας, μου απαγόρευαν τέτοιες συνήθειες.
Λοιπόν, να έβαζα «Ιντεπέντεντ», για να είμαι δυναμικός ή να έβαζα «Λε Μαν» για να γίνω επιτυχημένος; Ο τύπος που παίζει γκολφ και είναι δυναμικός μου κάνει, ο δεύτερος, ο επιτυχημένος, μου φαινόταν γέρος.
Μήπως πάλι να γινόμουν ο «Μπάτσελορ», ο αδέσμευτος δηλαδή και που με το λάγνο βλέμμα πάνω από τα γυαλιά κεραυνοβολούσε τις γυναίκες;
Εννοείται βέβαια πως και τα τρία (φτηνά και χαμηλής ποιότητας) αρώματα δε με ενδιέφεραν – με ενδιέφερε η περσόνα που αντιστοιχούσε στο κάθε άρωμα και που το δεκατριάχρονο μυαλό μου πίστευε πως βάζοντας το άρωμα θα μεταμορφωνόμουν, άσε που θα γινόμουν δυο φορές άνδρας σύμφωνα με το σλόγκαν. Πού να ήξερα πως το αντριλίκι είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από μερικές σταγόνες σπρέι.
Τελικά ούτε δυναμικός, ούτε επιτυχημένος, ούτε αδέσμευτος έγινα – δε βαριέσαι. Δυναμικός δεν είμαι από χαρακτήρα, επιτυχημένος με τον τρόπο που προβάλλει η διαφήμιση, να μου λείπει. Όσο για αδέσμευτος, ούτε για αστείο, δε την μπορώ τη μοναξιά.

Μόνο να, θα ήθελα να ξαναμυρίσω λίγο από αυτό το σπρέι.