Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Σημαδιακές μέρες

Κοίταζε το σεμεδάκι επάνω στην τηλεόραση. Προίκα της ήταν, φτιαγμένο ποιος ξέρει πότε από τη γιαγιά της. Παρατήρησε πως ήταν βαλμένο λίγο στραβά. Σηκώθηκε αργά και το ίσιωσε. Από κάτω του, ο Αρνιακός έλεγε τον καιρό. Πάντα παρακολουθούσε το δελτίο καιρού για να ξέρει πότε να βάλει πλυντήριο και να απλώσει. Παρακολουθούσε πάντα στο ίδιο κανάλι τον καιρό, πάντα με τον Αρνιακό που τόσο έμοιαζε στο χαμόγελο με τον μακαρίτη τον άντρα της, τον Ηλία της. 
Με τον Ηλία της παντρεύτηκαν σημαδιακή μέρα, λίγο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, το Σάββατο στις 17 Νοεμβρίου του 1973. Ο Ηλίας δούλευε από τότε στο υπεραστικό ΚΤΕΛ, πάντα στο δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Αθήνα κι εκείνη, η Σοφία, σε μια βιοτεχνία ρούχων μέχρι που έμεινε έγκυος κι από τότε σταμάτησε τη δουλειά. Μερικές φορές ο Ηλίας την έπαιρνε μαζί του στο δρομολόγιο, να ξεσκάσει λιγάκι και τότε έβγαιναν βόλτα στην Ακρόπολη, στην Πλάκα, στο Θησείο, στο θέατρο, μια φορά πήγαν και στα μπουζούκια, στον Ζαμπέτα. Παντού την πήγαινε ο Λιας της – έτσι τον έλεγε η Σοφία τις στιγμές που αγκαλιασμένοι γινόντουσαν ένα – δεν της χαλούσε χατίρι, κανενός χατίρι δε χαλούσε ο Λιας της, πάντα με το χαμόγελο, πάντα ευγενικός, πάντα χαμηλόφωνος και τρυφερός, προ πάντων με την κόρη τους, την Ελενίτσα. 
Την πήγαινε βόλτα στην παραλία να την κεράσει παγωτό, στο Πανόραμα για τρίγωνο που τόσο της άρεσε και μετά, με την Ελενίτσα που ξετρελαινόταν με τα ζώα, στον ζωολογικό κήπο, στον Άγιο Παύλο. 
Ο καημένος ο Ηλίας της, που έκανε εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα με μεγάλα λεωφορεία, έπεσε από το μηχανάκι του την ώρα που γυρνούσε από το καφενείο. Μικρόσωμος κι εύθραυστος καθώς ήταν, έμεινε στον τόπο.
Πάλι σημαδιακή μέρα ήταν τότε, όταν έκλεισαν οι τράπεζες τη Δευτέρα στις 29 Ιουνίου του 2015. Είχε προλάβει όμως, όλα τα προλάβαινε, όλα τα φρόντιζε ο Λιας της, είχε προλάβει λίγες ημέρες πριν, να βγάλει από την Πειραιώς τα δέκα χιλιάρικα που είχαν στην άκρη και που σε είκοσι πεντακοσάρικα τα έκρυψαν στον 11ο τόμο της εγκυκλοπαίδειας που αγόρασαν όταν η Ελενίτσα τους πρωτοπήγε στο Νηπιαγωγείο. Το πρώτο πεντακοσάρικο ο Ηλίας το έβαλε στη σελίδα με το λήμμα «Ελένη» και το τελευταίο έφτασε μέχρι το «Ελλάδα».
Η Σοφία έμενε σε ένα διαμέρισμα στην Παρασκευοπούλου. Το πήραν με τον Ηλία το 1978 για να φύγουν από το νοίκι πουλώντας την οικογενειακή τους περιουσία, αυτός κάτι βοσκοτόπια στον Τριπόταμο Φλώρινας, εκείνη τα χωράφια που της άφησαν οι μακαρίτες οι γονείς της στη Βυρώνεια Σερρών και παίρνοντας κι ένα δάνειο. Υπέγραψαν το συμβόλαιο πάλι μέρα σημαδιακή, τη μέρα του σεισμού της Θεσσαλονίκης την Τρίτη 20 Ιουνίου του 1978. Το σπίτι είχε ένα μικρό καθιστικό, δυο κρεβατοκάμαρες που την μία την έκαναν παιδικό δωμάτιο της Ελενίτσας κι ένα ακόμη μικρό δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν σαν ξενώνα όταν ερχόντουσαν τα πεθερικά της για να τους δουν ή να επισκεφθούν κάποιον γιατρό στη Θεσσαλονίκη. Τώρα που δεν περίμενε κανέναν το είχε σαν αποθήκη όπου έβαζε πράγματα που λυπόταν να πετάξει.
Ο Αρνιακός χαιρέτησε τους τηλεθεατές μ' ένα πλατύ χαμόγελο και μια ελαφρά υπόκλιση. Έκλεισε την τηλεόραση και βγήκε από το σπίτι. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας ήταν το σούπερ μάρκετ από όπου ψώνιζε από λίγα δύο τρεις φορές την ημέρα για να έχει να μιλά με κάποιους. Στο κατάστημα την γνώριζαν όλοι και την συμπαθούσαν αλλά περισσότερο η Ιωάννα, η υπεύθυνη της βάρδιας που μαζί της άνοιγε κουβέντα ευκολότερα. Η Ιωάννα καιρό προσπαθούσε να την πείσει να νοικιάσει ένα τουλάχιστον δωμάτιο σε κάποια εργαζόμενη ή φοιτήτρια για να έχει ένα έξτρα εισόδημα πέρα από την σύνταξη του Ηλία. Η Σοφία στην αρχή ήταν αρνητική, μα θες η μοναξιά, θες το γεγονός πως δύσκολα τα έβγαζε πια πέρα, το αποφάσισε. Το είπε στην Ιωάννα κι εκείνη της υποσχέθηκε πως θα έβαζε αγγελία στο ίντερνετ κι ο Θεός βοηθός - έτσι της είπε. 
Η Σοφία πολλές φορές σκέφτηκε, όχι χωρίς ενοχές, πως ο Θεός δεν τη βοήθησε. Φρόντισε μόνο να ρυθμίσει τη ζωή της βάζοντας τις σημαντικότερες στιγμές της μέσα σε σημαδιακές μέρες. Θαρρείς και ήθελε αυτές οι στιγμές να περάσουν από όλους απαρατήρητες, όπως απαρατήρητη θα περνούσε η φωτίτσα ενός ταπεινού κεριού βαλμένου μπροστά σε έναν προβολέα. 
Να, όπως με τη γέννα της. Γέννησε παραμονή Δεκαπενταύγουστου του '74, την ημέρα που οι Τούρκοι έκαναν τη δεύτερη εισβολή στην Κύπρο, με τον Λια της μέσα σ' ένα άρμα μάχης στον Έβρο και τον γιατρό με το αυτί κολλημένο μόνιμα στο τρανζιστοράκι να ακούει συνεχώς ειδήσεις. Γέννησε την Ελενίτσα της μόνη, είκοσι τεσσάρων χρονών κοπέλα, αφού η πεθερά της δεν μπορούσε να έρθει από το χωριό έγκαιρα καθώς οι δρόμοι ήταν γεμάτοι άρματα μάχης και στρατιωτικά αυτοκίνητα. Ο Ηλίας της γύρισε από τον Έβρο άρον άρον, χωρίς να τον ψάξει κανείς σε έναν στρατό υπό διάλυση. 
Έτσι, η Ελενίτσα που συνελήφθη σε μια στιγμή έκστασης για εκείνη και τον Λια της σε μια κοινωνία υπό διάλυση, γεννήθηκε σε μια χώρα υπό διάλυση. Ο Ηλίας πήρε το μωρό αγκαλιά και το κοιτούσε με εκείνο το ζεστό βλέμμα που σε διαβεβαίωνε πως όλα θα πάνε καλά, όλα θα γίνουν καλώς καμωμένα, θα φροντίσει ο ίδιος γι αυτό. 
Ναι, ο καλός Ηλίας είχε βασίλισσα τη Σοφία και πριγκίπισσα την Ελενίτσα, όπως του άρεσε να λέει. 
Όταν πια πήγε στο Νηπιαγωγείο και η νηπιαγωγός τους έλεγε πόσο καλό ήσυχο αλλά και έξυπνο παιδί ήταν, έλιωναν και οι δυο από χαρά και συγκίνηση και τα βράδια στην κρεβατοκάμαρα αφού έσμιγαν στάζοντας κι δυο αγάπη, μιλούσαν για ώρα πολλή για το μέλλον της Ελενίτσας, μη γνωρίζοντας πως η Ελενίτσα τους δεν είχε πολύ μέλλον ακόμα. 
Στο Νηπιαγωγείο άρχισε να αρρωσταίνει συνεχώς. Συνηθισμένο φαινόμενο για τα παιδιά καθώς εκτίθενται συνεχώς σε μικρόβια κολλώντας το ένα το άλλο. Αρρώσταινε όμως και το καλοκαίρι πριν την πρώτη Δημοτικού και το σωματάκι της γέμιζε πολύ εύκολα μελανιές. Ο Ηλίας και η Σοφία δεν σκέφτηκαν κάτι κακό. Η Ελενίτσα τους ήταν φιλάσθενη η καημένη και ίσως του χρόνου να έπρεπε να την γράψουν σε κατασκήνωση, να δυναμώσει. Της πήραν τσάντα δερμάτινη, από τις καλές, μεγάλη ξύλινη κασετίνα, μαρκαδόρους, μεγάλα μπλε τετράδια, ό,τι τους είπε η κυρία Αφροδίτη, η δασκάλα. Της πήραν και δύο μπλε ποδιές με άσπρο γιακαδάκι, πήραν δύο για να έχει να βάζει η Ελενίτσα όταν η άλλη θα στέγνωνε μετά από πλύσιμο. Τις αγόρασε ο Ηλίας από το Μινιόν, σε ένα από τα δρομολόγιά του στην Αθήνα.
Η Ελενίτσα πήγαινε μια εβδομάδα στην Πρώτη Τάξη όταν οι διογκωμένοι λεμφαδένες και οι πόνοι στην κοιλιά, έκαναν τον παιδίατρο να χλωμιάσει και να τους παραπέμψει στο Θεαγένειο, το Θεαγένειο που ενώ βρισκόταν σχεδόν απέναντί τους, η Σοφία πάντα απέστρεφε το βλέμμα της. Τώρα, το νοσοκομείο θα γινόταν το σπίτι της αφού η Ελενίτσα διαγνώστηκε με μυελοβλαστική λευχαιμία.
Από το σπίτι στο Θεαγένειο και το αντίστροφο. Ατέλειωτα ξενύχτια, κρυφά κλάματα και παρακάλια στο Θεό να βοηθήσει την Ελενίτσα της. Η Σοφία μακάριζε τον Ηλία που τουλάχιστον δούλευε και ξεχνιόταν κι εκείνος μακάριζε τη Σοφία που περνούσε περισσότερες ώρες με την πριγκίπισσά του. 
Τον Ιούνιο του ’81 όταν δηλαδή οι συμμαθητές της Ελενίτσας τελείωσαν την Πρώτη Τάξη η Σοφία αποφάσισε πως η Ελενίτσα της έπρεπε να μάθει να διαβάζει κι εκείνη. Το είπε στην κυρία Αφροδίτη που ερχόταν κάθε εβδομάδα κι έβλεπε το παιδί κι εκείνη σαν να το περίμενε από καιρό, δέχτηκε με χαρά. Η Ελενίτσα ρούφηξε την ύλη μιας ολόκληρης χρονιάς σε λίγες εβδομάδες, εκπλήσσοντας τους πάντες και δίνοντας ελπίδες πως θα πήγαινε καλύτερα. Η Σοφία ήταν πεπεισμένη πως αν – αν! – η Ελενίτσα της έφευγε από κοντά τους, θα ήταν σημαδιακή μέρα και το 1981 μέχρι να φύγει τι σημαδιακές μέρες να είχε; 
Το παιδί ξεψύχησε ήσυχα στην αγκαλιά της Σοφίας και του Ηλία όπως ήσυχα έζησε, τα ξημερώματα της 18ης Οκτωβρίου 1981 και κηδεύτηκε φορώντας την μπλε ποδίτσα της το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Το ίδιο βράδυ χαλούσε ο κόσμος από κορναρίσματα, φωνές, πανηγυρισμούς σ’ όλη τη Σαλονίκη, σε όλη την Ελλάδα. 
Η Ιωάννα την πήρε τηλέφωνο και της είπε χαρούμενη πως μια φοιτήτρια απάντησε στην αγγελία και θα ερχόταν το απόγευμα να δει το δωμάτιο για να συνεννοηθούν. Η Σοφία αφού πρώτα κλείδωσε το δωμάτιο της Ελενίτσας που μετά τον θάνατό της το διατηρούσε ακριβώς όπως ήταν με τις κούκλες, τα αρκουδάκια και τα παιχνίδια, κανονικό μαυσωλείο δηλαδή, άδειασε και συγύρισε το μικρό δωμάτιο που κάποτε ήταν ξενώνας. Το δωμάτιο είχε ένα μονό κρεβάτι, μια ντουλάπα, μια καρέκλα κι ένα τραπεζάκι από φορμάικα. Το κορίτσι που θα το νοίκιαζε θα πρέπει να ήταν πολύ φτωχό για να συμβιβαστεί όχι μόνο με το μικρό δωμάτιο μα και με τη συγκατοίκηση με μια 68χρονη γυναίκα.
Η Βίκυ ήταν φοιτήτρια στο Αριστοτέλειο όπου σπούδαζε δασκάλα. Η Σοφία την συμπάθησε καθώς ήταν κι αυτή μικροκαμωμένη και είχε ένα πρόσχαρο, παιδικό πρόσωπο. Η Βίκυ θα έδινε 150 ευρώ τον μήνα ενοίκιο στη Σοφία που ήταν καταχαρούμενη όχι μόνο με το ποσό που θα ενίσχυε τα οικονομικά της αλλά και με την παρέα που θα είχε στο σπίτι της. 
Έκαναν καλή παρέα, παρά την μεγάλη διαφορά ηλικίας, κοντά πενήντα χρόνια. Μαγείρευαν μαζί, έβλεπαν εκπομπές στην τηλεόραση, ψώνιζαν στο σούπερ μάρκετ, στο Ζάρα. Τη φρόντιζε όταν αρρώσταινε – μα ρουφούσε συνεχώς τη μύτη της! – κάνοντάς της σούπες και ζεστά ροφήματα, της έστυβε χυμούς στην εξεταστική.
Η Ιωάννα τις έβλεπε στο σούπερ μάρκετ και χαμογελούσε πλατιά ενώ η Αφροδίτη η δασκάλα με την οποία η Σοφία είχε κρατήσει φιλία και της συμπαραστάθηκε και στις δύο της απώλειες, την έβλεπε να είναι καλύτερα και χαιρόταν.
Την φρόντιζε την Βίκυ σαν… ναι, σαν παιδί της, σκέφτηκε μια μέρα. Κάπως έτσι θα ήταν και η Ελενίτσα της όταν μεγάλωνε ή μάλλον αν θα μεγάλωνε. Τα είπε όλα στη Βίκυ. Όλα. Τα είπε και ξαλάφρωσε και η Βίκυ ρουφούσε τη μύτη της συγκινημένη. Της έδειξε και το κλειστό δωμάτιο της Ελενίτσας, το Μαυσωλείο, όπως το χαρακτήριζε η Αφροδίτη που μάταια προσπαθούσε να πείσει και εκείνη και τον Ηλία να το ξεπεράσουν επιτέλους και να προχωρήσουν παραπέρα κάνοντας ένα παιδί. 
Προσπάθησαν είναι η αλήθεια. Μάταια. Η μήτρα της αρνιόταν να φιλοξενήσει άλλο παιδί κι έμενε άδεια σαν ένα μοναχό κι έρημο σπίτι που όλοι του οι ένοικοι χάθηκαν. Ίσως το διαρκές σοκ που βίωνε μόνιμα η Σοφία μετά τον χαμό του παιδιού της, ίσως – κατά την εξήγηση της ίδιας – το ότι έσμιγαν με τον Ηλία ανόρεχτα, δεν μπόρεσαν να κάνουν άλλο παιδί. 
Δεν ήξερε πολλά για την Βίκυ. Ήξερε πως ήταν από μακριά, από ένα χωριό της Μεσσηνίας και οι γονείς της ήταν φτωχοί αγρότες. Δεν είχε αδέλφια ούτε κάποιο αγόρι. Η Σοφία την μάλωνε τρυφερά που δεν έκανε κάποια προσπάθεια να δημιουργήσει μια σχέση – τι της έλειπε δηλαδή; Κατά βάθος όμως δεν την ήθελε δεσμευμένη, την ήθελε να έχει χρόνο μόνο για τις δυο τους κι από μέσα της ευχόταν να καθυστερήσει στις σπουδές της για να την έχει κοντά της περισσότερο χρόνο.
Η Βίκυ γύρισε από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές στις αρχές Ιανουαρίου. Την περίμενε η Σοφία με ανυπομονησία καθώς όλες τις γιορτές ήταν πάλι μόνη της, με εξαίρεση τις φορές που βγήκε με την Αφροδίτη. Στις 10 του μηνός δεν εμφανίστηκε καθόλου στο σπίτι. Αργά το βράδυ, αποφάσισε να την πάρει τηλέφωνο στο κινητό – το είχε κλειστό. Δεν κοιμήθηκε καθόλου και ξημερώνοντας, πήρε τηλέφωνο στο ΑΧΕΠΑ, στο Ιπποκράτειου, στο Παπανικολάου. Κατά το μεσημέρι, τηλεφώνησε στους δικούς της, στο χωριό. Το τηλέφωνο αντιστοιχούσε σε εταιρεία ταξί - καμία σχέση με τους γονείς της Βίκυς. Την έζωσαν τα φίδια. Τελικά τηλεφώνησε στην αστυνομία. Η αστυνομικός στο τηλέφωνο την ρώτησε για την σχέση που είχε με την Βίκυ κι όταν εκείνη εξήγησε, η αστυνομικός της είπε πως η Βίκυ συνελήφθη για χρήση και εμπορία κοκαΐνης. 
Έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε το ημερολόγιο στον τοίχο. Άνοιξε την τηλεόραση στις ειδήσεις. Τα ίδια και τα ίδια, σήμερα δεν συνέβη κάτι ιδιαίτερο, κάτι σημαδιακό, πώς ήταν δυνατό ο κόσμος όλος να σταμάτησε, έτσι, δίχως να τη ρωτήσει; Κάποιο λάθος θα έγινε, η Βίκυ δεν ήταν για ναρκωτικά και τέτοια πράγματα, εκείνη δεν κάπνιζε ούτε τσιγάρο, άσε που ήταν αλλεργική σε τέτοια δηλητήρια, η μύτη της έτρεχε συνέχεια. Θα πήγαινε να την βρει, θα πλήρωνε δικηγόρο, ναι, αυτό θα έκανε. Έτρεξε στο σύνθετο, πήρε τον τόμο της εγκυκλοπαίδειας, τον άνοιξε στο «Ελένη» και δεν είδε τίποτα. Ούτε στο «ελέφαντας» ούτε στο «ελικόπτερο» ούτε στο «Ελλάδα». Ένα μαύρο χταπόδι άπλωσε ένα πλοκάμι κι έσφιξε τον λαιμό της. Δεν είναι για τα λεφτά, ποιος τα λογαριάζει, δεν είναι γι αυτό.
Ένα δεύτερο πλοκάμι απλώθηκε κι άρπαξε την καρδιά της. Ας της τα ζητούσε τα λεφτά, θα της τα έδινε όλα, όλα. 
Ένα τρίτο έζωσε το κεφάλι της. Έμεινε πάλι μόνη της, έρημη, ρημαγμένη.
Άκουσε την πόρτα να ανοίγει από μέσα. Γύρισε και είδε τον Λια της και την Ελενίτσα τους να της γνέφουν να πάει μαζί τους έξω. 
Άφησε την εγκυκλοπαίδεια να πέσει κάτω κι έτρεξε ελαφροπατώντας προς την πόρτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου