Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

…κι ας μη μου ’χει χαρίσει ποτέ ένα χάδι ως τώρα…

Πολλές φορές έχω σκεφτεί πως, αν είχα αρκετά χρήματα, θα πήγαινα να ζήσω σε μια άλλη χώρα. Μπούχτισα εδώ, σιχάθηκα, όπως και οι περισσότεροι από εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο. Μια χώρα που να βασιλεύει η ευνομία, η ασφάλεια, η ηρεμία. Σε έναν τόπο με την ελάχιστη δυνατή εγκληματικότητα, με καθαρό και περιποιημένο περιβάλλον, με σεβασμό στον πολίτη. Σε ένα μέρος όπου η πρώτη είδηση στα μέσα ενημέρωσης θα είναι η κλοπή επτά γλειφιτζουριών από το κεντρικό μπακάλικο της πόλης και οι τοπικοί άρχοντες θα ερίζουν στα τηλεοπτικά πάνελ για τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος της αλιείας της πέστροφας.
Δηλαδή μεταξύ μας, δεν το έχω σκεφτεί μόνο, το έχω μελετήσει το θέμα.
Κατ’ αρχήν έχω αποκλείσει τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και τις περισσότερες περιοχές των ΗΠΑ. Μένει λοιπόν ο Καναδάς – πολύ κρύο, δε μου κάνει. Τις ΗΠΑ τις φοβάμαι, τόσες ταινίες που έχω δει. Αφρική, Ασία και Ανατολική Ευρώπη αποκλείονται. Μένει η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία και πολύ λίγες περιοχές της Δυτικής Ευρώπης: Σκανδιναβία, Λουξεμβούργο, Λιχτεστάιν, ίσως και Ιρλανδία. Νομίζω όμως πως η καλύτερη λύση είναι το Wellington της Ν. Ζηλανδίας ή το Hobart της Τασμανίας.
Αυτοί οι άνθρωποι εκεί πέρα μακριά πρέπει να ζουν στο δικό τους κόσμο. Έχουν ποιότητα ζωής, δεν έχουν γελοίους πολιτικούς (σαν τους δικούς μας πάντως αποκλείεται), δεν είναι έρμαια του καθενός να κάνει ό,τι του γουστάρει, δεν έχουν κανέναν μεμέτη απέναντι να απειλεί διαρκώς.
Ασφαλώς κι έχουν προβλήματα – ποιος άνθρωπος δεν έχει; Αυτοκτονίες, αλκοολισμός και κατάθλιψη θερίζουν εκεί, λένε κάποιοι μη λαμβάνοντας όμως υπ’ όψιν τους πως τα περιστατικά αυτά καταγράφονται μέχρι κεραίας. Πόσοι στη χώρα μας δεν έχουν τέτοια προβλήματα αλλά δεν δηλώνονται ποτέ στις υπηρεσίες (όσες δεν είναι υπό κατάρρευση ακόμη);
Αλλά πάλι…
Μου περνά από το μυαλό μια φοβερή υποψία. Κι αν αρχίζει και πονά ο πόθος της επιστροφής, το Άλγος του Νόστου, η Νοσταλγία; Τόσους και τόσους δυνατότερους από εμένα χτύπησε, ποιος είμαι εγώ να τη γλυτώσω; Και η γειτονιά που μεγάλωσα; Και η Αθήνα των εφηβικών μου χρόνων, η Αλεξανδρούπολη των φοιτητικών μου χρόνων, η Θάσος που πρωτοδούλεψα και γνώρισα τη γυναίκα μου, τα Ποταμούδια που ζω τριάντα χρόνια τώρα; Ποιος θα φροντίζει το πατρικό μου σπίτι, τι θα απογίνει το σπίτι που ζω εδώ και είκοσι χρόνια, το σπίτι που μεγάλωσα τα παιδιά μου…
Κι αν τύχει και πεθάνω εκεί πέρα μακριά σίγουρα θα πούνε και για μένα «…τόνε βάλανε στης ξένης γης την αγκαλιά, άκλαυτον κι αμοιρολόγητο…»
Μάλλον δε θα πάω πουθενά. Όχι μόνο επειδή δεν έχω τα απαραίτητα χρήματα για να φύγω – και δε θα τα αποκτήσω ποτέ, εδώ που τα λέμε – αλλά για τη Νοσταλγία της Πατρίδας «…κι ας μη μου ’χει χαρίσει ποτέ ένα χάδι ως τώρα…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου