Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Στο πατρικό μου σπίτι

Πηγαίνω πού και πού στο πατρικό μου σπίτι στα προσφυγικά του Κυρτζή, στο Βύρωνα. Βλέπω αν έχει έρθει κάποιος λογαριασμός, ελέγχω για τυχόν προβλήματα, αερίζω. 
Από τότε που συγχωρέθηκε κι ο πατέρας, το σπίτι είναι άδειο. Είναι μεν πλήρως εξοπλισμένο σε σημείο που μπορεί να κατοικηθεί ανά πάσα στιγμή, λείπουν όμως οι άνθρωποι. Κατοικείται λίγες μόνο ημέρες το χρόνο, όταν έρχεται ο αδερφός μου από τη Γερμανία για την καλοκαιρινή του άδεια.
Τις περισσότερες φορές που το επισκέπτομαι κάνω αυτά που πρέπει να κάνω και φεύγω. Άλλες φορές όμως στέκομαι και το βλέπω.
Δε θυμάμαι και πολλά από τα παιδικά μου χρόνια σχετικά με το πατρικό μου, αφού εννέα ετών έφυγα για την Αθήνα και γύρισα στα δεκάξι μου. Κάποια σπαράγματα μόνο μνήμης έχω, όπως το φόβο για το υπόγειο, κελάρι το λέγαμε. Το φοβόμουν το υπόγειο, χωρίς να με φοβερίσει κανείς, το φοβόμουν επειδή τα τοιχώματά του ήταν από γυμνή πέτρα – ποιος ξέρει πώς το έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια.
Ανοίγω την πορτούλα της αυλής και διασχίζω τη μικρή βεράντα. Σ ’αυτή τη βεραντούλα καθόταν ο πατέρας τα καλοκαιρινά βράδια κι έπινε το ούζο του μαζί με τα απαραίτητα που ετοίμαζε και σέρβιρε η μάνα μου κι ακριβώς απέναντι στα δύο μέτρα καθόταν στη δική του βεραντούλα ο κύριος Τάκης πίνοντας κι αυτός γενναίες ποσότητες ούζου και κουβεντιάζοντας επί παντός του επιστητού με τον πατέρα μου. Θυμάμαι τη συζήτηση που είχαν με θέμα την πρώτη προσελήνωση τον Ιούλιο του 1969. Εμένα αυτή ιστορία με είχε συνεπάρει και κοίταζα με τις ώρες τη Σελήνη, εκστασιασμένος που άνθρωποι κατόρθωσαν και πήγαν εκεί πάνω. Απογοητεύτηκα όμως με τους Αμερικανούς αφού σύμφωνα με τον πατέρα και τον κύριο Τάκη είχαν προηγηθεί οι Ρώσοι και για κάποιο λόγο το κρατούσαν μυστικό. Οι δύο ΚΚΕδες καπνεργάτες δεν μπορούσαν να χωνέψουν πως οι Αμερικάνοι κέρδισαν την κούρσα για τη Σελήνη από τους Ρώσους οι οποίοι την ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς, πρωτοπορώντας με τον Σπούτνικ και τον Γκαγκάριν.
Όταν ξεκλειδώνω τη βαριά σιδερένια πόρτα σα να ακούω τη φωνή της μάνας μου από μέσα να μου λέει να κλειδώσω γυρνώντας βράδυ από τα Αγγλικά ή το φροντιστήριο.
Ελέγχω το δωματιάκι δεξιά του διαδρόμου. Εδώ πέρασα τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. Εδώ διάβαζα, εδώ κοιμόμουν, εδώ ονειρευόμουν – τις περισσότερες φορές ξύπνιος. Κοιμόμασταν σε απέναντι κρεβάτια με τον κατά επτά ολόκληρα χρόνια μικρότερό μου αδερφό και, όπως κάθε μεγαλύτερος αδερφός που σέβεται το προνόμιο αυτό, του έκανα τη ζωή δύσκολη είτε κοροϊδεύοντάς τον είτε ξεγελώντας τον είτε χτυπώντας τον – αργότερα βέβαια κανείς δε θα τολμούσε να τα βάλει με έναν πρώην καταδρομέα με μέγεθος μικρής ντουλάπας. Σ’ αυτό το δωματιάκι έλιωσα κασέτες του Σαββόπουλου ακούγοντας τους «Αχαρνής», τον «Μπάλο», το «Βρώμικο ψωμί», τα «10 Χρόνια Κομμάτια». Σ’ αυτό το δωματιάκι διάβαζα από τα σχολικά μου βιβλία και τα Αγγλικά, μέχρι Φρόιντ, Μαρξ αλλά και Βίπερ με Τζέημς Τσέηζ και Ζεράρ ντε Βιλιέ, «Κολούμπρα», «Ιδεοδρόμιο» - γενικά οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου. Τώρα το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από τα πανεπιστημιακά βιβλία των κοριτσιών αφού δε χωρούν στο μικρό μας διαμέρισμα. Πολλά χρόνια πριν, θα πηδούσα από τη χαρά μου με τόσα βιβλία περί Λογοτεχνίας και Φαρμακευτικής. Τα πρώτα θα τα διάβαζα επειδή μου αρέσει πολύ η Λογοτεχνία, τα δεύτερα επειδή είμαι υποχόνδριος και χαπακώνομαι με το παραμικρό. Σήμερα δεν έχω τα κουράγια για (πολύ) διάβασμα.
Επιθεωρώ το μικρό μπάνιο για τυχόν διαρροές. Κάτω από τον νιπτήρα, πριν την ανακαίνιση του σπιτιού το 1976, έβαζε η μάνα μου τα απορρυπαντικά Ρολ. Μέσα σε κάθε συσκευασία ήταν κι ένα βιβλίο με τίτλο «Ήμουν κι εγώ εκεί». Μια εξαιρετική και πρωτοποριακή προσπάθεια της εποχής που δυστυχώς δεν βρήκε μιμητές. Επρόκειτο για μια σειρά μικρών βιβλίων με έγχρωμη εικονογράφηση με ήρωα ένα παιδί που ταξίδευε στο χρόνο κι ανακατευόταν σε σπουδαία ιστορικά γεγονότα. Θυμάμαι το βιβλίο με τίτλο «Με τους Ούννους του Αττίλα». Δεν τα διάβαζα απλώς, βυθιζόμουν μέσα τους και παρακαλούσα να μπορούσα κι εγώ να ταξιδεύω στο χρόνο κι αφού αυτό ήταν ανέφικτο, ευχόμουν να λερωνόντουσαν συχνότερα τα ρούχα για να αγοράζει η μάνα μου Ρολ.
Ανοίγω το παράθυρο του σαλονιού. Εδώ συνήθιζα να ξαπλώνω κάτω από ένα πολύ μικρό τραπεζάκι αφού έβγαζα το ραφάκι από κάτω του που έμοιαζε με σκάλα και που η μάνα μου έβαζε τα περιοδικά της – το Ρομάντζο, τη Γυναίκα και τον Οικογενειακό Θησαυρό και τα οποία φυσικά τα ξεκοκάλιζα. Χωμένος από κάτω, έχτιζα τον δικό μου κόσμο. Άλλοτε το τραπεζάκι με προστάτευε από αεροπορικές επιδρομές, άλλοτε από κακούς ανθρώπους σαν κι αυτούς που διάβαζα στα φωτορομάντζα του «Θησαυρού» κι άλλοτε απλώς από τους πάντες. Το τραπεζάκι είχε το δικό του μυστικό όνομα που το ήξερα μόνο εγώ. Έγραφε από κάτω με μαύρο μαρκαδόρο το όνομα του εργοστασίου κατασκευής του κι εγώ το διάβαζα από κάτω ανάποδα: «ςηδίναβεξαπΜ».
Ρίχνω μια ματιά στην κρεβατοκάμαρα. Κάπου κάπου ξεφυλλίζω τα φωτογραφικά άλμπουμ που υπάρχουν πάνω στην άδεια πια συρταριέρα. Βλέπω τους γονείς και συγγενείς σε ηλικίες πολύ μικρότερες από τη δική μου – οι περισσότεροι δε βρίσκονται πια στη ζωή. Σε μερικές φωτογραφίες δεν αναγνωρίζω κανέναν, σε άλλες λίγους. Λίγες από αυτές γράφουν πληροφορίες γραμμένες με μολύβι καλλιγραφικά στο πίσω μέρος όπως μια του παππού μου στη Γερμανία το 1943 όπου εργαζόταν εκεί στην Κατοχή, «όμηρο τον είχαν» έλεγε η γιαγιά μου, «Ενθύμιον Γερμανίας» γράφει η φωτογραφία από πίσω. Βλέποντάς τες, αναθεματίζω τον εαυτό μου που δεν ρώτησα όσα περισσότερα μπορούσα τις γιαγιάδες μου (παππούδες δυστυχώς δε γνώρισα) και τους γονείς μου. Άλλα τα ενδιαφέροντά μου τότε κι εξάλλου όταν είσαι νέος, δε σου περνάει από το μυαλό πως οι άνθρωποι μια μέρα φεύγουν χωρίς επιστροφή.
Αφήνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο τραπέζι ροτόντα του καθιστικού. Εκεί τρώγαμε τις Κυριακές και η τηλεόραση έδειχνε τις μεσημεριανές ειδήσεις και αργότερα το αγαπημένο μας σίριαλ, το «CHiPs». Βλέπω το ραφάκι όπου η μάνα μου παλαιότερα έβαζε το ραδιόφωνο και άκουγε το «Σπίτι των ανέμων» κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού κι έστηνα κι εγώ αυτί κι άκουγα τις περιπέτειες του δικηγόρου Ορέστη Λαμπίρη, της Τζοβάνας και της γιαγιάς Ανούσκας και το «Μείνε κοντά μου αγαπημένη» με τη συγκλονιστική μουσική που πολύ αργότερα ανακάλυψα πως ήταν το «Concierto de Aranjuez». Απορώ όμως πώς τα θυμάμαι, αφού αυτά τα ραδιοφωνικά σίριαλ παιζόντουσαν τα πρωινά. Δεν πήγαινα ακόμη στο σχολείο; Ήταν τότε το 16ο Δημοτικό με βάρδιες πρωί – απόγευμα; Δε θυμάμαι.
Στην κουζίνα ελέγχω τη βρύση και το ψυγείο. Στο τραπέζι φορμάικα έτρωγα πρωινό στις 5 το πρωί τα καλοκαίρια του ’78, του ’79, του ’80 που δούλευα στα καπνομάγαζα. Έπιανα δουλειά στις 5:30 και θυμάμαι πως το λεωφορείο ήταν γεμάτο εργαζόμενους σε καπνομάγαζα, εργοστάσια, βιοτεχνίες και η Καβάλα ήταν γεμάτη κόσμο που πήγαινε στη δουλειά του αξημέρωτα.
Πηγαίνω στο μικρό πλυσταριό της αυλής. Εκεί υπήρχε ένα καζάνι που έπλενε τα ρούχα η μάνα μου πριν πάρουμε πολύ αργότερα πλυντήριο. Το μικρό του παράθυρο βλέπει στο δρόμο που κάποτε ήταν ρέμα. Λίγο παρακάτω, πιτσιρικάδες στα τέλη της δεκαετίας του ’60, σκοτώναμε τα άμοιρα βατράχια που θα τύχαιναν στο δρόμο μας. Στην ταράτσα του υπήρχε πριν βάλουμε ηλιακό, μια μικρή δεξαμενή νερού καλυμμένη με τζάμι. Εκεί έκανα ντους μετά το καπνομάγαζο κι έβγαζα από πάνω μου την πικράδα του καπνού.
Μερικές φορές μπαίνω και στο υπόγειο να αφήσω ή να πάρω κάτι χωρίς να το φοβάμαι πια – τώρα φοβάμαι άλλα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου