Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Ραψάνη



Την παραλία της Ραψάνης δε την καταδεχόμουνα. Μετά την επιστροφή από την Αθήνα το ‘77, έκανα τα μπάνια μου σε χλιδάτη παραλία, στην Καλαμίτσα. Πιτσιρίκι όμως, τη Ραψάνη την τιμούσα δεόντως μιας και ήμουνα παιδί του Κυρτζή κι ας απαγορευόταν το μπάνιο σ΄ αυτήν, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ο βιολογικός καθαρισμός κι έτσι τα αστικά λύματα κατέληγαν ανεπεξέργαστα (για να το θέσω κομψά) στη θάλασσα. Είχα θυμάμαι μια τεράστια μαύρη σαμπρέλα – μα πού τη βρήκα; – που τάχα ήταν το αγαπημένο μου φέρυ, το «Αμφίπολις», και ταξίδευα προς το μακρινό κι εξωτικό νησί, τη Θάσο, κουνώντας μανιωδώς τα πόδια μου που ήταν έξω από τη σαμπρέλα και που τα φανταζόμουνα σαν τις προπέλες του καραβιού. Απέναντι έβλεπα σαν ένα πελώριο ταμπλό βιβάν, τους μύλους Γεωργή – Νικολετόπουλου, την ξυλεία του Αποστολόπουλου, το εξοχικό κέντρο «Περιστέρι», το παγοποιείο εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Μασούτης, το ζαχαροπλαστείο του Πρεμέτη, τον φούρνο του Σκαμάγκη, τα υπολείμματα από τα Λουτρά Τερμεντζή, τους μπαξέδες και το Μακαρονοποιείο του Φουρλή.
Μετά το μπάνιο ακολουθούσε η «ηλιοθεραπεία». Χωρίς ομπρέλα, χωρίς αντιηλιακό, χωρίς καπέλο, χωρίς γυαλιά ηλίου, ψηνόμασταν η πιτσιρικάδα της γειτονιάς στον ανελέητο μεσημεριάτικο ήλιο - και τώρα που το σκέφτομαι, απορώ πώς επιβιώσαμε από την τόση ακτινοβολία. Όταν καιγότανε η πλάτη μου, η γιαγιά μου την πασάλειβε με γιαούρτι που έπαιρνε κάπως τη φλόγα κι ανακούφιζε. Πολλές φορές κοιμόμασταν το μεσημέρι χωρίς να κάνουμε μπάνιο «για να ψηθεί η πέτσα μας με το αλάτι» και γι αυτό υπομέναμε τη φαγούρα στωικά. Άδικος ο κόπος - δεν έγινα δυστυχώς χοντρόπετσος.
Όταν γύρισα λοιπόν από την Αθήνα, πηγαίναμε τσακαλοπαρέες σε πιο μοντέρνες παραλίες όπως στο Lucy και στην Καλαμίτσα αλλά όχι και στον Μπάτη – όλα έχουν ένα όριο, εκεί πήγαιναν οι φλώροι. Αργότερα και όταν απέκτησα μοτοσικλέτα ανακάλυψα τους αμμόλοφους και τις παραλίες της Εγνατίας.
Μπάτης και Τόσκα ήταν οι παραλίες που πήγαινα με την οικογένεια λόγω των υποδομών τους που ήταν φιλικές προς τα παιδιά κι αργότερα Σαρακήνα και Παλιό – την Ραψάνη την ξέχασα.
Ένα σκασμένο λάστιχο στο Suzuki και μείναμε με το μικρό το Zip της Νίτσας που όμως δεν αντέχει να βγει εκτός Καβάλας με δύο άτομα στη σέλα του. Έτσι, σκεφτήκαμε τη Ραψάνη για το μπάνιο μας, μια που είναι τόσο κοντά.
Μεγαλεία το Κιουτσούκ - Ορμάν! Ομπρέλες έτοιμες από τον Δήμο, καμπίνες για να αλλάξεις, ντουζιέρες, μέχρι και ναυαγοσώστρια είχε!
Η αίσθηση που είχα όταν μπήκα στο νερό, ήταν αλλόκοτη. Από τη μια το τοπίο γύρω μου ήταν γνωστό μα ταυτόχρονα και ξένο. Έπειτα συνειδητοποίησα πως η απόσταση των σαράντα πέντε χρόνων λείανε τα πάντα, άλεσε τις μνήμες και τις μπέρδεψε.
Μετά από το κολύμπι πετάχτηκα απέναντι να πάρω καφέ. Πέρασα μπροστά από το Πολυκλαδικό και θυμήθηκα πως κάποτε εκεί ήταν το «La Nuit», ένα νυχτερινό κέντρο που τους θαμώνες του δε θα τους έλεγες και οικογενειάρχες. Πέρασα και από την οικοδομή που στο ισόγειό της βρισκόταν η ταβέρνα του μπαρμπα – Χαράλαμπου και που χτυπούσαμε βραδιάτικα τα κουδούνια της ολόκληροι μαντράχαλοι και φεύγαμε ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Στα μεγάλα κέφια μας, σφηνώναμε καρφίτσες στα κουμπιά καi κάναμε χάζι από μακριά τους ταλαίπωρους ενοίκους που με τις πιτζάμες κατέβαιναν να βγάλουν τις καρφίτσες. Με τους καφέδες στο χέρι παρατηρούσα τον πίνακα με τα κουδούνια που θαρρώ πως παρέμεινε ο ίδιος αλλά έφυγα με γρήγορο βήμα πριν ενδώσω στον πειρασμό να απλώσω το χέρι μου επάνω του.
Ε, κι ύστερα με έβγαλε η Νίτσα φωτογραφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου