Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Για τον Χασάν

Τέτοιες μέρες, μέσα του Ιανουαρίου του 1984, έπαιρνα το λεωφορείο από την Ξάνθη προς ένα ορεινό χωριό του νομού, τη Μύκη. Η Μύκη είναι μειονοτικό χωριό με κατοίκους φτωχούς Πομάκους μουσουλμάνους που όπως διαπίστωσα ήταν ευγενείς και φιλότιμοι αλλά ταυτόχρονα και επιφυλακτικοί στους ξένους ενώ για να πάει κανείς ως εκεί, χρειαζόταν ειδική άδεια για να μπεις στη λεγόμενη «Επιτηρούμενη Ζώνη» η οποία ελεγχόταν σε ειδικό φυλάκιο του στρατού λίγα χιλιόμετρα από την Ξάνθη. Το ίδιο το χωριό θύμιζε χωριό της δεκαετίας του ’30.
Θα έμπαινα λοιπόν για πρώτη φορά σε σχολική τάξη σαν δάσκαλος. Είχα απολυθεί πριν από τρεις περίπου εβδομάδες από το στρατό και κατά τη διάρκεια της θητείας μου είχαν γίνει κοσμογονικές αλλαγές. Καθιερώθηκε το μονοτονικό, τα βιβλία είχαν αλλάξει και γενικά είχε αναπτυχθεί ένα νέο διδακτικό Σύμπαν. Γεμάτος όρεξη και διάθεση να αλλάξω τον κόσμο μέσω του σχολείου και της μόρφωσης, μετρούσα το χρόνο για να μπω στην τάξη. Στο λεωφορείο κουβαλούσα ένα μικρό σάκο με τα βιβλία της τάξης που θα δίδασκα κι εκεί πήρα την πρώτη κρυάδα. Οι παλιοί συνάδελφοι σχεδόν με γιούχαραν λέγοντάς μου πως δεν αξίζει, πως «αυτοί» δε χρειάζονται γράμματα και άλλα τέτοια. 
Δίδασκα στην Τρίτη τάξη κάνοντας όμως Γλώσσα της Πρώτης τάξης. Δίδασκα και Ιστορία στην Έκτη, προσέχοντας τα λόγια μου, αφού έπρεπε – με εντολές άνωθεν - να μη ξεστομίσω τη λέξη «Τούρκος» αλλά «εχθρός» όταν δίδασκα την Επανάσταση του ’21. Η μητρική γλώσσα των παιδιών ήταν τα Πομάκικα, στο σχολείο μάθαιναν ελληνικά, αραβικά μέσω του Κορανίου και τούρκικα. Ενώ οι Πομάκοι είναι σλαβογενείς – άνετα τους περνάς για σκανδιναβούς τους περισσότερους με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια – «τουρκοποιήθηκαν» με ευθύνη του ελληνικού κράτους επειδή οι Βούλγαροι ήταν εχθροί και οι Τούρκοι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Θεωρούσαν την Τουρκία «μητέρα-πατρίδα» και την είχαν εξιδανικεύσει. Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε γι αυτό, αποκλείοντάς τους από τον υπόλοιπο κόσμο μέσω της «Επιτηρούμενης Ζώνης» η οποία καταργήθηκε μόλις στα τέλη του 1995, μη χορηγώντας τους πολεοδομικές άδειες, άδειες οδήγησης και ένα σωρό άλλες άδικες διακρίσεις, ενώ λειτουργούσε κι ένα απίστευτο κύκλωμα διαφθοράς από τους «δικούς μας» για όποιον μειονοτικό ήθελε με το αζημίωτο βεβαίως να παρακάμψει αυτά τα εμπόδια.
Το σχολείο ήταν κολλημένο στο τζαμί – στην πραγματικότητα ήταν το τζαμί – λειτουργώντας σε δύο βάρδιες πρωί-απόγευμα με δύο χριστιανούς δασκάλους σε κάθε βάρδια κι έναν μουσουλμάνο - Χότζα. Από ψιθύρους έμαθα πως ο ένας μουσουλμάνος δάσκαλος ήταν «δικός μας» κι ο άλλος «δικός τους», τουρκόφιλος δηλαδή. Τους άλλους δύο δασκάλους της άλλης βάρδιας τους γνώρισα ελάχιστα αλλά μου έκαναν χείριστη εντύπωση: ρατσιστές, ξερόλες και αδιάφοροι αλλά μέσα στα κομματικά κόλπα.
Τις Παρασκευές το σχολείο δε λειτουργούσε αφού για τους Μουσουλμάνους η μέρα αυτή είναι η δική μας Κυριακή όπως δε λειτουργούσε και στο Ραμαζάνι. Ήμασταν όμως υποχρεωμένοι να πηγαίνουμε τις Κυριακές. Πήγαμε μία όλη κι όλη, έτσι, για ξεκάρφωμα.
Στην αίθουσα γινόταν το αδιαχώρητο με αγόρια και κορίτσια αυστηρά διαχωρισμένα με τα κορίτσια να φορούν τις μαντίλες και την παραδοσιακή καρώ ποδίτσα. Δε θυμάμαι τα ονόματά τους, πλην ενός.
Του Χασάν.
Τριάντα ένα χρόνια στις σχολικές αίθουσες, ελάχιστα παιδιά έχω δει με τόση αγάπη για τα γράμματα, με τόση επιμέλεια και παράλληλα να είναι και πολύ χαμηλών τόνων. Θυμάμαι πώς με παρακολουθούσε, με τι φροντίδα έπιανε τα βιβλία και τα τετράδιά του, πώς διάβαζε με τα σπαστά ελληνικά του σέρνοντας το δαχτυλάκι του στις γραμμές του κειμένου. Το ξανθό γαλανομάτικο αγόρι, με στήριξε χωρίς να το γνωρίζει αυτούς τους μήνες που δούλεψα στη Μύκη. Απογοητευμένος από τους συναδέλφους, από το κράτος, μέσα σε ένα άγνωστο περιβάλλον προπολεμικών υποδομών γεμάτο ψιθύρους για πράκτορες και ίντριγκες, υποχρεωμένος να δείχνω άδεια εισόδου για να πάω στο χωριό, χωρίς στήριξη (ηθική, παιδαγωγική, διδακτική) από πουθενά, ο Χασάν ήταν το στήριγμά μου. Τον στήριξα κι εγώ όσο μπορούσα, δίνοντάς του θάρρος και επιβραβεύοντάς τον σε κάθε ευκαιρία.
Καταραμένη απειρία! Σήμερα θα μιλούσα στους γονείς του προσπαθώντας να τους πείσω να προσπαθήσουν όσο μπορούν να σπουδάσει το παιδί, θα του έδινα βιβλία να διαβάσει, θα του φούντωνα περισσότερο τη φλόγα. Ώρες – ώρες εύχομαι να έκανα λάθος και τελικά να μην ήταν το χαρισματικό παιδί που νόμιζα μπας και απαλλαγώ λιγάκι από τις ενοχές.
Από τότε όμως, η εικόνα του φτωχόπαιδου Χασάν με στοιχειώνει. Τον βλέπω κάθε φορά που πρωτοαντικρίζω ένα ταλαντούχο παιδί και τότε το ενθαρρύνω, μιλάω στους γονείς του, του δίνω επιλεγμένα βιβλία να διαβάσει, προσπαθώ να ανιχνεύσω τις ιδιαίτερες κλίσεις του, το «πουσάρω» να δω τα όριά του. Πέντε με έξι τέτοια παιδιά αξιώθηκα να συναντήσω μέσα σ’ αυτές τις τρεις δεκαετίες. Σκέφτομαι πως έκανα το καθήκον μου απέναντι σ’ αυτά τα παιδιά και τις οικογένειές τους, δίνοντάς τους τις ευκαιρίες – εκτός του Χασάν.
Καλέ μου Χασάν, εύχομαι ο Αλλάχ σου να σε έχει πάντα καλά και στις προσευχές σου να του ζητήσεις να συγχωρήσει όλους εμάς που δε σου δώσαμε την ευκαιρία που σου άξιζε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου