Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Το δικό μου, μικρό Πολυτεχνείο

.

Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1980, οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες όλης της χώρας ήταν σε αναβρασμό. Αίτημα των σπουδαστών ήταν να ενταχθούν στα Πανεπιστήμια, αναβαθμίζοντας το πρόγραμμα σπουδών τους.
Πράγματι, οι Ακαδημίες μύριζαν συντηρητισμό και μούχλα, με ένα απαρχαιωμένο σύστημα σπουδών που χρονολογείτο από την εποχή του Μεταξά, με καθηγητές χωρίς διδακτορικό, πολλοί από τους οποίους ήταν εκπαιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός πως ένα από τα μαθήματα που διδασκόμασταν, ήταν «Γεωπονικά». Το μάθημα μπήκε τότε, τη δεκαετία του 1930, με τη λογική ο δάσκαλος να μπορεί να προσφέρει γνώσεις γεωπονίας στα χωριά όπου θα υπηρετούσε. Απόλυτος άρχων δε, ήταν ο Διευθυντής της κάθε Ακαδημίας.
Ήμουν τότε πρωτοετής αλλά δεν έκανε καμία διαφορά από τα μαθητικά μου χρόνια στο Λύκειο. Οι παρουσίες ήταν υποχρεωτικές, με απουσιολόγο σε κάθε τμήμα, ενώ το ελάχιστο όριο απουσιών που και δικαιολογημένες να ήταν (από γιατρό ή… κηδεμόνα) έφταναν το όριο των 300 που μεταφράζεται σε 7 εβδομάδες αφού καθημερινά είχαμε 7ωρα όταν δεν είχε καθιερωθεί η πενθήμερη εργασία.
Διευθυντής της Ακαδημίας της Αλεξανδρούπολης ήταν ο μακαρίτης πια Νικόλαος Ράπτης. Ένα ψηλός, ευθυτενής άνδρας με χοντρά μυωπικά γυαλιά, απόμακρος και αυστηρός. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Ελβετία και είχε δάσκαλο τον σπουδαίο ψυχολόγο και φιλόσοφο Jean Piaget.
Δεν έφτανε βέβαια την αυταρχικότητα των προκατόχων του και ιδιαίτερα του διαβόητου Ρούσκα αλλά ακόμα και το καθεστώς των Ακαδημιών, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και αρχές του’80 άρχισε δειλά-δειλά να «εκσυγχρονίζεται». Ενδεικτικά αναφέρω πως μόλις μια δεκαετία πριν, τα κορίτσια σπουδάστριες έμεναν υποχρεωτικά στο οικοτροφείο ενώ υπήρχε και κανονισμός που απαγόρευε το «συνομπρελίζεσθαι» (έρμε ορθογράφε του Word που υπογραμμίζεις τη λέξη, πού να το φανταστείς…). Μετά από μια σπουδαία ενέργεια του αείμνηστου καθηγητή παιδαγωγικών στην Ακαδημία Ι. Δ. Ιωαννίδη εν μέσω Χούντας, βγήκαν τα κορίτσια από το οικοτροφείο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη, ενδιαφέρουσα ιστορία.
Ακόμη κι έτσι όμως, ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε τις υποδειγματικές μας διδασκαλίες φορώντας τα αγόρια καφέ κοστούμι και τα κορίτσια μπλε ταγιέρ κι ας ούρλιαζαν από μέσα η τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα – 19 χρονών ήμασταν διάολε!
Η όλη δομή δεν διέφερε σε τίποτε από εκείνη του Λυκείου: πρωινή προσευχή με τα παιδιά και τους δασκάλους των πειραματικών σχολείων που μοιραζόμασταν το κτίριο (κληρονομιά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Ζαρίφη – όταν ακόμα υπήρχαν εθνικοί ευεργέτες), διαλείμματα, εκδρομές κλπ. Βέβαια, το καλό με αυτό ήταν πως βρισκόμασταν όλες τις ώρες με παιδιά του Δημοτικού κι έτσι εξοικειωθήκαμε από νωρίς με τα περίεργα αυτά πλάσματα.
Υπήρχε βέβαια λόγος για όλο αυτό το καταπιεστικό σκηνικό. Η συντριπτική πλειοψηφία των σπουδαστών ήταν παιδιά από κατώτερες κοινωνικές τάξεις, αγροτόπαιδα ή εργατόπαιδα – ποιος εύπορος στέλνει το παιδί του δάσκαλο; Για το λόγο αυτό, για να σπουδάσουν δηλαδή χωρίς πολλά έξοδα, οι Ακαδημίες ήταν διασπαρμένες σε πολλές επαρχιακές πόλεις εκτός από αυτές της Αθήνα και της Θεσσαλονίκης. Στο σύνολο, πρέπει να ήταν πάνω από δέκα. Έτσι, το παιδί από το χωριό του Γράμμου, πήγαινε να σπουδάσει στη Φλώρινα, αυτό του Πάρνωνα στην Τρίπολη κλπ. Πού θα ανοιχτούν οι ορίζοντές του; Πώς θα έρθει σε επαφή με νέες ιδέες, νέα ρεύματα; Σε δύο μόλις χρόνια, έπαιρνε πτυχίο και έφευγε έστω και από αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη και ξανά πάλι επέστρεφε κάπου στις εσχατιές της Ελλάδας σαν δάσκαλος να αναπαράξει τον συντηρητισμό και τη μούχλα.
Παρ’ όλα αυτά, οι δάσκαλοι και οι δασκάλες έμαθαν στα παιδιά γράμματα μέσα σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες, σε χωριά που δεν τα έβλεπε ο Θεός ο ίδιος, με χίλιες στερήσεις και με ελάχιστα μέσα.
Κάποτε θα πρέπει να γραφτεί το έπος της προσφοράς των δασκάλων στην πατρίδα μας. Ένα έπος που συνεχίζεται και στις μέρες μας κι ας μη καταδέχονται να ασχοληθούν τα μεγάλα Μ.Μ.Ε. Βλέπετε, οι δασκάλες και οι δάσκαλοι δεν είναι «λαμπεροί επώνυμοι».
Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το ασφυκτικά καταπιεστικό περιβάλλον, έσκασε σαν βόμβα η είδηση πως επίκειται μεγάλη κινητοποίηση από όλες τις Ακαδημίες με αίτημα την ανωτατοποίησή τους. Έτσι, στην αρχή του Φεβρουαρίου, προκηρύχθηκε αποχή μετά από γενική συνέλευση του σπουδαστικού μας συλλόγου μέσα σε αίθουσα της Ακαδημίας. Το κλίμα ήταν εκρηκτικό. Ευφορία και ενθουσιασμός ήταν τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν. Η αίθουσα θυμάμαι πως ήταν ασφυκτικά γεμάτη από νέο κόσμο που ζητούσε να εκτονωθεί και πολύ, μα πολύ καπνό από τσιγάρα. Μόλις ένα μήνα πριν, είχαν σταματήσει οι καταλήψεις στα Πανεπιστήμια για τον νόμο 815 πετυχαίνοντας τον σκοπό τους αφού ο νόμος ακυρώθηκε κι εμείς μόλις είχαμε αρχίσει να τσαλαβουτάμε στα απόνερα των μεγάλων αυτών κινητοποιήσεων.
Το ποσοστό συμμετοχής ήταν τεράστιο. Ελάχιστοι συσπουδαστές μας μπήκαν στην τάξη και ανάμεσά τους, τρεις κοπέλες που έμεναν σε οικοτροφείο της εκκλησίας – καλή τους ώρα. Αυτές τις τρεις, ανέλαβα να τις μεταπείσω εγώ.
Εκείνη την εποχή, ήμουν μέλος της ΚΝΕ και γραμματέας του σπουδαστικού μας συλλόγου – τρομάρα μου. Πράγματι, σε ένα διάλειμμα, περνώντας επιδεικτικά μπροστά από τον Ράπτη (αχ, η αψάδα της νιότης!) τις συνάντησα μόνες σε μια αίθουσα και άρχισα να τις μιλάω. Είπα για το «δίκιο μας», «όλα κερδίζονται με αγώνες» κι άλλα τέτοια. Τα κορίτσια ψέλλιζαν κάτι δικαιολογίες, τις οποίες τις κατέρριπτα αμέσως είτε με λογικά επιχειρήματα είτε (τις περισσότερες) με εξυπνάδες, ώσπου μία από αυτές που από το ντύσιμό της φαινόταν λιγότερο σκληροπυρηνική «θεούσα» - αυτό τον όρο χρησιμοποιούσαμε για να τις χαρακτηρίσουμε – η Α., με πήρε παράμερα και με παράπονο μου είπε πως τις επιτίθεμαι άδικα, αφού δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Προέρχονταν από οικονομικά αδύναμες αλλά και πολύ συντηρητικές οικογένειες οι οποίες δεν είχαν τους πόρους για να τις σπουδάσουν κι έτσι ήταν αναγκασμένες να μένουν στο οικοτροφείο. Μια λέξη του Ράπτη, αρκούσε για να τις διώξουν. Καταντράπηκα. Μπουρδούκλωσα κάτι δικαιολογίες κι έφυγα. Δε σας είπα 'γω πως ήμουν ο Ι5 της οργάνωσης;
Όσο περνούσε ο καιρός όμως, τα πράγματα αγρίευαν. Οι απουσίες μαζεύονταν, μερικοί άρχισαν να πλησιάζουν επικίνδυνα το όριο των απουσιών κι έτσι αποφασίστηκε να κάνουμε ομάδες περιφρούρησης οι οποίες θα ήταν με βάρδιες στο προαύλιο της Ακαδημίας αποτρέποντας την ημέρα όσους συσπουδαστές μας σκέφτονταν να σπάσουν την αποχή ενώ το βράδυ ξενυχτώντας μέσα στο άγριο Εβρίτικο κρύο θα απέτρεπαν καταστροφές του υλικού μας (πανώ, πλακάτ κλπ) από τους αόρατους εχθρούς του αγώνα μας.
Είχαμε στην είσοδο της Ακαδημίας κι ένα βαρέλι στο οποίο βάζαμε κάρβουνα και μετά διάφορα εύφλεκτα υλικά για να έχουμε τρόπο προστασίας στο Φλεβαριάτικο κρύο. Γύρω από το βαρέλι αναπτύξαμε μια αυτοσχέδια καλύβα από ξύλα και διαφανή μουασαμά όπου βάζαμε και τα τιμαλφή του αγώνα. Θεματοφύλακας του βαρελιού ήταν η μορφή της Ακαδημίας, ο Βαγγέλης ο Σαμαράς. Έλεγχε τακτικά το περιεχόμενό του, φρόντιζε να μη σβήνει η φωτιά (θύμιζε γέροντα Σαμάνο) ενώ έπρεπε να πάρει κανείς την άδειά του έστω για να το πλησιάσει. Το βαρέλι αυτό λειτουργούσε λοιπόν σαν η άσβεστη Εστία του αγώνα μας.
Μέσα σε τρεις εβδομάδες, το 80% των σπουδαστών είχαμε χάσει το έτος από τις απουσίες τις οποίες ο Ράπτης κατέγραφε συστηματικά. Είδα συσπουδαστές μου να σηκώνουν το χέρι υπερψηφίζοντας την αποχή ενώ γνώριζαν πως με αυτή τους την απόφαση θα έχαναν τη χρονιά τους. Νέα παιδιά που αγωνίστηκαν με ανιδιοτέλεια για κάτι που πίστευαν (και ήταν) σωστό και δεν πήραν κανένα αντάλλαγμα, σε αντίθεση με πολλούς από αυτούς των καταλήψεων του 815 οι οποίοι έγιναν αργότερα ιδιοκτήτες διαφημιστικών εταιριών, πρόεδροι εταιριών δημοσκοπήσεων, κομματικοί καριερίστες, διευθυντές ειδήσεων σε δελτία που ημίγυμνα νυμφίδια παρουσίαζαν τον καιρό.
Αποφασίστηκε να κατεβούμε στην Αθήνα για το πανελλαδικό συλλαλητήριο που οργανώθηκε με τη συμμετοχή όλων των Ακαδημιών. Φυσικά, όπου γάμος και χαρά, ο Μιχάλης πρώτος. Πήγα λοιπόν κι εγώ, κάνοντας ταξίδι 14 ωρών περίπου. Παλμός, μαχητικότητα, ζωντάνια επικρατούσε έξω από τη Μαράσλειο. Όταν δε τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν τη συμπαράσταση των φοιτητών του Πολυτεχνείου, έγινε πανζουρλισμός. Βλέπετε, εμείς οι ταπεινοί σπουδαστές είχαμε πάρει το χρίσμα από τους γκουρού του φοιτητικού κινήματος. Πήγε αντιπροσωπεία στον τότε Υπουργό Παιδείας, Βασίλη Κοντογιαννόπουλο, ο οποίος όχι μόνο δεν συζήτησε το ζήτημα αλλά ήταν και είρων απέναντι στους εκπροσώπους μας. Δεν άκουγε ο κακόμοιρος το βουητό των πραγμάτων που ερχόντουσαν και σε λιγότερο από δύο χρόνια θα σάρωναν τα πάντα.
Επιστρέφοντας στην Αλεξανδρούπολη, κυκλοφόρησε τοπική εφημερίδα με τίτλο «Να φύγει ο Ράπτης από την Ακαδημία!». Η κατάσταση εκτραχύνθηκε όταν ο Ράπτης, δρώντας παρορμητικά και σε πανικό κάλεσε την αστυνομία έξω από την Ακαδημία. Μαζευτήκαμε κι εμείς απέξω, πιασμένοι χέρι-χέρι σχηματίζοντας αλυσίδα και φωνάζοντας «Όλοι ενωμένοι!». Απέναντί μας είχαμε κάτι ταλαίπωρους και φοβισμένους χωροφύλακες που προφανώς καταριόντουσαν την ώρα και τη στιγμή που τους πήραν από τον επαρχιακό καφενέ και τους έβαλαν απέναντι σε ξαναμμένα παιδαρέλια. Ήταν προφανώς και σε αμηχανία, επειδή απέναντί τους αυτά τα παιδαρέλια ήταν μελλοντικοί δάσκαλοι και δασκάλες κι έτσι το μυαλό τους βραχυκύκλωσε τελείως.
Μα να στέκονται έτσι και να μην κάνουν τίποτε εναντίον μας; Ούτε μια σπρωξιά, μισό χτύπημα από γκλομπ, ούτε ένα έστω και κλούβιο δακρυγόνο; Και γιατί δεν έστελναν τα ΜΑΤ πανάθεμά τους; Άλλοι είχαν απέναντί τους κοτζαμάν Χούντα και τανκς κι εγώ μια χούφτα κακορίζικους χωροφυλάκους. Πώς θα γινόμουνα τώρα ήρωας; Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε λίγο αργότερα, όταν επενέβη ο Δήμαρχος κι άλλοι τοπικοί παράγοντες.
Παρ’ όλα αυτά, δεν έχω ξανανιώσει έκτοτε τέτοια έξαψη και ενθουσιασμό στη ζωή μου, εκτός στις περιπτώσεις που ερωτεύτηκα. Αλλά μήπως και η επανάσταση στο κατεστημένο δεν είναι έρωτας;
Έρμε Ράπτη, με ποιους τα έβαλες; Όταν οι νέοι εξεγείρονται, το να τους πας κόντρα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Αναρωτιέμαι όμως, πώς αυτός ο άνθρωπος με τέτοιες σπουδές κατάφερε και έθεσε εναντίον του ολόκληρες γενιές σπουδαστών. Θα μπορούσε με λίγες φράσεις να τους έχει μαζί του κι όμως επέλεξε το δρόμο του αυταρχισμού. Φοβόταν προφανώς πως αν οι Ακαδημίες ανωτατοποιούνταν, θα έμενε χωρίς δουλειά. Ίσως πάλι ήταν έτσι ο χαρακτήρας του. Αν τον έβλεπε ο Piaget, δε νομίζω πως θα ήταν περήφανος για τον πρώην φοιτητή του. Δεν πειράζει, ο Θεός ας τον συγχωρήσει.
Όλα έδειχναν αδιέξοδο, όταν έπεσε η πρόταση για δυναμικότερες κινητοποιήσεις, δηλαδή κατάληψη. Χαράς Ευαγγέλια για τον Μιχάλη! Θα καταλαμβάναμε την Ακαδημία, θα ξημεροβραδιαζόμασταν μέσα στις αίθουσες, δε θα μπορούσε να μπει κανείς άλλος, θα κάναμε συναυλίες (ο Στράτος κι ο Θεοδόσης ήταν έτοιμοι) χώρια που θα ήταν και τα κορίτσια μαζί με εμάς τους καταληψίες - ήρωες, οπότε…
Και κάπου εδώ η μικρή καριέρα μου στην επανάσταση αρχίζει την κατιούσα. Όχι μόνο δεν έγινε η κατάληψη αλλά και μία - μία οι Ακαδημίες σταματούν την αποχή. Κάτι η κούραση, κάτι ο φόβος για χάσιμο του έτους, κάτι οι αόριστες υποσχέσεις συνέβαλαν στο σταμάτημα των κινητοποιήσεων. Αργότερα έμαθα από φήμες πως ρόλο έπαιξε και το ΠΑΣΟΚ που ήθελε να καρπωθεί εκείνο την ανωτατοποίηση των σπουδών των δασκάλων, κάτι που όντως έκανε λίγα χρόνια αφού έγινε κυβέρνηση.
Το Υπουργείο έσβησε τις απουσίες, ξαναγυρίσαμε στα θρανία αλλά τίποτε δεν ήταν όπως πριν. Πολλοί συσπουδαστές μου πολιτικοποιήθηκαν μέσα από την όλη ιστορία, φιλίες γιγαντώθηκαν και κράτησαν μια ζωή, αυτοί που δε συμμετείχαν στην αποχή παραδόθηκαν στη γενική περιφρόνηση (πλην των τριών κοριτσιών που προανέφερα) κι εγώ έκλαιγα τη χαμένη ευκαιρία για γενική εξέγερση και επανάσταση.
Όσο για το βαρέλι, όταν τελείωσαν όλα, ο Βαγγέλης έριξε μέσα τα σπρέι που χρησιμοποιούσαμε για να γράφουμε συνθήματα και καναδυό γκαζάκια και, ως άλλος Σαμουήλ στο Κούγκι, το… ανατίναξε!
Κοιτάζοντας τώρα από μακριά, με την απόσταση των τριάντα πέντε χρόνων, βλέπω πως σαφώς το αίτημά μας ήταν δίκαιο. Τώρα αυτό ακούγεται κλισέ αφού έχουμε δει απίστευτες καταστάσεις για δίκαιους τάχα αγώνες, αγώνες όμως που κρύβουν στυγνά συντεχνιακά προνόμια. Δεν είναι όμως απόλυτα λογικό, ένας άνθρωπος που έχει την ευθύνη της μόρφωσης μικρών παιδιών, να έχει υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακή κατάρτιση από καθηγητές με την ανάλογη μόρφωση; Τώρα αν αυτή δίνεται στα σημερινά παιδαγωγικά τμήματα, αυτό είναι ευθύνη άλλων.
Αλλά και η μορφή του αγώνα μας ήταν τίμια και παλικαρίσια. Αποχή, όχι κατάληψη. Δεν τραμπουκίσαμε, δεν εξαναγκάσαμε κανέναν, ήμασταν δε έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα. Ακόμα κι αυτούς που είτε ήταν τα καρφιά του Ράπτη ή κόλακές του, τους γυρίσαμε απλά την πλάτη.
Μπορεί να μη δοξάστηκα στα γεγονότα του δικού μου, παρ’ ολίγον Πολυτεχνείου στην ακριτική Αλεξανδρούπολη, έμαθα όμως πως η ζωή κρύβει «Ένα και δύο και τρία, πολλά Πολυτεχνεία» σχεδόν καθημερινά. Μέσα από τη δουλειά σου, την παρουσία σου στην κοινωνική ζωή, τις αξίες και στάσεις ζωής που μπορείς να μεταλαμπαδεύσεις στα παιδιά σου, η ζωή κάνει ένα βηματάκι παραπέρα. Γιατί τι άλλο εκτός από μια μικρή νίκη είναι το έκπληκτο βλέμμα ενός δεκάχρονου που σου λέει μέσα στην τάξη «Αλήθεια κύριε;» όταν ανακαλύπτει και ξεδιαλύνει άλλο ένα μεγάλο μυστήριο της Φύσης;
Μπορεί να μην έγινα ήρωας στα μάτια των κοριτσιών αλλά είμαι ο μεγάλος ήρωας στα μάτια των μαθητών μου, όπως και χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί μου. Η αυθεντία, αυτός που τους ανοίγει δρόμους πρωτόγνωρους, το πρότυπο, κι ας πλέω καθημερινά σε πελάγη αμφιβολίας για τα πάντα.

Κι αυτό είναι μεγάλη νίκη, δε νομίζετε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου